Διαβάσαμε: «Μια Μερσεντές χρώματος γκρενά» του Νίκου Οικονόμου (Αρμός)

Αποχρώσεις των παλιών ελληνικών αστυνομικών, όπως τις έχουμε μάθει από τον μετρ του είδους, τον Γιάννη Μαρή
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Τον Νίκο Οικονόμου μπορεί να τον γνωρίζουν οι παροικούντες στο χώρο της μουσικής και της δισκογραφίας, αλλά στον χώρο της συγγραφής έχει μπεί πιο πρόσφατα. Πριν από λίγους μήνες, παρουσίασε το δεύτερο του μυθιστόρημα με τίτλο΄΄Μια Μερσεντές χρώματος γκρενά΄΄. Πρόκειται για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, που έχει αποχρώσεις των παλιών ελληνικών αστυνομικών, όπως τις έχουμε μάθει από τον μετρ του είδους, τον Γιάννη Μαρή.

Πέρα από την αστυνομική πλοκή του μυθιστορήματος, διαβάζοντάς το, ο αναγνώστης μεταφέρεται στα χρόνια της δικτατορίας, εκεί όπου θησαύρισαν διάφοροι επιτήδειοι ΄΄επιχειρηματίες΄΄ , κάνοντας δουλειές με το καθεστώς των συνταγματαρχών. Κάτω από την επιφάνεια του ΄΄Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών΄΄, πολλές τέτοιες δουλειές στήθηκαν, και πολλά εκατομμύρια άλλαξαν χέρια στο όνομα της ΄΄Εθνικής ανασυγκρότησης΄΄.

Ενας από αυτούς τους ΄΄επιχειρηματίες΄΄ είναι και ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος.

Κάπως έτσι τον περιγράφει ο συγγραφέας:

΄΄Ο Κώστας Θωμόπουλος ή Γκάς Τόμας όπως ήταν γνωστός στους αθηναικούς κοσμικούς κύκλους, ήταν άτομο με κύρος και είχε αποδοχή και θαυμασμό από τον περίγυρό του. Αν και είχε έρθει σχετικά πρόσφατα από το εξωτερικό, κατάφερε σύντομα να γίνει σημαίνον πρόσωπο της ελληνικής υψηλής κοινωνίας. Εισαγωγές από το εξωτερικό, μετοχές σε μεγάλη ελληνική εταιρεία που κατασκεύαζε ηλεκτρικές οικιακές συσκευές, επίσης φημολογείτο ότι συμμετείχε και σε άλλες ακόμα δραστηριότητες που δεν είχαν εξακριβωθεί πλήρως. Τελευταία κυκλοφορούσε έντονα η φήμη για κάποια καράβια. Τις φήμες πυροδοτούσε έντονα η ενοικίαση πολυτελών γραφείων στον Αγιο Διονύσιο, στον Πειραιά. Διότι, φως φανάρι, μόνο ναυτιλιακά γραφεία υπήρχαν στην περιοχή. Όμως, πέρα από τα καλά και κολακευτικά λόγια, ακούγονταν και διάφορα περίεργα όπως το πώς απέκτησε τα χρήματά του. Κάποιοι μιλούσαν για την Κατοχή και τον σκοτεινό του ρόλο με τους Γερμανούς και τους μαυραγορίτες, κάποιοι άλλοι έλεγαν ότι ήταν δοσίλογος , γι΄αυτόν τον λόγο εξαφανίστηκε άρον άρον μετά την απελευθέρωση και πήγε στη Νότια Αμερική που δεν κυνηγούσαν κανέναν, ενώ υπήρχαν και αυτοί που ορκίζονταν ότι ήρθε τέλος του ‘ 67 από τη Ροδεσία με πολλά χρήματα και διαμάντια. Ελεγαν μάλιστα ότι έφυγε σαν Κώστας Θωμόπουλος και γύρισε σαν Γκας Τόμας! Όμως τι σημασία είχαν αυτά; Σημασία είχε πως μέσα σε δύο χρόνια είχε γίνει ένα από τα αγαπημένα παιδιά της Χούντας. Οι πόρτες των συνταγματαρχών ,μετά την ΄΄επανάσταση΄΄, ήταν ανοιχτές γι’ αυτόν σε κάθε μπίζνα που επιχειρούσε και η πόρτα του πολυτελούς διαμερίσματός του στο Κολωνάκι ήταν ανοιχτή σε κάθε τρυφερό μαθητούδι του γυμνασίου…΄΄

Όπως είναι προφανές , ο Νίκος Οικονόμου φωτογραφίζει με αυτή την περιγραφή πολλούς επιχειρηματίες εκείνης της εποχής, που απέκτησαν χρήματα στην Κατοχή δρώντες σαν μαυραγορίτες, για να γλυτώσουν τις συνέπειες έφυγαν από την Ελλάδα μετά την Απελευθέρωση και επέστρεψαν κατά την διάρκεια της χούντας με τιμή και δόξα ωε Ελληνες επιχειρηματίες του εξωτερικού για να κάνουν δουλειές με το καθεστώς των συνταγματαρχών.

Ο συγγραφέας περιγράφει πολύ πειστικά την εποχή, από την μια οι συνεργαζόμενοι με το καθεστώς, που περνούν πλουσιοπαροχα, από την άλλη ο απλός κόσμος που βογγάει για να τα βγάλει πέρα. Οι δοσοληψίες με τους γενικούς γραμματείς των υπουργείων και τους υπουργούς, το μαύρο χρήμα που κυκλοφορεί κάτω από τα τραπέζια, η ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας με πολυκατοικίες μηδαμινής αισθητικής, η αισθητική του ΄΄Ελλάς-Ελλήνων-Χριστιανών΄΄ που περνούσε μέσα από τα μπουζούκια της παραλιακής, αλλοιώνοντας το πολιτιστικό πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας.

Και μέσα σε αυτό το κλίμα δολοφονείται ο Γκάς Τόμας ή Κώστας Θωμόπουλος. Κάποιος από τους νεαρούς ερωτικούς του συντρόφους τον σκοτώνει. Και όπως γράφει στο οπισθόφυλλο ο συγγραφέας: ΄΄Γενική Ασφάλεια Μπουμπουλινας: Ένα ΄΄κράτος εν κράτει΄΄. Στην ΄΄Ελλάς, των Ελλήνων Χριστιανών΄΄, και την εποχή της ησυχίας, τάξης και ασφάλειας, δεν επιτρέπονται ανεξιχνίαστα εγκλήματα. Η ζωή των νεαρών συντρόφων του εφοπλιστή μπαίνει στο μικροσκόπιο της αστυνομίας μέχρι να βρεθεί ο ένοχος΄΄.

Πλην όμως, αυτό δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται. Και επειδή η αστυνομία βιάζεται να βρεί τον ένοχο, για να πείσει τον κόσμο ότι σε αυτό το καθεστώς όλα πηγαίνουν πρίμα, ενοχοποιούν τον πρώτο νεαρό που πέφτει στα χέρια τους. Χωρίς πραγματικές αποδείξεις, χαρακτηριστικό των αυταρχικών καθεστώτων. Αυτό σηματοδοτεί μια αλυσίδα εξελίξεων. Η διαπόμπευση του νεαρού, φέρνει την αυτοκτονία του πατέρα του, την καταστροφή της οικογένειάς του. Όταν, στο τέλος, βρίσκεται ο αληθινός δολοφόνος, η ζωή του νεαρού έχει καταστραφεί.Οταν στο τέλος βρίσκεται ο πραγματικός ένοχος και ο ίδιος βγαίνει από τη φυλακή σκέφτεται:

΄΄Μια ελευθερία που θα την κυνηγούσε για όλη του τη ζωή η ρετσινιά του ζιγκολό, του εραστή πλουσίων κυρίων και η αμφιβολία του κοσμου, αν ήταν και αυτός ΄΄τοιούτος΄΄.

Εριξε μια τελευταία ματιά στην πόρτα που έκλεινε πίσω του, σαν να ξόρκιζε τον τόπο που θα’ θελε για πάντα να ξεχάσει., έστω κι αν ήταν αδύνατον. Ηξερε πως στη ζωή του θα τον ακολουθούσε ο Κορυδαλλός. Σαν ταινία περνούσε από το μυαλό του όλο αυτό το διάστημα, από την ώρα που τον πιάσανε, τον ανακρίνανε, μέχρι και την τρίμηνη προφυλάκισή του περιμένοντας τη δίκη. Ολη η Ελλάδα τον ήξερε πλέον για ζιγκολό αφού η φωτογραφία του φιγουράριζε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων για βδομάδες, περισσότερο και από τις φωτογραφίες του Παττακού. Σκεφτόταν πως θα αντίκρυζε όχι τόσο τη μάνα του, γιατί η μάνα συγχωράει τα πάντα στο παιδί της, αλλά την μικρή του αδελφή που δεν ήταν σίγουρος αν θα έσβηνε ποτέ το τραύμα από την ψυχούλα της. Οσο για τη σχολή του, που τόσο είχε αγωνιστεί να μπεί, αποφάσισε να την εγκαταλείψει. Δεν μπορούσε να πηγαίνει στη σχολή και να είναι δακτυλοδεικτούμενος ανάμεσα στους φοιτητές σαν ζιγκολό…΄΄

Πόσο απλό , τελικά, είναι να καταστρέψεις τη ζωή ενός ανθρώπου άνευ λόγου; Πόσο απλό είναι να στιγματίζεις κάποιον ως δολοφόνο, να τον διαπομπεύεις και μετά, πολύ απλά, χωρίς συνέπειες να λές ΄΄Συγγνώμη, λάθος;’’Πόσες φορές έχει γίνει αυτό, και όχι βέβαια μόνο στα χρόνια της χούντας; Ερωτηματικά χωρίς απαντήσεις.

Και όπως γράφει ο Νίκος Οικονόμου στον επίλογο του βιβλίου του:

΄΄Οσα χρόνια κι αν περάσουν , η αρένα παραμένει εν λειτουργία και τα λιοντάρια πεινασμένα καραδοκούν. Οι Ρωμαίοι ζητούν αίμα για να δικαιωθούν ο άρτος και τα θεάματα. Και οι απόγονοι των Ρωμαίων συντηρούν την αρένα. Η σημερινή κοινωνία πάντα θέλγεται από ένα έγκλημα αλλά με την προυπόθεση και τη σιγουριά να υπάρχει οπωσδήποτε ένας ένοχος στο τέλος- είναι ή δεν είναι, δεν έχει σημασία- που θα ριχτεί με φωνές και με παιάνες στην αρένα για να χορτάσουν τα λιοντάρια και να ευχαριστηθεί η κοινή γνώμη , ή αλλοιώς το φολοθεάμον κοινόν!΄΄

Χρειάζεται , άραγε, να μεταφερθούμε στην εποχή μας, που η κάθε τηλεπερσόνα μπορεί και στήνει λαικό δικαστήριο στη διάρκεια της εκπομπής της;

Ο συγγραφέας έγραψε ένα καλό, απλό μυθιστόρημα αστυνομικής υφής, και με πρόσχημα αυτό εξετάζει την εποχή της χούντας, τις διασυνδέσεις της εξουσίας, τα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από αυτά τα πάρε-δώσε, και από τις δύο πλευρές, την αυθαιρεσία στην κατασκευή ενόχων ενός αυταρχικού καθεστώτος, τι κρύβεται πίσω από τα γκλαμουράτα άρθρα και τις φωτογραφίες των ΄΄επωνύμων΄΄ εκείνης της εποχής, ποιούς στ’ αλήθεια υπηρέτησε η Ελλάς, Ελλήνων Χριστιανών. Το κάνει όσο πιο απλά μπορεί, χρησιμοποιώντας ακόμα και την καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής. Οσο για την γκρενά Μερσεντές του τίτλου ήταν και παραμένει το σύμβολο του νεόπλουτου Ελληνα.

Για το βιβλίο έγραψαν:

΄΄ Ο φωτογραφικός φακός αποτυπώνει το πρόσωπο του υποψήφιου δράστη και οι στήλες των εφημερίδων «σκάβουν» στο υπέδαφος για να προσφέρουν στους αναγνώστες λεπτομέρειες, εν πολλοίς κατασκευασμένες. Όταν η ηθική αξιοπρέπεια σφίγγει σαν κλοιός γύρω από τα πρόσωπα του περιβάλλοντος κόσμου, τότε οι ανθρώπινες απώλειες απλώς προσμετρούνται στις γραφειοκρατικές υπηρεσίες των εκάστοτε Υπουργείων. Οι αρμόδιοι του δράματος λαμβάνουν προαγωγή και τα θύματα της ιστορίας, οι αφανείς ήρωες της καθημερινότητας, απομακρύνονται από το προσκήνιο με το στίγμα των επιλογών που άλλοι φρόντισαν να τους καθοδηγήσουν, στερώντας τους τη ζωή προτού καταλήξουν να θαμπωθούν από τις ευκολίες που τους υπόσχονταν οι, σε κάθε περίσταση, επιφανείς πολίτες, εκμεταλλευόμενοι με τους φόβους και τις αγωνίες τους.

Ένα έργο με στρωτή αφηγηματική δομή και γλωσσικές αναφορές εικονοποιίας που αναδεικνύουν το παρελθόν με ορμή. ΄΄ Αντώνης Χαριστός-Tetragwno.gr

΄΄ Εν τέλει, πρόκειται για ένα ανάγνωσμα που μπορεί να διαβαστεί μέσα σε λιγότερο από μία ημέρα και κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς αυτή η συγκλονιστική ιστορία μέσα σε λίγες σελίδες αναδεικνύει την επιπολαιότητα της αστυνομίας που δεν επέδειξε πραγματική μεταμέλεια για το λάθος της, τη διαφθορά, τις αυθαιρεσίες, αλλά και όλα τα «κακώς κείμενα» του δικτατορικού καθεστώς. Πάντως, η τελική έκβαση των γεγονότων μάς αφήνει μια «πικρή» γεύση, καθώς νιώθει κανείς έντονη οργή και λύπη για την καταπάτηση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που λαμβάνει χώρα, για τις εξευτελιστικές και κατάπτυστες μεθόδους που χρησιμοποιούσε η αστυνομία του τότε για να κατασκευάσει έναν δολοφόνο, αλλά κυρίως για την αδικία και τον χλευασμό που υπέστη ο νεαρός ήρωάς μας.΄΄ Ιωάννα Μπινιάρη- Off line Post

΄΄ Οι έννοιες της δικαιοσύνης,των δικαιωμάτων και των κανόνων δικαίου δεν αποτελούσαν έννοιες που εφαρμόζονταν για χρόνια κατά το δοκούν και προς το συμφέρον της εκάστοτε μειοψηφίας;
Η Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών που διατεινόταν ότι ήταν η ασφαλέστερη Ευρωπαϊκή χώρα έπρεπε να βρει πάση θυσία και σε χρόνο άμεσο έναν ένοχο…
Το αστυνομικό αυτό μυθιστόρημα κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς αυτή η συγκλονιστική ιστορία μέσα σε λίγες σελίδες αναδεικνύει την επιπολαιότητα της αστυνομίας που δεν επέδειξε πραγματική μεταμέλεια για το λάθος της, τη διαφθορά, τις αυθαιρεσίες, αλλά και όλα τα «κακώς κείμενα» του δικτατορικού καθεστώς.
Ο Νίκος Οικονόμου κοιτάζει κατάματα την πραγματικότητα και την περιγράφει με ζωντάνια και γλαφυρότητα, με ακρίβεια, διορατικότητα και διεισδυτικότητα.

Λιτός – κατανοητός λόγος και άρα πετυχημένος. Περιγράφει γεγονότα και καταστάσεις χρησιμοποιώντας επιδέξια τη λογοτεχνική γλώσσα, συμπλέκοντας το παρελθόν με την πραγματικότητα του σήμερα σε ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα που διαβάζεται ευχάριστα, μαθαίνοντας ταυτόχρονα, ο αναγνώστης, τα μικρά μυστικά που κρύβει η ιστορία και τον μύχιο κόσμο των πρωταγωνιστών.΄΄ Κώστας Τραχανάς-Vivlio-life.gr

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!