Μιχάλης Κουμπιός - Ο όρος έντεχνος δεν ορίζει στυλ σύνθεσης ούτε είναι αξιολογικός

Συνθέτης μουσικής και τραγουδιών, στιχουργός, εμπνευστής και διευθυντής για μεγάλο διάστημα του περιοδικού «Δίφωνο» που ήταν το εγκυρότερο μέσο για τα ζητήματα του πολιτισμού.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Δεν έχω λόγια να περιγράψω τη χαρά που νιώθω σε πρώτη φάση για τη γνωριμία και εν συνεχεία για το πόσο δημιουργικά ανήσυχοι είναι μερικοί άνθρωποι ανάμεσα μας. Συνάντησα το Μιχάλη Κουμπιό στο φιλόξενο χώρο του θεάτρου Badminton όπου διευθύνει τους κύκλους συναυλιών «Στο γυαλί και στο πανί» και «Τα πρόσωπα του ελληνικού τραγουδιού» και σας παραθέτω την κουβέντα μας...

Ποιά ερεθίσματα σας έκαναν να ασχοληθείτε με τη μουσική και τα τραγούδια;
Μεγάλωσα στο νησί Τήλος. Εκεί οι μουσικές και τα τραγούδια μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες τα μάθαιναν στους νεότερους και αυτοί στα παιδιά τους. Η μουσική λοιπόν σε ένα νησί σαν την Τήλο, στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, μεταδιδόταν όπως τα παραμύθια. Τα παραμύθια που δεν είναι γραμμένα σε κάποιο βιβλίο, αλλά τα διηγούνται οι παλιοί στους νεότερους. Βέβαια όταν η μουσική μεταδίδεται όπως ένα παραμύθι, κάτι ξεχνάς και κάτι προσθέτεις. Έτσι μέσα στα χρόνια οι μουσικές της προφορικής παράδοσης αλλάζουν και εξελίσσονται. Βέβαια στα χρόνια εκείνα στο νησί υπήρχαν δύο άνθρωποι που διάβαζαν και έγραφαν παρασημαντική… Έτσι ονομάζεται το σύστημα γραφής των Βυζαντινών. Κοντά σε έναν από αυτούς άρχισα να μαθαίνω αυτή τη μουσική γραφή. Μπορεί η ανάγκη καλλιτεχνικής δημιουργίας, όσο και η ανάγκη καλλιτεχνικής τροφής κι απόλαυσης να είναι απόρροια γενικής και ειδικής παιδείας και οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος, αλλά πιστεύω πως πρωτίστως είναι αποτέλεσμα ενός ιδιόμορφου ψυχικού κόσμου ο οποίος δεν διαμορφώνεται μόνον από εξωγενείς παράγοντες. Κοίτα να δεις, για να ασχοληθεί κάποιος με την τέχνη θα πρέπει να έχει υποφέρει, να έχει ενοχληθεί από την αταξία του ανθρωποκεντρικού μας κόσμου. Να έχει αισθανθεί την ανάγκη να υπηρετήσει κάτι ανώτερο. Να πιστέψει πως μόνο έτσι θα δώσει απαντήσεις στις αγωνίες του. Να βασανίσει το πνεύμα του. Και βέβαια αν η εργασία του εν τέλει είναι σημαντική τέχνη θα το δείξει η νεκροψία (γέλια) αφού χρειάζεται να περάσουν πάρα πολλά χρόνια από το φυσικό τέλος κάθε καλλιτέχνη για να καταλάβουμε την πραγματική αξία μιας εργογραφίας.

Ποιά παράδοση ακολουθείτε;
Την παράδοση όπου επιβάλλει σ’ έναν συνθέτη μουσικής να καλλιεργεί συνεχώς τον εαυτό του. Ο νους όπως και το σώμα χρειάζονται διαρκή άσκηση. Ψάχνω λοιπόν την καλλιέργεια εκείνη που δίνει στο γούστο την πλήρη σημασία του. Ένα γούστο που θέλω να μεταδώσω σε όσους ενδιαφερθούν. Με αυτό τον τρόπο θεμελιώνεται η παράδοση.

Πιστεύετε ότι η σημερινή μουσική βιομηχανία μπορεί να καλλιεργήσει πνευματικά τους ανθρώπους;
Μα τι ερώτηση είναι αυτή; Τ’ αντίθετο. Tους αποβλακώνει. Οι περισσότεροι άνθρωποι ακούνε τη μουσική ως μία «μουσική υπόκρουση» που απλά συνοδεύει διάφορες δράσεις της καθημερινότητάς τους. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι λοιπόν μεταμόρφωσαν εαυτούς σε παθητικούς ακροατές έγιναν αμέσως θύματα μιας ανελέητης πλύσης εγκεφάλου. Οι περισσότεροι σύγχρονοι ακροατές απλά καταναλώνουν μουσικές πληροφορίες με ένα επιφανειακό τρόπο. Έτσι εξοικειώθηκαν με το «εφήμερo» που όλα αυτά τα χρόνια η μουσική βιομηχανία υπερπαράγει. Βέβαια κάθε εποχή θα γεννά τα δικά της διαχρονικά τραγούδια, τα δικά της διαχρονικά έργα. Κι αυτό θα συμβαίνει όσο θα υπάρχουν άνθρωποι που θα θέλουν να εκφράσουν και να εκφραστούν με «αιώνιες αισθητικές αξίες».

Πώς βλέπετε την εξέλιξη της μουσικής μέσα στην επόμενη δεκαετία;
Όσον αναφορά τη μουσική, πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα προσπαθούν να δημιουργήσουν μουσική που να ενεργοποιεί το μυαλό και φυσικά πάρα πολλοί άλλοι θα χρησιμοποιούν την μουσική σαν ένα είδος ναρκωτικού, που αντί να ενεργοποιεί το μυαλό θα το παραλύει και θα το αποβλακώνει. Θέλω να πιστεύω πως ο άνθρωπος ως είδος, θα προλάβει την ολική καταστροφή και θα καταφέρει να μορφώσει μία πολιτεία μικρών θεών επί γης. Τότε το ωραίο δεν θα είναι προνόμιο της τέχνης μόνο, αλλά θα γίνει τέχνη η ίδια η ζωή, όπως την ονειρεύτηκε ο Πλάτων. Βέβαια με 20.000 πυρηνικές κεφαλές κανένας δεν μπορεί σήμερα να νοιώθει ασφαλής. Βλέπεις η τεχνογνωσία που έχει συγκεντρώσει η ανθρωπότητα καταλήγει άχρηστη μπροστά στις πετρελαιοκηλίδες της ΒΡ.

Αν γράφατε ένα τραγούδι αναφορικό στην σημερινή κατάσταση της χώρας, τι τίτλο θα του βάζατε;
Για να κάνω και λίγη διαφήμιση θα σου πω πως το έχω γράψει ήδη και λέγεται «Άγρια ζωή». Είναι σε στίχους του Νίκου Σταθόπουλου και το τραγουδά ο Γιώργος Νταλάρας. Ένα τραγούδι που ενορχηστρωτικά αξιοποιεί στο έπακρο ένα ευρύτατο φάσμα επιρροών, αναδεικνύοντας ένα σύγχρονο τραγούδι αρκετά ιδιόμορφο ωστόσο πλήρες και με διαρκείς εναλλαγές. Αν και εν τέλει προτιμώ μία εκτέλεση με μένα στα πλήκτρα και τον Γιώργο Νταλάρα στην κιθάρα και τη φωνή. Υπάρχουν βέβαια πολλά τραγούδια μου, που θα μπορούσαν να εκφράσουν απόλυτα αυτό που ζούμε τώρα, αρκεί κανείς να ανατρέξει στο ρεπερτόριο των ΚΟΥΜΠΟΤΡΥΠΕΣ ΑΕ, αλλά και στο άλμπουμ «Εδώ μένω». Όπως το τραγούδι «Τα λέμε» που τραγουδά ο Χάρης Κατσιμίχας μαζί με τον Γεράσιμο Ανδρεάτο και τον Αλκίνοο Ιωαννίδη.

Εκτός από τη βασική σας ιδιότητα αυτή του συνθέτη είστε και καλλιτεχνικός διευθυντής στους κύκλους συναυλιών «Τα πρόσωπα του ελληνικού τραγουδιού» και «Στο πανί και στο γυαλί» στο θέατρο Badminton. Ποιος πιστεύετε είναι ο ρόλος του στην πολιτιστική δραστηριότητα της χώρας;
Στόχος αυτών των συναυλιών είναι να θυμίσουμε αληθινά μεγάλους μουσικούς δημιουργούς, στιχουργούς και μυθικούς ερμηνευτές. Ανθρώπους που η ζωή τους ήταν μία διαρκής δημιουργία. Ο ρόλος του θεάτρου Βadminton είναι αυτός που αντιλαμβάνεται ο κόσμος που το επισκέπτεται. Δεν είναι απλά ο τέλειος χώρος για το οποιοδήποτε καλλιτεχνικό δρώμενο. Είναι ένας ξεχωριστός και σημαντικός καλλιτεχνικός θεσμός. Ναι, το Badminton είναι πλέον θεσμός όπου αγκαλιάζει όλες τις παγκόσμιες τάσεις έχοντας ως επίκεντρο την Ελληνική δημιουργία. Κι αυτό το αποδεικνύουν τόσο οι δικές μου σειρές, όσο και μεγάλες παραγωγές, σαν κι αυτή που αναφέρεται στον Αττίκ, την οποία σε επίπεδο παραγωγής επιμελείται ο ίδιος ο Πρόεδρος του Θεάτρου Badminton, Μιχάλης Αδάμ.

Πείτε μας λίγα λόγια για το σύνολο της δισκογραφίας σας καθώς η δισκογραφημένη μουσική σας σε ποσότητα είναι τέτοια όπου μπορεί να κρατήσει έναν ακροατή απασχολημένο για αρκετό καιρό...
Η δισκογραφημένη μουσική είναι ελάχιστη σε σχέση με το υλικό που μου προκύπτει καθημερινά. Στη δισκογραφία μου φαίνεται να παίζεται μια μάχη μεταξύ δύο πλευρών του εαυτού μου. Η μια μου πλευρά εμφανίζει κάθε τι παρακμιακό και αμέσως η άλλη φέρνει στο φως ευτυχώς το αντίδοτο του.

Κάπου διάβασα να λέτε πως το τραγούδι των πουλιών, η μουσική του αέρα και της θάλασσας δεν τα ξεπερνά καμιά ανθρώπινη μουσική. Αλήθεια το πιστεύετε;
Κοίτα, σαφώς όλοι οι ήχοι της φύσης μας υποβάλλουν την έννοια της μουσικής. Ο φλοίσβος των κυμάτων, το μουρμούρισμα του αγέρα στα φυλλώματα των δένδρων, το κελάηδισμα ενός πουλιού είναι υποσχέσεις για μουσική. Και βέβαια για να εκπληρωθούν αυτές οι υποσχέσεις χρειάζεται ο άνθρωπος. Το μόνο πλάσμα που μπορεί να οργανώσει τους ήχους με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε τα ηχητικά στοιχεία να γίνουν πραγματική μουσική. Τι να το κάνεις όμως; Αν έρθει μια μέρα που δεν θα ακούγονται οι ήχοι της φύσης, τότε καμία ανθρώπινη μουσική δεν θα χει κανένα νόημα. Πιστεύω πως ήρθε η ώρα να κλείσουμε το κεφάλαιο της ανταγωνιστικής σχέσης μας με το περιβάλλον. Η αρμονική συμβίωση με ότι μας περιβάλλει είναι μονόδρομος. Πρέπει επιτέλους όλοι οι άνθρωποι να καταλάβουμε πως κάθε μορφή ζωής είναι εξέχουσα και σημαντική.

Αν σας έλεγα να διαλέξετε τρία δισκογραφημένα σας κομμάτια, ποια θα ήταν αυτά;
Δύσκολα μπορώ να σας απαντήσω σε μία τέτοια ερώτηση. Πιο εύκολα θα απαντούσα στην ερώτηση «Τι είναι Θεός».

Αλήθεια τι είναι για εσάς ο Θεός;
Θα απαντήσω με τον τρόπο που απάντησε στο ίδιο το ερώτημα ο Ζίγκμουντ Φρόιντ: «Ο Θεός είναι μια ψευδαίσθηση που δημιούργησε ο άνθρωπος για να παρηγορείται όταν νιώθει ανήμπορος και αβοήθητος». Θυμάμαι την περίοδο που ηχογραφούσα τους δίσκους «Πρωί, Μεσημέρι, Βράδυ» & «Άναμμα», είχα κλονισμένη υγεία και ένιωθα ανήμπορος. Ήταν μια περίοδος που έλεγα με ευκολία ότι πιστεύω στο Θεό. Είχα μάλιστα αφήσει να εννοηθεί ότι πιστεύω στο Θεό και σε μια συνέντευξη που είχα δώσει εκείνη την εποχή στον Φώντα Τρούσα στο Jazz & Τζαζ.

Θεωρείτε ότι ανήκετε στο χώρο του έντεχνου τραγουδιού και της έντεχνης μουσικής;
Ο όρος έντεχνος δεν ορίζει στυλ σύνθεσης αλλά ούτε είναι και αξιολογικός όρος. Στη λεξικογραφία νομίζω πως με τον όρο «έντεχνος» λένε ότι κινείται στα όρια της τέχνης, δηλαδή πιάσε το αυγό και κούρεφτο. Στη μουσική όμως ο όρος έντεχνος έχει να κάνει απλά με τον τρόπο μετάδοσης και διάδοσης της μουσικής. Στη μουσική όπως και στις γλώσσες που μιλάμε υπάρχουν 2 τρόποι διάδοσης των σκέψεων μας. Ο προφορικός και ο γραπτός. Όταν γράφουμε τις μουσικές μας σκέψεις με μία μουσική σημειογραφία αυτός είναι ο έντεχνος τρόπος μετάδοσης και διάδοσης της μουσικής. Ο άλλος, ο προφορικός λόγος, έχει να κάνει κυρίως με τις λαϊκές μουσικές των διάφορων λαών της γης. Τώρα στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού κάποια στιγμή μπήκε ο όρος «έντεχνο» τραγούδι και αλήθεια σας λέω δεν μπορώ να καταλάβω τι θέλει να πει . Ο Μάνος Λοίζος ας πούμε όταν μπαίνει στο στούντιο χωρίς παρτιτούρα γιατί βαριέται να γράψει ή δεν ξέρω γιατί άλλο και ψιθυρίζει τις μουσικές του σκέψεις στο Θανάση Πολυκανδριώτη και αυτός τις μεταφέρει στην ταστιέρα του μπουζουκιού, επιλέγοντας δηλαδή τον τρόπο της προφορικής διάδοσης της μουσικής προκύπτει ένα αποτέλεσμα που οι μουσικογράφοι το χαρακτηρίζουν ως έντεχνο. Εγώ λεω απλά ότι για τα δικά μου αυτιά είναι ένα αριστούργημα. Πάει ας πούμε ο Μίμης Πλέσσας, με παρτιτούρες στο στούντιο και μάλιστα με όλες τις λεπτομέρειες για να γράψει μια σειρά από τραγούδια τα οποία θα χαρακτηριστούν από τους μουσικογράφους της εποχής ως λαϊκά. Εγώ το μόνο που καταλαβαίνω είναι ότι όλα τα τραγούδια επιθυμούν να γίνουν λαϊκά, να ενώσουν ανθρώπους με διαφορετικά γούστα και να μπουν στην κοινή συνείδηση. Απλά κάποια στιγμή στην Ελλάδα κυριάρχησε η Λαϊκή Ορχήστρα με πρωταγωνιστή το μπουζούκι και ότι παιζόταν από αυτή την ορχήστρα, είτε είχε απήχηση στον πολύ κόσμο είτε όχι, ήταν λαϊκό. Δεν υιοθετώ λοιπόν αυτού του είδους τις αφέλειες των Ελλήνων μουσικογράφων. Αναγνωρίζω απλά τις μελωδίες των τραγουδιών που υπερασπίζονται την υψηλή συγκίνηση. Και αυτές μπορεί να είναι του Χατζιδάκι, του Τούντα, του Αττίκ, του Θεοδωράκη,του Βαμβακάρη, του Σουγιούλ, του Ζαμπέτα, του Μαρκόπουλου, του Μπαγιαντέρα, του Ξαρχάκου, του Λοΐζου, του Μπάτη, του Δελιά, του Κουγιουμτζή, του Χαιρόπουλου, του Γιαννίδη, του Μητσάκη, του Τσιτσάνη, του Μουντάκη, του Λάγιου, του Λεοντή, του Νικολόπουλου, του Μαυρουδή και πολλών άλλων Ελλήνων συνθετών. Απλά όλοι αυτοί οι άνθρωποι βάσισαν τη μουσική τους σ’ ένα σύστημα στοχασμού. Η μουσική αλλά και οι στίχοι των τραγουδιών όταν δε βασίζονται σε ένα σύστημα στοχασμού και όταν στερούνται μιας οργανωμένης σκέψης, δεν έχουν καμιά αξία ούτε καμιά υπόσταση σαν τέχνη.

Λένε πως δεν υπάρχει μηχανή του χρόνου... Εγώ θα πω πως για μένα είναι η μουσική... Εσείς σε ποιά περίοδο θα επιθυμούσατε να ταξιδέψετε μέσω της μουσικής;
Η μουσική μας δίνει αυτή τη δυνατότητα να ταξιδέψουμε στις εποχές που γράφτηκε το εκάστοτε έργο. Να μαθαίνουμε για τις εκάστοτε κοινωνίες για την οργάνωση τους για το πως σκέπτονταν οι άνθρωποι και όλα αυτά από τη μουσική που άφησαν πίσω τους. Η μουσική περισσότερο από τις άλλες τέχνες επιθυμεί να μεταδίδει τα αισθητικά της μηνύματα έξω από το χώρο και χρόνο που γράφεται. Είναι δηλαδή από τη μια μεριά εξαρτημένη από την εποχή αλλά από την άλλη η καλή μουσική ταξιδεύει αέναα στο χρόνο. Αν τώρα σώνει και ντε θα πρέπει να επιλέξω ένα στιγμιότυπο θα ήθελα να ήμουν δίπλα στον Πυθαγόρα την περίοδο όπου μετρούσε τα μήκη της χορδής ενός μονόχορδου και απέδιδε τους αριθμητικούς λόγους της οκτάβας, της 4ης, της 5ης και του μείζονος τόνου. Δίπλα στον Πυθαγόρα που η σκέψη του για τη μουσική αρμονία μας έδωσε τη θεωρία της αρμονίας των Σφαιρών.

Ποιοί είναι για εσάς οι τρεις σπουδαιότεροι Έλληνες συνθέτες;
Κατά σειρά ο Γιάννης Χρήστου, ο Iάννης Ξενάκης και ο Νίκος Σκαλκώτας. Κοντά τους θα έβαζα και τον Μάνο Χατζιδάκι. Μιλάμε για «Εφευρέτες της Μουσικής». Ξέρεις Έλενα... ότι φανταζόμαστε δεν παίρνει αναγκαστικά συγκεκριμένη μορφή αλλά μπορεί να παραμείνει σε μια κατάσταση απλής δυνατότητας. Αλλά η εφεύρεση δεν νοείται χώρια από τη χειροπιαστή πραγματικότητα της.

Ποιό είναι το αγαπημένο σας μουσικό έργο;
Η Ιεροτελεστεία της Άνοιξης του Ιγκόρ Στραβίνσκυ.

Αν είχατε να ευχαριστήσετε τρεις ανθρώπους για την μέχρι τώρα πορεία σας, ποιοι θα ήταν;
Δεν μπορώ να περιοριστώ μόνο σε τρείς. Θα πω ο παππούς μου ο Παντελής Καμμάς, γεωργός από την Τήλο, ο Νικήτας ο Μαγγαφάς προσωπικότητα του νησιού, ο ψάλτης Μιχάλης Μιχαλούδης, ο δάσκαλός μου στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού Μανώλης Αλαχιώτης από την Κω… η γιαγιά μου Άννα και φυσικά οι γονείς μου. Βέβαια δεν πρέπει να παραλείψω τον Γρηγόρη Αναστασιάδη, το Γιάννη Τσαρούχη και τον Μάνο Χατζιδάκι. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν το αντίβαρό μου στην επίσημη επιδερμική παιδεία.

Τι ετοιμάζετε αυτή την περίοδο;
Είναι τόσα πολλά αλλά επί της ουσίας είναι πολλά κομμάτια της ίδιας προσπάθειας. Μίας προκλητικά δύσκολης και γοητευτικής προσπάθειας. Να θέλω να δημιουργήσω τη δική μου πραγματικότητα που να περιέχει τις αποδελτιώσεις μου από τον ορατό και αόρατο κόσμο μας. Θέλω μόνο να σταθώ στις «Φυλακισμένες». Στην παράσταση που ανεβάζει στις 17 Φεβρουαρίου η θεατρική ομάδα Πράξις στη Ρόδο σε σκηνοθεσία Κώστα Κατσουλάκη, στην οποία έγραψα τη μουσική. Να η ελπίδα. Στις τολμηρές αναζητήσεις νέων ανθρώπων.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!