Διαβάσαμε: «John Craxton - Ο αγαπημένος της ζωής» του Ian Collins (Πατάκης)

«Μια ελληνική ψυχή»
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Ο υπότιτλος αυτής της βιογραφίας του John Craxton είναι ΄΄μία ελληνική ψυχή΄΄, και χάρηκα πολύ που το διάβασα για πολλούς λόγους. Ενας λόγος είναι ότι ανακάλυψα έναν σπουδαίο ζωγράφο σε βάθος, με την έννοια ότι επειδή η παρούσα έκδοση εμπεριέχει πολλές φωτογραφίες έργων του, ήρθα σε επαφή με ένα σημαντικό μέρος της ζωγραφικής και της τέχνης του. Ενας δεύτερος λόγος είναι ότι αυτός ο συγκεκριμένος άνθρωπος, γεννημένος το 1922 στο Λονδίνο, ερωτεύθηκε την Ελλάδα και το ελληνικό φως, και οι περισσότεροι πίνακές του κατακλύζονται από αυτό. Η σχέση του με την Ελλάδα, βέβαια, δεν σταμάτησε εδώ. Γνώστης της ιστορίας και της μυθολογίας της,έζησε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και απέκτησε μια ελληνικότητα σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του.

Εζησε μια εποχή, πρίν αναπτυχθεί ο μαζικός τουρισμός, και αυτό του εδωσε την ευκαιρεία να γνωρίσει την αυθεντική Ελλάδα πρίν το ΄΄rooms to let΄΄ γίνει η κυρίαρχη τάση. Του δόθηκε επίσης η δυνατότητα να συναστραφεί πολλές σημαντικές προσωπικότητες του 20ου αιώνα, πράγμα που ο βιογράφος του Ian Collins αναδυκνύει μέσα από την περιγραφή της ζωής του. Στενοί του φίλοι υπήρξαν ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ένας από τους πιο σημαντικούς Ελληνες ζωγράφους, η Μάργκοτ Φοντέιν, μια από τις πιο διάσημες μπαλαρίνες του κόσμου, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Λυσιέν Φρόιντ,ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Henri Miller, o Lawrence Durell, o Norman Mailer,o Le Corbusier,ο σημαντικότερος ίσως αρχιτέκτονας του 20ου αιώνα, ο Henri Cartier-Bresson,επίσης ένας από τους πιο διάσημους φωτογράφους του αιώνα που πέρασε,η φωτογράφος Lee Miller. ο Leonard Cohen, o Mιχάλης Κακογιάννης, η Ειρήνη Παπά, και πάνω από όλους o περίφημος Πάτρικ Λη Φέρμορ και η γυναίκα του Τζόαν. Ολους αυτους, τους τόσο διαφορετικούς ανθρώπους, ένωσε μεταπολεμικά η αγάπη για την Ελλάδα και τους Ελληνες. Ενας ακόμα λόγος που χάρηκα πολύ την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, είναι γιατί ο συγγραφέας, με αφορμή τον Craxton αναπαριστά με γοητευτικό τρόπο την ζωή και τους ανθρώπους στην μεταπολεμική Ελλάδα, πολύ πρίν αλλοιωθούν τοπία και άνθρωποι από τον μαζικό τουρισμό. Κατάφερε να αποδώσει το φώς και τους ανθρώπους μιάς Ελλάδας που βγήκε από τον πόλεμο φτωχή αλλά με το κεφάλι ψηλά.

Γεννημένος σε μια μεγάλη μποέμικη οικογένεια στο Λονδίνο, ο Τζον Κράξτον[1922-2009] από πολύ νωρίς λαχταρούσε να ζήσει και να ζωγραφίσει στην Ελλάδα. Πέτυχε τον στόχο του, και έκτοτε όλα τα έργα του έχουν τα χρώματα μιας ακατάλυτης χαράς. Δεν έδωσε ποτέ στη ζωή του εξετάσεις, παρά μόνο για να αποκτήσει δίπλωμα οδήγησης μοτοσυκλέτας. Αναρχικό πνεύμα αυτοδίδακτης ευρυμάθειας, απεχθανόταν τις ταμπέλες, ειδικά του νεορομαντικού κινήματος της δεκαετίας του 1940, του οποίου θεωρήθηκε πρωταγωνιστής. Κι ενώ οι μοναχικές, σκοτεινές φιγούρες του ήταν αυτοπροσωπογραφίες του, ο ίδιος ζούσε εξαιρετικά κοινωνική ζωή σε όλη τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου πολέμου. Στα 19 του γνώρισε μια ατίθαση αδελφή ψυχή ονόματι Λυσιέν Φρόιντ, που τον ακολούθησε στην Ελλάδα το 1946, για να επιστρέψει μόνος του στην Αγγλία πέντε μήνες αργότερα. Ο Κράξτον είχε ήδη γνωρίσει, στο Λονδίνο το 1945, τον Ελληνα ζωγράφο Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, καθώς και τον Βρετανό συγγραφέα Patrick Leigh Fermor. Οι τρείς τους συμπορεύτηκαν , στη ζωή και στην τέχνη, για τα επόμενα 50 χρόνια, στην Υδρα, στην Κρήτη, στην Καρδαμύλη, στην Κέρκυρα.

Μοντερνιστής με αγάπη για την αρχαιολογία, ο Κράξτον υπήρξε ιδιαίτερος καλλιτέχνης. Το έργο του, με επιρροές αρχικά από τον Blake και τον Palmer, και στη συνέχεια από τον Miro και τον Picasso, εξελίχθηκε σε έναν διάλογο με τα βυζαντινά ψηφιδωτά, τον Ελ Γκρέκο και τον ελληνικό τρόπο ζωής. Ο Κράξτον αγαπούσε την ανθεκτικότητα του μύθου στη ζωή της ελληνικής υπαίθρου. Είχε διάσημους φίλους, αλλά ζωγράφιζε καθημερινούς ανθρώπους. Στο τέλος έμοιαζε με βοσκό από την κατ΄επιλογήν πατρίδα του, την Κρήτη.

Αφελής ξένος και θύμα μιας σκανταλιάρικης αίσθησης του χιούμορ, έμπλεξε αρκετές φορές σε δυσάρεστες καταστάσεις. Οσα κι αν τραβούσε, όμως, δεν έπαψε ποτέ να αντιμετωπίζει τα πάντα με έναν ηρωικό ηδονισμό.

Ο John Craxton έζησε σαν ένας γνήσιος μποέμ καλλιτέχνης. Δεν ήξερε από όρια, και επέλεξε να ζήσει με τον τρόπο που του επέβαλλε η καρδιά του. Ακόμα και τη ζωγραφική του έβαλε αρκετές φορές πίσω, όταν έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στην Τέχνη και στην αληθινή ζωή.

Ο βιογράφος του,ο Ιan Collins είναι συγγραφέας βιβλίων για την τέχνη και επιμελητής εκθέσεων. Εχει γράψει μονογραφίες για τη Rose Hilton, την Joan Leigh Fermor και τον John McLean και έχει συνεργαστεί με το Yale Center for British Art, το Βρετανικό Μουσείο, το Sainsbury Centre του Norwich, το Μουσείο Μπενάκη και τη Λεβέντειο Πινακοθήκη της Λευκωσίας. Είναι ο επιμελητής της έκθεσης ΄΄John Craxton: Μία ελληνική ψυχή΄΄, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ζωγράφου, στο Μουσείο Μπενάκη. Ζεί στην Αγγλία και στην Ελλάδα.

Γράφοντας την βιογραφία του Τζόν Κράξτον, πέρα από την περιγραφή μιάς συναρπαστικής ζωής, αυτής του ζωγράφου, κατάφερε να ζωντανέψει μια Ελλάδα που ήδη έχει χαθεί: την Ελλάδα των μεταπολεμικών χρόνων, και ιδιαίτερα μέρη όπως ο Πόρος, η Υδρα, τα Χανιά, που από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 και μετά κατακλύστηκαν από τον μαζικό τουρισμό με αποτέλεσμα να αλλοιωθούν.

Μέσα από το βλέμμα του John Craxton, ο Ιαν Κόλλινς περιγράφει με μοναδικό τρόπο τη ζωή στον Πόρο, αμέσως μετά τον πόλεμο.

΄΄Στον Πόρο ο Τζον άρχισε να απολαμβάνει μερικές από τις βαθύτερες ικανοποιήσεις της Ελλάδας-αυτό που αποκαλούσε ο ίδιος ΄΄την επιμονή του μύθου στην καθημερινή ύπαρξη΄΄. Τα ονόματα φαινόταν να το επιβεβαιώνουν, καθώς μεταβιβάζονταν από τον παππού στον εγγονό-Σοφοκλής, Περικλής, Αχιλλέας, Δήμητρα, Αντιγόνη, Ηλέκτρα. Συνηθισμένοι άνθρωποι , στις αγροτικές περιοχές έβγαζαν ακόμα τα προς το ζην σε περιορισμένες εκτάσεις. Αλλά, μέσα σε μια εκτεταμένη κουλτούρα αφήγησης,, με μια θέαση του κόσμου που θα αναγνώριζε ο Ομηρος. Ο νεαρός Αγγλος δεν είχε παρά να μπεί σε μια απλή εκκλησία της υπαίθρου για να δεί τις δόξες του Βυζαντίου, έχοντας επίγνωση πως τα παλιά κέντρα της χριστιανικής λατρείας ήταν πιθανό να είχαν χτιστεί πάνω σε παλαιότερους ναούς, και ότι οι σπηλιές που ήταν αφιερωμένες στον Αγιο Αντώνιο θεωρούνταν κάποτε ιερές για τον Πάνα΄΄.

Ο Γιώργος Σεφέρης έγραψε στο ημερολόγιό του για τη συνάντηση του με τον Κράξτον στο ημερολόγιό του:

΄΄Χτες ήλιος ως το απόγευμα. Εμεινα στη θάλασσα όλο το πρωί βουτώντας ή διαβάζοντας το Ω της Ιλιάδας. Όταν νύχτωσε, έναστρος ουρανός. Εκείνη την ώρα ήρθε ο John Craxton και ο L.Freud, δύο νέοι ζωγράφοι που τους ακούω από τότε που ήρθα…Ο πρώτος, Αγγλος, ο δεύτερος, εγγονός του μεγάλου Freud. Απολαμβάνουν την Ελλάδα, όπου βρίσκουν πράγματα που τους λείπουν στον τόπο τους. Το φώς, κι ένα άλλο είδος ανθρώπινης επικοινωνίας, καθώς λένε.΄΄



Το επόμενο βήμα για τον Craxton ήταν η Υδρα και το αρχοντικό του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα. Ο συγγραφέας περιγράφει την καλλιτεχνική αποικία της Υδρας , με πρωταγωνιστές σημαντικούς καλλιτέχνες.΄΄Κάτω στα μπαρ του λιμανιού, οι εντάσεις άρχισαν να κορυφώνονται ανάμεσα σε εκπατρισμένους που ονειρεύονταν δόξες και πλούτη, ή τουλάχιστον μια επιταγή για να συνεχιστεί το γλέντι. Ο ήλιος δεν έλαμπε πάντα στην Υδρα. Οι χειμωνιάτικες καταιγίδες λυσσομανούσαν για μέρες ή βδομάδες. Καιροί ανταριασμένοι, όταν τα μονοπάτια πλημμύριζαν, οι άνεμοι και τα κύματα μαστίγωναν την προκυμαία και τα βαπόρια δεν μπορούσαν να δέσουν. Τότε οι ματαιωμένοι συγγραφείς και ζωγράφοι μπορούσαν να τσακωθούν σαν δυο γάτες μέσα σ’ ένα σακί. Όταν ο ήλιος επέστρεφε, ήταν ανελέητος-ξεσκεπάζοντας κάθε απογοήτευση, ελάττωμα και αποτυχία. Μετά το 1955, όταν ο φίλος του Τζον Μιχάλης Κακογιάννης έφερε τους ηθοποιούς Ελλη Λαμπέτη και Δημήτρη Χορν στην Υδρα για την ταινία ΄΄Το κορίτσι με τα μαύρα΄΄, το νησί έγινε ένα απαναλαμβανόμενο πλατό κινηματογραφικών ταινιών και θέμα σε ιλουστρασιόν περιοδικά. Επειτα από τους δημιουργικούς πρωτοπόρους ήρθαν αυτοί με τα χρήματα και ελεύθερο χρόνο, που απείλησαν να σκοτώσουν αυτό που αγαπούσαν ανεβάζοντας και το προφίλ και τις τιμές του νησιού. Οι τουρίστες άρχισαν να συρρέουν και πλούσιοι Αθηναίοι να αγοράζουν τα ρομαντικά ερείπια και να εκτοπίζουν τους καλλιτέχνες που επιδίδονταν στο να βρούν τον εαυτό τους ή να τον καταστρέψουν΄΄.

Ο τρόπος που έβλεπε και έζησε ο Craxton την Ελλάδα είναι το κεντρικό θέμα της βιογραφίας του. Ακόμα και πάνω από την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, την ζωγραφική, αυτό που τον ενδιέφερε και κατάφερε να ζήσει ήταν ο ελληνικός τρόπος ζωής, το ελληνικό φώς, οι άνθρωποι, η γλώσσα, ακόμα και η μαγειρική τους. Ηταν ένας από αυτούςτους φιλέλληνες που ύμνησαν την Ελλάδα μέσα από το έργο τους.

΄΄Η Ελλάδα που αγαπούσε ο John ήταν η δημώδης Ελλάδα των προβάτων και του λιμανιού, η Ελλάδα των ανθρώπων που, θεόφτωχοι εκείνο τον καιρό, είχαν μόνο τις παραδόσεις των ηρωικών αξιών τους για οδηγό στη ζωή τους: θάρρος,αφοσίωση, οικογενειακή τιμή, το ιερό καθήκον της φιλοξενίας προς τους ξένους. Υπήρχε πάντα ένας κάποιος αρχοντικός κομπασμός που τον χαρακτήριζε, με τα σκοτσέζικα ταρτάν παντελόνια του καβάλα στην παλιά του RSA 125. Με έστελνε στα βουνά με πακέτα πούρων Ματσάγγου ως δώρα για τους βοσκούς φίλους του, τα οποία εκείνοι, μ’ ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού, δέχονταν ως απόδειξξη της αριστοκρατικής του στάσης-ο λόρδος Craxton.

Και είχε μπεί στον κόπο να μάθει ελληνικά: δεν το κάνουν πολλοί ξένοι αυτό. Είναι μια τόσο διαφορετική κουλτούρα, με τόσες διαφορετικές αξίες, που μόνο η γνώση τα γλώσσας σου επιτρέπει να την αντιληφθείς.΄΄

Ο Ιan Collins έγραψε ένα ογκώδες βιβλίο που όμως διαβάζεται εύκολα και απολαυστικά. Χαίρεσαι να διαβάζεις τις περιγραφές μιάς Ελλάδας που πιά δεν υπάρχει, μέσα από τη ματιά ενός ξένου που την ερωτεύθηκε. Χαίρασαι να διαβάζεις για τη ζωή ενός ανθρώπου που δεν μπήκε ποτέ σε κοινωνικά καλούπια και έκaνε αυτό που τραβούσε η καρδιά του. Το βιβλίο του εμπεριέχει φωτογραφίες των πιο σημαντικών έργων του Craxton, καθώς επισης και φωτογραφίες από τις διάφορες φάσεις της ζωής του. Από την Μάργκοτ Φοντέιν να κάνει γυμνή ηλιοθεραπεία σε μια ταράτσα της Υδρας, μέχρι τον Craxton να τρώει παρέα με τον Ουίνστον Τσόρτσιλ σε ένα ταβερνάκι στα Χανιά.

Η μετάφραση είναι της Μαίρης Κιτρόεφ.

Για το βιβλίο έγραψαν:

΄΄Αυτό το εξαιρετικό βιβλίο είναι χάρμα οφθαλμών και διάνοιας, γεμάτο με τα έργα του Craxton στην Ελλάδα, τη χώρα που αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλον τόπο στη γή΄΄. Daily Mail.

΄΄Ο Craxton απεχθανόταν όλη του τη ζωή τις μεγαλόστομες διατυπώσεις και ο Collins , με την κοφτή και ταυτόχρονα υπαινικτική του πρόζα, αποτελεί τον ιδανικό του βιογράφο’’. –Times Literary Supplement.

΄΄Ή ζωή προίκισε τον John Craxton με όλες τις χαρές και τις χάρες της. Και εκείνος της το αναγνώρισε, αγάπησε την Ελλάδα και πιο πολύ την Κρήτη,τα τοπία της, το φώς, τα χρώματά της, που πλημμυρίζουν τα έργα του. Η ιστορία του κυλά αβίαστα στο βιβλίο του Ian Collins- οι εκμυστηρεύσεις του ζωγράφου σ’ εκείνον δένονται με τις διηγήσεις των τόσων φίλων του. Περιπέτειες και περιστατικά, εικόνες, ήχοι και μυρωδιές ξυπνούν μνήμες και αισθήσεις παρασύροντάς μας στον κόσμο του Craxton, στον κόσμο ενός παθιασμένου ταξιδιώτη της ζωής΄΄. Εβίτα Αράπογλου.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!