Διαβάσαμε: «Έξοδος προς Δυσμάς» του Μοχσίν Χαμίντ (Ψυχογιός)

Αν κάποιος ζει, στοιχειωδώς καλά στην πατρίδα του, δεν γίνεται πρόσφυγας
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Αν κάποιος ζει, στοιχειωδώς καλά στην πατρίδα του, δεν γίνεται πρόσφυγας. Αυτό είναι και το νόημα του βιβλίου που έγραψε ο βραβευμένος Πακιστανός συγγραφέας Μοχσίν Χαμίντ. Τα πράγματα είναι απλά, όσο απλή είναι και η ιστορία του νεαρού ζευγαριού του μυθιστορήματος που έγραψε.

Ο Σαϊντ και η Νάντια είναι ένα ζευγάρι, όπως όλα τα εκατομμύρια ζευγάρια στον πλανήτη που ερωτεύονται. Μόνο που η πόλη που γεννήθηκαν, εκεί που ζουν και είναι τα σπίτια και οι οικογένειές τους, παραδίνονται στη βία που προκαλεί ένας εμφύλιος πόλεμος. Ξαφνικά, όλα αυτά που τους είναι οικεία και αγαπημένα, χάνονται και στη θέση τους αναδύεται ένα καινούργιο τοπίο που τους είναι άγνωστο: Βία, συλλήψεις, πυροβολισμοί, σκοτωμοί. Στην αρχή προσπαθούν να τα συνηθίσουν όλα αυτά, να ζήσουν μαζί τους. Αλλά τα πράγματα συνεχώς χειροτερεύουν. Απειλείται η ίδια τους η ζωή.

«Ήταν το είδος της θέας που μπορεί να απαιτούσε αυξημένο ενοίκιο σε πιο εξευγενισμένες εποχές, μεγαλύτερης ευμάρειας, αλλά που θα ήταν λίαν ανεπιθύμητο σε καιρό συρράξεων, όταν θα βρισκόταν ευθέως στην πορεία των μεγάλων πολυβόλων και των πυραύλων καθώς οι πολεμιστές θα επελαύναν αυτό το κομμάτι της πόλης: μια θέα σαν να κοιτάς μες στην κάννη μιας καραμπίνας. Το παν είναι η περιοχή, λένε οι μεσίτες. Η γεωγραφία είναι πεπρωμένο, αποκρίνονται οι ιστορικοί. Ο πόλεμος σύντομα θα διάβρωνε την πρόσοψη του κτιρίου τους σαν να είχε επιταχύνει τον ίδιο τον χρόνο, κάνοντας μέσα σε μια μέρα περισσότερη ζημιά, απ’ όση θα είχε υποστεί σε μία δεκαετία».

Ο πόλεμος, η βία και η καταστροφή μπαίνουν στη ζωή τους, και στην αρχή προσπαθούν να επιβιώσουν. Αλλά η βία και ο πόλεμος μοιάζουν να έχουν επιταχυντή. Σε λίγο όχι μόνο δεν μπορούν να ζήσουν στα σπίτια τους, που ο πόλεμος καταστρέφει, αλλά κινδυνεύουν και οι ζωές τους. Πολύ γρήγορα καταλαβαίνουν ό,τι πρέπει να φύγουν. Είναι νέοι, ερωτευμένοι, η ζωή θα ήταν μπροστά τους κάτω από άλλες συνθήκες.

«Η σχέση των ανθρώπων με τα παράθυρα άλλαξε τώρα στην πόλη. Το παράθυρο ήταν το σύνορο μέσα από το οποίο ήταν το πιθανότερο να μπει ο θάνατος. Τα παράθυρα δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν ούτε καν τα πιο νωθρά πυρά: κάθε σημείο στο εσωτερικό του σπιτιού με θέα στον δρόμο ήταν ένα σημείο που βρισκόταν δυνάμει στη γραμμή πυρός. Επιπλέον, το τζάμι ενός παραθύρου μπορούσε από μόνο του να γίνει κοφτερά θραύσματα τόσο εύκολα, έχοντας συντριβεί από κάποια κοντινή έκρηξη, κι οι πάντες είχαν ακουστά για κάποιον που είχε πεθάνει από αιμορραγία έπειτα από τραύμα από ιπτάμενα θραύσματα τζαμιού. Πολλά παράθυρα είχαν ήδη σπάσει και το σώφρον θα ήταν να αφαιρεθούν αυτά που απόμεναν, αλλά ήταν χειμώνας και τα βράδια είχε κρύο, και χωρίς γκάζι κι ηλεκτρικό, που και τα δύο κόβονταν ολοένα και πιο συχνά, τα παράθυρα χρησίμευαν στο να κόβουν λίγο την ψύχρα, κι έτσι ο κόσμος τα άφηνε στη θέση τους».

Οι συνθήκες ζωής και επιβίωσης, λοιπόν, χειροτερεύουν όλο και περισσότερο. Τώρα πρέπει να φύγουν, χωρίς να μπορούν να πάρουν τίποτα μαζί τους. Οι γονείς τους έχουν μεγαλώσει, δεν μπορούν να τους ακολουθήσουν. Είναι και τα χρήματα. Ίσα ίσα τους φτάνουν να πληρώσουν την ταρίφα των διακινητών. Και, πάνω απ’ όλα, πρέπει να αφήσουν πίσω τους, όχι μόνο τους γονείς τους αλλά και όλη την ζωή τους, ό,τι έχουν ζήσει μέχρι τώρα.

«Ένοιωθε πως εγκατέλειπε τον ηλικιωμένο άντρα, κι ακόμα κι αν εκείνος είχε τους συγγενείς του και τα ξαδέλφια του, και ίσως τώρα πήγαινε να μείνει μαζί τους, δε θα μπορούσαν να τον προστατεύσουν όπως ο Σαϊντ και η Νάντια κι έτσι, δίνοντας την υπόσχεση που απαιτούσε από κείνη να δώσει, στην ουσία τον σκότωνε, μα έτσι είναι η ζωή, διότι όταν μεταναστεύουμε δολοφονούμε απ’ τη ζωή μας αυτούς που αφήνουμε πίσω».

Ο Σαϊντ και η Νάντια γίνονται πρόσφυγες, λοιπόν. Πρώτα βρίσκονται σε ένα ελληνικό νησί. Από εκεί και πέρα με μια διαρκή περιπλάνηση βρίσκονται σε ένα δυστοπικό Λονδίνο. Ο συγγραφέας περιγράφει συνθήκες και εικόνες που έρχονται από το μέλλον.

«Κάθε μέρα το πέταγμα ενός μαχητικού αεροσκάφους αυλάκωνε τον ουρανό, υπενθυμίζοντας εκκωφαντικά στον πληθυσμό του σκοτεινού Λονδίνου την τεχνολογική υπεροχή των αντιπάλων τους, του κράτους και των τοπικιστικών δυνάμεων. Στα σύνορα της περιοχής τους ο Σαϊντ και η Νάντια έβλεπαν κάθε τόσο τανκς και τεθωρακισμένα οχήματα και συσκευές επικοινωνίας και ρομπότ που περπατούσαν ή διέσχιζαν έρποντας τον δρόμο σαν ζώα, κουβαλώντας προμήθειες στους στρατιώτες ή προβάροντας τον αφοπλισμό εκρηκτικών ή ενδεχομένως προλειαίνοντας το έδαφος για κάποια άλλη άγνωστη αποστολή. Τα ρομπότ, παρότι λιγοστά, και τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη στον ουρανό ήταν ακόμα πιο τρομαχτικά απ’ τα μαχητικά αεροπλάνα και τα τάνκς, διότι υποδήλωναν μια ασυγκράτητη αποτελεσματικότητα, μιαν απάνθρωπη δύναμη, και ξυπνούσαν εντός τους το είδος του τρόμου που νοιώθει ένα μικρό θηλαστικό αντικρίζοντας έναν θηρευτή τελείως άλλης κλάσης, όπως αυτόν που νοιώθει ένα τρωκτικό μπροστά σε ένα φίδι».

Ο συγγραφέας είναι σαφές ότι περιγράφει σκηνές του μέλλοντος. Πράγματα που θα συμβούν σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον.

«Είμαστε όλοι μετανάστες μες στον χρόνο», γράφει ο Μοχσίν Χαμίντ. Και είμαστε μετανάστες μέσα στον χρόνο, γιατί ζώντας σε έναν κόσμο που, τώρα πια, αλλάζει συνεχώς μπροστά στα μάτια μας, λίγα είναι αυτά που μπορούμε να κάνουμε για να το αντιμετωπίσουμε. Ο Σαϊντ και η Νάντια είναι από τους τυχερούς που επιζούν, αλλά η ζωή τους δεν θα είναι ποτέ η ίδια. Ακόμα και η προσωπική τους σχέση, η τόσο γερά δοκιμασμένη μέσα σε όλες αυτές τις περιπέτειες, δεν είναι πια η ίδια, και σιγά σιγά διαλύεται. Η ζωή προχωρά μόνο μπροστά, χωρίς να υπολογίζει το προσωπικό κόστος και τις προσωπικές απώλειες.

Ο Μοχσίν Χαμίντ έγραψε ένα μυθιστόρημα για τους πρόσφυγες και την προσφυγιά. Για τις συνθήκες που τα δημιουργούν όλα αυτά. Για έναν κόσμο που αλλάζει σύνορα για αυτούς τους ανθρώπους σχεδόν καθημερινά, και για ένα δυστοπικό μέλλον που μας αφορά όλους. Στις μέρες μας, τίποτα από όλα αυτά δεν μοιάζει με επιστημονική φαντασία. Όλα γίνονται μπροστά στα μάτια μας και μπροστά στις κάμερες των τηλεοράσεων, σε απευθείας σύνδεση.

Οι ήρωες του μυθιστορήματος καταφέρνουν όχι μόνο να επιζήσουν, αλλά πολλά χρόνια αργότερα, να επιστρέψουν εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν: στην γενέτειρά τους. Τίποτα όμως δεν είναι ίδιο πια. Τίποτα δεν τους θυμίζει την πόλη που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Ούτε καν οι εαυτοί τους.

Ο Μοχσίν Χμίντ γεννήθηκε το 1971 στη Λαχώρη, στο Πακιστάν και έζησε τα μισά του χρόνια εκεί και τα υπόλοιπα στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη και στην Καλιφόρνια. Έργα του έχουν μπει στις λίστες των ευπώλητων βιβλίων, έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο και έχουν, στο σύνολό τους, μεταφραστεί σε τριάντα πέντε γλώσσες. Ήταν δύο φορές φιναλίστ για το βραβείο Man Booker και έχει αποσπάσει το βραβείο λογοτεχνίας 2018 των Los Angeles Times.

H μετάφραση είναι του Αύγουστου Κορτώ.

Για το βιβλίο έγραψαν:

«Είναι σαν ο Χαμίντ να ήξερε τι θα γινόταν στην Αμερική και στον κόσμο και να μας έδωσε έναν οδικό χάρτη για το μέλλον μας. Τρομακτικό και συνάμα παράξενα ελπιδοφόρο». The New York Times Book Review.

«Σχεδόν κάθε σελίδα αντανακλά τι σημαίνει να ζεις σε καιρό πολέμου-όχι μόνο το αίμα και τον καπνό από τους καθημερινούς βομβαρδισμούς, αλλά εκείνες τις πιο σιωπηλές παράπλευρες απώλειες που έρχονται σταδιακά. Η πραγματική μαγεία του βιβλίου αυτού είναι το πώς καταφέρνει να τα συναρμόσει όλα αυτά σε μια ιστορία συγκινητική. Τολμηρή και πέρα για πέρα ανθρώπινη». Entertainment Weekly.

«Ακόμη κι αν η κατάσταση της Νάντιας και του Σαϊντ είναι άγνωστη στους περισσότερους από εμάς στην πραγματική και γεμάτη κινδύνους διάστασή της, το βιβλίο αυτό αποτελεί μια σαφή διακήρυξη συγγένειας. Είμαστε όλοι μετανάστες μέσα στον χρόνο». Washington Post.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!