Γιώργος Πολυχρονάκος: «Θησαυρίζουν πλατφόρμες και εταιρείες σε βάρος των δημιουργών»

Συνέντευξη του τζαζ ντράμερ με αφορμή την αυτοέκδοση του δεύτερου άλμπουμ του “Tender Gravity”. 
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
15/04/2024

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

Γιάννης Αλεξίου
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Γεννήθηκε στην Μελβούρνη και μεγάλωσε στην Αθήνα από 6 ετών και επέστρεψε στη Αυστραλία για μουσικές σπουδές μέχρι να γυρίσει οριστικά.

Μαθητής ακόμη στην Γ’ Λυκείου αντιμετώπισε το δίλλημα πανεπιστήμιο ή μουσική, όμως η αγάπη του για την μουσική ήταν αδιαπραγμάτευτη.

Εξελίχθηκε σε ένα από τους πιο σημαντικούς Έλληνες τζαζ μουσικούς.

Ο ντράμερ και συνθέτης Γιώργος Πολυχρονάκος πρόσφατα κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ του “Tender Gravity” αυτοέκδοση ενός πρωτότυπου ηχητικού “ντοκιμαντέρ” με τον ίδιο σε ρόλο…σεναριογράφου, σκηνοθέτη και παραγωγού καθώς είχε να συντονίσει 50 μουσικούς σε μια ηχογράφηση που χώρεσαν τρεις ενεργές γενιές της ελληνικής τζαζ.

Το ρίσκο που πήρε τον δικαίωσε.
Bodrum_1.jpg
Ποιο ήταν το ερέθισμα να ξαναμπείς στο στούντιο μετά από καιρό για να κάνεις ένα νέο άλμπουμ ;
Διάθεση όπως υλικό και ιδέες για το άλμπουμ που θα διαδεχόταν το Blink υπήρξαν αρκετές από την έκδοσή του (2000). Ωστόσο, προτεραιότητες της ζωής και κάποιες αναποδιές το μετέθεταν συνεχώς στο “κάποτε”, μέχρι που ήρθε η δύσκολη περίοδος των lockdown. Εντελώς ανέλπιστα, προέκυψε άπλετος διαθέσιμος χρόνος και κάποια στιγμή, στο 1ο lockdown, συνειδητοποίησα πως μου «χτυπούσε την πόρτα» το: ή τώρα ή ποτέ (last call). Άρχισα να σχεδιάζω το Tender Gravity χωρίς να έχω ιδέα αν θα το φέρω ποτέ εις πέρας. Επηρεασμένος από την τρέλα που ζούσαμε με τον covid ένιωσα πως μάλλον θα πρόκειται για το τελευταίο μου μουσικό εγχείρημα. Θέλησα λοιπόν να είναι, όσο το δυνατό, πολυσυλλεκτικό έχοντας στο επίκεντρο μουσικούς που έχω συνεργαστεί μέσα στα χρόνια και εκτιμώ βαθιά αλλά που, δυστυχώς, δεν υπήρχε επίσημη καταγραφή μέχρι τότε. Ταυτόχρονα ήθελα συμμετοχές και από μουσικούς της νεότερης γενιάς που επίσης εκτιμώ πολύ. Με αυτό το σκεπτικό, “είδα” το νέο project ως μια πρόσκληση στους παραπάνω σε ένα πρωτότυπο ηχητικό “ντοκιμαντέρ” με εμένα στους ρόλους του σεναριογράφου, σκηνοθέτη & παραγωγού ! Με ενέπνευσε η ιδέα του ότι, το τουλάχιστον, θα αποτυπωθεί μια ενδεικτική “αναμνηστική φωτογραφία” από την τζαζ σκηνή μας και τις τρεις ενεργές γενιές της, στο σήμερα!

Πώς κατάφερες να συντονίσεις 50 μουσικούς ; Ποιος ήταν ο βασικός τρόπος επικοινωνίας και ποια η μεγαλύτερη δυσκολία ;
Όταν ξεκινούσα δεν είχα στον νου μου συγκεκριμένο αριθμό μουσικών. Έφτιαξα μια λίστα με περίπου 80 μουσικούς που επιθυμούσα να συμμετάσχουν. Όποτε τελείωνα την ενορχήστρωση κάποιου κομματιού με συγκεκριμένους μουσικούς στο μυαλό μου, επικοινωνούσα μαζί τους επισημαίνοντας πως α) δεν υπάρχει budget και β) πως θέλω να συμμετέχουν μόνο αν τυχόν γουστάρουν το κομμάτι που τους προτείνω. Ευτυχώς, αφού τους έστελνα την μουσική, το 95% των απαντήσεων ήταν θετικές.
Για τον συντονισμό τους και όλο το οργανωτικό κομμάτι θα μπορούσα να γράψω βιβλίο ! Αμέτρητες οι επικοινωνίες, τα ευτράπελα και οι “στραβές” που έτυχαν στα 3 χρόνια. Η “παρτίδα” σώθηκε χάρις στα διαδικτυακά μέσα και την δοτικότητα των φίλων μουσικών που επένδυσαν χρόνο και ενέργεια σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για όλους και μάλιστα, αφιλοκερδώς. Οι μεγαλύτερες δυσκολίες ήταν: α) ο covid που λόγω ασθενούς ή υπόπτου μετάδοσης ακυρώθηκαν, τελευταία στιγμή, κάμποσα studio sessions που είχαν οργανωθεί με κόπο β) Το γεγονός ότι αρκετοί από τους μουσικούς ζούσαν εκτός Αθηνών ή χώρας.

Πόσο χρονικό διάστημα κράτησε η ολοκλήρωση του πρότζεκτ και ποιο κομμάτι χρειάστηκε να ηχογραφήσεις περισσότερες φορές ;
Περίπου έναν χρόνο κράτησε η διαμόρφωση των 15 συνθέσεων και άλλα δύο χρόνια η αποτύπωση τους και η επεξεργασία. Το πιο απαιτητικό κομμάτι στο πλαίσιο της ηχογράφησης ήταν το Bass Ode. Όχι μόνο επειδή είναι πρωτότυπο και απαιτητικό ενορχηστρωτικά (Κουαρτέτο Μπάσων) αλλά και διότι ο ένας από τους τέσσερεις μπασίστες ζει στην Θεσσαλονίκη και ο άλλος στην Μελβούρνη. Επειδή λατρεύω το μπάσο και ξέρω πως είναι ένα υποτιμημένο όργανο στο μυαλό του μέσου ακροατή ήθελα να βρω έναν τρόπο να το αναδείξω ως φόρο τιμής. Ήταν το πρώτο που ηχογραφήθηκε και το γεγονός ότι μας “βγήκε” εκείνο που θεωρούσα εξαρχής το πιο παράτολμο κομμάτι αλλά και που άρεσε σε όσους το άκουσαν, με γέμισε ελπίδα για την συνέχεια !

Πόσο καλά γνώριζες όλους αυτούς τους μουσικούς ώστε να μοιράσεις τους ρόλους τους, ποιος θα παίξει τι και σε ποιο κομμάτι ;
Οι περισσότεροι είναι παλιοί φίλοι και συμπαίχτες ενώ οι της νεότερης γενιάς, είτε είχαμε παίξει κάπου μαζί είτε τους είχα ακούσει ζωντανά ή διαδικτυακά. Ούτως ή άλλως, το ζητούμενο μου ήταν ο κάθε μουσικός να φέρει την, γνώριμη σε εμένα, προσωπικότητα του στο “τραπέζι”. Έχοντας στην διάθεση μερικά από τα σημαντικότερα μέλη της Ελληνικής τζαζ σκηνής επιδίωξα να υπάρχουν ικανοί χώροι αυτοσχεδιαστικής ελευθερίας και προσωπικής ερμηνείας, ακόμα και των γραμμένων μερών. Θέλω να πιστεύω ότι καταγράφηκε αυτό στο άλμπουμ και πως κανείς από τους ερμηνευτές δεν περνάει απαρατήρητος στην εστιασμένη ακρόαση.
Tender_Gravity_Front.jpg
Το Tender Gravity έχει καινούργιες συνθέσεις ;
Το Tender Gravity περιλαμβάνει μια μίξη από 14 νέες και παλιότερες ανέκδοτες συνθέσεις όπως και το Rendezvous With A Farewell του 1988 που έχει ηχογραφηθεί άλλες δυο φορές. Οι παλιότερες ανασκευάστηκαν και όλες με την σειρά τους ενορχηστρώθηκαν έχοντας κατά νου συγκεκριμένους μουσικούς με την πεποίθηση ότι θα αναδείξουν το επιθυμητό ύφος και κατεύθυνση της κάθε σύνθεσης. Αυτά που διακρίνω ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Tender Gravity είναι: α) ο πρωτόγνωρος αριθμός των 50 μουσικών που συνέβαλαν στην δημιουργία του β) ο πλουραλισμός στιλιστικών και ενορχηστρωτικών επιλογών γ) το γεγονός πως όλες οι συνθέσεις είναι ενός ντράμερ ο οποίος δ) επέλεξε να μη συμμετάσχει παίζοντας ντραμς & που ε) για πρώτη φορά στιχουργεί.

Η διαδικασία να το κυκλοφορήσεις (αρχικά σε cd και μετά σε βινύλιο) πώς ήταν ;Τι βήματα ακολούθησες ;
Έπειτα από 23 χρόνια δισκογραφικής απουσίας είπα μήπως και “ρεφάρω”. Με σύμμαχο την απομόνωση του πανδημικού εγκλεισμό είπα να το παλέψω μόνος μου και όπου με βγάλει. Ομολογώ πως “χάνομαι” τόσο πολύ όταν γράφω που ούτε κατάλαβα για πότε πέρασαν οι τρεις καραντίνες. Είχα όμως επίγνωση πως αυτό που οραματιζόμουν είναι αρκετά φιλόδοξο, ότι φλερτάρει έντονα με υπερπαραγωγή και πως, εν τέλει, ενδέχεται να “φάω τα μούτρα μου”. Άλλωστε, οι δισκογραφικές εταιρείες έπαψαν πια να είναι αρωγοί της δημιουργίας. Περιμένουν, εκ του ασφαλούς, να τους παραδόσεις έτοιμο το “προϊόν” και να καρπωθούν με μηδενικό ρίσκο τα όποια οφέλη. Η απόφαση μου να τις παρακάμψω με έβαλε σε πρωτόγνωρους μπελάδες αλλά, παρά τα πάμπολλα λάθη μου, δεν μετανιώνω που η παραγωγή του άλμπουμ είναι ανεξάρτητη. Ακολούθησα την πεπατημένη των ανεξαρτήτων παραγωγών την οποία ανακάλυψα μέσω του πατροπαράδοτου:” ρωτώντας πας στην Πόλη”.
Το CD τυπώθηκε στην Πολωνία και το διπλό LP (limited edition-180 gr) στην Ολλανδία. Μαζί με την digital εκδοχή, είναι διαθέσιμα μέσω της πλατφόρμας Bandcamp και του προσωπικού μου website. (https://www.polyhronakos.com)
IMG_8106.jpg
Βινύλιο ωραία κίνηση ! Πότε αγόρασες τα πρώτα σου βινύλια ; Από πού ; Θυμάσαι ποια ήταν ; Που το/τα έπαιξες ; Είχατε πικάπ στο σπίτι ;
Οι γονείς μου είχαν φέρει από την Αυστραλία ένα έπιπλο τύπου “media center” της εποχής το οποίο είχε τηλεόραση, πικάπ και ραδιόφωνο. Το πρώτο μου προσωπικό βινύλιο ήταν δώρο από τον θείο μου Νίκο που μου έφερε από την Αυστραλία (1976) τον πρώτο δίσκο των ABBA. Για χρόνια έχτιζα “ρεφενέ” τα ακούσματα μου αντιγράφοντας βινύλια φίλων και γνωστών σε κασέτες. Ο πρώτος που αγόρασα μόνος μου ήταν το Hotel California των Eagles στην Β’ Γυμνασίου, αν θυμάμαι σωστά, και ακολούθησαν τα Dark Side of the Moon των Pink Floyd και το BAD CO των Bad Company.

Πώς μπήκες στην τζαζ ;
Στην τζαζ μυήθηκα σε ηλικία 19 ετών εντελώς συμπωματικά από δύο Ιταλούς τουρίστες στην Σαντορίνη που ήταν σπουδαστές μουσικής (τζαζ). Αφού με “κέρασαν” όσα ακούσματα είχαν μαζί τους (σε walkman, φορητό κασετόφωνο της εποχής), τους παρακάλεσα να μου στείλουν επιπλέον υλικό της επιλογής τους, όταν και αν μπορέσουν. Δύο μήνες μετά έφτασαν στο σπίτι μου 20 κασέτες από τα περισσότερα είδη τζαζ που υπήρχαν έως τότε, εύστοχα επιλεγμένα, ώστε να σχηματίσω “εικόνα” του εύρους της. Την “ψώνισα” κυριολεκτικά και συνειδητοποίησα ότι ως αντικείμενο, με ενδιαφέρει πραγματικά χωρίς να γνωρίζω από πού και πως να αρχίσω. Έναν χρόνο μετά, για καλή μου τύχη, ξεκίνησα ιδιαίτερα μαθήματα με τον Γιάννη Φλώρο ο οποίος μου άνοιξε τα μάτια. Την επόμενη χρονιά επέστρεψα στην γενέτειρα μου Μελβούρνη για να σπουδάσω επειδή τότε στην Ελλάδα δεν υπήρχε κάτι σχετικό στην μουσική εκπαίδευση. Έφυγα με σκοπό να μάθω ότι καταφέρω χωρίς να το σκέφτομαι ούτε ως επάγγελμα ούτε ως καριέρα. Σχετικά σύντομα και πριν το καταλάβω, βρέθηκα να παίζω με σημαίνοντες μουσικούς της Αυστραλίας και να ζω από την μουσική.

Πώς ήταν εκείνη η εποχή ;
Η εποχή των 80’s ήταν πλήρως αναλογική έως και σχετικά ρομαντική. Χτίζονταν δυνατές διαπροσωπικές σχέσεις, δια ζώσης φιλίες όπως και κοινά οράματα που σε “έσπρωχναν”, ακούσια, στην επόμενη δημιουργική “πίστα”. Καλώς ή κακώς και σε αντίθεση με το σήμερα, επικρατούσε μια περιρρέουσα ανεμελιά και ελάχιστη ανησυχία για το μέλλον. Στην Μελβούρνη δε, βίωσα μια αρκετά υγιή κοινωνία και για πρώτη φορά, το μεγαλείο της αξιοκρατίας, ισονομίας και της πολυπολιτισμικότητας.

Από τα τύμπανα ξεκίνησες ; Είχες κάποιο πρότυπο ;
Ξεκίνησα ως αυτοδίδακτος με την κιθάρα στα 12 μου. Τύμπανα άρχισα να παίζω στα 18 μου. Σπούδασα στο Κεντρικό Ωδείο του Κώστα Κλάββα για δύο χρόνια. Ακολούθησε η κρατική σχολή Victorian College of the Arts (V.C.A) της Μελβούρνης από την οποία αποφοίτησα ως αριστούχος. Είκοσι χρόνια μετέπειτα έκανα το μεταπτυχιακό μου στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.  Ως πρώτο ντραμιστικό πρότυπο είχα αρχικά τον Billy Cobham και λίγο αργότερα τον Steve Gadd. Στην συνέχεια τους Tony Willians, Max Roach, Philly Joe Jones & Elvin Jones κ.α.

Τι συνέβη όταν εμφάνισες τα τύμπανα στο σπίτι ; Συνθήκες προβών ;
Στα 17 και ενώ ήμουν στην Γ’ Λυκείου, συναντήθηκα τυχαία με ένα ντράμσετ στην διάρκεια της σχολικής εορτής για το Πολυτεχνείο και ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα. Δυο μήνες μετά τους αποκάλυψα πως αποφάσισα τι είναι αυτό που θέλω να κάνω στην ζωή μου. Όταν συνήλθαν από το αρχικό σοκ, μου είπαν πως αν είσαι βέβαιος ότι αυτό αγαπάς και θέλεις, θα σε στηρίξουμε με κάθε δυνατό τρόπο. Η μητέρα μου, λίγο αργότερα, μου εκμυστηρεύτηκε πως όταν στα 6 μου ήρθαμε από την Αυστραλία, ζητούσα να μάθω ντραμς αλλά αναγκάστηκαν να μου το αρνηθούν λόγω της διαβίωσης μας σε πολυκατοικία. Δεν το θυμόμουν καν, ίσως γιατί το αντικατέστησα μέσα μου “ξεσπώντας” στην κιθάρα. Το ίδιο καλοκαίρι δούλεψα στα διυλιστήρια & έπειτα οικοδομή ώστε να αγοράσω το πρώτο μου ντράμσετ. Ξεκίνησα εντατικά μαθήματα, μελετούσα 5-8 ώρες καθημερινά και έναν χρόνο μετά, έπαιζα 3 βραδιές τη βδομάδα με την rock cover μπάντα του Θάνου Καλλίρη στην “Μουσική Αποθήκη”. Την επόμενη χρονιά έφυγα για σπουδές στην Μελβούρνη όπου και έζησα για 8 χρόνια.
γιωργος-πολυχρονακος-blink-cover-art.webp
Πώς έφθασες στην ηχογράφηση του πρώτου άλμπουμ Blink ; Πώς ήταν η εμπειρία αυτή;
Το λες και λαχείο. Εκείνο το διάστημα δούλευα στο στούντιο σε παραγωγές της Legend και σε κάποια συζήτηση με τον παραγωγό Μάνο Βαφειάδη του ανέφερα ότι έχω γράψει κάποια κομμάτια που επιθυμώ κάποτε να ηχογραφήσω. Χωρίς καν να τα ακούσει μου πρότεινε να μπω στο στούντιο και να τα ηχογραφήσω για την Legend ! Του λέω: αν τυχόν δεν μου κάνεις πλάκα, δώσε μου έναν μήνα καιρό να το οργανώσω. Μου διέθεσαν τέσσερα εξάωρα στο στούντιο και όλα ηχογραφήθηκαν ζωντανά από 11 εξαίρετους φίλους/μουσικούς με μια και μοναδική πρόβα. Είχα σχεδιάσει λεπτομερώς το κάθε session αφού τα χρονικά περιθώρια ήταν στενά και σε κάθε κομμάτι, από τα 11 συνολικά, έπαιζε άλλος συνδυασμός μουσικών. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στο Tender Gravity σε μεγαλύτερη κλίμακα. Όταν την 4η μέρα τελειώσαμε ο παραγωγός και ο ηχολήπτης μου είπαν πως θα’χουν να το λένε και ότι πρόκειται για μουσικό άθλο….. χαχαχαχαχα ! Κατάλαβα τι εννοούσαν όταν ο Ηλίας Λάκκας (ηχολήπτης) που ηχογραφούσε το ίδιο διάστημα και τον δίσκο ενός διάσημου Έλληνα τραγουδιστή μου εκμυστηρεύτηκε πως εκείνος χρειάστηκε τον ίδιο αριθμό ωρών ολοκλήρωσης του Blink (24) προκειμένου να ηχογραφήσει το μαντολίνο, σε ένα μόνο κομμάτι !

Τι άλλαξε από τότε, δύο δεκαετίες και βάλε πέρασαν, στην όλη διαδικασία ηχογράφησης ενός άλμπουμ, αλλά και στο μουσικό τοπίο ;
Διανύαμε την τελευταία περίοδο της αναλογικής εποχής πριν περάσουμε με ορμή στην ψηφιακή-διαδικτυακή. Θυμάμαι πως το 2001 αγόρασα το πρώτο μου PC και έναν χρόνο μετά το πρώτο μου κινητό. Όλα έχουν αλλάξει έκτοτε. Το να κάνεις έναν δίσκο απαιτούσε δισκογραφική εταιρεία που σε “πίστευε” και σε στήριζε, πολύ ή λιγότερο. Ήταν αρκετά ακριβή υπόθεση αλλά και βαρυσήμαντο μουσικό εχέγγυο το να έχεις κυκλοφορήσει προσωπικό άλμπουμ. Σήμερα πια, μπορείς να το κάνεις χωρίς εταιρεία και χωρίς να χρειαστεί να βγεις καν από το σπίτι σου, αν το επιλέξεις. Κάπως έτσι εξηγείται και η αθρόα παραγωγή & διάθεση μουσικής που έχει πια κατακλύσει την υφήλιο. Όπως συμβαίνει πλέον με την πληροφορία και την αλήθεια, χρειάζεται να κοπιάσεις για να διακρίνεις τα πάμπολλα “διαμάντια” που, ευτυχώς, υπάρχουν αλλά, συχνά θάβονται μέσα στον μουσικό ορυμαγδό που μας βομβαρδίζει. Το βέβαιο είναι πως έχει αλωθεί πια η αυτονόητη ηθική & υλική υπεραξία του εκάστοτε έργου. Σήμερα θησαυρίζουν μόνο οι μεταπράτες (βλέπε πλατφόρμες) και οι μεσάζοντες (βλέπε εταιρείες), πάντα εις βάρος των δημιουργών. Και μόνο το γεγονός ότι όλοι μας μπορούμε να ακούσουμε ανά πάσα στιγμή ότι επιθυμήσουμε χωρίς καμία ή μηδαμινή χρέωση, τα λέει όλα.
Photo_for_the_CV.jpg
Η τζαζ είναι ένα κλειστό κύκλωμα στην Ελλάδα ; Υπάρχει προοπτική ;
Ούτε κλειστό, ούτε κάποιου είδους κύκλωμα πιστεύω ότι είναι η τζαζ στην Ελλάδα. Το αντίθετο θα έλεγα και μάλιστα, μάλλον το πιο παραγκωνισμένο μουσικό είδος. Η τζαζ, εκ φύσης της, είναι δημοκρατική, εμπνέει τον ευέλικτο και επαναστατικό τρόπο σκέψης και, ως επί τω πλείστω, συστήνει την “ανοιχτή” οπτική στην ζωή και την εξέλιξη της. Ήταν και παραμένει μια κοιτίδα ζύμωσης, έκφρασης και αυθεντικής δημιουργίας. Να επισημάνω εδώ πως μου είναι δύσκολο να φανταστώ το τι είδη μουσικής θα ακούγαμε σήμερα αν δεν γεννιόταν η τζαζ της οποίας, παρεμπιπτόντως, εφεύρημα ήταν και η δημιουργία του ντράμσετ. Άραγε, θα υπήρχαν: Soul, R&B, Rock, Pop & τα αναρίθμητα παρακλάδια τους ; Κατά συνέπεια είναι αυτονόητο πως υπάρχει προοπτική. Η τζαζ στην Ελλάδα του σήμερα είναι στα καλύτερα της και είμαι βέβαιος, εδώ και δύο δεκαετίες, ότι σε σημαντικό ποσοστό της είναι & εξαγώγιμη. Η Ελληνική πολιτεία δε, σε αντίθεση με την καθιερωμένη από δεκαετίες Ευρωπαϊκή νοοτροπία της έμπρακτης στήριξης της τζαζ, είναι εκκωφαντικά απούσα !

Ποια είναι τα υπέρ και τα κατά μιας αυτοέκδοσης ;
Στα υπέρ είναι το γεγονός πως δεν δίνεις λογαριασμό σε κανέναν, δεν υποχρεώνεσαι σε συμβιβασμούς και διατηρείς τον πλήρη έλεγχο της δουλειάς σου. Στα κατά, θα ξεχωρίσω το βαρύ τίμημα που επιφέρει το να έχεις την αποκλειστική ευθύνη σε όλα τα στάδια της μακράς διαδικασίας, που δεν είναι και λίγα. Σύλληψη, σύνθεση, ενορχήστρωση, ηχογράφηση, μίξη, μάστερινγκ, γραφιστικά, κείμενα, εκτύπωση, προστασία δικαιωμάτων, προώθηση και φυσικά, το οικονομικό κόστος.

Πώς είναι να “τρέχεις” όλο αυτό το πρότζεκτ ; (Χωρίς υποστηρικτική δισκογραφική εταιρία και χωρίς υποστηρικτικό προμότιον, αυτοδιάθεση υλικού κλπ)
Εν συντομία, ένας επίπονος αλλά δημιουργικός Γολγοθάς ! Χιλιάδες οι ώρες ενασχόλησης, αμέτρητα τα ξενύχτια, σοβαρά τα κόστη και τα άγχη αλλά, μια ανανεωτική εμπειρία που θα επαναλάμβανα με χαρά και πάθος αν θεωρούσα πως έχω κάτι αξιόλογο να καταθέσω. Να σημειώσω πως δεν θα τολμούσα να ξεκινήσω αυτή την τρίχρονη περιπέτεια αν δεν είχα στο πλευρό μου τον καλό μου φίλο, συνεργάτη και συνάδελφο Τάσο Κατσάρη. Επιπλέον, θέλω να ευχαριστήσω και από εδώ όλους τους μουσικούς που με εμπιστεύτηκαν και με τίμησαν με την συμμετοχή τους όπως και τους καλούς μου φίλους που με ξελάσπωσαν με τα γραφιστικά. Επιπρόσθετα, ευχαριστώ για όλη την εμψύχωση που έλαβα από τον ευρύ κύκλο αγαπημένων ανθρώπων μου. Rodos_2.jpg
Πού γεννήθηκες και πώς μεγάλωσες ; Ποιοι μουσικοί και συγκροτήματα σε επηρέασαν;
Γεννήθηκα στην Μελβούρνη και μεγάλωσα στην Αθήνα από 6 ετών. Είχα την ευλογία να έχω φιλότεχνους, ανοιχτόμυαλους & δημοκρατικούς γονείς που με έφεραν από νωρίς κοντά στην λογοτεχνία,την ιστορία, το θέατρο & μουσικές κάθε είδους. Ο πατέρας μου φίλος της κλασσικής, ροκ & ορχηστρικής τζαζ ενώ η μητέρα μου των “βαριών χαρτιών” της Ελληνικής μουσικής (Θεοδωράκη, Χατζιδάκη, Πλέσσα, Ξαρχάκο, Τσιτσάνη, Κουγιουμτζή κλπ). Στην Α’ Γυμνασίου ήρθα σε επαφή με τους ABBA, κατόπιν με στους Bee Gees και στην συνέχεια με τις Disco και Soul. Ακολούθησε η μακρά Rock φάση μου με τους Deep Purple, Led Zeppelin, Eagles, Police, Dire Straits κλπ ενώ παράλληλα ξεκίνησε η σχέση μου με την κιθάρα. Ήμουν ο “μουσικός διασκεδαστής” του σχολείου και συχνά ο βασικός DJ στα πάρτι χωρίς ουδέποτε να φανταστώ ότι θα ασχοληθώ σοβαρά με την μουσική αφού πίστευα ότι “ανήκω” σε κάποια από τις θετικές επιστήμες. Μαγεύτηκα από τα ντραμς στην Γ’ Λυκείου και ξάφνου βρέθηκα μπροστά στο δίλλημα να πρέπει διαλέξω ανάμεσα στο πανεπιστήμιο και την μουσική. Προσπαθώντας να ξεκαθαρίσω μέσα μου τα πράγματα, ρώτησα τον εαυτό μου: «Τι πιστεύεις ότι δεν θα βαριόσουν ποτέ στην ζωή σου ;». Η απάντηση ήρθε αβίαστα: «Την μουσική». Έκτοτε, συνέχισα να ακολουθώ το ένστικτό μου και το ένα έφερε το άλλο. Στάθηκα πολύ τυχερός στην ζωή μου. Σπουδές, συναυλίες, ηχογραφήσεις, ταξίδια, σχέσεις ζωής και πληθώρα ανεξίτηλων στιγμών αποτελούν τον πλούτο που αποκόμισα από εκείνη την απόφαση. Κοιτώντας πίσω, νιώθω ευγνώμων.

Υπήρχε μουσική σκηνή στο Χαϊδάρι και αν οι συνθήκες ευνοούσαν την ίδρυση ενός γκρουπ ; Στέκια ;
Ναι, το Χαϊδάρι ήταν ανέκαθεν μουσικο-μάνα. Στα σχολικά μου χρόνια και όσο ο κινηματογράφος «Άνοιξη» παρέμενε δημοτικός, διοργανώνονταν Κυριακάτικα μουσικά πρωινά στα οποία παρέλαυναν διάφορα ερασιτεχνικά Rock σχήματα της Αθήνας. Ήταν σημαντικό κομμάτι της διασκέδασης αλλά και της υποδόριας εκπαίδευσης μας. Επιπλέον, τα καλοκαίρια υπήρχε η γιορτή του κρασιού στο Δαφνί όπου έπαιζαν κάθε βράδυ διάφορα σχήματα. Εγώ μένω πολύ κοντά και επειδή κοιμόμουν τα καλοκαίρια στο μπαλκόνι, τους άκουγα καλά, ανέμου θέλοντος. Ακόμα ηχούν στα αυτιά μου το μπουζούκι, οι τρομερές ατάκες και η μάγκικη φωνή του θρυλικού Γιώργου Ζαμπέτα !!
Πολυχρονάκος.jpg
Το Τοπ-10 σου ;
Miles Davis
Bill Evans
Pat Metheny
Dexter Gordon
Michael Brecker
Max Roach
Tony Williams
Jack De Johnette
Elvin Jones
Bill Stewart

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!