Φίλιππος Τσεμπερούλης: Η τέλεια ισορροπία των 7 ήχων

«Από την πρώτη ηχογράφησή μου κατάλαβα ότι έχω γεννηθεί να μη βλέπω την ημέρα, παρά μόνο την νύχτα...»
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
10/12/2021

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

Γιάννης Αλεξίου
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Έκανε τη νύχτα – μέρα, αλλά φώτισε τη ζωή του με μουσική και εμπειρίες. Από 8 χρονών μπήκε στον μαγικό κόσμο των πνευστών και στα 13 του μόλις χρόνια πήρε τα πρώτα μεροκάματα παίζοντας μουσική. Έχει ηχογραφήσει περισσότερα από 12.000 τραγούδια, ένα μοναδικό ρεκόρ στην ελληνική δισκογραφία. Από τα χείλη του του έχουν περάσει όλα τα πνευστά όργανα, από κλαρινέτο και φλογέρα μέχρι το αγαπημένο του σαξόφωνο. Ναι, είναι ο «βασιλιάς των πνευστών».

Είναι ο άνθρωπος που νοιώθουν σιγουριά όλοι οι μεγάλοι συνθέτες και ερμηνευτές όταν είναι μαζί τους στην σκηνή ή στο στούντιο. Ό ίδιος για να αποκτήσει αυτό το προνόμιο εμπιστοσύνης και να είναι απαραίτητος σε όλους, δούλεψε σκληρά ώστε να εξελιχθεί όλα αυτά τα χρόνια.

Η ιστορία του ξεκίνησε ένα μεσημέρι στο κλασικό στέκι της παλιάς κοσμικής Αθήνας, στου «Ζόναρς» στην Πανεπιστημίου, όταν ο Μάνος Χατζιδάκις δέχθηκε να ακούσει επί τόπου το κλαρινέτο του νεαρού μουσικού που μόλις είχε φθάσει στην πρωτεύουσα από την Πάτρα. Η ακρόαση αυτή ήταν καθοριστική για την εξέλιξή του.

Το επίσημο ξεκίνημα έγινε τη δεκαετία του ’60 που ως νέος της εποχής συμμετέχει σε αρκετά από τα καλύτερα μοντέρνα συγκροτήματα, μεταξύ άλλων των Mariners και Stylistes. Όλα αυτά έως ότου ακολουθήσει το ρεύμα της εποχής στη δεκαετία του ’70 όταν πολλοί από τους μουσικούς που έπαιζαν στα κλαμπ μετακινήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές του ’70 στις ορχήστρες λαϊκών τραγουδιστών. Σπουδαίοι μουσικοί έδωσαν όγκο από πίσω και πολλοί λαϊκοί ερμηνευτές φάνηκαν περισσότερο χάρη σε αυτούς. Αυτό το χρωστάνε σε αυτούς τους μουσικούς των ορχηστρών και των μοντέρνων συγκροτημάτων του ’60. Ένας εξέχοντας μουσικός εξ αυτών ήταν ο ταλαντούχος κύριος Φίλιππος Τσεμπερούλης.

Ο session μουσικός που στην μεγάλη του καριέρα έπαιξε τα πάντα, ηχογράφησε με όλους και ήταν εκεί όταν τον καλούσαν με χαμόγελο, νηφαλιότητα, εγκεφαλικότητα και την δεύτερη οικογένειά του, τα πνευστά. Είναι δηλαδή επί ποδός μια ζωή όλη την ημέρα με πρόβες, στούντιο, ηχογραφήσεις, συναυλίες και όταν έκανε το «διάλλειμά» του ηχογράφησε ένα δίσκο τζαζ που ταξίδεψε και στο εξωτερικό. Θα είχε πολλά σίγουρα να πει με τον πεθερό του, τον τεράστιο Φώτη Πολυμέρη.

Η συναρπαστική ζωή του πριν γίνει βιβλίο, θα μπορούσε άλλωστε με τόσα που έχει ζήσει, προσπαθήσαμε να «χωρέσει» σε μια συνέντευξη που είχε την ταχύτητα της…Λεωφόρου Συγγρού γιατί εκεί δώσαμε ραντεβού και η αιτία ήταν φυσικά η μουσική που με ένα παράξενο τρόπο και μοιραίο μάς έφερε κοντά για να πούμε όλα αυτά που ακολουθούν…
L. SYGGROY 4
-Έχεις παίξει σχεδόν όλα τα είδη μουσικής, που συναντάς περισσότερο τον εαυτό σου;
Είμαι ευχαριστημένος με ό,τι έχω παίξει στην ελληνική μουσική σκηνή. Η ομορφιά αυτής της τέχνης μέχρι και σήμερα με κάνει να αισθάνομαι ακόμα, σαν να μην έχω ολοκληρώσει τον στόχο μου. Η μουσική είναι μία: η «καλή». Εκεί συναντώ τον εαυτόν μου, στον τέλειο παράδεισο της ισορροπίας των 7 ήχων.

-Πώς ξεκίνησες να παίζεις μουσική ; Ποιο ήταν το πρώτο μουσικό ερέθισμα και ποιο πρόσωπο έπαιξε καθοριστικό ρόλο να το πάρεις αυτό στα σοβαρά;
Την δεκαετία 50-60 οι μουσικές μπάντες του Δήμου Πατρέων έκαναν πολλές συναυλίες στις πλατείες και τα καρναβαλίστικα μπουρμπούλια. Μου είπε λοιπόν ο πατέρας μου: «Φίλιππά μου, κοίτα αυτά τα παιδάκια με την στολή! Ζηλεύω, θέλω να μάθεις και εσύ μουσική». Έτσι λοιπόν έγινε η εγγραφή μου στην μπαντίνα στην Πάτρα σε ηλικία 8 ετών. Ο δάσκαλός μου και μαέστρος της μπαντίνας Κωνσταντίνος Βαφειάδης ήταν ο άνθρωπος που με παρότρυνε να συνεχίσω την μουσική.

ΦΩΤΟ 01Πιτσιρικάς στην μπαντίνα της Πάτρας

-Που γεννήθηκες ; Η οικογένεια σου είχε κάποια σχέση με την μουσική; Με τι ασχολούνταν ; Υπήρχε η μουσική σπίτι σας ;
Γεννήθηκα στην Πάτρα 14 Φεβρουαρίου του 1951. Οι δικοί μου δεν είχαν καμμία σχέση με την μουσική. Ο πατέρας μου ήταν πυροσβέστης και η μητέρα μου νοικοκυρά. Στο σπίτι το λαμπάτο ραδιόφωνο Grundig έπαιζε κάθε πρωί μουσική. Δεν θυμάμαι να σου πω το είδος της μουσικής γιατί δεν έδινα σημασία, ήμουν πολύ μικρός.

-Πόσα διαφορετικά είδη πνευστών παίζεις ; Ποιο όργανο κατά τη γνώμη σου είναι ο «βασιλιάς» των πνευστών ; Ποιο ήταν το πρώτο σου μουσικό όργανο, πώς το απέκτησες και που το πρωτοδοκίμασες ;
Η ειδικότης μου είναι τα ξύλινα πνευστά όργανα. Το πρώτο μου όργανο ήταν δανεικό από την φιλαρμονική του Δήμου Πατρέων, ένα κλαρινέτο. Πιστεύω ότι το σαξόφωνο είναι το πιο εκφραστικό και καλόηχο όργανο από αυτά που εγώ χειρίζομαι. Ηχητικά είναι πολύ κοντά στην ανθρώπινη φωνή και γι΄αυτό πολλές φορές είναι το όργανο που την συνοδεύει και την χαϊδεύει με μουσικές φράσεις.

ΦΩΤΟ 02

-Η πρώτη σου επαγγελματική εμφάνιση με ποιους και που ακριβώς;
Η πρώτη μου εμφάνιση και τα πρώτα χρήματα, 1.000 δραχμές για περίπου 30 ημέρες, ήρθαν την εποχή του καρναβαλιού από 17 Ιανουαρίου μέχρι 15 Μαρτίου το 1964, με τον δάσκαλό μου στο πιάνο. Το κέντρο ονομάζετο «Ρομάντζα» στην Τερψιθέα Πάτρας. Το φοβερό ήταν –και καταγράφηκε στη μνήμη μου- η αναβολή του καρναβαλιού λόγω του θανάτου του βασιλέως Παύλου στις 6 Μαρτίου.

ΦΩΤΟ 03Με τους Τσίγκουε Αμίκοι. Ο Φίλιππος Τσεμπερούλης διακρίνεται τρίτος από αριστερά με το σαξόφωνο

-Το γεγονός ότι ξεκίνησες πιτσιρικάς, στα 13 σου, να παίζεις μουσική με προοπτική τι ρόλο έπαιξε στην εξέλιξή σου ως μουσικός και πόσο το εκμεταλλεύτηκες εσύ στην πορεία σου ώστε να ολοκληρωθείς ως μουσικός στα πνευστά;
Στὰ 13 μου χρόνια, παράλληλα με τα μαθήματα σχολείου και φιλαρμονικής, ξεκινά η επαφή μου με μουσικούς μεγαλύτερης ηλικίας, συμμετέχοντας το 1964-65 σε συγκρότημα της εποχής με το όνομα Τσίγκουε Αμίκοι. Όμως οι μουσικοί, που ήταν και οι πρώτοι μου συνεργάτες, είχαν ονόματα και δεν τους ξεχνώ ποτέ. Ήταν οι Γιάννης Πιρπιρής ακορντεόν, Δημήτρης Νεζερίτης κιθάρα -τραγούδι, Θεόδωρος Αγγελόπουλος τρομπέτα, Γιώργος Χατζηπέτρος βιολί, Γιώργος Λαβίδας ντράμς, Γιώργος Μιχαλόπουλος τραγούδι. Η πρώτη μας εμφάνιση ήταν στην Λέσχη Αξιωματικών στην Πάτρα την Πρωτοχρονιά του 1965.

ΦΩΤΟ 04Τελευταίες εμφανίσεις πριν την μετακόμιση στην Αθήνα

Συνεχίσαμε στο κέντρο «Ράχη» της Κάτω Αχαΐας τον Φεβρουάριο την περίοδο του καρναβαλιού και το καλοκαίρι του 1965 μετακομίσαμε οικογενειακώς στην Αθήνα, προκειμένου να σταδιοδρομήσω στη μουσική. Για 10 μήνες άφησα τα όργανά μου απογοητευμένος, καθώς δεν ήξερα κανέναν. Να όμως που η τύχη μου χαμογέλασε. Γνωστός κάποιου γνωστού συγγενή μου, με γνώρισε στον Μάνο Χατζιδάκι. Μεσημέρι στο Ζόναρς, πίνοντας το καφεδάκι του, άκουσε τον πιτσιρικά να παίζει κλαρινέτο. «Άκου» μου λέει, «βλέπω ότι έχεις ταλέντο, αλλά θα σε ρωτήσω να μου απαντήσεις. Θέλεις δουλειά να βοηθήσεις την οικογένειά σου; Αν ναι, μπορώ να σε βάλω σε ένα κέντρο στην Τρούμπα να παίζεις» (τότε η Τρούμπα ήταν γεμάτη κακόφημα καμπαρέ, Αμερικανούς ναύτες του 6ου στόλου που έπιναν και έκαναν πολλές φασαρίες και γυναίκες που εξεδίδοντο).

ΦΩΤΟ 08Με τους Στυλίστες και στυλ της εποχής με μαλλιά, ο τελευταίος δεξιά

«Το επόμενο που θα σου πώ και διάλεξε, είναι να συνεχίσεις τις σπουδές σου στο Ωδείο Αθηνών, να γίνεις ένας πολύ καλός μουσικός. Και μόνος σου μετά θα βρεις την τύχη σου». Αυτή ήταν η συμβουλή του μεγάλου μουσικοσυνθέτη μας που άλλαξε την πλεύση μου.

ΦΩΤΟ 05Οι Σετ, το πρώτο συγκρότημα. Δεξιά διακρίνεται ο Φ. Τσεμπερούλης

Έτσι ξεκίνησα στο Ωδείο Αθηνών με τον μεγάλο μου δάσκαλο Μπάμπη Φαραντάτο. Και μετά από 3 μήνες, με βρίσκουν κάποιοι φίλοι μουσικοί και με καλούν να παίξω μαζί τους. Άλλο που δεν ήθελα! Το πρώτο συγκρότημα ελέγετο Σετ, στον Χολαργό κάναμε πρωϊνές συναυλίες στον κινηματογράφο Αλόμα. Μετά ακολούθησαν άλλα συγκροτήματα: Sailors, Passioneti, Mariners, Στυλίστες.

ΦΩΤΟ 07Με τους Mariners δεξιά με το σαξόφωνο

Το 1968 ο μαέστρος Νίκος Λαβράνος μου κάνει πρόταση συνεργασίας. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, με την φροντίδα του σαν πατέρας, με έβαλε στον χώρο και μου έδωσε τα φώτα ώστε να καθιερωθώ στον μουσικό χώρο επαγγελματικά. Καινούργιο έδαφος. Ένας συνεχής αγώνας ενημέρωσης και μελέτης, μου έδωσαν την ώθηση που δεν με εγκαταλείπει μέχρι και σήμερα.

ΦΩΤΟ 06Σαξοφωνίστας στους Passioneti

-Τα στέκια της εποχής. Πού σύχναζες ; Οι «κολλητοί» των ανήσυχων χρόνων;
Πολλοί καλλιτέχνες είχαν για στέκι τους το καφέ-ρέστοραν «Σόνια» καὶ «Ιμπέριαλ» επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Όταν τελειώναμε το πρωί από τα νυχτερινά κέντρα μαζευόμασταν πολλοί μουσικοί και λέγαμε τα διάφορα σκηνικά της βραδιάς με πολύ γέλιο. Την δεκαετία 60-70 θυμάμαι τους φίλους μου Γιάννη Λέφερη, τον Γιάννη Βασιλείου και τον Δημήτρη Νεζερίτη, που μαζί ξεκινήσαμε με συγκροτήματα παίζοντας μοντέρνα μουσική της εποχής, Beatles, Rolling Stones, Animals, και στην συνέχεια έγιναν γνωστοί τραγουδιστές. Στην πορεία πάντοτε δημιουργούντο νέες φιλίες και νέα σκηνικά. Αναφέρω μερικά ονόματα: Γιάννης Σπάθας, Γιώργος Τρανταλίδης, Γιώργος Μαγκλάρας, Μάϊκ Ροζάκης, Κώστας Νικολόπουλος. Το 90% αυτών των μουσικών έγιναν οι στυλοβάτες των Στούντιο και της λαϊκής μουσικής σκηνής.

-Με ποιο δίσκο και συνεργασία μπήκες στη δισκογραφία και ποιες θεωρείς ποιο σημαντικές συνεργασίες και για ποιες ηχογραφήσεις θεωρείς τυχερό τον εαυτό σου που ήσουν εκεί ; Πόσες είναι οι ηχογραφήσεις σου;
Ο πρώτος δίσκος που συμμετείχα ως επαγγελματίας μουσικός ήταν ο «Αραμπάς» με την Μαρίζα Κώχ, ο πρώτος χρυσός για την εταιρεία ΜΙΝΟΣ ΜΑΤΣΑΣ το 1971, με πωλήσεις 50.000 δίσκους. Έχω παίξει περισσότερα από 12.000 τραγούδια στην ελληνική δισκογραφία, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες γιατί θα χρειαστούν πολλές σελίδες. Το κάθε track που έγραφα είχε την δική του στιγμή, τον δικό του ήχο και ψυχή. Χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά, δηλαδή την προσωπικότητα του μουσικού, το αποτέλεσμα είναι ψυχρό. Εδώ λοιπόν ξεκινά η καριέρα μου σαν μουσικός session παίζοντας τα πάντα. Όλες οι συνεργασίες μου ήταν με σπουδαία ονόματα: Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Θεοδωράκης, Λοΐζος, Λεοντής, Καλδάρας, Κουγιουμτζής, Πλέσσας, Χατζηνάσιος, Σπανός, Κραουνάκης, Μαμαγκάκης, Μικρούτσικος, Καπνίσης, Μουζάκης, Λαβράνος, Ιγναντιάδης, Νικολόπουλος, Βαρδής, Τόκας, Τερζής, Χρυσοβέργης, Πετρίδης, Μ. Καρράς. Για τραγουδιστές δεν θα σας πω, γιατι συνεργάστηκα με σχεδόν όλους.

-Ποιος ήταν πιο απαιτητικός και τελειομανής στην συνεργασία σου (και ποια ήταν αυτή) ο Σαββόπουλος, ο Ξαρχάκος ή ο Μαρκόπουλος ; Ή άλλος;
Η συνεργασία μαέστρου και μουσικού, είναι ζήτημα χημείας. Η προσπάθεια μουσικής επαφής, επικοινωνίας, είναι η σημαντικότερη στιγμή της δημιουργίας, και οδηγεί ουσιαστικά στην ενορχήστρωση. Ο κάθε μαέστρος έχει προσωπικό ηχητικό κώδικα. Ο ήχος του Ξαρχάκου λόγου χάρη, δεν έχει καμμία συγγένεια με τον ήχο του Μαρκόπουλου ή του Θεοδωράκη. Εδώ λοιπόν τίθεται το ζήτημα της ευελιξίας του εκάστοτε μουσικού, της ικανότητάς του δηλαδή να προσαρμοστεί και να ανταποκριθεί στις μουσικές απαιτήσεις του κάθε μαέστρου.

ΦΩΤΟ 09Με τον Σταύρο Ξαρχάκο

Ο Ξαρχάκος για εμένα είναι ο πιο ταλαντούχος στον τρόπο συνεργασίας με τον μουσικό, στο πώς δηλαδή οδηγεί με τον σωστό τρόπο στην κατάθεση ψυχής από τον παίκτη. Είναι ο πιο απαιτητικός μαέστρος ως προς την πειθαρχία στην παρτιτούρα και στην δομή της συνθέσεως, προκειμένου να φτάσει δια του ήχου στο κοινό με σεβασμό αυτό που πραγματικά εκείνος αισθάνεται. Για να αναλύσω κάθε προσωπικότητα θα ήθελα πολλές σελίδες. Ο όρος «τελειομανής» εμένα προσωπικά δεν με αγγίζει, γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με ηχοχρώματα και μουσική και το ζήτημα είναι υποκειμενικό. Ποτέ όμως δεν είναι κάτι τέλειο γιατί έρχεται το επόμενο που θα είναι ακόμα καλύτερο, μια διαδικασία δίχως τέλος. Αυτή είναι η τέχνη που υπηρετούμε και αγαπάμε.

-Η φήμη σου και η αξία σου σε έφερε κοντά σε σημαντικές προσωπικότητες, που εκτός της στουντιακής και συναυλιακής δράσης σε έβαλαν και στο χώρο της νύχτας. Πώς ξεκίνησε και πώς εξελίχθηκε αυτό στα χρόνια ; Ποια ήταν η εμπειρία σου και ποιο σχήμα είχε την μεγαλύτερη πέραση στην εποχή του;
Πράγματι, από πολύ μικρός κολύμπησα στα βαθειά νερά. Σε ηλικία 17 ετών βρίσκομαι σε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα διασκέδασης της εποχής, το «13». Πρωταγωνιστής ο Σταμάτης Κόκοτας με υπέροχα διαχρονικά κομμάτια μεγάλων συνθετών. Ορχήστρα με σπουδαίους μουσικούς: Παπαδόπουλο- Καρνέζη στα μπουζούκια και την ορχήστρα του Νίκου Λαβράνου. Σε 4 μήνες κάναμε 118 μεροκάματα, καλοκαιρινή σεζόν χωρίς ρεπό. Εδώ θα σου πω ότι εργάζονταν γύρω στους 24 μουσικούς στο κέντρο, άλλοι στο μοντέρνο και άλλοι στο λαϊκό προγράμμα, με ωράρια 10 και μισή ως 1 και μισή, και 1 και μισή μέχρι που έσκαγε η αυγή. Εγώ ελάμβανα μέρος στην πρώτη ώρα, την μοντέρνα, και μετά, σε μια γωνιά του μαγαζιού, καθόμουν και άκουγα τους δασκάλους της λαϊκής μουσικής σκηνής να συνοδεύουν τον Κόκοτα.

Δεν μπορούσα μετά την εργασία μου να αποχωρήσω γιατί δεν έφθαναν τα χρήματα που έπαιρνα για ταξί ώστε να γυρίσω σπίτι μου. Η απόσταση Γλυφάδας –Γέρακα ήταν πολύ μεγάλη και περίμενα την πρωϊνή συγκοινωνία. Έτσι κάθε βράδυ τα καινούργια για μένα ακούσματα με τον λαϊκό ήχο με έβαλαν σε άλλο δρόμο, μιας και άρχισα πάλι να παίζω κλαρίνο και εμπλούτισα την συλλογή των οργάνων μου με ένα φλάουτο, που άρχισα να φυσάω δειλά δειλά, αφού δεν υπήρξε ποτέ δάσκαλος στο συγκεκριμένο όργανο.

Στο «13» θυμάμαι 3 φιγούρες, τακτικούς θαμώνες του κέντρου, που τότε σαν παιδί δεν ήξερα ποιοί είναι. Ο ένας ήταν ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο άλλος ο βιομήχανος Δημήτρης Καρέλλας, που ήταν πάντα μαζί του, ακούγοντας τον Κόκοτα που λατρεύαν, μέχρι που έβγαινε ο ήλιος. Όταν ερχόντουσαν στο κέφι έσπαγαν όλες τις πορσελάνες που είχε το μαγαζί και έμενε η κουζίνα χωρίς πιάτα. Δεν σπάγαν τα χωμάτινα τα πιάτα που ήταν για τον λαουτζίκο αλλά τα ακριβά πορσελάνινα... Ο Καρέλας, πάντα σοβαρός, αγέλαστος, με τα πούρα Κοχίμπα. Τρίτη φιγούρα ήταν ο ιδιόκτητης χαρτοπαικτικών λεσχών Νίκος Χαραλαμπόπουλος, ο οποίος έκανε τρελλά πράγματα όταν ανέβαινε να χορέψει το αγαπημένο του τραγούδι, τις «Συννεφιές». Το ήθελε μάλιστα σε τριπλή ταχύτητα από το κανονικό, και στη μέση ένα ρούλο από τον ντράμερ, όπου έκανε καμμιά δεκαριά στροφές και μετά έσκαγε με τα χέρια ανοιχτά, σαν να λέει «δοξάστε με». Και μόνον αυτό σου έφτιαχνε την διάθεση, μιας και το γέλιο ήταν συνεχόμενο. Όταν τελείωνε τον χορό του έδινε δώρα και στις τραγουδίστριες μαργαριτάρια. Είχε και ένα ψαλίδι και πολλές φορές έσκιζε τα μακρυά τους φουστάνια, δίνοντας μετά τριπλά λεφτά για καινούργια.

ΦΩΤΟ 10Το σχήμα στα Παλαιά Δειλινά το 1972: Διονυσίου, Νταλάρας, Πάριος, Αλεξίου, Πασχάλης, Δάκης και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες. Στο πρώτο μέρος η ορχήστρα του Νίκου Λαβράνου. Στο δεύτερο μέρος, το λαϊκό, η ορχήστρα Κώστα Παπαδόπουλου.

Δεν θα ξεχάσω σε άλλη πίστα, στην «Φαντασία», ο ίδιος άνθρωπος στόλισε την Λίτσα Διαμάντη με διαμάντια και χρυσά κοσμήματα. Τι να πω, ωραία εποχή... Προϋπηρξα λοιπόν στη νύχτα και αφού χειραφετήθηκα με ορχήστρες ήρθε και η καταξίωση και η ικανοποίηση που νιώθει ο κάθε μουσικός που προσπαθεί. Από την πρώτη ηχογράφησή μου κατάλαβα ότι έχω γεννηθεί να μη βλέπω την ημέρα, παρά μόνο την νύχτα... Υπήρχαν μέρες που γράφαμε ένα κομμάτι ή κανένα, γιατί δεν έβγαινε αυτό που ήθελε ο συνθέτης ή η εταιρεία. Οι μουσικοί πληρώνονταν με την ώρα. Υπηρέτησα πάνω απο 35 χρόνια τον χώρο της δισκογραφίας. Ήταν μεγάλος ο φόρτος εργασίας που είχα, καθώς δεν μπορούσα να αρνηθώ σε κανέναν την βοήθειά μου, μιας και το 95% των ηχογραφήσεων ήταν άνευ παρτιτούρας.

ΦΩΤΟ 11Το σχήμα στα Παλαιά Δειλινά το 1972 στο πρώτο μέρος του προγράμματος. Ο Φ. Τσεμπερούλης αριστερά στην πίστα με την ορχήστρα του Νίκου Λαβράνου με τους Δάκη, την Τζελσομίνα, την Μίλλη Καράλη και τον Πασχάλη.

Θα αναφέρω άλλο ένα περιστατικό όταν ακόμα στην εξουσία ήταν η χούντα του Ιωαννίδη, στα Νέα Δειλινά το 1974. Καταστηματάρχης ήταν ο Θωμάς Μιχαηλίδης, που ήταν κολλητός του Καζαντζίδη χρόνια. Το συγκεκριμένο μαγαζί φτιάχτηκε για να συνεργαστεί ο Καζαντζίδης με τον Πάριο και τον Νταλάρα. Τελευταία στιγμή ο Στέλιος δεν ήρθε στο σχήμα, με αποτέλεσμα να έχουν φτάσουν οι γιορτές για να λειτουργήσει. Ένα κέντρο 3.000 ανθρώπων άνοιξε τις πύλες του τον μήνα Δεκέμβριο μέσα στις γιορτές. Τρίτη παράσταση και βγαίνει ο Νταλάρας να τραγουδήσει με 45 άτομα ορχήστρα, μουσικούς της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και την ορχήστρα του μαγαζιού. «Παιδιά καλησπέρα, έξω από το μαγαζί υπάρχουν περιπολικά της αστυνομίας, μας είπαν να μη τραγουδήσουμε τα Λιανοτράγουδα του Θεοδωράκη, εσείς τι λέτε, να τα πούμε;».

Το τι έγινε στο μαγαζί δεν λέγεται...σακάκια στον αέρα, φωνές κραυγάζοντας «πέστα». Με το που γίνεται αυτός ο πανικός, σιγά σιγά άδειασε το πάλκο από τους 45 μουσικούς και έμειναν μόνον 5. Τι να έκαναν οι άνθρωποι, ήταν δημόσιοι υπάλληλοι. Την άλλη μέρα το μαγαζί ήταν σφραγισμένο και εμείς με 5 μεροκάματα ολόκληρη σεζόν. Άλλο σχήμα με μεγάλη επιτυχία ήταν το 1975 στην μπουάτ Θεμέλιο: Νταλάρας-Αλεξίου-Βίσση. Δύο προγράμματα καθημερινά και τρία Σαββατοκύριακο, κτυπούσαμε οκτάωρα. Ουρές τεράστιες ο κόσμος. Αυτό έγινε για δύο συνεχόμενα χρόνια, ήταν από τα πιο επιτυχημένα προγράμματα. Γενικά τα νυχτερινά προγράμματα της εποχής μου ήταν τα περισσότερα αξιόλογα με πολλούς εργαζόμενους και χαμογελαστούς θαμώνες.

-Ο γάμος σου με την Φανή Πολυμέρη, την κόρη του αείμνηστου και πρωτοπόρου μουσικού Φώτη Πολυμέρη. Πώς γνωριστήκατε ; Είχες την τύχη να γνωρίσεις και τον κ. Πολυμέρη ; Σου είχε δείξει ποτέ πώς έπαιζε κιθάρα;
Το 1989 γνώρισα την σύντροφο της ζωής μου Θεοφανώ. Ό,τι καλύτερο μου συνέβη σε αυτή τη ζωή. Ασχολήθηκε με το τραγούδι και τώρα με την συγγραφή βιβλίων με θέμα την αρχαία γλώσσα και γραμματεία μας. Η ευτυχία μου διπλή, γιατι ο πεθερός μου, ένας μεγάλος καλλιτέχνης και άνθρωπος, ο Φώτης Πολυμέρης.

ΦΩΤΟ 12 Με τον Φώτη Πολυμέρη

Γεννήθηκε στην Πάτρα Καθαρὰ Δευτέρα του 1920, τροβαδούρος της αγάπης και όχι μόνον, μιας και τραγούδησε δημοτικό, ρεμπέτικο, λάτιν, μουσικὴ κινηματογράφου, ακόμα και κλασικό τραγούδι. Μας άφησε στις 28 Μαίου 2013 σε ηλικία 93 ετών. Αυτόν τον άνθρωπο τον έβαλα μες την ψυχή μου ωσάν πατέρα. Οι συζητήσεις μας άπειρες. Η κιθάρα του δεν σταμάτησε ποτέ να παίζει στα χέρια του, μέχρι το τέλος του. Τα τραγούδια που έγραψε στίχοι και μελωδία, πάνω από 200, και τραγούδησε πάνω από 1.000 τραγούδια. Αγαπούσε όλα τα είδη μουσικής, καθώς τραγούδησε τα πάντα. Στο τραγούδι του «Η κιθάρα του πατέρα» η εισαγωγή ακόμα και σήμερα είναι δύσκολο να παιχτεί. Η τζαζ ήταν μέσα στο ρεπερτόριό του, μιας και η φαντασία του συνέχεια γεννούσε καινούργια πράγματα.

-Το 1986 συμμετέχεις σ’ ένα jazz σχήμα τους Speed που το απαρτίζουν σημαντικοί σολίστες. Τι θυμάσαι και πώς δραστηριοποιηθήκατε ; Γιατί δεν κράτησε πολύ;
Η συμμετοχή μου στο συγκρότημα Speed ήταν τυχαία. Ο Παύλος Αλεξίου ένα βράδυ σε πρόβα που είχαμε στο κέντρο Νεράϊδα για το πρόγραμμα του Γιάννη Πάριου μου είπε: «Φίλιππε έχουμε μια συναυλία τζαζ στην Νίκαια με 4 φίλους που παίζουν πολύ καλά. Γουστάρεις να παίξεις μαζί μας; Θα κάνουμε μία πρόβα, για σένα που διαβάζεις καλά, δεν είναι τίποτα» Μου άρεσε πολύ αυτή η πρόταση. Την άλλη μέρα σε έναν χώρο πρόβας 3Χ4, γνώρισα πράγματι πολύ καλούς μουσικούς. Ήταν ο Χριστόφορος Κροκίδης κιθάρα, ο Λεωνίδας Αλαχαδάμης ντραμς, ο Βαγγέλης Κανταράς μπάσο και ο Παύλος Αλεξίου keyboards. Το ευτύχημα είναι ότι έκανα μια εγγραφή με την ερασιτεχνική κάμερά μου και έχω ηχο-οπτικό ντοκουμέντο. Για δύο μήνες κάναμε κάποιες παραστάσεις σε τζαζ κλαμπς. Μου άρεσε τόσο πολύ η μπάντα, που μεσολάβησα σε δισκογραφικές εταιρείες για να προχωρήσει η παρέα. Στην πορεία όμως άρχισαν μεγάλες απαιτήσεις από μέρους του συγκροτήματος για την εγγραφή κάποιου L.P.. Αμέσως σταμάτησα τις επαφές μου με φίλους παραγωγούς για την συνεργασία, κι έτσι χάθηκε η ευκαιρία για κάτι καλό.

ΦΩΤΟ 13

-Η jazz όμως πρέπει να είναι σημαντικό κεφάλαιο της ζωής σου. Άλλωστε το προσωπικό άλμπουμ είναι jazz κατάθεση (24 Hours Vol.1, 1990). Μίλησε μου για την jazz στη ζωή σου. Επιρροές, το ιστορικό του δίσκου (τι υλικό συμπεριέλαβες). Το Vol. 2 ; Θα υπάρξει συνέχεια;
Ο μεγάλος Thelonious Monk είχε πει ότι «η τζαζ είναι ελευθερία». Ο Herbie Hancock «η τζαζ είναι το πνεύμα της ανοικτότητας». Συμπληρώνω ότι η τζαζ εκφράζει το βαθειά προσωπικό σου συναίσθημα σε αυτοσχεδιαστική ελεύθερη διάσταση. Αυτό έχω κάνει στο album «24 ΩΡΕΣ» το 1990, τραγούδια από σύγχρονες ελληνικές συνθέσεις καταθέτοντας την ψυχή μου.

7.15 a m VOICE Φίλιππος Τσεμπερούλης

Ο δίσκος κυκλοφόρησε από την SONY Ελλάδος. Μάλλον η διαφορετικότητα του παιξίματος και του ήχου μου, οδήγησε την εταιρεία SONY Γαλλίας στην κυκλοφορία του δίσκου με δικό της label και την συμμετοχή μου στο album SAXO με μεγάλα ονόματα της τζαζ, όπως τους Charlie Parker, Stan Getz, Dexter Gordοn, Grover Washington καὶ Duke Taylor.

ΦΩΤΟ 16

Η μουσική αποτύπωσή μου σε τόσους δίσκους και τα τόσα χρόνια στα studios ήταν τροχοπέδη για μένα ως προς την δημιουργία προσωπικών μου μουσικών δίσκων, υπό την έννοια ότι δεν είχα την άνεση του χρόνου για να ασχοληθώ. Αυτό το album ήταν ένα ευχάριστο διάλειμμα στην πορεία της επαγγελματικής μουσικής μου καρριέρας. Έστω και αργά για μένα, δεν αποκλείεται να προχωρήσω σε μία νέα δισκογραφική εργασία.

-Έχεις δισκοθήκη ; Είχες χρόνο ν’ ακούς μουσική ; Έπαιξε κάποιο ρόλο τα ακούσματα στην εξέλιξή σου ; Τι άκουγες περισσότερο τον ελεύθερο χρόνο σου;
Κάθε μουσικός έχει την δισκοθήκη του, γιατί χωρίς να ακούσει δίσκους δεν μπορεί να διαμορφώσει προσωπικότητα. Τα ακούσματα παίζουν τον μεγαλύτερο ρόλο στην διαμόρφωση του ήχου και της φρασεολογίας. Είναι μέρος λοιπόν της εκπαίδευσης. Άκουσα τα πάντα: κλασική, τζαζ, δημοτικά, λαϊκά. Μέσα απ΄αυτά διαμόρφωσα το προσωπικό μου στυλ σε όλα τα όργανα που παίζω. Κατόρθωσα να έχω δικό μου ήχο, φρασεολογία, και το πιο σημαντικό, τρόπο έκφρασης. Την εποχή 1972 - 1976 συνεργαζόμουν με τον Γιώργο Νταλάρα, που συνεχόμενα με παρότρυνε να ακούω διαφορετική μουσική από αυτή που μου άρεσε. Είχε τόσο δίκιο αυτό το παιδί. Τάσος Χαλκιάς, George Zamfir, Farid El Atrache. Όλοι αυτοί πρωτοπόροι στο είδος τους με μεγάλη διαφορετικότητα στην ηχομορφή τους.

ΦΩΤΟ 18

-Τα έχεις ζήσεις όλα. Δισκογραφία, συναυλίες, στούντιο, δίσκοι βινυλίου 33 και 45 στροφές, cd’s, ακμή και παρακμή των δισκογραφικών εταιριών, οικονομική ευμάρεια στη δισκογραφία και στους μουσικούς, οικονομική κρίση στους μουσικούς, όλα…Πώς βίωσες όλη αυτή την εξέλιξη της μουσικής από τη δεκαετία του ’60 έως σήμερα και που κάνεις φόκους στην αποτίμησή σου αυτή;
Η πρώτη δεκαετία 60-70 ήταν η αρχή μιας επανάστασης στη παγκόσμια μουσική σκηνή και βιομηχανία. Σε κάθε γειτονιά ξεφύτρωναν δύο τρία συγκροτήματα, που προσπαθούσαν να παίξουν ξένη ποπ μουσική. Την δεκαετία 70-80 αρχίζει η δεύτερη επανάσταση της τζαζ- ροκ ενοποιώντας το στυλ της ποπ, της ροκ και της soul μουσικής, δίνοντας νέα ώθηση στην λεγόμενη από εμάς «ξένη μουσική». Παράλληλα έχουμε και την εξέλιξη της ελληνικής λαϊκής μουσικής, ώστε πολλοί τραγουδιστές και μουσικοί εγκαταλείπουν το ξένο ρεπερτόριο για να υπηρετήσουν το λαϊκό. Προσωπικά θεωρώ τα τραγούδια της περιόδου αυτής εξαιρετικά. Και έρχεται η δεκαετία 80-90 για να εισβάλλουν στη δισκογραφία τα τσιφτετέλια και οι ρούμπες, ο προπομπός ενός καινούργιου μουσικού είδους. 1990-2000: οι ήχοι αρχίζουν να αλλάζουν, μέτριοι τραγουδιστές κάνουν καριέρα. Από τότε μέχρι σήμερα η οπισθοδρόμηση της ελληνικής μουσικής στο μεγαλείο της. Τραγουδιστές, κλαρίνα, βιολιά και κιθάρες, άρχισαν να «κλαίνε» στην δισκογραφία, παιδιά της σημερινής γενιάς να πιθηκίζουν και να δείχνουν τον δρόμο στα ναρκωτικά. Έχω να πω ένα μεγάλο «κρίμα», τίποτα άλλο. Πολύ θα ήθελα με ευκαιρία την λέλαπα του κόβιντ να υπάρξουν καινούργια ακούσματα από καθαρά μυαλά, καθώς υπάρχουν αξιόλογοι άνθρωποι που πρέπει να πάρουν τα μουσικά πράγματα στα χέρια τους.

-Περίγραψέ μου μια συνηθισμένη και γεμάτη μέρα για σένα, ασυνήθιστη για τους περισσότερους, μέσα στη δουλειά που όσο και εξωπραγματική να φαίνεται εσύ θα έλεγες ότι ήταν ρουτίνα…
Την χειμερινή περίοδο 1978 – 1979 καθε μέρα σχεδόν είχα Στούντιο. Τα ωράρια εξαντλητικά, 10 με 4 το πρωί, και 4 με 10 το βράδυ, στις 11 το βράδυ μπουάτ με Ξυλούρη και μετά τα μεσάνυχτα «Φαντασία» με Πάριο. Και όμως, δεν με κούραζαν τα εξαντλητικά ωράρια, αφ’ενός γιατί ήμουν πολύ νέος, αφ'ετέρου επειδή η μουσική ήταν η αγάπη μου. Τα δε οικονομικά αντικρύσματα ήταν πάρα πολύ καλά, αφού μάτωνα καθημερινά. Θα μπορούσα να αναφερθώ σε πολλά περιστατικά, αλλά επιφυλάσσομαι. Θα τα γράψω σε βιβλίο για τους φίλους μου, αφού ξεκίνησα...

- Ένα περιστατικό που δεν θα ξεχάσεις ποτέ από όλη αυτή την πορεία που έχει να κάνει με την αξία της μουσικής και των ανθρώπων που βρέθηκες κοντά τους και θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας;
Στα τόσα χρόνια της καριέρας μου (που δεν τελείωσε ακόμα) έχω πολλά περιστατικά να διηγούμαι, με μεγάλο ενδιαφέρον. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το 1977 στο Polysound studio, 10 η ώρα το βράδυ να περιμένουμε τον Γιάννη Μαρκόπουλο, οι μουσικοί, ο ηχολήπτης Γιάννης Σμυρναίος και οι παραγωγοί του BBC για να παίξουμε την μουσική για την τηλεοπτική σειρά «Who pays the Ferryman». Στις 12.00 φθάνει ο Μαρκόπουλος καθυστερημένος 2 ώρες με χαμόγελα, όπως πάντα. «Ελάτε όλοι γύρω από το πιάνο» μας λέει. Αρχίζει, παίζει για 15 δευτερόλεπτα 12 νότες, σηκώνεται πάνω και μας λέει: «Φοβερό, έτσι ;» Δεν θα ξεχάσω το βλέμμα του Σμυρναίου, σαν να λέει «...τι θα λένε οι Άγγλοι...» Να όμως αυτό που είπα πιο πάνω: η συνεργασία μεταξύ των μουσικών, με την καθοδήγηση του Μαρκόπουλου, έκαναν αυτές τις 12 νότες παγκόσμια επιτυχία. Οι παραγωγοί έτριβαν τα χέρια τους και χαμογελούσαν με ικανοποίηση. Αυτή είναι η δύναμη και η μαγεία της μουσικής.

-Υπήρξε κάποια απώλεια που σε έκανε να τα ξαναδείς όλα με ένα διαφορετικό μάτι στη ζωή σου;
Οποιαδήποτε ανθρώπινη απώλεια αφήνει μεγάλο κενό. Με συνετάραξε όμως τρομερά η απώλεια του αγαπημένου φίλου μας, του Πολυχρόνη Σταγάκη, μόλις 32 ετών. Όμορφος εξωτερικά και εσωτερικά, ιατρός φυσικοθεραπευτής και μουσικός ερασιτέχνης, με μεγάλη ψυχή. Τον είχα σαν παιδί μου. Μια στιγμή απροσεξίας του στοίχησε την ζωή του στη Σαμοθράκη και βύθισε όλους εμάς που τον αγαπήσαμε στην θλίψη...Δεν φεύγει ποτέ όμως από την καρδιά μας η μνήμη του, η καλωσύνη και η ευγένειά του.

ΦΩΤΟ 19Πολυχρόνης Σταγάκης

-Ποια είναι γενικότερα σήμερα η σχέση σου με την μουσική ; Παίζεις, ακούς ; Πώς βιώνεις όλη αυτή την κρίση που επηρεάζει και τα νυχτερινά μαγαζιά ; Ποια ήταν η πιο πρόσφατη σημαντική συναυλιακή εμπειρία;
Από την πρώτη στιγμή που ήρθα σε επαφή με τις νότες και το όργανο, κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο εκτός από μουσική. Αν και έχω αποσυρθεί πάνω από μία δεκαετία, εξακολουθώ να παίζω και να συμμετέχω σε νυχτερινές πίστες και συναυλίες. Πρόσφατα με τον υπέροχο μαέστρο Σταύρο Ξαρχάκο και άξιους μουσικούς παρουσιάσαμε στο Ηρώδειο 24-9-2021 το έργο «Θέλει αρετή και τόλμη το τραγούδι». Αυτό που ζούμε σήμερα με τον κορονοϊό είναι εξωπραγματικό. Μας έχει καθηλώσει σε απραξία, με αποτέλεσμα οι συνάδελφοι να μην έχουν τα προς το ζην. Το κράτος πρέπει να στηρίξει τους μουσικούς, από την στιγμή που σαν πολίτες και εμείς κάνουμε το καθήκον μας για την αντιμετώπιση και τον τερματισμό της πανδημίας.

-Η διαρκής και πολύπλευρη ενασχόληση σου με τη μουσική είχε οικονομικό αντίκρισμα ; Πόσο γεμάτος νοιώθεις μετά από τόσα χρόνια;
Πέτυχα τον σκοπό μου για αξιοπρεπή επιβίωση και οικονομική αυτάρκεια, αλλά το κυριότερο αντίκρυσμα ήταν και ακόμα είναι, η αγάπη μου για την τέχνη της μουσικής.

-Τι να περιμένουμε από το Φίλιππο Τσεμπερούλη στην συνέχεια;
Σκέπτομαι σοβαρά την έκδοση της βιογραφίας μου, καθώς πολλοί φίλοι μου το ζητούν αλλά και νιώθω την υποχρέωση σαν μουσικός περίπου 55 χρόνια να καταγράψω στιγμές και γεγονότα του μουσικού στερεώματος από το 1964 έως σήμερα. Πολλά τα ένσημα της νύχτας, όπως πολλές και ενδιαφέρουσες οι ιστορίες και πληροφορίες για πρόσωπα και πράγματα που αφορούν την μουσική κληρονομιά του τόπου μας.
L. SYGGROY 3
-Ευχαριστώ πολύ για όλα αυτά που μοιραστήκατε μαζί μας
Επίσης ευχαριστώ, ήταν μια όμορφη διαδρομή στο χρόνο
*Οι παλιές φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο του Φίλιππου Τσεμπερούλη. Οι τωρινές φωτογραφίες της συνέντευξης είναι του Γιάννη Αλεξίου

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!