Καφενείο: Όχι απλώς ένα μαγαζί που σερβίρει καφέδες

Λέει ένας στίχος του Μάνου σε ένα καταπληκτικό τραγούδι που ερμηνεύει εξαιρετικά ο Χρήστος Θηβαίος…
Καφενείο: Όχι απλώς ένα μαγαζί που σερβίρει καφέδες Πίνακας της Ελεάννας Μαρτίνου
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
«Μες τα νεκρά τα καφενεία ρίχνει χιόνι
κι εγώ πενθώ την ερημιά ενός φιλιού
που σαν το ρούχο η αγάπη μας παλιώνει
κι είναι σαν ήχος χαλασμένου πιστολιού
Και για τον κόσμο που μισείς δεν είμαι άλλος
Και για τον κόσμο που αγαπάς δεν είμαι αυτός….»

Το καφενείο είναι ένα κομμάτι της Ελληνικής παράδοσης και φιλοσοφίας και όχι απλώς ένα μαγαζί που φτιάχνει και σερβίρει καφέδες. Ήταν πάντα ένα τόπος συνάντησης, συζητήσεων, απόψεων, γέννηση ιδεών, ρευμάτων αλλά και κουτσομπολιών.

Σύχναζαν άνθρωποι καθημερινοί μεροκαματιάρηδες αλλά ήταν θαμώνες και λογοτέχνες, ποιητές, επιστήμονες, ηθοποιοί και ποδοσφαιριστές. Στα πολύ παλιά χρόνια όταν ένας γραμματιζούμενος διάβαζε την εφημερίδα που ήταν η μοναδική πηγή ενημέρωσης, γύρω του μαζεύονταν αρκετοί για να ακούσουν και να ενημερωθούν για όλα αυτά που συνέβαιναν γύρω μας.

Λειτουργούσαν δε σαν μια μικρή Βουλή με αντιπαλότητες, αντεγκλήσεις, διαφωνίες και η συνήθης έκφραση των θαμώνων ήταν «Α ρε και να γινόμουν για ένα μήνα Πρωθυπουργός».

Πάνω στον πάγκο δε, υπήρχε ένα παραδοσιακό κουδούνι με ξύλινη λαβή για να το χρησιμοποιεί ο καφετζής και να σταματάει η οχλαγωγία από τις πολιτικές συζητήσεις και να ηρεμούν τα πνεύματα.

Τα καφενεία δεν χρειαζόντουσαν ιδιαίτερα φτιασίδια και παρεμβάσεις για να τονίσουν τη σημαντικότητά τους. Απλά, τσίγκινα ή μαρμάρινα τραπεζάκια, με ψάθινες καρέκλες, ένα ψυγείο, ράφια τριγύρω στους τοίχους με διάφορα ποτά και διάφορες φωτογραφίες και μεγενθυμένες καρτ ποστάλ από τη διαδρομή του χρόνου.

Μέσα από την αίσθηση του οικείου που αισθανόσουν το θεωρούσες δεύτερο σπίτι σου αν όχι η αυλή του σπιτιού σου. Το καφενείο ήταν ένα ανδρικό προνόμιο και ένα σημείο αναφοράς της καθημερινότητας των ανδρών στη πόλη ή στο χωριό.

Στα πολύ παλιά χρόνια στα μικρά επαρχιακά καφενεία υπήρχε στη μέση του χώρου μια «φουφού» με τα ξύλα και τη φωτιά και η εικόνα έμοιαζε σαν να καλούσες τη φύση να σου κάνει παρέα και να σε ζεστάνει.

Το ψήσιμο του καφέ ήταν μια ιεροτελεστία και πολλοί πελάτες χαρακτηρίζονταν από το είδος του καφέ που παράγγελναν.

Ο θεριακλής τον ήθελε σέρτικο σε χονδρό φλιτζάνι για να διατηρείται ζεστό και πριν από τη πρώτη γουλιά έπινε ένα ποτήρι νερό.

Ο μερακλής τον ήθελε με παχύ καϊμάκι και φουσκάλες ενώ ο μάγκας ζεματιστό γιατί του άρεσε να τον φυσάει. Από εκεί έχουμε και την ατάκα «πέντε φύσα, μία ρούφα» . Οι ναυτικοί έριχναν μέσα κονιάκ και άλλοι τον έπιναν σε νεροπότηρο.

Η μυρωδιά και η γεύση του καλού καφέ γεννάει συναισθήματα, προσκαλεί μνήμες, δημιουργεί εικόνες.

Οι περισσότεροι θεριακλήδες τον ρουφάνε τον καφέ αργά, αραιά, γαλήνια, ηδονικά και στοχαστικά. Άλλοι τον πίνουν τον καφέ αρπαχτά για να «ανοίξουν τα μάτια τους και να σιάξει ο στόμας τους».

Πολλοί θεριακλήδες γουστάρουν στον πολλά βαρύ το κατακάθι που έμεινε στο πάτο του φλιτζανιού και έβαζαν δάχτυλο για να το φάνε.

Μόλις έμπαινε ο πελάτης (ο Μουστερής) το γκαρσόνι έδινε φωναχτά τη παραγγελία στον παρασκευαστή(στον Ταμπή) χωρίς να ρωτήσει τον πελάτη όταν ήταν μόνιμος και καθημερινός και το γκαρσόνι ήξερε εκ των προτέρων τα γούστα του Μουστερή.

Όταν άρχιζε να πίνει ο πελάτης τον καφέ το γκαρσόν ρώταγε «καλός;» και οι απαντήσεις ήταν ανάλογες «ωραίο το καφεδάκι» , «καφεδούκλα μπράβο», «άσε μωρέ καραβίσιος ήτανε».

Μόλις έπινε τη πρώτη γουλιά του καφέ άναβε ένα τσιγάρο, τράβαγε μια ρουφηξιά, παρατηρούσε την ανοδική ροή του καπνού και τότε άρχιζε η μέρα και αισθανόταν ζωντανός.

Στις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70 το τηλέφωνο αποτελούσε ένα σημαντικό επικοινωνιακό και επαγγελματικό εργαλείο ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα όπου οι αποστάσεις μεγάλωναν.

Το τηλέφωνο του καφενείου ήταν απόλυτα χρήσιμο για τον μικροεπαγγελματία, τον εργολάβο και τον μεταφορέα. Οπότε ο χώρος του καφενείου και το τηλέφωνό του αποτελούσε ένα σημείο επαγγελματικής αναφοράς και επικοινωνίας με τους πελάτες.

Το καφενείο του χωριού ήταν ένας αυθεντικός χώρος συνεύρεσης των χωριανών, μια καθημερινή και απαραίτητη συνήθεια για να απαλύνουν τον κάματο της ημέρας, να πιούνε δύο τσίπουρα για να αλαφρύνουν τις σκοτούρες, τα βάσανά τους αλλά και για να ανταλλάξουν τα χωρατά τους.

Στη πρωτεύουσα, ταυτίστηκε με τον Αθηναϊκό Μποεμισμό, δημιούργησε παρέες και λογοτεχνικά στέκια, γίνονταν παρουσιάσεις βιβλίων, σχεδιάζονταν εκδόσεις και γίνονταν πολιτικές ζυμώσεις.

Πήγαινα στην εφηβεία μου στο θρυλικό καφενείο του «Βυζούρη» στον Άγιο Παντελεήμονα Αχαρνών όπου ερχόντουσαν εκτός από τους απλούς ανθρώπους της καθημερινότητας και άνθρωποι της τέχνης και του αθλητισμού. Ο Πέτρος Κυριακός, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Χρήστος Νέγκας, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο Αντώνης Σαμαράκης, ο Γλένης (πρωταθλητής Ελλάδος στο μπιλιάρδο), ο Φέρεντς Πούσκας, ο Γιώργος Δεληκάρης, ο Κώστας Τουμπέλης, ο Γιώργος Χατζηαντωνίου και πολλοί άλλοι.

Μέσα στο καφενείο επικρατούσε η απλότητα ενός πολύπλοκου και άγριου κόσμου και ο χρόνος και η καθημερινότητα έτρεχε μόνο στα κουρδισμένα ρολόγια των πελατών, σε μια διαρκή ρευστοποίηση της ύπαρξης.

Αλλά σήμερα δυστυχώς υπάρχει μια τάση εξτρεμιστικής κατεδάφισης όλων των μορφών αυθεντίας και μοναδικότητας που ανέδυαν συναισθήματα και χρωμάτιζαν την καθημερινότητα.

Το καφενείο ήταν πάντα ένα χωνευτήρι χαρακτήρων, τάξεων και συμπεριφορών.

« - Χρήστο …… φέρε έναν πολλά βαρύ και όχι.
- Εφτασεεεεεε !!!!! »


*Φωτογραφία: Πίνακας της Ελεάννας Μαρτίνου, απ’ την εικαστική έκθεση «Τα καφενεία της Αθήνας»

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!