Διαβάσαμε: «Η δίκη Σουάρεφ» του Χρήστου Χωμενίδη (Πατάκης)

Όλη η παραδοξότητα της νεοελληνικής μας πραγματικότητας από την «σοβαρή» της πλευρά
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
07/11/2023
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Άφησα αρκετές ημέρες από τότε που διάβασα το καινούργιο βιβλίο του Χ.Α.Χωμενίδη για να καταλαγιάσει μέσα μου η εντύπωση που μου άφησε. Αυτό που επικράτησε είναι η διάθεση του συγγραφέα να μιλήσει για όλα τα θέματα που απασχολούν την νεοελληνική μας πραγματικότητα με μια «καρναβαλική» διάθεση. Αλήθεια, έχουμε αναρωτηθεί ποτέ, αν όλα αυτά που ζήσαμε και ζούμε ,ως εκφάνσεις της νεοελληνικής μας πραγματικότητας, αντέχουν σε μια δεύτερη και πιο ψύχραιμη ματιά; Εχουμε αναρωτηθεί ποια είναι τα όρια που ξεχωρίζουν το γελοίο από το σοβαρό; ΄Η αποδεχόμαστε αυτό που μας πασάρει η τηλεόραση, κυρίως, αλλά και όλα το ΜΜΕ σαν σοβαρό, ενώ αυτό που συμβαίνει είναι ακριβώς το αντίθετο;

Στη «Δίκη Σουάρεφ» ο Χ.Α.Χωμενίδης, παρουσιάζει όλη την παραδοξότητα της νεοελληνικής μας πραγματικότητας από την «σοβαρή» της πλευρά. Οι ήρωές του, ως άλλοι ήρωες του Γκόγκολ, ζούν τη ζωή τους σίγουροι ότι ζούν κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Σίγουροι για όσα έχουν κατακτήσει, σίγουροι για την κοινωνική τους θέση, σίγουροι για τη θέση τους στον κόσμο. Όλα αυτά που έχουμε συνηθίσει να τα βλέπουμε ως «σοβαρά» είναι πολύ πιθανόν να έχουν και μια αντίθετη εικόνα. Τα όρια μεταξύ της σοβαρότητας και του γελοίου μετακινούνται και η μία κατάσταση φέρνει την άλλη, χωρίς καν να το καταλάβουμε.

Οι πρωταγωνιστές:

Δημοσθένης Καραμπαλίκης: Ο εμβληματικότερος εν ζωή ποινικολόγος, πρωταγωνιστής στις πιο πολύκροτες δίκες του τελευταίου μισού αιώνα.

Σεραφείμ-Μάκης Σακκάς: Ο διευθυντής του γραφείου  «Καραμπαλίκης και Συνεργάτες». Ευφυής, εργατικός, λεβέντης. Με ένα, όμως, σωματικό ελάττωμα που –κι ας το κρύβει όσο μπορεί-τον περιορίζει, του πικραινει τη ζωή.

Ο κόσμος της μαχόμενης δικηγορίας: Ο κύριος Φωτιάδης, εκκεντρική διάνοια. Ο Χάρης Τσετίνης,λαγωνικό των δικαστηρίων. Η Κωνσταντία Γιάννου, πανέμορφη, κόρη χρεοκοπημένου βιομήχανου.

Ο Σόλων Λούσκος, με το απωθημένο ακαδημαικής καριέρας και τις ανομολόγητες πολιτικές φιλοδοξίες.

Ο Ευθύμης Βογιατζής, σκοτεινός τύπος, ύαινα σωστή.

Η Παναγιώτα Αιβάλη, « του κυρίου» και κληρονόμος του γραφείου. Ολοι, χαρακτηριστικοί τύποι της σύγχρονης νεοελληνικής κοινωνίας.

Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου ο συγγραφέας μας βάζει στο κλίμα όσων θα ακολουθήσουν.

«Στην Αθήνα, στο δικηγορικό γραφείο «Δημοσθένης Καραμπαλίκης και Συνεργάτες», υπάρχει εξαιρετική κινητικότητα. Όλοι οι εργαζόμενοι, με τη βοήθεια κομμώτριας, μακιγιέζ και ενός κανονικού συνεργείου, που είχε μετατρέψει το γραφείο σε στούντιο τηλεόρασης, ετοιμάζονται σαν σταρ, όχι για κάποια ταινία, αλλά για την «οικογενειακή φωτογραφία». Το γενικό πρόσταγμα στο γραφείο, αλλά και στα της φωτογράφισης, το έχει η Παναγιώτα Αϊβάλη, η «κυρία του κυρίου»· η αντ’ αυτού. Ντυμένοι όλοι με τα επιβεβλημένα ρούχα, κανονική στολή, με το λογότυπο του γραφείου –τη λευκή κουκουβάγια– σε φουλάρια και γραβάτες, έχουν πάρει τις θέσεις τους. Στο κέντρο της φωτογραφίας –το οποίο θα έμενε κενό κατά τη φωτογράφιση– θα προσέθεταν αργότερα με φώτοσοπ Εκείνον. Την αρρώστια του το γραφείο την είχε κρατήσει μυστική. Αργότερα, με τη φωτογραφία αυτή τυπωμένη σε κάρτα, το γραφείο θα έστελνε τις χριστουγεννιάτικες ευχές. Στη φωτογράφιση είναι οι συνεργάτες δικηγόροι: Χάρης Τσετίνης, Σόλων Λούσκος, Ευθύμης Βογιατζής, Κωνσταντία Γιάννου, ο κύριος Φωτιάδης των Φωτιάδεων –βεβαίως, βεβαίως–, η Σιμέλα, το έτερόν του ήμισυ, οι ασκούμενες Λουκία και Νεφέλη, και ο γενικός διευθυντής του γραφείου, δικηγόρος Μάκης Σακκάς, ο οποίος, σύμφωνα με υπόδειξη της Παναγιώτας, θα ξάπλωνε πλαγίως, σαν τερματοφύλακας σε παλιά φωτογραφία ποδοσφαιρικής ομάδας. Οι άλλοι θα είχαν απλά το ύφος και το βλέμμα που τους αντιπροσώπευε. Έχει βραδιάσει, έχουν φύγει όλοι και ο Μάκης Σακκάς ετοιμάζεται να κλείσει το γραφείο, όταν ένας πολύ κομψά ντυμένος, μικροκαμωμένος άνδρας, με μόνη παραφωνία το χρυσό του δόντι στην κάτω σιαγόνα, εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά του και του ζητά να δει Εκείνον. Είναι συγγενείς. Να τον δει είναι αδύνατον και ο Σακκάς, θέλοντας να τον ξεφορτωθεί, τον ρωτά τι ακριβώς θέλει, για να του το μεταφέρει. Λέγεται Εδμόνδος Σουάρεφ, συστήνεται, και αναφέρει πως έχει τύψεις και ενοχές, καθώς πριν από σαράντα χρόνια είχε σκοτώσει –χωρίς να τον υποπτευτεί κανείς– τον εραστή της γυναίκας του. Τώρα θέλει να το ομολογήσει και να τιμωρηθεί. Είναι χήρος πλέον, στέκει πολύ καλά οικονομικά, τα παιδιά του αδιαφορούν γι’ αυτόν και κατάβαθα σκάει από τη ζήλια του που αυτοί οι δύο εραστές ζουν τον έρωτά τους στους ουρανούς και θέλει να βρεθεί μπροστά τους. Ο Σακκάς τον ενημερώνει πως δεν μπορεί να δικαστεί, γιατί ύστερα από είκοσι χρόνια το έγκλημα έχει παραγραφεί. Ο Σουάρεφ όμως επιμένει…».  Κάπως έτσι περιγράφει την ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στην αρχή του βιβλίου η Τούλα Ρεπαπή και κάπως έτσι αρχίζουν όλα.

Κάπως έτσι αρχιζουν να ξετυλίγονται οι ζωές των ηρώων μας. Ζωές που, αν τις δείς «απ'έξω», μοιάζουν με φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά life style. Υπάρχει όμως μια απόσταση από την φωτογραφία και από το τι κρύβεται πίσω από αυτήν.

«Από το 2018 η οικογένεια Σακκά-ή μήπως θα έπρεπε να πώ η οικογένεια Σακκά, Αργυριάδη, Γαβρήλου;-εξέδραμε τα Χριστουγεννα και την Πρωτοχρονιά σε κάποιο χιονοδρομικό κέντρο. Όχι,βεβαίως, στην Ελβετία, δεν είμαστε πλούσιοι. Εντός Ελλάδας-στο Σέλι, στα Τρία Πέντε Πηγάδια, στα Καλάβρυτα. …Η Αμαλία είχε πάθος με το σκί, το είχε μεταδώσει και στον Πέτρο και στη Μάγια, Εγώ πάλι-και ας βαριέμαι την όλη διαδικασία, βάλε βγάλε στολή και παγοπέδιλα, στριμώξου στο τελεφερίκ- άλλο που δεν ήθελα. Λείποντας από την Αθήνα γλίτωνα από τη μάνα, τα πεθερικά μου, τα ρεβεγιόν και τα καλέσματα στα οποία θα με έσερνε η γυναίκα μου. Πέρυσι και πρόπερσι απέφυγα έτσι και την Παναγιώτα, την καταδίκασα να περάσει όλες τις χρονιάρες μέρες στο προσκεφάλι του μεγάλου "ασθενούς"-άμα βρισκόμουνα σε απόσταση βολής από την οδό Τεροθέου , θα με τάραζε στα μηνύματα, θα δυναμίτιζε την οικογενειακη μου ηρεμία. Περνούσα φίνα στα βουνά. Επαιρνα αναζωογονητικές ανάσες. Ενώ η Αμαλία και τα παιδιά γλιστρούσαν στο χιόνι-είχε, νομίζω, παίξει και ένα φλέρτ με κάποιον δάσκολο στου σκί-,ο Πετράν έκανε με σαδιστική απόλαυση πλάτες στη μάνα του-, εγώ λιαζόμουν στη βεράντα του ξενοδοχείου ή κούρνιαζα εμπρός στη φωτιά. Αχ, τα αρχοντοχωριάτικα ξενοδοχεία, με τη ρουστίκ επίπλωση, με τους φαντασμένους ενοίκους, που ψήνουν λουκάνικα στο τζάκι και σφίγγουν στις χούφτες τους κρυστάλλινα ποτήρια για να ζεστάνουν το κονιάκ όπως έχουν δεί στις ταινίες! Εισαγωγείς αυτοκινήτων, έμποροι τεντόπανων, καθηγητές-ιδιαιτεράδες που γδέρνουν τους γονείς, " το παιδί σας έχει μεγάλες ελλείψεις, όμως εγώ διαθέτω μέθοδο"…Στα ροδαλά τους μάγουλα , στα γουρουνίσια τους ματάκια , μπορούσες να διαβάσεις δύο πράγματα: Πόσο περήφανοι ένιωθαν, αφενός, που από την αλάνα της γειτονιάς είχαν εκτιναχθεί στην πίστα του σκί. Πότε αναμενόταν, αφετέρου, το έμφραγμα ή ο καρκίνος ή η ψυχική κατάρευση , ό,τι θα ανέκοπτε τέλος πάντων τον καλπασμό τους. Ας μην καταντάω ωστόσο πικρόχολος. Μία χαρά παρέα ήταν εκείνοι οι τύποι, ιδίως όταν το στρώναμε».

Μέσα σε λίγες γραμμές ο Χ.Α.Χωμενίδης περιγράφει την ελληνική μέση τάξη, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στον 21ο αιώνα. Χωρίς ενοχές, για όσα έμειναν πίσω, με έμφαση στην ΄΄βιτρίνα΄΄ του βίου τους.

Ωσπου, σκάει μύτη στο δικηγορικό γραφείο ο Εδμόνδος Σουάρεφ και ζητάει να δικαστεί για ένα έγκλημα που έκανε, το οποίο έχει παραγραφεί προ πολλού. Οι προσπάθειες να τον μεταπείσουν πέφτουν στο κενό, καθώς εκείνος του αναγκάζει να στήσουν –έστω- μια παρωδία δίκης.

«Ισως η δίκη να είναι για τον Σουάρεφ καθαρτήριο».

«Καθαρτήριο;»

«Πουργκατόριουμ στα λατινικά. Εκεί όπου οι ψυχές εξαγνίζονται. Ο προθάλαμος του Παράδεισου. ΄Η –εάν δεν αποδειχθείς άξιος- της Κόλασης».

Και, όπως σημειώνει ο συγγραφέας «΄Ισως η δίκη Σουάρεφ να γίνει καθαρτήριο για όλους».

Ή ίσως να βοηθήσει τους μυθιστορηματικούς ήρωες να βρούν τον εαυτό τους και να βγούν από την χρωματιστή φουσκα που έζησαν τα περισσότερα χρόνια της ζωής τους.

Ο Χρήστος Χωμενίδης έγραψε ένα μυθιστόρημα για τις ΄΄πληγές΄΄ που χαρακτηρίζουν την πραγματικότητά μας. Για την ΄΄φούσκα΄΄ μέσα στην οποία ζούμε, χωρίς διάθεση να βγούμε από αυτήν γιατί αυτό μας βολεύει. Για τον τρόπο ζωής που μας έχει επιβληθεί και πολύ φυσικά πιστεύουμε ότι εμείς τον επιλέξαμε. Για όλα αυτά που ακυρώνουν, τελικά, τη ζωή μας, χωρίς καν να το αντιλαμβανόμαστε. Και όλα αυτά με μια γκογκολική διάθεση, όταν ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι τελικά ο βασιλιάς είναι γυμνός.

Ο Χρήστος Χωμενίδης αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1990 και συνέχισε τις σπουδές του στη νομική στη Ρωσία και στην επικοινωνιολογία στην Αγγλία. Το 1993 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Το σοφό παιδί. Το συγκεκριμένο βιβλίο έγινε δεκτό με διθυραμβικές κριτικές. Ακολούθησαν άλλα εννέα μυθιστορήματα και τρεις συλλογές διηγημάτων. Δύο μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί στη γαλλική γλώσσα, ένα στην ιταλική, δύο στην εβραϊκή, όπου Το Σοφό Παιδί βρέθηκε στη λίστα των ευπώλητων του Ισραήλ, ένα στην τούρκικη και μια συλλογή διηγημάτων στη λιθουανική. Το μυθιστόρημά του Νίκη είναι ένα βιβλίο-χρονικό μιάς οικογένειας και παράλληλα ψηφιδωτό της ιστορίας της Ελλάδας στον 20ο αιώνα. Ο Χρήστος Χωμενίδης έχει καταπιαστεί στα γραπτά του με πολλά και ετερόκλιτα θέματα, από τη βιομηχανία του λαϊκού τραγουδιού στη Φωνή μέχρι την προ-ομηρική Ελλάδα στο Λόγια-Φτερά. Στο μυθιστόρημα "Νίκη" έχει απονεμηθεί το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας, το βραβείο του περιοδικού "Αναγνώστης" και το βραβείο αναγνωστών "Public". Τον Δεκέμβριο του 2021, στη "Νίκη" απονεμήθηκε το "Prix du livre Européen", "Ευρωπαϊκό Βραβείο Μυθιστορήματος".Στο μυθιστόρημα "Ο Φοίνικας" έχει απονεμηθεί το βραβείο αναγνωστών "Public".

Για το βιβλίο έγραψαν:

«Με το γνωστό πληθωρικό συγγραφικό του ταλέντο ζωντανεύει έναν τελείως διαφορετικό και πλήρη κόσμο, προς απόλαυση του αναγνώστη», Διάστιχο.

«Πώς θα περιέγραφε κανείς την Ελλάδα του 2023 μέσα από μια ιστορία μυθοπλασίας; Από ποιους χώρους θα ξεκινούσε και πώς θα επέλεγε να καταγράψει τα συλλογικά βιώματα των ημερών που ζούμε; Ίσως αυτή η ιστορία να ξεκινά από ένα δικηγορικό γραφείο–έναν τόπο που ενώνει τις αξίες και το δίκαιο με τις πιο κυνικές θεωρήσεις για την ανθρώπινη ζωή. Αυτός είναι ο καμβάς, πάνω στον οποίο ζωγραφίζεται με έντονα, αν και συχνά ζοφερά, χρώματα το νέο μυθιστόρημα του Χρήστου Χωμενίδη», Off Line Post.

«Σε πόσες από τις καταστάσεις της καθημερινότητας μπορείς να προσθέσεις μία νότα καρναβαλιού διαπιστώνοντας ότι τελικά δεν πάνε όλα και τόσο καλά; Η «Δίκη Σουάρεφ» εστιάζει σε αυτήν ακριβώς την καρναβαλική μεγαλοπρέπεια της ανθρώπινης ύπαρξης που εν τέλει την κάνει αρκετά ελκυστική και περιπετειώδη», Public Blog.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!