Συνομιλία με τον Αντώνη Βαρδή, με αφορμή ένα πρόσφατο όνειρο

«Ήρθα για να δω τι κάνεις. Αν λαμβάνεις τα μηνύματα που σου στέλνω από εδώ. Δεν θα καθίσω πολύ. Δυο τσιγάρα θα καπνίσω, δυο ποτήρια θα γεμίσω…».
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
«Τι κάνεις εδώ;»

«Σου το είχα πει πως, λίγο λίγο, θα συναντιόμασταν κι εμείς στο πουθενά».

«Ξέρεις ότι είναι πέντε το πρωί;»
«Ξέρεις πόσες φορές ξύπνησα πέντε το πρωί; Πόσα όνειρα είδα αναζητώντας χαμένες μορφές; Πόσα τηλέφωνα, πόσες κομμένες αναπνοές, δίχως απάντηση;»

Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Η νύχτα ήταν μαύρη σαν κατράμι. Ούτε ένα άστρο δε φαινόταν απ’ το τζάμι.

«Ήρθες σε μια στιγμή που δε σε περίμενα».

«Ήρθα για να δω τι κάνεις. Αν λαμβάνεις τα μηνύματα που σου στέλνω από εδώ. Δεν θα καθίσω πολύ. Δυο τσιγάρα θα καπνίσω, δυο ποτήρια θα γεμίσω. Κι αν με πάρει και δακρύσω, μη δώσεις σημασία, παρά μόνο τα μάτια σκούπισέ μου».

«Ήταν κρίμα που έφυγες τόσο νωρίς».

«Αυτά δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε, το ξέρεις. Πώς περνάς;»

«Με αναφορές, με αναδρομές στα περασμένα».

«Όλους κι όλα να τα διαγράψεις. Μέσα στον καπνό να εξαφανιστείς, πίσω να μην ξανακοιτάξεις. Οι αναμονές, οι αναβολές και οι αναζητήσεις δεν είναι καλοί σύμβουλοι».

«Δύσκολο να ζεις μες στη σιωπή. Ποιος έχει κάνει νόμο τη σιωπή;»

«Εδώ σε θέλω! Στα δύσκολα μπες. Να δεις πως αγιάζουν του κόσμου οι πληγές. Να αντέχεις, να ζεις και απ’ τη μοναξιά σου να βγεις».

«Δρόμος σκοτεινός η ζωή του καθενός».

«Κάτσε κόντρα στο νοτιά, μην το ψάχνεις άλλο πια. Είχα έναν φίλο που τρελάθηκε, έκαψε τις μνήμες του και χάθηκε. Είχε μια αγάπη, μια οφθαλμαπάτη, τίποτα δεν έχει τώρα πια. Που να εξηγώ, τι κατά βάθος είμ’ εγώ; Ποιος είναι άνθρωπος να του μιλήσω εγώ;»

«Θάλασσες τα προβλήματα μας λιώνουν, θάλασσες τα βρώμικα του κόσμου. Θάλασσες τα ατέλειωτα μας λάθη, τα μικρά μας πάθη, οι πίκρες που μου δώσαν οι φίλοι μου. Μείνανε στη μέση τα όνειρά μας, μια στιγμή κρατάει η χαρά μας».

«Όνειρα φτηνά, όλα σκοτεινά, άδειο της ζωής το σινεμά…»

«Δύσκολοι καιροί, δύσκολη ζωή… »

«Ποιος σε στεναχώρησε; Ποιος βάζει εμπόδια στην καρδιά σου;»

«Μείναμε μόνοι δυστυχώς, σε μια ζωή που συνεχώς σε λάθος δρόμο μας πηγαίνει. Δίχως αιτία κι αφορμή πήραμε λάθος τη ζωή και τελικά μείναμε μόνοι. Τίποτα δεν τέλειωσε ακόμα θα μου πεις. Όμως, όταν έφυγες, σωπάσαν οι φωνές. Τα πρόσωπα μας σκοτεινά, τα σώματα σκυφτά, τα βλέμματα χαμένα, αδειανά. Τι έμεινε να ζει; Κανείς δεν ήθελε να μιλά, να ρωτά, να μετρά - και τι να πει τάχα;»

«Νυχτώνει πάντα στων ανθρώπων τη ζωή. Κι αυτό που μένει στις καρδιές, αγάπες είναι μακρινές. Και κάτι κρύες του χειμώνα ξαστεριές».

«Όλο σε ψάχνω μες στους διαδρόμους του μυαλού μου να σε βρω - μάταια όμως… είσαι διάφανος και δε σε διακρίνω. Ψάχνω χρόνια να σε βρω, σε σκοτεινές αναμνήσεις, σε ξεχασμένες ιστορίες. Ανοίγω δρόμους για να βρω το παρελθόν σου. Προσπαθώ, χαμένος στις νότες τις κιθάρας, να γράψω στίχους, να σε φυλακίσω σε μια μελωδία, τώρα που ο δρόμος μεταξύ μας μακραίνει και όλες οι πόρτες μένουν ερμητικά κλειστές. Θαρρείς πως τα πάντα σταμάτησαν με τη φυγή σου».

«Δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι τέτοιο. Δε θα με ξεχάσεις. Θα είμαι εδώ, μια σκιά μες στον καθρέφτη, μια βροχούλα σ’ ένα τζάμι, ένα δάκρυ, ένα ποτάμι».

«Ψάχνοντας σε, νιώθω πως ζω εξόριστος στο χθες. Φτιάχνω σκηνικό και ανοίγω διάλογο μαζί σου. Όποτε σε ακούω να τραγουδάς, ένα «αχ ρε Αντώνη!» βγαίνει από τα χείλη μου. Όποτε ακούω μια μουσική σου φράση, αναλογίζομαι την μουσική σου πολυγλωσσία. Τραύμα η φυγή σου. Δεν το λέω αυτό με την ερμηνεία που δίνουν οι περισσότεροι (άλλωστε δεν σε βίωσα σχεδόν καθόλου), αλλά με την έννοια της απώλειας ενός ανθρώπου που συντρόφευσε τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες, που άναψε το φως σε μια γωνιά του μουσικού μου κόσμου, που, με την στάση του, δίδαξε ήθος και χαρακτήρα – στοιχεία σπάνια στο συνάφι σου…

Δεν θα υποκριθώ, όπως κάνουν πολλοί, πως σε γνώριζα καλά, δεν θα διεκδικήσω τον τίτλο του φανατικότερου των φαν, αλλά θα τολμήσω να αντιδράσω σε όσους δεν σέβονται και δεν σεβάστηκαν. Σκληρά λόγια, αλλά αληθινά… Προχωράω όμως. Δεν ξέρω αν γίνονται ακόμη θαύματα, αλλά το δάκρυ γέλιο το έντυσα. Μυστήριο μαζί σου τόσα χρόνια το πόσο με απασχόλησες και με απασχολείς ακόμη, τόσα χρόνια μετά. Δεν είχα τίποτα να πω όταν πήρες το δρόμο, ανοίγοντας ρήγματα βαθιά ανάμεσά μας. Ρήγματα, σαν να γίνε σεισμός. Δεν σε πρόλαβα ποτέ όσο θα ήθελα. Πέρασες ξυστά από τη ζωή μου, σαν νεράκι γλίστρησες και χάθηκες. Δεν σε κατηγορώ για αυτό. Δεν έφταιγες εσύ. Εγώ έφταιγα που πάντοτε επέλεγα να μην σε κουράζω».

«Μη λογαριάζεις τα παλιά. Ξέρω ποιοι αγάπησαν και ποιοι εκμεταλλεύτηκαν. Τους έζησα όλους και είδα. Και κατάλαβα. Εγώ ήρθα και έφυγα αφανής. Ο κόσμος δεν ήταν για μένα. Ήταν πόρτες κλειστές, δικαστές, κρύο, βροχή, μια σκληρή εποχή, που κανείς τους δεν είχε ψυχή. Ήμουνα μόνος. Είχα κάτι να πω, μα σ' αυτή τη σιωπή δεν υπήρξε για εμέ λίγος χρόνος. Να ξέρεις μόνο πως είχα βαρεθεί… είχα βαρεθεί να ζω με διλήμματα, με ενδεχόμενα, κάνοντας συγκρίσεις σε προηγούμενα κι επόμενα. Να χάνω το παρόν που με καίει, ψάχνοντας μετά το τι μου φταίει.Έτσι περνούσε ο καιρός και εγώ, κουβαλώντας βαρύ σταυρό, δεν το καταλάβαινα που έχανα τον χρόνο μου.
Βαρέθηκα να ασχολούμαι με ανθρώπους που τους έδειξα απόλυτη εμπιστοσύνη, και όμως εκείνοι, με ψέματα ένα ποτάμι, μου γύρισαν τις πλάτες. Που έκαναν στο χρόνο μου κατάληψη, που δυσκόλεψαν τη ζωή μου, που με έβαζαν να ζω μέρες βιαστικές, μελαγχολικές, με πίκρα κι ερημιά βράδυ πρωί. Μια ζωή - έργο σε καθημερινή επανάληψη, μια ζωή με συμβιβασμούς.Όταν έχτιζα ένα όνειρο τη μέρα, έβλεπα των ονείρων μου το φόνο. Έψαχνα να αντικρίσω έναν ήλιο που μου τον είχανε κιόλας κομματιάσει.

Δεν ήθελα να καταντήσω κομμάτι του κόσμου τους. Δεν άντεχα να ζω το ψέμα τους, αυτό που έλεγαν αυτοί πολιτισμό. Ο κόσμος τρελάθηκε… Αποκήρυξα συνθήκες, μέτρα και σταθμά. Βάρεσα το συναγερμό και έφυγα, αφήνοντας πίσω μου συντρίμμια. Έφυγα, διεκδικώντας μια ζωή έξω από τα μέτρα, μια ζωή δίχως το φόβο των φωνών τους, δίχως την οργή των απειλών τους».

«Είναι άτιμο να σε πουλάνε και μετά να σου ζητάνε συμπόνια».

«Τα φαρμάκια που έχεις πιει μη λογαριάζεις. Οι ανθρώπινοι νόμοι, σαν το Θεό τιμωρούν. Τα έζησα. Όλη η ζωή μου μοιάζει μ’ ένα ψέμα, που όμως δεν ντρέπομαι να πω. Όλα τα τραγούδια που σου έγραψα, είναι τα σημάδια που δε σκέπασα».

«Κάθε σου τραγούδι, τη μορφή σου μου θυμίζει. Μα, χάθηκες εσύ και απέμειναν τα τραγούδια».

«Ψάξε να με βρεις πίσω απ’ τις λέξεις. Ψάξε να με βρεις πίσω απ’ τα χρόνια, στα τραγούδια μιας ζωής. Εκεί θα με βρεις, στο ρεφρέν της καρδιάς».

«Όποτε σε ακούω, το πρόσωπό σου μοιάζει με μια σελήνη που ταξιδεύει στη σιωπή».

«Ό,τι έχω σ’ το χαρίζω, σαν φεγγάρι τριγυρίζω μέσα στ’ ουρανού την ερημιά».

«Μυστικά… ως το πρωί. Στις λίγες στιγμές που θυμάμαι και τα όνειρα γίνονται ζωή».

Σιωπή… μια φιγούρα που τρεμοπαίζει και λίγες στιγμές σιγής.

«Σε λίγο χαράζει».

«Εδώ θα βρεθούμε και πάλι φαρμάκι, τσιγάρο, μπουκάλι…»

Ξημέρωνε αργά, στο φως άρχισε η αλήθεια να ξυπνά. Ξημέρωνε και έλειπες. Ξημέρωνε, μα το φως δεν έφτανε εδώ. Άραγε ξενύχτησα μαζί σου, άραγε μας βρήκε η αυγή;
Άδεια η πόλη, που πήγανε όλοι, που είσαι να 'ρθω να σε βρω;
Άδεια η πόλη, χαθήκανε όλοι σε εγώ σε ποιον να το πω;

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!