Διαβάσαμε: «Ο στοχαστής του Μαρουσιού» της Μαρίας Καραβία (Καπόν)

Ένας από τους πιο σημαντικούς και, κυρίως, επιδραστικούς Ελληνες ζωγράφους
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
20/04/2022

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

Γιάννης Μακρής
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ο Γιάννης Τσαρούχης είναι ένας από τους πιο σημαντικούς και, κυρίως, επιδραστικούς Ελληνες ζωγράφους. Υπήρξε, επίσης, από τους σημαντικούς Ελληνες σκηνογράφους. Φοιτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Παρθένη, τον Βικάτο και τον Ιακωβίδη. Παράλληλα, κατά το διάστημα 1931–1934, μαθήτευσε κοντά στον Φώτη Κόντογλου, ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή αγιογραφία, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Δημήτρη Πικιώνη, Φώτη Κόντογλου και Αγγελική Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης.

Την περίοδο 1935–1936, αφού πρώτα επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Επισκεπτόμενος τα διάφορα μουσεία ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού καθώς και με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ανρί Ματίς και ο Αλμπέρτο Τζακομέττι.

Πέρα από το έργο του σαν ζωγράφου, τον χαρακτήρισε μια βαθιά γνώση της Τέχνης, της ελληνικότητας, της αρχαίας τραγωδίας. Οι ρήσεις του, ή αυτές που του αποδίδονται, έχουν μείνει ιστορικές. Στο βιβλίο αυτό, η Μαρία Καραβία, μία από τις πιό έγκριτες Ελληνίδες δημοσιογράφους, έχει συγκεντρώσει συνεντεύξεις που έκανε με τον Γιάννη Τσαρούχη, αλλά και άρθρα που έγραψε η ίδια σχετικά με την τέχνη του. Και η αλήθεια είναι πως ,ενώ όλοι γνωρίζουμε το όνομα του Γιάννη Τσαρούχη, εν τούτοις,λογότεροι γνωρίζουν σχετικά με το έργο του καθώς επίσης και τι πρέσβευε αυτός ο σημαντικός Ελληνας.

Οπως πολύ σωστά είναι ο τίτλος του βιβλίου, ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε ένας στοχαστής, με την ουσιαστική έννοια του όρου. Μελέτησε την ελληνικότητα στην Τέχνη και την πέρασε στο έργο του όσο λίγοι Ελληνες ζωγράφοι του 20ου αιώνα.

΄΄Εγραφε με την ίδια χάρη που μιλούσε. Χρησιμοποιούσε μια γλώσσα ανάμεικτη, μια αστική, θα την έλεγα, δημοτική, όπου οι λαικές εκφράσεις έλαμπαν σαν πετράδια και οι παλαιικοί καθαρευουσιάνικοι τύποι έμπαιναν μ’ ένα σκόπιμο, ελαφρά ειρωνικό καθωσπρεπισμό στην κουβέντα του, υπερτονισμένοι από το ελαφρό του ΄΄ρο΄΄ σαν για να υποδηλώσουν την οικογενειακή προέλευση και την ανατροφή του, που δεν την είχε απαρνηθεί ποτέ του, ακόμα κι όταν σύχναζε σε λαικά στέκια. Κοσμούσε τις διηγήσεις του με παραδοξολογίες που αντικατόπτριζαν , όμως, την πραγματικότητα κάποιας περασμένης ζωής. Διηγόταν πως η κυρία Παρθένη τον άφηνε μόνο με τη Σοφία όταν πήγαινε στο σπίτι της Ακρόπολης να δεί τον Παρθένη ή ν’ αντιγράψει κάποιο από τα υπέροχα παλιά έπιπλα που είχαν. Πίστευε πως τα δράματα είναι όλα ΄΄δράματα αστικά΄΄ και στεκόταν στοχαστικά μπροστά τους. Ελεγε τα πιο κωμικά πράγμματα χωρίς να γελάει , μονοπωλώντας το ακροατήριο και κομπλεξάροντας κάθε άλλον ομιλητή.

Κάποτε στο σπίτι της Λητώς Κατακουζηνού, μετά από μια συναρπαστική αφήγηση του Τσαρούχη, ο Τεριάντ, που είχε συμφωνήσει να κάνουμε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα στο πατρικό του σπίτι στη Μυτιλήνη και στο μουσείο του στη Βαρειά, με πήρε παράμερα και μου είπε πως θέλει να το ματαιώσουμε.: ΄΄Δεν μπορώ εγώ να μιλήσω σαν τον Γιάννη...΄΄

Ο Τσαρούχης μας έλεγε πως γνώρισε ο Ιόλας τον μαρκήσιο Ντε Κουέβας. Για μια Ελληνοαμερικανίδα που στο Ντάλας του Τέξας τον ρωτούσε πως λέγεται ελληνικά ...ο ταφτάς. ΄΄Ταφτάς΄΄΄, της απάντησε κι εκείνη εντυπωσιάστηκε τόσο, που άρχισε να φωνάζει : ΄΄Μάμμυ, τρέχα, θα χάσεις...Ολες οι επιστημονικές λέξεις είναι ελληνικές!...΄΄ Ισχυριζόταν πως την εποχή που έκανε τα κοστούμια της Μήδειας, για την παράσταση της Κάλλας στην Επίδαυρο, ο Ωνάσης τον είχε ρωτήσει: ΄΄Κύριε Τσαρούχη, ήθελα εσείς, που είστε μόδιστρος, να μου πείτε τη γνώμη σας για τη μίνι φούστα΄΄. Ενώ η Κάλλας αγωνιζόταν να μαζέψει τα μπόσικα: ΄΄Αρίστο, ο κύριος Τσαρούχης δεν είναι μόδιστρος, είναι πιτόρος΄΄. Ο Ωνάσης όμως εξακολουθούσε: ΄΄Μα τι μου λέει η Μαρία, τόριξες τώρα και στη ζωγραφική!΄΄

Η επανάληψη των ευφυολογημάτων του τον έκανε ευρύτατα γνωστό αλλά και τον αδίκησε. Άνθρωποι που δεν έχουν δεί ποτέ τον ίδιο, πολύ περισσότερο δεν έχουν δει ποτέ το έργο του, επικαλούνται το πασίγνωστο ΄΄στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις΄΄, αν και ο ίδιος είχε δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι είναι απλώς ΄΄αποδιδόμενο΄΄. Με την επανάληψη χανόταν και ο τρόπος με τον οποίο έκανε όλα αυτά τα συχνά οξύτατα σχόλια. Η αντιπαράθεση της ευφυίας στην κουτοπονηριά, το θράσος και τη μικρότητα ήταν ίσως τρόπος άμυνας στον οποίο είχε ασκηθεί από χρόνια. Ο Τσαρούχης δεν ήταν ανέκαθεν τόσο διάσημος. Ούτε το έργο του έγινε από την αθηναική κοινωνία εύκολα αποδεκτό. Τα τελάρα με τα ερωτικά ανδρικά γυμνά και τις φρουρές με τους ατημέλητους στρατιώτες, τις αποξεχασμένες σ’ ερημικές παραλίες, τα έβαζε με το πρόσωπο στον τοίχο όταν επρόκειτο να επισκεφθούν το ατελιέ του ευπόληπτοι αστοί. Ο ίδιος έλεγε, και όχι χωρίς πικρία, πως οι πίνακές του ούτε ως γαμήλια δώρα δεν ήταν ευπρόσδεκτοι. Γι’ αυτό και δεν έγινε ποτέ πλούσιος. Η άνοδος τιμών των πινάκων του που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια ήταν χρηματιστηριακό φαινόμενο που, απλώς, τον εμπόδισε να ξαναγοράσει πίνακες που θεωρούσε σημαντικούς για τη συλλογή του Ιδρύματος Τσαρούχη΄΄.

Aυτή που περιέγραψε η κυρία Καραβία, ήταν, ας πούμε, η όψη του Γιάννη Τσαρούχη που έβγαινε προς τα έξω, η ΄΄κοσμική΄΄ του όψη θα έλεγε κανείς. Υπήρχε όμως και η άλλη όψη, αυτή του γνώστη, του στοχαστή .Σε μια συνέντευξη που του έκανε το 1976, στην ερώτηση ΄΄Στο δικό σας ξεκίνημα και στην εξέλιξή σας, τι νομίζετε πως στάθηκε αυτό που λένε ΄΄οδηγός΄΄; Ποια ιδέα, ποια πρότυπο ή, ακόμα, ποιες ιστορικές συνθήκες ή ποια άτομα;΄΄ ο Γιάννης Τσαρούχης απάντησε:

΄΄Είναι δύσκολο να πώ, γιατί είχα πολλούς οδηγούς. Καταρχάς θέλησα να κάνω τη ζωγραφική που οι γύρω μου ονόμαζαν ζωγραφική. Μέσα μου, όμως, αντιδρούσα και έβλεπα ότι κι αυτή που δεν θεωρείται ζωγραφική αναγνωρισμένη είναι καλή. Το κριτήριο μου ήταν πάντοτε η ζωή. Τα αισθήματα που έδινε η ζωή. Οι τεχνοτροπίες εκρίθηκαν ανάλογα με το αν απέδιδαν πειστικά ή όχι τη ζωή. Ο κόσμος υπερβάλλει την επίδραση που είχε πάνω μου ο Θεόφιλος, οι ρεκλάμες του Καραγκιόζη, ο ίδιος ο Ματίς, τα Φαγιούμ. Δεν είναι σωστό να νομίζουμε ότι κρεμάστηκα από αυτά. Ηθελα να κάνω κάτι το οποίο ήταν σχετικό με την πραγματικότητα. Και μοιραίως εζήτησα δάνεια τα οποία νομίζω ότι κατά μέγα μέρος τους τα επέστρεψα. Πάντως είχε μεγάλη επίδραση σε μια ορισμένη στιγμή επάνω μου ο Κόντογλου.

Ο Παρθένης ήταν για μένα ένας πολύ καλός ακαδημαικός δάσκαλος που μου έδωσε να καταλάβω τι είναι η κλασική παράδοση. Για πολλούς συμμαθητές μου ήταν ο επαναστάτης. Για μένα ήταν η παλιά ζωγραφική. Και ό,τι καλό κάνω στον κόσμο της παλιάς ζωγραφικής το οφείλω στον Παρθένη. Επίσης ξεκαθάρισα πολλά πράγματα διαβάζοντας αυτά τα βιβλία του Φρειδερίκου Νίτσε που είναι λιγότερο γνωστα στην Ελλάδα. Ο ρομαντικός και νεανικός Νίτσε είναι διαφορετικός απ’ τον Νίτσε της τελευταίας περιόδου. Τα βιβλία του αυτά τα διαβάζω ακόμα.Για να βλέπω κυρίως πόσο έχω αλλάξει ο ίδιος. Διότι αλλιώς τα έβλεπα προ είκοσι ετών και αλλιώς τα βλέπω σήμερα. Φυσικά η ελληνική τέχνη είχε πολύ μεγάλη επίδραση σε μένα.

Η πρώτη τέχνη που με ενθουσίασε όταν ήμουνα νέος, δεκαπέντε ετων, ήταν η μυκηναική, αυτές οι λίγες τοιχογραφίες και η κυκλαδική γλυπτική. Οταν, όμως, η κυκλαδική γλυπτική γίνηκε σύμβολο μερικών σνομπ πο οποίοι απέκλειαν όλη την αωθρωπότητα προς χάριν της, άρχισα να τη βλέπω λιγότερο ενδιαφέρουσα. Είχε γίνει σύμβολο ενός κόσμου που δεν τον καταλαβαίνω. Η μυκηναική ζωγραφική με οδήγησε στις ρεκλάμες του Καραγκιόζη. Και ο Ματίς με νεδιέφερε σαν ένας ζωγράφος Ευρωπαίος που αναγνώριζε τη γοητεία που εξήσκησαν επάνω μου αυτές οι τέχνες οι πρωτόγονες. Αλλωστε αυτές οι τέχνες μ’ έκαναν να ξεχωρίσω τον Ματίς. ΄΄


Λέει πολλά και σημαντικά ο ΓιάννηςΤσαρούχης και η Μαρία Καραβία τα καταγράφει. Ευτυχώς για εμάς που με αυτό τον τρόπο έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να διαβάσουμε εκφρασμένες κάποιες σκέψεις και απόψεις , όχι μόνο από έναν μεγάλο ζωγράφο, αλλά και από έναν διανοητή που δεν δίστασε ποτέ να καυτηριάσει αυτά που ο ίδιος θεωρούσε κακώς κείμενα.

΄΄Η Ελλάδα έχει απομακρυνθεί από την ελληνική παράδοση, όχι εγώ. Η Ελλάς που γνώρισα εγώ ήταν άλλο πράγμα. Και η Ελλάς που είναι σήμερα είναι διαφορετική. Ενας πελάτης μου παρήγγειλε να ζωγραφίσω έναν Πειραιά. Πήγα στον Πειραιά και δεν υπήρχε τίποτε που να είναι Πειραιάς. Μόνο έναν ουρανό μπορούσα να κάνω κι αυτόν με ΄΄νέφος΄΄. Βλέπετε ότι δεν φταίω εγώ! Η Ελλάς άλλαξε. Δεν άλλαξα εγώ. Πήγα να ζωγραφίσω ξανά το Τελωνείο, είδα τη μισή αποθήκη του Κεράνη γκρεμισμένη. Νομίζω ότι τώρα είναι χτισμένη και μιά πολυκατοικία δίπλα της. Σπανίως λαός κατέστρεψε την πατρίδα του σαν ένας ξένος κατακτητής λυσσαλέος και βάρβαρος. Ο,τι έγινε τα πενήντα αυτά χρόνια στην Ελλάδα από τους Ελληνες- αν επιτρέπεται να λέγονται Ελληνες αυτοί οι άνθρωποι- δεν έγινε επί τέσσερεις αιώνες κατοχής τουρκικής και διάφορες άλλες επιδρομές βαρβάρων στην Ελλάδα. Και δεν κατέστρεψαν μόνο ότι ωραίο υπήρχε στην Ελλάδα αλλά και το αντικατέστησαν με ό,τι ασκημότερο υπάρχει στον κόσμο. Η Ιστορία δεν ξέρω τι θα γράωει γι’ αυτή τη βίαια και λυσσαλέα επίθεση εναντίον της αρχιτεκτονικής, την παραμόρφωση μιας πατρίδας και το ασκήμισμα ενός τόπου που ήταν ο πιο ωραίος του κόσμου΄΄.

Θυελώδης ο Γιάννης Τσαρούχης, δεν μάσησε ποτέ τα λόγια του. Στους διαλόγους του με την Μαρία Καραβία μιλάει για την Ελλάδα και την ελληνικότητα, για τις παραδοσιακές μας φορεσιές που λάτρεψε και ήταν γνώστης της ιστορίας τους, για την μοντέρνα ζωγραφική, για την αφηρημένη ζωγραφική, για τον Πικάσσο, τον Μπράκ και τον Ματίς, που τους θεωρεί κλασικούς, για την αρχαία τραγωδία που λάτρευε, για το ζειμπέκικο και τον Βασίλη Τσιτσάνη που ήταν φίλος του. Λέει τα πράγματα με την γνώση και την εμπειρία που του έδωσε η πλούσια ζωή του και δεν χαρίζεται σε κανέναν

΄΄Από την μια μεριά γίνεται καβγάς για την υφαλοκριπίδα και από την άλλη χαρίζουμε στους Τούρκους ό,τι ωραιότερο έχουμε ελληνικό. Οναμάζουμε τούρκικα τα σπίτια με τις εσωτερικές αυλές που συνεχίζουν την ελληνιστική παράδοση. Και όλη τη βυζαντινή μουσική και τους ελληνικότατους αμανέδες που ξεκινούν από τα επί σκηνής άσματα του Ευρυπίδη, δημιουργώντας μια φανταστική Ευρώπη, ανύπαρκτη. ΄Η διαλέγοντας για ιδανικό μας την ογδόης ποιότητας Ευρώπη. Ο εχθρός στη ζωή μου, που τον πολέμησα με όλες μου τις δυνάμεις, υπήρξε η ευρωπαίζουσα αρχοντοχωριατιά΄΄.

Από την αρχή της σταδιοδρομίας της σε εφημερίδες και περιοδικά, η Μαρία Καραβία συνδέθηκε με την προδικτατορική Μεσημβρινή και αργότερα με την Καθημερινή. Επί σειρά ετών παρουσίαζε από την τηλεόραση της ΕΤ-1 τις εκπομπές «Εικόνες» και «Εικαστικά» και συνεργάστηκε με το Τρίτο Πρόγραμμα επί διευθύνσεως Μάνου Χατζιδάκι. Στο διάστημα της δικτατορίας έζησε στο Λονδίνο και εργάστηκε στην Ελληνική Υπηρεσία του BBC και στο αγγλόφωνο περιοδικό Greek Report, πολιτική αντιδικτατορική επιθεώρηση που εξέδιδε ο Τάκης Λαμπρίας. Το 1996 πραγματοποίησε για την ΕΤ-1 την τετράωρη τηλεοπτική σειρά «Οδησσός», την πρώτη εκτενή έρευνα για τον ελληνισμό της περιοχής. Ακολούθως εκδόθηκε το βιβλίο της Οδησσός, η λησμονημένη πατρίδα (Εκδόσεις Άγρα, 1998), που θεωρήθηκε βιογραφία της μαυροθαλασσίτικης πόλης. Επίσης έχει γράψει: Λαϊκή Κίνα, ένα κάποιο χαμόγελο (Εκδόσεις Παπαζήση, 1978), Ήρα, η ζωή και το έργο της Ήρας Τριανταφυλλίδη (1985), Κηφισιά, ομορφιά και μνήμη (Έκδοση του Συλλόγου Προστασίας Κηφισιάς, Α' έκδοση 1988, Β' έκδοση 1989, Γ' έκδοση 2000), Ο στοχαστής του Μαρουσιού, συνεντεύξεις με τον Γιάννη Τσαρούχη (Εκδόσεις Καστανιώτη, Α' έκδοση 1989, Β' έκδοση 1990), Κρανίου τόποι, ταξίδια στην Ανατολική Μεσόγειο (Εκδόσεις Καστανιώτη, Α' έκδοση 1990, Β' έκδοση 1992, Γ' έκδοση 1994), Ήλιος του Μεσονυκτίου (Εκδόσεις Νέα Σύνορα-Α.Α.Λιβάνη, 1995), Λαϊκή Κίνα (Εκδόσεις Άγρα, Β' έκδοση 2003), εικονογραφημένο οδοιπορικό με 119 φωτογραφίες της ιδίας.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!