Βασίλης Ιωαννίδης: 40 χρόνια «από κοντά» με τον Δημήτρη Μητροπάνο

(PHOTOS) Μια αποκλειστική συνέντευξη με τον μετρ του Δημήτρη Μητροπάνου, να ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεών του από την κοινή τους πορεία.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 

Σαν σήμερα…


Ο Δημήτρης Μητροπάνος γεννήθηκε στην Αγία Μονή των Τρικάλων στις 2 Απριλίου 1948. Αν το νήμα της ζωής του δεν είχε κοπεί τόσο πρόωρα, σήμερα θα συμπλήρωνε 70 χρόνια ζωής.

Με αυτή την αφορμή, ακολουθεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη με τον Βασίλη Ιωαννίδη, επί 40 χρόνια μετρ του Δημήτρη Μητροπάνου, να ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεών του από την κοινή τους πορεία.

Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύθηκε στο τεύχος 64 του περιοδικού Μετρονόμος, που ήταν αφιερωμένος στο Δημήτρη Μητροπάνο.

Βασίλης Ιωαννίδης: 40 χρόνια «από κοντά»


Ξετυλίγοντας το κουβάρι των αναμνήσεών του, ο Βασίλης Ιωαννίδης ιστορεί περιστατικά από τη σχεδόν 40χρονη φιλία και συνεργασία του με το Δημήτρη Μητροπάνο.

Σερβιτόρος και κατόπιν μετρ, αδερφός του δεξιοτέχνη του μπουζουκιού, Σπύρου Ιωαννίδη, που συνόδευσε για χρόνια το Δημήτρη Μητροπάνο στις εμφανίσεις του, ο Βασίλης Ιωαννίδης έζησε από κοντά την επαγγελματική πορεία του Δημήτρη Μητροπάνου, αλλά και την προσωπική του ζωή, ως φίλος, για περίπου 4 δεκαετίες.

Στη συνέντευξη αυτή, ο Βασίλης Ιωαννίδης αφηγείται περιστατικά των οποίων υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας και σκιαγραφούν το ανθρώπινο στοιχείο στον τραγουδιστή. Έναν τραγουδιστή που γοήτευσε όσο λίγοι, τόσο με το καλλιτεχνικό του παράστημα, όσο και με την προσωπικότητά του.
ioannisdis03
Όπως θα διαβάσετε, όλα όσα απορρέουν από τις διηγήσεις του Βασίλη Ιωαννίδη, το αλάνθαστο ένστικτο του κοινού τα είχε εντοπίσει πολύ πριν ο Δημήτρης Μητροπάνος μας αφήσει: μπέσα, ήθος, αξιοπρέπεια, ψυχή.

Κ. Ιωαννίδη, πώς γνωριστήκατε με το Μητροπάνο;
Με το Μήτσο γνωριστήκαμε στην Πλάκα, το '73 - '74, μόλις είχαμε απολυθεί κι οι δύο. Είχα ένα μαγαζάκι, το Ζορμπά, καφέ μπαρ. Ερχόντουσαν καλλιτέχνες του νέου Κύματος, Χωματά, Πόπη Αστεριάδη, Καλογιάννης... όλη αυτή η φουρνιά. Συνάμα, δούλευα ως σερβιτόρος και στον Αιγόκερω, ένα μαγαζί, κέντρο διασκέδασης, όπου εμφανιζόταν ο Μιχάλης Βιολάρης. Εκεί γνωριστήκαμε με το Δημήτρη...

Ερχόταν ως πελάτης στον Αιγόκερω;
Όχι, ήρθε να δουλέψει με το Μιχάλη Βιολάρη. Πρώτη γνωριμία στις πρόβες, ανέβαινε πάνω κι έτρωγε, έπινε καφέ κι έτσι γνωριστήκαμε. Ξεκίνησε το μαγαζί, πήγαμε πολύ καλά... Ήταν τα προεόρτια του Πολυτεχνείου. Κλείσαμε εκείνο το βράδυ και μαζί μ' έναν άλλο σερβιτόρο ξεκίνησα να πάω στο Πολυτεχνείο. Στην Κλαυθμώνος, σε μια κολώνα, ακουμπισμένο βλέπω το Μητροπάνο κι αγνάντευε. «Τι κάνεις εσύ εδώ, φύγε, πήγαινε στο μαγαζί...» του λέω. Ήταν επώνυμος, τον ξέρανε, είχε και ιστορικό... «Θα πάμε εμείς και θα σου πω εγώ τα νέα», του λέω. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Από εκεί και πέρα είχαμε γερή φιλία, μου βάφτισε και το παιδί στη συνέχεια, δεθήκαμε περισσότερο. Δουλέψαμε στον Αιγόκερω, δουλέψαμε στο Διογένη, στα Παλιά Δειλινά, στα Νέα Δειλινά, στη Φαντασία... Ήταν μια δεκαετία, συνεχόμενα χρόνια, πολύ δυνατά. Η φιλία όλο και δυνάμωνε. Μαζί και ο αδερφός μου, με τον οποίο επίσης γνωρίστηκαν στον Αιγόκερω όπου έπαιζε με το Βιολάρη κι από εκεί και πέρα τον πήρε ο Μητροπάνος. Κάποια στιγμή, ήταν στην Αμερική ο Δημήτρης και με ζητήσανε να πάω στη Φαντασία. Ήρθα σε πολύ δύσκολη θέση.

Ως σερβιτόρος, ακόμα, ή μαιτρ;
Σερβιτόρος, πιτσιρίκια ήμασταν. Τον παίρνω τηλέφωνο. Του λέω «Δημήτρη, μου κάνανε πρόταση απ' τη Φαντασία, τι να κάνω»; Μου λέει «ούτε να το σκέφτεσαι. Εγώ μια είμαι στην Αμερική, μια κάνω συναυλίες, μια σαιζόν μπορεί να μη δουλέψω... Κάτσε στη Φαντασία να έχεις χειμώνα καλοκαίρι δουλειά! Η φιλία μας είναι φιλία». Έτσι σταμάτησε η συνεργασία μας, για κάποια χρόνια.

Πότε ξαναγυρίσατε δίπλα του;
Μετά την εγχείρηση στη Γαλλία, ξεκινήσαμε πάλι κι είχαμε πει να πάρουμε σύνταξη μαζί... Γι' αυτό μετά το θάνατό του δε ξαναδούλεψα σ' άλλο μαγαζί, γιατί δώσαμε τα χέρια μας... Συγγνώμη για τη συγκίνηση... Ήμασταν στο Μαραθώνα, οι δυο μας μέσα στη θάλασσα. Του λέω «ρε Δημήτρη, να σταματήσω. Μεγάλωσα πια, μη λένε κιόλας ότι ο Ιωαννίδης δε δίνει σειρά και σε νέους...». «Είσαι τρελός, ρε;» μου λέει. «Εγώ θέλω να σε βλέπω πάνω απ' την πίστα. Θα τελειώσουμε μαζί». Μετά, πώς μπορούσα εγώ να δουλέψω αλλού; Κι έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, τελειώσαμε μαζί.

Ήταν άνθρωπος που κρατούσε το λόγο του.
Ο Δημήτρης ήτανε μπεσαλής. Είχε δυο μεγάλα χαρίσματα και δε ξέρω ποιο να βάλω σε πρώτη θέση. Την ανθρωπιά του, την παληκαριά αυτή που είχε, τη μεγαλοψυχία και τη φωνάρα του. Θα σου πω ένα περιστατικό στη Θεσσαλονίκη. Μετά τον Αιγόκερω, ξέχασα να σου πω, ότι πήγαμε και στη Θεσσαλονίκη και κάναμε επιχείρηση δική μας. Γυρίσαμε μ' ένα χιλιάρικο, μεγάλη επιτυχία (γελάει).

Τι επιχείρηση ήταν αυτή;
Πήραμε για τρεις μήνες το Can Can, στη Θεσσαλονίκη. Έρχεται εκεί, λοιπόν, ένα βράδυ ένα παιδάκι με πατερίτσες. Ζήτησε να δει το Μητροπάνο, τον πήγαμε. Μας είπε ο Δημήτρης να του βάλουμε να φάει, του ‘δωσε και χαρτζιλίκι... Τηλεφωνήθηκε μάλιστα και με τον ορθοπεδικό του Ολυμπιακού, τον Πρίφτη, του λέει «μόλις γυρίσω θα σου φέρω ένα παιδάκι, να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς». Ερχόταν, λοιπόν, το παιδί κάθε βράδυ, του βάζαμε κι έτρωγε, έπαιρνε το χαρτζιλίκι του κι έφευγε. Μετά το δικό μας μαγαζί, εμείς συνηθίζαμε να πηγαίνουμε σε ένα άλλο πρωινάδικο. Ένα πρωί, μπαίνουμε και βλέπουμε το νεαρό αυτό να χορεύει ζεϊμπέκικο πάνω στην πίστα...

Αστειεύεστε...
Σοβαρά μιλάω... Τον βλέπω πρώτος, του λέω «καμάρωσε». Κοιτάζει και μένει κάγκελο. Καθίσαμε, μας αντιλήφθηκε ο νεαρός, σηκώθηκε κι έφυγε και φυσικά δεν ξαναεμφανίστηκε στο μαγαζί. Του λέω «Ρε Δημήτρη, την πατήσαμε. Να φάμε τέτοιο δούλεμα;». «Πειράχτηκα πολύ» μου λέει «αλλά μετά που το σκέφτηκα είπα καλύτερα που είναι υγιής... Δε βαριέσαι, ένα χαρτζιλίκι πήρε, μέσα μου νιώθω καλά, γιατί είναι καλά». Πολλά τέτοια περιστατικά είχαμε, πολλοί περάσανε απ' το καμαρίνι του, άλλοι δικαιολογημένα, άλλοι αδικαιολόγητα. Εντάξει, χαλάλι τους... Ενώ μεγάλωσε πολύ φτωχός, ορφανός από πατέρα στην ουσία, είχε ανθρωπιά μέσα του, μεγαλοψυχία, δε ζήλευε... Κι αν έκανε κακό, μόνο στον εαυτό του το έκανε, σε κανέναν άλλο...
ioannisdis01
Ποιες ήταν οι μεγάλες αδυναμίες του;
Έρωτα με τη μάνα του είχε, μεγάλο. Αλλά τον επισκίασε μετά η γέννηση των δυο παιδιών του. Εκεί τρελάθηκε. Ήμασταν μια μέρα στην αυλή του, στο Μαραθώνα. Μου λέει «να σου βάλω ένα ουζάκι; Και βγάλε και τα τσιγάρα, κάπνισε». Γιατί τότε, το είχε κόψει. Αυτός έκανε καφέ, εμένα μου ‘φερε ουζάκι. Πιο πέρα παίζανε τα παιδιά, η Αναστασία και η Μυρσίνη. Και τον πιάνω να τα κοιτάζει με λατρεία, είχε χαθεί! Λέω «Μήτσο, τι έγινε;». «Πεθαίνω» μου λέει! Οι έρωτες της ζωής του ήταν η μάνα του και στη συνέχεια τα παιδιά του, τα λάτρευε.

Η σύζυγός του, η Βένια;
Ο Δημήτρης είχε μια πορεία άτσαλη, μια του ύψους, μια του βάθους. Στα νεανικά χρόνια κάναμε και τις βλακείες μας. Ο γάμος με τη Βένια, όμως, τον έβαλε σε άλλα καλούπια. Τον βοήθησε πολύ η Βένια, τον έβαλε στο σωστό δρόμο με το τραγούδι. Άρχισε να διαλέγει τα τραγούδια, να προσέχει τη δουλειά του. Είδαμε έναν άλλο Δημήτρη. Τα πέρασε όλα, τα έζησε όλα κι άραξε με τη Βένια. Του γκρίνιαζε λιγάκι, αλλά για καλό του. Και το αναγνώριζε κι ο ίδιος. Έκανε μια δεύτερη καριέρα, πολύ δυνατή στο τέλος. Του στάθηκε πάρα πολύ, το χειρίστηκε πάρα πολύ ωραία το θέμα. Κι εκείνος έφυγε πάνω στο ανέβασμά του. Και λες, μήπως ήταν καλύτερα έτσι;

Πιστεύω πως κι ο ίδιος έτσι θα ήθελε να φύγει.
Μου το ‘λεγε. Περάσαμε κάποια στιγμή από μια συναυλία καλλιτέχνη που υπήρξε μεγάλο όνομα και δεν είχε κόσμο. «Δε θέλω να φτάσω ποτέ σ' αυτό το σημείο, θα είναι γροθιά στο στομάχι» μου λέει. Κι όχι μόνο καλλιτεχνικά. Κι από πλευράς φυσικής κατάστασης, θα προτιμούσε να φύγει «όρθιος». Γι' αυτό έκοψε και το τσιγάρο, εκτός απ' το ποτό. Κατάλαβε ότι του έκανε κακό. «Ρε συ άλλαξαν οι ανάσες μου» μου λέει ένα βράδυ... Έβλεπε διαφορά.

Πείτε μου ένα γεγονός που δε θα ξεχάσετε ποτέ.
Δούλευα στη Φαντασία. Ένα πρωί, παίρνει η μητέρα του Μητροπάνου τηλέφωνο τη γυναίκα μου και λέει «ξύπνα το μαυρέλι -έτσι με φώναζε- γιατί καίγεται η Φαντασία». Μόλις είχα πάρει ένα σπίτι, είχα βάλει 2 εκατομμύρια γραμμάτια κι είχα δώσει κι ένα εκατομμύριο μετρητά. 50 χιλιάρικα το μήνα. Ώσπου να φτάσω στο μαγαζί, στην παραλία, είχε γίνει κάρβουνο. Με ξαναπαίρνει η κυρά Τασία, μου λέει «Μίλησα με το Μήτσο, για τα γραμμάτια του σπιτιού λέει να μην ανησυχείς». Την είχε πάρει εκείνος και της λέει «πες στο μαύρο να μην ανησυχεί για τα γραμμάτια, δικά μου, ώσπου να ξαναστηθεί η Φαντασία». Δε χρειάστηκε πολύ, μου 'στειλε το πρώτο φακελάκι με τα 50 χιλιάρικα, σ' ένα μήνα - ενάμιση τη στήσαμε πάλι τη Φαντασία και ξεκινήσαμε. Τον πήρα τηλέφωνο και του λέω «Δε χρειάζομαι άλλα, μόλις ξεκινήσουμε σου δίνω και τα 50 πίσω». Και μου λέει «Άντε γαμήσου ρε!». Αυτά δεν τα κάνουν ούτε αδέρφια! Όταν αρρώστησα μια δόση, πήγα στη Θεσσαλονίκη για μια επέμβαση. Το ‘μαθε, τρεις η ώρα τη νύχτα, πήγε ένας σερβιτόρος και τον αντάμωσε σε ένα μαγαζί στη Ζωοδόχου Πηγής, στο Lido. Με παίρνει τηλέφωνο, το πρωί θα έμπαινα στο χειρουργείο. Μου λέει «Δεν κάνεις τίποτα, κατεβαίνεις Αθήνα και φεύγουμε Αγγλία μαζί». Του λέω «Δημήτρη, ότι είναι να χαλάσεις στην Αγγλία, άμα πεθάνω, δωσ’ τα στα παιδιά μου». Ακόμα ζω, δόξα τω Θεώ.

Ήθελε τα καλύτερα για τους γύρω του.
Βέβαια και θα σου πω και κάτι ακόμα. Στο μικρό Διογένη είχαμε πάρει ένα παιδί, για να καθαρίζει τα καμαρίνια, να του πηγαίνει το ουισκάκι του, τον καφέ του, να βάζει στις κρεμάστρες τα ρουχαλάκια του... Δεν ήθελε τίποτα άλλο ο Μήτσος. Πρώτο βράδυ, λοιπόν, ετοιμάζεται ο Δημήτρης να βγει, σκύβει ο πιτσιρικάς να του δέσει τα κορδόνια. Τον αρπάζει, τον σηκώνει πάνω και του λέει «Άλλη φορά αυτό δε θα το ξανακάνεις, έχω χέρια εγώ!». Ήταν σε άλλον καλλιτέχνη πριν και είχε συνηθίσει έτσι ο μικρός... Ή, όταν έμπαινε στο μαγαζί, καμιά φορά σηκώνονταν οι σερβιτόροι. «Μην το ξανακάνετε, ένα γεια μου φτάνει». Άλλη πάστα άνθρωπος...

Δύσκολα συναντάς τέτοιους ανθρώπους.
40 χρόνια στη νύχτα, δούλεψα με πολλούς καλλιτέχνες. Εκτός από το Δημήτρη ξεχώρισα άλλους δύο, πολύ μεγάλους. Το Στράτο Διονυσίου και το Νίκο Ξυλούρη. Αυτούς τους ανθρώπους τους αγάπησα και για τη φωνή τους και για τον τρόπο ζωής που κάνανε. Τα 'φερε η μοίρα κι όποτε πάω στο Α' Νεκροταφείο είναι και οι τρεις μαζί στον ίδιο χώρο. Και τρελαίνομαι! Ο Δημήτρης δεν έδινε αυτόγραφα. «Ποιος είμαι εγώ που θα δώσω αυτόγραφα» έλεγε. Όταν κατέβαινε απ' την πίστα, τ' άφηνε όλα πίσω. Σταρ ήταν μόνο πάνω στην πίστα. Κάτω από την πίστα ήταν ο φίλος, ο Δημήτρης ο κολλητός.

Ο Στράτος ήταν της ίδιας κοπής...
Ναι, ναι και τον γουστάριζε κι ο Μήτσος πολύ. Δεν συνεργάστηκαν ποτέ, τον εκτιμούσε όμως και τον παραδεχόταν σαν τραγουδισταρά.

Πείτε μου την ιστορία με τον αδερφό σας και το μπουζούκι του Ζοζέφ.
Στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη, ήταν ο Σπύρος με τη Χαρούλα για συναυλίες. Ο Δημήτρης δούλευε σ' ένα μαγαζί. Μετά τη συναυλία, ο αδερφός μου πήγε να δει το Δημήτρη εκεί και βλέπει ένα σκεβρωμένο μπουζούκι, παραπεταμένο. Το κοιτάζει, αναγνώρισε τον κατασκευαστή του, λέει «Δημήτρη θέλω αυτό το μπουζούκι». Τα κανόνισε ο Δημήτρης με τον επιχειρηματία, πόσα θες, τόσα, παρ’ τα. Και γύρισε στην Ελλάδα και το έφτιαξε στο Ζοζέφ ο Σπύρος το μπουζούκι, που ο Ζοζέφ πλέον δεν έφτιαχνε μπουζούκια για κανέναν...

Βασίλη, ήσασταν μπροστά όταν επέστρεψε ο πατέρας του...
Ναι, ήμουνα. Δουλεύαμε στου Μοστρού. Έρχονται τα παιδιά και μου λένε «είναι κάποιος που θέλει να δει το Μητροπάνο», γιατί κανένας δεν έμπαινε αν δεν περνούσε από μένα. Βγαίνω έξω και παθαίνω σοκ, βλέπω έναν ηλικιωμένο κύριο, ίδιο ο Μητροπάνος. Ίδιος! Μου λέει «Είμαι ο πατέρας του Δημήτρη, θα ήθελα να τον δω». Πάω πάνω του λέω «Ρε ήρθε κάποιος που λέει ότι είναι ο πατέρας σου και όντως είναι, γιατί είστε ίδιοι». Ήξερε ο Δημήτρης ότι είχε επιστρέψει στην Ελλάδα, αλλά δεν τον είχε δει. Μου λέει «Φέρ’ τον πάνω». Τον πήγα πάνω, δε ξέρω τι είπανε, τι δεν είπανε, έφυγα εγώ. Κάποια στιγμή με φωνάζει και μου λέει «Παρ’ τον και πήγαινέ τον στην Κυψέλη -τότε έμενε εκεί- και τσιμουδιά, δε λέμε πουθενά τίποτα, μη μάθει η γιαγιά». Έτσι την έλεγα εγώ την κυρά Τασία, τη μάνα του, γιαγιά. Γιατί αυτός με το που έφυγε στο εξωτερικό, παντρεύτηκε αμέσως κι έκανε 2 παιδιά κι αυτό δεν το συγχώρεσε ποτέ η μάνα του. Αν περίμενε κάποια χρόνια κι έβλεπε ότι δε μπορούσε να γυρίσει, εντάξει, ας έκανε τη ζωή του, αλλά παντρεύτηκε κι έκανε παιδιά αμέσως. Κι είχαν και μικρή διαφορά ηλικίας τα παιδιά...

Κρατήσανε επαφές μετά;
Ναι, ποτέ δεν τον άφησε τον πατέρα του ο Μήτσος. Τον φρόντιζε, αλλά κρυφά από τη μάνα του, γιατί δεν ήθελε να τη στεναχωρήσει. Όμως, πατέρας του ήταν. Δε μπορούσε να κρατήσει κακία. Πάντα ερχόταν στη θέση του άλλου. Πριν να τον κριτικάρει, ερχόταν στη θέση του κι έλεγε «αν ήμουν εγώ κι είχα κάνει εγώ αυτό το λάθος;». Κράτησε και με τ' αδέρφια του επαφή, δεν ήταν κάθε μέρα μαζί, αλλά όποτε τον χρειαζόταν ο πατέρας του, ήταν κοντά του. Έχει πεθάνει πια και πιο μπροστά από το Δημήτρη πέθανε κι ο αδερφός του. Τώρα έχουν μείνει δύο αδερφές, από διαφορετική μάνα.

Μαλώσατε ποτέ με το Μητροπάνο;
Μαλώσαμε πολλές φορές, σκοτωθήκαμε. Μια φορά δε μιλάγαμε ένα μήνα. Έγινε κάποιο περιστατικό, επενέβην εγώ στη δουλειά του απάνω, που δεν έπρεπε... Όταν μιλήσαμε πια, μου λέει «αυτό που έκανες δε θα το ξανακάνεις, εγώ ανακατεύομαι στη δουλειά σου»;. «Επειδή είμαστε φιλαράκια», του λέω «άμα με δεις λάθος, θέλω να μου το πεις και να μου βάλεις και χέρι. Εγώ έτσι ένιωσα γι' αυτό εξηγήθηκα έτσι». Κατάλαβε, αλλά το έφερε βαρέως. Τη δεύτερη φορά που ανακατεύτηκα, μου ‘κοψε και το βήχα τελείως. Κάτι του είπα για την ταμπέλα του μαγαζιού, με κάποιον καλλιτέχνη. Έκανε χάρη, φανερά. Τον είχαμε guest και τον έβαλε πρώτο. Και μου λέει «Ρε, θέλω να ξέρεις ότι η μαγκιά του τραγουδιστή φαίνεται στην πίστα, όχι στην ταμπέλα».

Ήταν άνθρωπος ουσίας...
Ήταν αρσενικός, σε όλα του. Σεβότανε τους παλιούς καλλιτέχνες. Δεν άκουσα ποτέ να πει τίποτα κακό για κανέναν.
ioannisdis02
Πώς ξεκίνησε η περιπέτεια της υγείας του;
Ξεκίνησε από ένα μικρόβιο, καταστράφηκε το νεφρό του κι έτσι έκανε τη μεταμόσχευση νεφρού, με μόσχευμα που του έδωσε η αδερφή του η Σμαρώ. Η Σμαρώ ήτανε παλληκάρι απέναντι στο Μήτσο. Πολλά αδέρφια δεν το κάνουν αυτό. Δε βγάζει κανένας το νεφρό του να το δώσει στον άλλο. Εδώ σκοτώνονται για ένα στρέμμα γης! Αυτή έβγαλε το νεφρό της και του το 'δωσε! Και είναι και σε περιπέτεια από τότε. Κάτι δεν πήγε καλά και ταλαιπωρείται κι αυτή. Αλλά και πάλι, όποτε μιλάμε «Χαλάλι του», μου λέει, «αλλά να ζούσε κι άλλο λίγο...». Αυτό λέει η κοπέλα... Σακατεύτηκε κι αυτή και δε χάρηκε και τον αδερφό της όσο θα ήθελε. Δυο αδέρφια που μεγαλώσανε ορφανά, αλλά με αρχές.

Ποια ήταν η τελευταία φορά που μιλήσατε;
Τρεις μέρες πριν φύγει. Είχε πάει στη Γαλλία για εξετάσεις, ήταν όλα καλά, ήταν πολύ χαρούμενος που οι εξετάσεις για τα νεφρά του βγήκαν τέλειες, τηλεφωνηθήκαμε Μεγάλο Σάββατο, μου λέει «πάρε και τη Σοφία κι ελάτε να φάμε μαζί αύριο, Κυριακή του Πάσχα». Του λέω «Θα πάμε στα παιδιά». «Καλά, καλά…» μου λέει κι αυτή ήταν η τελευταία μας κουβέντα.

Πιστεύετε πως είχε διαισθανθεί το τέλος να πλησιάζει;
Ένα βράδυ, πριν φύγει από το μαγαζί, πήγα στο καμαρίνι. Του λέω «Ρε Μήτσο, ζήσαμε πολλές δόξες και στα μικρά τα μαγαζιά και στα μεγάλα και στις συναυλίες. Αυτό το πράγμα που συμβαίνει τώρα είναι άνευ προηγουμένου». Και μου λέει «Μαύρε, να σου πω στ' αυτί. Μάθανε ότι ψοφάει ο γάιδαρος κι ήρθαν να τον ακούσουν». Ήξερε τι του γινόταν. Γι' αυτό μου ‘χε πει και μια άλλη φορά «θα σας κάνω καμιά λαχτάρα και θα τρέχετε»... Κάτι έβλεπε αυτός, κάτι ένιωθε... Η καρδούλα του τον πρόδωσε.

Εν κατακλείδι, τι ήταν ο Δημήτρης Μητροπάνος για σας;
Η γνωριμία αυτή ήταν ευλογία Θεού, ήταν τιμή για μένα, ήταν ό,τι καλύτερο συνάντησα στη ζωή μου.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!