Διαβάσαμε: «Εκμυστηρεύσεις» του Ντομένικο Σταρνόνε (Πατάκης)

Ένα μυθιστόρημα απολογιστικό της ζωής, αυτών που ζήσαμε, αυτών που επιτρέψαμε να μας συμβούν
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Οι «Εκμυστηρεύσεις», είναι ένα ιδιαίτερο μυθιστόρημα, τουλάχιστον όσον αφορά τον τρόπο αφήγησης που διάλεξε ο συγγραφέας. Έχουμε την κεντρική ιστορία, όπως την αφηγείται ο Πιέτρο σε μεγάλη ηλικία και αφορά ουσιαστικά τη ζωή του.

Καθηγητής σε ένα ιταλικό Λύκειο, ερωτεύεται - και τον ερωτεύεται - η Τερέζα, που είναι μαθήτριά του. Περιμένουν να αποφοιτήσει η Τερέζα για να γίνουν ζευγάρι, ερωτευμένο, παθιασμένο, με συνεχείς κόντρες γιατί είναι διαφορετικοί χαρακτήρες. Ζουν τρία χρόνια παθιασμένου έρωτα και καταλαβαίνουν ότι δεν μπορούν να συνυπάρξουν γιατί είναι πολύ διαφορετικοί. Ερωτευμένοι, αλλά διαφορετικοί. Χωρίζουν αλλά πριν χωρίσουν, μετά από έναν ακόμα καυγά, η Τερέζα του προτείνει να αποκαλύψουν ο ένας στον άλλον το πιο ένοχο μυστικό τους, κάτι που, αν μαθευτεί, θα μπορούσε να τους καταστρέψει για πάντα. Στο τέλος της αμοιβαίας εξομολόγησης ο Πιέτρο λέει: «Δεν μπορούμε πια να χωρίσουμε, είμαστε στ’ αλήθεια ο ένας στα χέρια του άλλου».

Λίγο αργότερα, οι δρόμοι τους χωρίζουν. Είναι και οι δύο νέοι. Η Τερέζα φεύγει για σπουδές στην Αμερική, όπου χρόνο με τον χρόνο καταφέρνει όλο και πιο σημαντικά επιτεύγματα. Γίνεται μια διάσημη επιστήμων, σιγά σιγά το όνομά της το μαθαίνουν όλοι. Ο Πιέτρο από την άλλη, ξαναφτιάχει τη ζωή του.

Γνωρίζει και παντρεύεται μια καθηγήτρια, αφήνοντας πίσω του το παρελθόν του με την Τερέζα. Κάνουν τρία παιδιά και εκείνος κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο που αφορά το ιταλικό εκπαιδευτικό σύστημα. Το βιβλίο του κάνει αίσθηση, τον καλούν από όλη την Ιταλία για να δώσει διαλέξεις πάνω στο θέμα αυτό. Το ίδιο γίνεται και με το επόμενο βιβλίο του. Ο Πιέτρο γίνεται μέσα στα επόμενα χρόνια μια μικρή διασημότητα στο εκπαιδευτικό σύστημα της Ιταλίας. Τα χρόνια περνούν αλλά και η Τερέζα γίνεται όλο και πιο διάσημη επιστήμων στην Αμερική και κατά συνέπεια σε όλο τον κόσμο.

Στα χρόνια αυτά, αλληλογραφούν μεταξύ τους, άλλοτε συχνά, άλλοτε αφήνοντας μεγάλα χρονικά διαστήματα στην μεταξύ τους επικοινωνία. Μαθαίνει ο ένας τα νέα του άλλου, δεν αναπολούν τον χαμένο έρωτά τους, αλλά λέει ο ένας στον άλλο τι έχει καταφέρει στη ζωή του. Κάποια στιγμή ο Πιέτρο συνειδητοποιεί ότι η Τερέζα, παρότι ζει μακριά του, παρότι δεν έχουν φυσική επαφή, είναι το σημείο αναφοράς του. Όχι η γυναίκα του, με την οποία έχει δημιουργήσει οικογένεια, αλλά η Τερέζα είναι ο άνθρωπος που θα εξομολογηθεί, έστω και δι’ αλληλογραφίας, κάθε τι που του συμβαίνει.

Τα χρόνια περνάνε, είναι πια μεσήλικας και σε κάποια δημόσια ομιλία του αντιλαμβάνεται ότι στον κόσμο που ήρθε στη διάλεξή του είναι και η Τερέζα. Δεν της μιλάει, ετοιμάζεται να φύγει, όταν εκείνη τον σταματά. «Φώναξα: “Για σου Τερέζα” και απομακρύνθηκα με μεγάλες δρασκελιές, με το κεφάλι σκυφτό, σηκώνοντας το δεξί χέρι και κουνώντας το ελαφρά σε ένδειξη αποχαιρετισμού.
Λίγα λεπτά αργότερα όμως, άκουσα ήχο βημάτων και πριν προλάβω να στραφώ, με είχε ήδη πιάσει αγκαζέ. “Που τρέχεις; Έχεις ραντεβού μ’ εκείνη τη νόστιμη μαντάμ που επιβλέπει κάθε σου λέξη;”

-Δεν ήθελα να σ’ ενοχλήσω.

-Εγώ όμως θέλω.

Βάλθηκε αμέσως να χλευάζει την παρέμβασή μου, έπειτα μ’ έσπρωξε σ’ ένα μπαρ κι όταν τράβηξε το χέρι της, ένιωσα σαν να κρύωσε απότομα το ύφασμα του σακακιού μου, σαν να έχανα αμέσως τη ζεστασιά που μου είχε μεταδώσει. Όλοι μας, αποκρίθηκα γελώντας, στο βάθος βάθος θεριά είμαστε, και στο μεταξύ κοίταξα περίλυπος το ρολόι μου: Δυο λεπτά μόνο, Τερέζα, λυπάμαι, έχω δουλειά. Εκείνη προσποιήθηκε ότι δεν άκουσε, διάλεξε ένα τραπέζι, κάθισε κι άρχισε να σχολιάζει τα γράμματά μου, τις πληροφορίες που τις είχα δώσει για τη Νάντια, για τα παιδιά μου, λες και της είχα πει ψέματα κι εκείνη πάσχιζε να διαβάσει ανάμεσα στις γραμμές για να βρει την αλήθεια. Κοίταξα πάλι το ρολόι μου, έκανα νόημα στον μπάρμαν, ενώ εκείνη έλεγε με ύφος ειρωνικό τι είχε συμπεράνει από το κείμενό μου.

Ήμουν λοιπόν ένα ανεξίτηλο κομμάτι της διάπλασής της, με κολάκευε που στα αλήθεια είχα συντελέσει στο να γίνει αυτό που ήταν. Χαλάρωσα την άμυνά μου, της εξήγησα πως δεν είχα διόλου προσβληθεί, αλλά πραγματικά είχα ελάχιστο χρόνο, η δουλειά είναι δουλειά, δεν μπορώ να φερθώ αγενώς. Αυτό το ξερό ύφος την πάγωσε ξαφνικά, τα μάτια της έμειναν ακίνητα.

«Σύμφωνοι» είπε, πήγαινε, εγώ καλά είμαι, εσύ καλά είσαι, μιλάς πιο πειστικά απ’ ότι στο παρελθόν, έχεις μια οικογένεια που λειτουργεί καλύτερα κι από την Αγία Οικογένεια, έχουμε γίνει και οι δύο τόσο ενδιαφέροντες, ώστε μας βάζουν στις εφημερίδες, χαιρετισμούς και φιλιά. Έκανε να σηκωθεί και μολονότι ήξερα πως όλο αυτό ήταν μια προσποίηση, την άρπαξα αμέσως από τον καρπό για να τη σταματήσω, της χαμογέλασα και ψιθύρισα: «Δύο λεπτά είναι αρκετός χρόνος, ας τα αφήσουμε να περάσουν». Και παρήγγειλα δυο μπύρες, άλλωστε ήξερα πως η μπύρα της άρεσε, ζήτησα εκείνη που προτιμούσε πάντα. Ξανακάθισε και είπε με ύφος σοβαρό, κάτι που σπάνια της συνέβαινε: «Θέλεις να χάσεις τον λίγο χρόνο που έχεις στη διάθεσή σου ή προτιμάς να μπεις αμέσως στο ψητό;»

«Ποιο είναι το ψητό

«Το ψητό είναι ότι για να με θυμάσαι ακόμα, για να μου γράφεις εκτενέστατα γράμματα - πώς είσαι, πώς είναι η Αμερική, πώς ζεις, αν έχεις γκόμενο, αν έχεις σύζυγο, αν είσαι μητέρα, με τι ασχολείσαι - σημαίνει πως υπάρχει κάποιος λόγος που δεν έχεις το κουράγιο να ομολογήσεις καθαρά. Ο λόγος είναι ένας μονάχα και είναι πεντακάθαρος: σε νιώθω κοντά μου».

Και την ίδια στιγμή η Τερέζα έκανε μία από τις πιο σπάνιες χειρονομίες που είχα δει σε όλα εκείνα τα χρόνια της σχέσης μας: τέντωσε το μπράτσο της κι αγκάλιασε με τα χλωμά της δάχτυλα τη ράχη του χεριού μου. Έπειτα παραδέχτηκε ότι με τον τρόπο μας, με υπερβολές ως και απάνθρωπες ακόμα, είχαμε αγαπήσει πολύ ο ένας τον άλλον. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια, είπε, το ξέρω καλά, και ορισμένες φορές, όταν νιώθω μόνη, στην άλλη άκρη της Γης, φτάνω ακόμα και σε σημείο να σκέφτομαι ότι εξακολουθούμε να αγαπιόμαστε. Σίγουρα το να συμβιώσουμε δε στάθηκε δυνατό, μάλιστα υποψιάζομαι ότι η προσπάθεια να μείνουμε μαζί χειροτέρεψε στο παρελθόν τον χαρακτήρα μας και θα τον χειροτερέψει κι άλλο αν συνεχίζαμε να βλεπόμαστε σήμερα. Χωρισμένοι, όμως, μπορούμε να είμαστε ένα σταθερό ζευγάρι.

-Ζευγάρι; Εσύ κι εγώ;

-Φυσικά: εγώ θα είμαι ο φύλακάς σου κι εσύ ο δικός μου για όλη μας τη ζωή.

Είναι η τελευταία φορά που συναντιούνται. Τα χρόνια περνούν κι άλλο κι εκεί τελειώνει η αφήγηση του Πιέτρο.

Συνεχίζει η κόρη του. Που έχει πια μεγαλώσει, είναι διάσημη δημοσιογράφος και μαθαίνει ότι ο Πρόεδρος της Ιταλία θα βραβεύσει κάποιους εκπαιδευτικούς που πρόσφεραν πολλά στην εκπαίδευση της Ιταλίας. Προϋπόθεση για την βράβευση, είναι να έρθει και να μιλήσει γι’ αυτόν που θα βραβευτεί ένας μαθητής του που διέπρεψε στην καριέρα του και είναι διάσημος. Η κόρη του μαθαίνει για την Τερέζα και έρχεται σε επικοινωνία μαζί της. Θα μπορούσε, άραγε, να έρθει από την Αμερική και να μιλήσει για τον πατέρα της, στην τελετή βράβευσης; Μετά από κάποιον δισταγμό η Τερέζα απαντά καταφατικά. Χαρούμενη η κόρη το ανακοινώνει στον πατέρα της.

Το τελευταίο μέρος του βιβλίου το αφηγείται η ίδια η Τερέζα. Είναι ήδη 60 ετών, ενώ ο Πιέτρο είναι ογδόντα.Μεγάλωσαν, γέρασαν δεν κινδυνεύουν πια ο ένας από τον άλλο. Είναι καιρός να πούνε την αλήθεια για το τι τους συμβαίνει, για το τι σήμαινε για τους ίδιους η σχέση τους. Όμως, όταν όλα είναι έτοιμα για την απονομή, η Τερέζα έχει έρθει από την Αμερική ,ειδικά για να μιλήσει για τον Πιέτρο, ο ίδιος δεν εμφανίζεται στην απονομή.

Ο Ντομένικο Σταρνόνε έγραψε ένα μυθιστόρημα για έναν ματαιωμένο έρωτα, για έναν έρωτα δύσκολο που κανένας από τους δύο εμπλεκόμενους δεν μπόρεσε να τον κουμαντάρει. Ο Πιέτρο κρύφτηκε στην επίφαση της οικογένειας που δημιούργησε, η Τερέζα κρύφτηκε μέσα στην επιστήμη που διάλεξε και την σταδιοδρομία της. Δεν μπόρεσαν να καταλάβουν όταν ήταν νέοι, ότι έναν τέτοιο έρωτα, παρ’ όλες τις δυσκολίες του, δεν τον προσπερνάς τόσο απλά. «Αλληλοταπεινωθήκαμε, αλληλοπαινευτήκαμε», λέει η Τερέζα σαν απολογισμό.

«Στα τρία χρόνια που ήμασταν μαζί όμως, οι πολλές χαρές ήταν λιγότερο ευφρόσυνες απ’ ότι περίμενα και οι πάρα πολλές λύπες αγνοήθηκαν ή καταχωρίστηκαν βιαστικά στη λίστα με τις μικροαστικές μικρότητες. Δεν ξέρω πόσες φορές χωρίσαμε αηδιασμένοι και ξανασμίξαμε με λαίμαργη αγριότητα. Ώσπου του πρότεινα εκείνο το πείραμα: να αποκαλύψουμε ο ένας στον άλλον το χειρότερο μυστικό μας, κάτι πολύ χειρότερο απ’ ότι είχαμε ήδη αποκαλύψει. Φυσικά, όταν του έκανα εκείνη την πρόταση, ήξερα ήδη ότι θα έφευγα μακριά του, δεν άντεχα άλλο. Όταν είμαστε μικροί, κάνουμε ένα σωρό ανοησίες… Από τα νεανικά μας χρόνια δε θα έπρεπε να μένει ούτε ίχνος, ούτε μια ανάμνηση».

Κοντά στο τέλος της ζωή μας βαραίνουν οι απολογισμοί. Τι κάναμε σωστά, τι κάναμε λάθος. Μόνο που για να φτάσουμε εκεί, πρέπει να κάνουμε μια βαθιά βουτιά μέσα μας, να παραμερίσουμε το εγώ μας, διαφορετικά όλα αυτά είναι μάταια.

Ο Ντομένικο Σταρνόνε είναι ευγενικός με τους ήρωές του. Δεν τους καταδικάζει, τους αφήνει να βρουν μόνοι τους τα λάθη τους και τα σωστά τους. Έγραψε ένα μυθιστόρημα απολογιστικό της ζωής, αυτών που ζήσαμε, αυτών που επιτρέψαμε να μας συμβούν. Και το κάνει με τον σωστό τρόπο, παρ’ όλο που κάποια σημεία του βιβλίου του θα ήθελαν ίσως περισσότερη ανάπτυξη. Διαβάζεται εύκολα, και είναι συναισθηματικό χωρίς να γίνεται μελοδραματικό. Ο χρόνος, τελικά, είναι ο μόνος κριτής της ζωής μας.

Η μετάφραση είναι του Σταύρου Παπασταύρου.

Για το βιβλίο έγραψαν:

«Οι “Εκμυστηρεύσεις” στην πραγματικότητα δεν τελειώνουν ποτέ. Διαβάζεις την τελευταία φράση, γυρνάς σελίδα και ξεκινάς απ’ την αρχή». Antonella Lattanzi-Corriere della Sera.

«Θα το απολαύσετε!» Kirkus

«Η υπαινικτικότητα του λόγου εξάπτει την περιέργεια καο αποδεικνύεται ένα εξαιρετικά δυνατό μυθιστορηματικό τέχνασμα». Washington Post.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!