Μπρένταν Πέρι: Από τους Dead Can Dance στο ρεμπέτικο

Μιλάει για την αγάπη του στο ρεμπέτικο και πώς ταυτίστηκε με αυτό
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Ο Μπρένταν Πέρι δημιουργός των Dead Can Dance, μίλησε στην Τίνα Μανδηλαρά και το Gala για το ρεμπέτικο δίσκο του και την αγάπη του για το ρεμπέτικο τραγούδι.

Λέει ότι ως άνθρωπος που ενδιαφερόταν πάντα για το φολκ, τους διαφορετικούς ήχους και ακούσματα από τη βαθιά Ανατολή και την Αφρική μέχρι την Ιρλανδία, από όπου αφορμάται η μισή καταγωγή του, δεν μπορούσε να μη νιώσει μεγάλο ενθουσιασμό ανακαλύπτοντας για πρώτη φορά τα ρεμπέτικα «στα ελληνικά καφενεία και τις ταβέρνες της Μελβούρνης, όπου ζούσα στα τέλη της δεκαετίας του ’70», όπως ομολογεί μιλώντας αποκλειστικά στο «Gala». Από τότε άρχισε να συλλέγει δίσκους, να διαβάζει βιβλία και να εντρυφά στη μαγεία των δικών μας μπλουζ έχοντας στο μυαλό του ότι κάποια στιγμή θα βγάλει άλμπουμ για να τιμήσει με τον δικό του τρόπο το ρεμπέτικο. Και τα κατάφερε εν μέσω πανδημίας ηχογραφώντας σε ειδικό δικό του στούντιο στη Βρετάνη, σε έναν πανέμορφο χώρο στη Νότια Γαλλία όπου ζει τα τελευταία χρόνια. Ο δίσκος που μόλις κυκλοφόρησε φέρει τον τίτλο «Songs of Disenchantment - Music From The Greek Undeground» (Τραγούδια της απομάγευσης - Μουσική από το ελληνικό underground) και είναι αφιερωμένος αποκλειστικά στο ελληνικό ρεμπέτικο.

Γιατί, όμως, αυτός ο τίτλος; «Γιατί η απομάγευση είναι κάτι που διαπνέει όλα τα ρεμπέτικα - ας μην ξεχνάμε ότι τα τραγούδια αυτά βγήκαν από πρόσφυγες που βρέθηκαν σε μια άγνωστη πόλη ύστερα από μεγάλη καταστροφή, που ζούσαν σε ασφυχτικές οικονομικά και πολιτικά συνθήκες. Για όλους εμάς που επισκεπτόμαστε σήμερα την Αθήνα και θαυμάζουμε αυτή τη λαμπερή, λουσμένη στο φως πόλη αυτό είναι κάτι αδιανόητο γιατί δεν μπορούμε καν να τη συνδέσουμε με τέτοιες εικόνες. Τότε αυτή ήταν μια οδυνηρή πραγματικότητα. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι υπέφεραν από τη φτώχεια, τις κακουχίες, ενίοτε και τα κυνηγητά, αφού στην πλειονότητά τους ζούσαν σε καθεστώς ημιπαρανομίας. Οι περισσότεροι ήταν πολλές φορές αναγκασμένοι να κλέψουν για να ζήσουν και είχαν μάθει να κρύβονται σε ύποπτα καταγώγια. Και κάπως έτσι, αναζητώντας κάπου μια παρηγοριά, άρχισαν να τραγουδούν αυτά τα τραγούδια με όλο το πάθος του πόνου που αποτυπωνόταν βαθιά στις ψυχές».

Αυτό το πάθος των προσφύγων ήταν που συνεπήρε και τον ίδιο και ταυτίστηκε με αυτά τα ακούσματα όταν τα άκουγε σε αντίστοιχους χώρους στην Αυστραλία μαζί με τους Ελληνες θαμώνες, δοκιμάζοντας για πρώτη φορά ούζο και μαθαίνοντας τάβλι. Ακόμα και σήμερα δεν ξεχνά ότι έφτασε στην Αυστραλία με ένα ελληνικό παλιοκάραβο, το «Ελληνίς» - σε αυτό το ταξίδι εντοπίζει την αρχή αυτής της ατελείωτης προσωπικής μουσικής του περιπέτειας που λέγεται ρεμπέτικο. Αλλωστε του πήρε έντεκα χρόνια να ολοκληρώσει τον δίσκο και να προχωρήσει σε ηχογράφηση, αν και αυτό δεν προκαλεί έκπληξη σε κανέναν αφού είναι γνωστό ότι ο άκρως σχολαστικός Μπρένταν Πέρι δεν βιάζεται όταν πρόκειται για τη δουλειά του. Πάντα μεσολαβούν μεγάλα διαστήματα ανάμεσα στα άλμπουμ του, τα οποία πέρα από μουσική, ουσιαστικά πάντα κρύβουν τη βαθιά μελέτη που έχει προηγηθεί για να τα προετοιμάσει. Ετσι και με το ρεμπέτικο: διάβασε αμέτρητα βιβλία, συμβουλεύτηκε μελέτες, αγόρασε και άκουσε δίσκους. Οπως ομολογεί, έχει στη διάθεσή του πάνω από 5.000 ρεμπέτικα τραγούδια τα οποία έχει μελετήσει σε βάθος.

Στο νέο του άλμπουμ τραγουδάει στα αγγλικά διάσημους ελληνικούς στίχους από ρεμπέτικα, άλλους διασκευασμένους και άλλους πρωτότυπους ή «δανεισμένους» από άλλα ρεμπέτικα με διαφορετικό τίτλο. Ακούμε έτσι τραγούδια όπως το «Φέρτε μια κούπα σε κρασί», «Κάτω στα Λεμονάδικα», «Ησουνα ξυπόλητη» και «Μες της πόλης το χαμάμ», όλα με τους πρωτότυπους απαγορευμένους τίτλους που εξυμνούσαν τις ουσίες και την παρανομία και είχαν αφαιρεθεί κατά την περίοδο της χούντας. «Αναμφισβήτητα τα ρεμπέτικα είναι τα δικά σας μπλουζ, αλλά έχουν και ένα μυθιστορηματικό, θεατρικό στοιχείο το οποίο αξίζει να μελετηθεί. Ο τύπος του ρεμπέτη μου φαίνεται εντελώς μπρεχτικός, κάτι σαν αυτόν που περιγράφεται στο τραγούδι “Mack the knife” - τέτοιας εμβέλειας και έντασης χαρακτήρας. Είναι ο “μάγκας” που περιφερόταν στη μαύρη αγορά νιώθοντας άνετα ανάμεσα σε διάφορους παράνομους και πόρνες, που έπινε το χασίσι του και τραγουδούσε τους καημούς της καρδιάς. Πρόκειται για έναν χαρακτήρα άμεσα συνυφασμένο με την πόλη και την ιστορία της, είναι η ελληνική εκδοχή του μπαγαπόντη και του μποέμ. Σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να φανταστώ τον ρεμπέτη μακριά από τον Πειραιά και τον βλέπω και τώρα να περιφέρεται κρατώντας το μπαγλαμαδάκι ή το μπουζούκι του ψάχνοντας για τον επόμενο τεκέ ως γνήσιος εκπρόσωπος του κουτσαβάκη και του μάγκα».

Διαβάστε όλη τη συνέντευξη ΕΔΩ

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!