Διαβάσαμε: «Η καρδιά κυνηγάει μονάχη» της Carson McCullers (Διόπτρα)

Ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της αμερικάνικης φιλολογίας
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Διαβάζοντας το βιβλίο ΄΄Η καρδιά κυνηγάει μονάχη΄΄ της Carson McCullers πολύ εύκολα καταλαβαίνεις γιατί αυτό το μυθιστόρημα αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της αμερικάνικης φιλολογίας. Εκδόθηκε το 1940, ήταν το πρώτο της συγγραφέως που ήταν τότε 23 ετών, γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία. Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και το 1968 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο.

H Carson McCullers, τώρα πια, θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες Αμερικανίδες συγγραφείς του 20ου αιώνα. Ο Τennessee Williams έγραψε γι’ αυτήν: ΄΄Κατάλαβε την ανθρώπινη καρδιά τόσο βαθιά, ώστε κανείς άλλος συγγραφέας δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα την ξεπεράσει΄΄.

Η συγγραφέας γεννήθηκε το 1917 στην Τζόρτζια, ως Λούκα Κάρσον Σμιθ. Γι΄αυτό και στα περισσότερα μυθιστορήματά της συχνά αποτυπώνει μικρές πόλεις του αμερικάνικου Νότου και πραγματεύεται θέματα όπως η μοναξιά, οι φυλετικές διακρίσεις, η θέση της γυναίκας και η πνευματική απελευθέρωση.

Παντρεύτηκε τον Ριβς ΜακΚάλλερς το 1937. Το ζευγάρι χώρισε το 1941 και ξαναπαντρεύτηκε το 1945. Το 1948 επιχείρησε να αυτοκτονήσει λόγω κατάθλιψης. Τελικά πέθανε το 1967 από αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο.

Συνολικά έγραψε οκτώ μυθιστορήματα. Τα πιό γνωστά είναι ΄΄Η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου΄΄,΄΄Η καρδιά κυνηγάει μοναχή΄΄ και ΄΄Ανταύγειες σε χρυσά μάτια΄΄.Το 1945 τιμήθηκε με το Βραβείο της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων, της οποίας αργότερα έγινε μέλος, και το 1950 με το Βραβείο Κριτικών της Νέας Υόρκης. Η "Μπαλάντα του λυπημένου καφενείου" διασκευάστηκε για το θέατρο από τον Έντουαρντ Άλμπι.

Ο Γκράχαμ Γκρήν είχε πεί γι΄αυτήν:΄΄Η κυρία Μακ Κάλλερς και ίσως ο κύριος Φώκνερ είναι οι μόνοι συγγραφείς απ’ τον θάνατο του Ντ.Χ.Λώρενςπου διαθέτουν αυθεντική ποιητική ευαισθησία. Προτιμώ τηνκυρία Μακ Κάλλερς από τον κύριο Φώκνερ γιατί γράφει πιο καθαρά.Την προτιμώ και απο τον Ντ.Χ.Λώρενς επειδή δεν μεταφέρει κάποιο μήνυμα΄΄.

Θα έλεγε κανείς ότi η Carson McCullers ανήκει στους ΄΄καταραμένους΄΄ της λογοτεχνίας.

Οταν εκδόθηκε το βιβλίο της ήταν μόλις εικοσι τριών ετών, αλλά ήδη ώριμη συγγραφέας, με πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων και με μιά ολωσδιόλου δική της φωνή. Θα ακολουθήσουν επιτυχίες και αποτυχίες, εγκεφαλικά που την άφησαν ημιπαράλυτη, αρρώστιες και αλκοολισμός, ένας καταστραμμένος γάμος, μιά απόπειρα αυτοκτονίας, ταξίδια στην Ευρώπη, ομοφυλοφιλικοί έρωτες, φιλίες σαν αυτή με τον Τενεσί Ουίλιαμς και, τέλος, ένας πρόωρος θάνατος το 1967 σε ηλικία πενήντα χρονών.

Έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις κύριες εισηγήτριες αυτού που έχει ονομαστεί «γοτθική λογοτεχνία του νότου». Στα έργα της είναι εμφανής μία απεικόνιση της μοναξιάς, τη σήψη της ζωής σε μια κωμόπολη, και της κοινωνικής και σεξουαλικής αλλοτρίωσης.

Οπως σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου η Βάννα Κατσαρού: ΄΄Το μυθιστόρημα με το οποίο η Μακ Κάλλερς κάνει την επεισοδιακή εμφάνισή της, αναγορευόμενη εν μια νυκτί σε enfant terrible των αμερικανικών γραμμάτων, κυκλοφορεί το 1940 ενσωματώνοντας τις λογοτεχνικές διεργασίες που αναφέρθηκαν και συλλαμβάνοντας ένα μοναδικό στιγμιότυπο της αμερικανικής ζωής, λίγο πριν η ιστορία σαρώσει τα πάντα. Οι φυλετικές εντάσεις, το γυναικείο ζήτημα, ο συνδικαλιστικός και ο πολιτικός λόγος, τα προμηνύματα του πολέμου από την Ευρώπη είναι όλα εκεί, μέσα σ’ εκείνο το μικρό εστιατόριο, το μόνο που διανυκτερεύει σε μιά μικρή ξεχασμένη πόλη του Νότου. Η Μικ, το αγοροκόριτσο, ακινητεί για μια στιγμή, γεμάτη όνειρα, ανάμεσα στην παιδικότητα και την ενηλικίωση, όλοι οι συμπρωταγωνιστές της βρίσκονται για μια στιγμή μετέωροι, στη μέση των ιστοριών τους,που θα αλλάξουν από μία τραγωδία, όλος ο κόσμος κρατά την ανάσα του, πριν ο Πόλεμος αλλάξει τα πάντα. Ο μουγγός Σίνγκερ, ο εξομολόγος-ψυχαναλυτής-θεός της μικρής πόλης που ΄΄ακούει΄΄ τους πάντες χωρίς να ακούει και χωρίς να μιλά, είναι ο συνδετικός κρίκος αυτών των μοιραίων ηρώων που διασχίζουν τον κόσμο αναζητώντας και μη βρίσκοντας την αγάπη. Κι εκείνος, που αγαπά με όλη του τη δύναμη τον σύντροφό του,τον επίσης μουγγό Σπύρο Αντωνόπουλο, συντρίβεται στο τέλος από την αγάπη του αυτή. Γιατί τελικά, πάντα, η καρδιά κυνηγάει μονάχη, όπως λέει ο Σκωτσέζος Ουίλιαμ Σαρπ στο ποίημα του ΄΄The lοnely hunter΄΄, από όπου και ο τίτλος του μυθιστορήματος.

Η Μακ Κάλερς δεν θα ζήσει όλη της τη ζωή στον Νότο. Πολλοί από τους ήρωές της θα διακατέχονται , όπως η ίδια, από μια επιθυμία φυγής από τα ασφυκτικά όρια των μικρών, καθυστερημένων τους πόλεων: το ότι το μόνο μαγαζί που μένει ανοιχτό τη νύχτα στο ΄΄Η καρδιά κυνηγάει μοναχή΄΄ονομάζεται Νέα Υόρκη είναι ένας ισχυρός υπαινιγμός στο πρώτο της κιόλας μυθιστόρημα. Ο Νότος, όμως, ως συμβολική οντότητα είναι παρών σε όλο της το έργο. ΄΄Δεν θα έφευγε ποτέ έξω από τον Νότο΄΄ λέει και ξαναλέει η Μακ Κάλλερς στο τέλος του βιβλίου για τον Τζέικ, σαν να το λέει για τον εαυτό της. Οι ήρωές της, διαφορετικοί, αταίριαστοι και μόνοι,πλάθονται με τα υλικά του Southern Gothic, του ρεύματος που αξιοποιεί το μακάβριο και το γκροτέσκο, και εμβαθύνει στα θέματα της τρέλας και της φθοράς, για να μιλήσει για την αποξένωση, την πτώση και την παρακμή του Νότου, τις φυλετικές εντάσεις....

Για την Μακ Κάλλερς η μοναξιά, η απομόνωση, δεν είναι το μέσον για να καταγγείλει μια κοινωνική πραγματικότητα, να μιλήσει για τον Νότο ή οτιδήποτε άλλο. Είναι το ίδιο το θέμα της. Η πόλη της ζεί στη βαριά σκιά της ανέχειας, της κοινωνικής ανισότητας. Οι ήρωές της μετράνε τη δεκάρα. Πέρα από το κέντρο, προς τις γραμμές του τρένου, τα χαμόσπιτα ζέχνουν μέσα στην εγκατάλειψη. Ο μαύρος γιατρός Κόπλαντ υφίσταται κάθε είδους διακρίσεις και ταπεινώσεις απλώς και μόνο γιατί είναι μαύρος. Το αίσθημα της αδικίας, της εκμετάλλευσης, το φυλετικό μίσος, είναι πάντα παρόντα, αρκεί να υποδαυλιστούν λίγο για να ξεσπάσουν ταραχές. Αλλά το αληθινό, το βαθύτερο δράμα των ανθρώπων βρίσκεται στην αδυναμία να γίνουν κατανοητοί, στην αδυναμία να ανήκουν. Η Μακ Κάλλερς είναι η ΄΄ποιήτρια των αλλόκοτων΄΄, όπως την ονομάζει η Τζόις Κάρολ Οουτς, γιατί μιά τέτοια αλλόκοτη υπήρξε σ’ ένα βαθό και η ίδια. Η ματιά της πέφτει στους μοναχικούς, θλιμμένους ήρωές της με συμπάθεια, με αλληλεγγύη. Και με τη λυτρωτική, ανίκητη δύναμη της αγάπης΄΄.

Στο ΄΄Η καρδιά κυνηγάει μοναχή΄΄ έχουμε όλα τα συστατικά που αποτέλεσαν τον κόσμο της συγγραφέως. Ολα τα βασικά πρόσωπα έχουν κοινό το κυνήγι ενός άπιαστου όνειρου και την πάλη με την μοναξιά τους μέσα στον μικρόκοσμο μιας εργατούπολης του αμερικάνικου Νότου, όπου δείχνουν να νιώθουν παράταιροι : η Μικ Κέλι, ένα δεκατετράχρονο αγοροκόριτσο που ονειρεύεται να γίνει πιανίστρια και συνθέτρια, μα δεν έχει τα λεφτά όχι μόνο για ν’ αγοράσει πιάνο, αλλά ούτε καν για μαθήματα μουσικής-και στο τέλος αναγκάζεται να πιάσει δουλειά σε πολυκατάστημα, με τ’ όνειρό της να’ χει γκρεμιστεί. Ο έγχρωμος γιατρός Κόπλαντ, που παλεύει για την αξιοπρέπεια των μαύρων, αποξενωμένος από την οικογένειά του, άθεος και μαρξιστής. Ο Μπίφ Μπράντον, ο εστιάτορας που στο μαγαζί του συχνάζουν τα πρόσωπα της ιστορίας, ένας άνθρωπος φιλοσοφημένος μα που δίνει συνεχώς την εντύπωση πως κινείται σε ένα υπαρξιακό κενό.

Ο Τζέικ Μπλάουντ, ένας περιπλανώμενος μέθυσος ριζοσπάστης που πιάνει δουλειά σε ένα λούνα παρκ και κάνει ανεδαφικά σχέδια για το πως θα οργανώσει ένα εργατικό κίνημα. Και στο κέντρο αυτών των προσώπων και του μυθιστορήματος του ίδιου, ο Τζον Σίνγκερ, που με τη σιωπή του ενσαρκώνει την ανάγκη όλων τους να επικοινωνήσουν και την αδυναμία τους να το κατορθώσουν. Οπως σημειώνει ο μεταφραστής του βιβλίου Μιχάλης Μακρόπουλος: ΄΄Αν ωστόσο ένας συγγραφέας χαρίζει κάτι δικό του στους χαρακτήρες του για να τους δώσει ψυχή, πρέπει να είναι επίσης ικανός να γίνεται οι χαρακτήρες του για να τους δώσει ζωή και φωνή. Και δεν μπορεί παρά να νιώσει ο αναγνώστης βαθύ θαυμασμό για το χάρισμα της ψυχικής εγγαστριμυθίας που είχε αυτή η εικοσάχρονη κοπέλα όταν έγραφε την ιστορία της. Αυτό της το χάρισμα επαίνεσε ο μαύρος συγγραφέας Ρίτσαρντ Ράιτ γράφοντας στο περιοδικό The New Republic στις 5 Αυγούστου του 1940: ΄΄Για μένα, η πιό εντυπωσιακή πλευρά του βιβλίου είναι η εκπληκτική ανθρωπιά που επιτρέπει σε μια λευκή συγγραφέα, για πρώτη φορά στη λογοτεχνία του Νότου, να αντιμετωπίσει μαύρους χαρακτήρες με τόση άνεση και δικαιοσύνη όσο αυτούς της δικής της φυλής. Αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί στιλιστικά ή πολιτικά, αλλά μοιάζει να απορρέει από μιά στάση απέναντι στη ζωή, που επιτρέπει στη δίδα Μακ Κάλλερς να υψώνεται πάνω από τις πιέσεις του περιβάλλοντός της και ν’ αγκαλιάζει μαύρους και λευκούς με μιά πλατιά κίνηση κατανόησης και τρυφερότητας΄΄.

Η μετάφραση και το εξαιρετικό εισαγωγικό σημείωμα είναι του Μιχάλη Μακρόπουλου.

Για το βιβλιο έγραψαν:

΄΄Οι απροσάρμοστοι ήρωες της Μακ Κάλλερς είναι γεννήματα σε μεγάλο βαθμό του περιβάλλοντος: της φτώχειας, του ρατσισμού, του συντηρητισμού, της ξενοφοβίας, της κοινωνίας που τους ρίχνει στο περιθώριο΄΄ Αναστάσης Βιστωνίτης -΄΄Βήμα΄΄.

΄΄ Μία μόνο λέξη μού φαίνεται ταιριαστή για το μυθιστόρημα της Αμερικανίδας Κάρσον Μακ Κάλερς «Η Καρδιά Κυνηγάει Μονάχη» κι αυτή είναι η λέξη εξαιρετικό,που θα χρησιμοποιήσω και συνολικά για το έργο της. Η αλήθεια είναι πώς πάντα ξεχώριζα, με εντελώς συναισθηματικό τρόπο, την Μακ Κάλερς και μετανιώνω που την ξεχνάω καμιά φορά όταν αναφέρομαι στην αγαπημένη μου αμερικάνικη λογοτεχνία, γιατί αν πιστεύω πως δεν επιτρέπεται πια με τίποτα ο μέσος αναγνώστης των καιρών μας να αγνοεί πχ την Τόνι Μόρρισσον, μια συγγραφέα εντυπωσιακή και ευτυχώς εν ζωή καταξιωμένη-τότε τι πρέπει να ειπωθεί για την Κάρσον Μακ Κάλερς, που πρωτοπόρα ούσα σε δύσκολους καιρούς έχει ανοίξει διάπλατα νέους λογοτεχνικούς δρόμους, όχι απλώς στην αγγλόφωνη γυναικεία γραφή, αλλά στα πλαίσια όλης της αμερικάνικης λογοτεχνίας, μαζί με συγγραφείς επιπέδου και ύφους Στάινμπεκ, Φώκνερ, Λόντον κ.α. που έχουν βαθύτατα επηρεάσει την σημερινή παγκόσμια;΄΄Βιβή Γεωργαντοπούλου-Fractal

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!