Στέλιος Καζαντζίδης - Η πορεία του στο «έντεχνο»

(ΑΚΟΥΣΕ) Μια ξεχωριστή πτυχή της μεγάλης διαδρομής του Στέλιου Καζαντζίδη στη δισκογραφία
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Δεν είναι λίγες οι φορές που και μόνο στο άκουσμα του ονόματος του Στέλιου Καζαντζίδη, έχω ακούσει φράσεις όπως: «Έλεγε μόνο “βαριά” τραγούδια» ή «μόνο “κλαψοτράγουδα” είχε πει» ή ακόμη «όλο “αμανετζίδικα” ήταν» και άλλα παρόμοια…

Όντως στο ξεκίνημα της καριέρας του, ο Στέλιος Καζαντζίδης λέει αρκετά τραγούδια με στίχους που εκφράζουν την κοινωνική αδικία, τη δυστυχία, τη φτώχεια και την ανέχεια μιας χώρας, που μόλις έχει βγει από τα συντρίμμια της Κατοχής και του Εμφυλίου και παλεύει για να μαζέψει τα κομμάτια της, να ορθοποδήσει και να σταθεί ανάμεσα στα «μεγαθήρια» της Ευρώπης… Πολύ περισσότερο, όταν το μεγαλύτερο μέρος αυτών των στίχων συνοδεύεται από μελαγχολικές και «σκοτεινές» «μινόρε» ή «ουσάκ» μελωδίες… Δεδομένης και της μεγάλης επιρροής του Καζαντζίδη, από το «δάσκαλό» του, Πρόδρομο Τσαουσάκη και τον τρόπο που τραγουδά, οι συνθέσεις αυτές ακούγονται ακόμα πιο «μαύρες»… Στη συνέχεια θα πει, εκτός των άλλων, αρκετά τσιφτετέλια και τραγούδια επηρεασμένα από τις μουσικές της Ανατολής… Αλλά και δεκάδες, για να μην πω εκατοντάδες, δυνατά λαϊκά τραγούδια…

Είναι όμως μόνο αυτά; Εκτιμώ πως, εσκεμμένα πολλές φορές, δεν αναφέρεται η «άλλη όψη του Στέλιου». Η οποία, αν και δεν καλύπτει μεγάλο μέρος του συνολικού του ρεπερτορίου, είναι παρούσα… To «ειδικό βάρος» της μάλιστα, την καθιστά τεράστιο και αναπόσπαστο κομμάτι του νεοελληνικού πολιτισμού…

Τον Μάρτη του 1961 ο Μίκης Θεοδωράκης ηχογραφεί στην Columbia έξι τραγούδια σε 45άρια, σε στίχους του Τάσου Λειβαδίτη και του Δημήτρη Χριστοδούλου, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου «Πολιτεία Α’». Τραγουδούν ο Καζαντζίδης με τη συνοδεία της Μαρινέλλας και του Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι… «Βράχο βράχο τον καημό μου», «Παράπονο», «Σαββατόβραδο», «Έχω μια αγάπη», «Μετανάστης» και «Καημός»… Σε κάποια έκδοση του δίσκου με τον «Μετανάστη», από λάθος, αναγράφεται σαν ενορχηστρωτής ο Μάνος Χατζιδάκις… Ο Θεοδωράκης ξεκινά λαϊκές συναυλίες σε θέατρα παρουσιάζοντας τα τραγούδια… Στο δίσκο-ντοκουμέντο «Η συναυλία στο Κεντρικόν» (Philips 1985), αποτυπώνονται πέντε από τα τραγούδια της «Πολιτείας» με τους ίδιους συντελεστές, από συναυλίες που έγιναν στο ομώνυμο θέατρο, στις 20 & 22  Μαρτίου 1961… 

Ο Καζαντζίδης ακούγεται σε κάτι άλλο… Κάτι διαφορετικό…

Πόσο διαφορετικά όμως, είναι τα θέματα της «Πολιτείας» με ό,τι μέχρι τότε τραγουδά; Καθόλου θα έλεγα… Η φτώχεια των απλών ανθρώπων που εύχονται «αχ! να ‘ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο κι ο χάρος να ‘ρχονταν μια Κυριακή το βράδυ…» αλλά κι ο έρωτας… Υπάρχει πιο αγνός και άδολος ερωτικός στίχος από το «Έχω μια αγάπη ολοδική μου, τριαντάφυλλο άστρο μου κι αυγή μου»; 

Τί λέει ο ποιητής με το «Είναι βαριά η μοναξιά, είναι πικρά τα βράχια, παράπονο η θάλασσα και μού ‘πνιξε τα μάτια… Βράχο βράχο τον καημό μου, τον μετράω και πονώ κι είναι το παράπονό μου πότε μάνα θα σε δώ…»; Πώς αλλιώς να μιλήσει για τα βάσανα της εξορίας, που ταλάνισαν επί σειρά ετών τη χώρα;   

Ποιά η θεματολογική διαφορά του «Η κοινωνία με κατακρίνει μ’ έχει αδικήσει στ’ αληθινά και το κορμί μου στιγμή δεν παύει να τυραννιέται και να πονά…», που τραγουδά ένας διαφορετικός Καζαντζίδης το 1955, απαλλαγμένος, πλέον, από τον Τσαουσάκη και με την «καθοδήγηση» του Μανώλη Χιώτη, από το «Εγώ περπάτησα γυμνός, εγώ βαδίζω μόνος μού ‘γινε ρούχο σπαραγμός και σπίτι μου ο πόνος»; Καμιά! Και φυσικά «φεύγω γιατί με πίκρανε η φτώχεια και ο πόνος», ένα από τα πιο δυνατά τραγούδια για το καυτό θέμα της μετανάστευσης… Άλλωστε, έχει γραφτεί πολλές φορές, πως ο Καζαντζίδης δεν έβαζε στο στόμα του στίχο που δεν καταλάβαινε…

Τελικά, αυτά τα τραγούδια, αν και αναπτύσσουν όλα αυτά τα θέματα που προαναφέραμε και μελοποιούνται πάνω στους γνωστούς λαϊκούς ρυθμούς και «δρόμους», είναι διαφορετικά… Έχουν γίνει αναλύσεις επί αναλύσεων αλλά, εν τέλει, είναι αυτό το μεγαλείο της μουσικής του Θεοδωράκη, που δεν μπορεί να εκφραστεί με λίγα λόγια… Εν κατακλείδι, έχουμε την πλέον αρμονική συνύπαρξη μουσικής, στίχου και ερμηνείας… Ο τρόπος που λέει ο Καζαντζίδης τη λέξη «…και το βαρύ καημό τους…» στο «Σαββατόβραδο» είναι μοναδικός. Μαζί με τη Μαρινέλλα δε, παραδίδουν μαθήματα διφωνίας… Τέτοιο ντουέτο δεν ξανάβγαλε και, φοβάμαι πως, δεν θα ξαναβγάλει αυτός ο τόπος… Με την «καταλυτική» συμμετοχή του Μανώλη Χιώτη, το αποτέλεσμα είναι, καλλιτεχνικά, άρτιο…

Λίγο αργότερα, ο Πάνος Γαβαλάς ηχογραφεί το «Βράχο βράχο» στην Odeon σε μια εκτέλεση που περνά σχεδόν απαρατήρητη. Ο «Καημός» εντάσσεται στα τραγούδια της «Όμορφης πόλης» και το 1962 ηχογραφείται με το Γρηγόρη Μπιθικώτση και χορωδία σε μια τελείως διαφορετική προσέγγιση. Θα ακολουθήσουν, στο μέλλον, πάρα πολλές και ποικίλες εκτελέσεις, από τους πιο σημαντικούς, μέχρι τους πιο «απίθανους» τραγουδιστές…

Γιατί όμως δεν συνεχίζεται τότε αυτή η συνεργασία; Έχει ενδιαφέρον να διαβάσουμε τι λέει ο συνθέτης σε συνέντευξή του στον υπογράφοντα το Νοέμβρη του 2007 για το περιοδικό «Πολίτης Κ» του Δήμου Καλαμαριάς.   

Δυο από τους πρώτους ερμηνευτές των τραγουδιών σας ήταν συγχρόνως και δυο από τους μεγαλύτερους λαϊκούς μας τραγουδιστές. Ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Αν δεν απατώμαι το 1961 εμφανίστηκαν για πρώτη φορά μαζί στη σκηνή του θεάτρου «Κεντρικόν» υπό τη διεύθυνσή σας. To 1964 ηχογραφείτε ένα από τα μεγαλύτερα έργα της Ελληνικής μουσικής ιστορίας, το «Άξιον Εστί» σε ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Θα ήθελα να μας πείτε για τις περιπέτειες που πέρασε αυτό το έργο μέχρι την έκδοσή του αλλά και στη συνέχεια μέχρι να παρουσιαστεί ζωντανά. Είναι αλήθεια πως είχατε προτείνει στο Στέλιο Καζαντζίδη να τραγουδήσει στο δίσκο τα μέρη του ψάλτη αλλά εκείνος αρνήθηκε;
Βεβαίως. Ήταν εποχή που όλοι μαζί, Χιώτης, Μαίρη Λίντα, Στέλιος, Μαρινέλλα και Μπιθικώτσης, κλεισμένοι στο μικρό στούντιο της Κολούμπια στην οδό Λυκούργου, κάναμε εντατικές πρόβες για «Επιτάφιο», «Πολιτεία» και «Αρχιπέλαγος». Από κει πηγαίναμε κατ’ ευθείαν στο μεγάλο στούντιο στον Περισσό. Γράφαμε μαζί, τρώγαμε μαζί στα ταβερνάκια της Νέας Ιωνίας και τα βράδια πότε στη Δροσιά για πεϊνιρλί και πότε φτάναμε ως το Κιάτο, όπου ο Στέλιος είχε ένα σπιτάκι στην αμμουδιά για να ψαρεύει. Πολύ συχνά κοιμόμαστε κάτω απ’ την ίδια στέγη. Ειδικά ο Στέλιος μαζί μου έκανε σαν παιδί, γιατί είχε μια κρυφή δίψα για την Αριστερά και του άρεσε να παίρνουμε οι δυο μας το αυτοκίνητο και να βγαίνουμε απ’ την Αθήνα να τραγουδήσουμε δυνατά Εαμίτικα τραγούδια. Είχε περάσει, όπως κι ο Γρηγόρης απ’ τη Μακρόνησο, ενώ η μάνα του ζούσε σ’ ένα φτωχικό σπιτάκι στη Νέα Φιλαδέλφεια με τις αναμνήσεις της. Ήταν λοιπόν φυσικό να κάνουμε όχι μια αλλά δύο συναυλίες με την Ορχήστρα της Ελαφράς Μουσικής της ΕΡΤ, μια στο Κεντρικό και μια στον Πειραιά. Σχεδιάζαμε μάλιστα να κάνουμε όλοι μαζί μια Νέα Δισκογραφική Εταιρία, όμως κάποιος μας μαρτύρησε στην Εταιρία που πήρε αμέσως τα μέτρα της, από τα οποία πρώτο και καλλίτερο ήταν το να μας χωρίσει.

Τον Στέλιο και την Μαρινέλλα τους προόριζαν για τον Χατζιδάκι, τον οποίο ο Λαμπρόπουλος μόλις είχε αποσπάσει από τον Πατσιφά. Εγώ τότε (1961) συνέθετα το «Άξιον Εστί» έχοντας στη σκέψη μου τις δυο φωνές - Στέλιο και Γρηγόρη- να εναλλάσσονται. Ένα λαϊκό ο ένας, ένα βυζαντινό ο άλλος. Δεν τους είχα πει όμως ακόμα τίποτα. Μια μέρα κατά το μεσημέρι καταφθάνει το ζεύγος στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη, για να μου μιλήσει για κάποιο σοβαρό θέμα. Τους είδα πολύ σκεφτικούς και στεναχωρημένους. Σε λίγο άρχισε να μιλά ο Στέλιος: «Ο κ. Τάκης», (Λαμπρόπουλος), «μας είπε ότι ο κ. Χατζιδάκις έχει γράψει ορισμένα τραγούδια για μας και μας περιμένει να πάμε στο σπίτι του για να μας τα παίξει. Πήγαμε σήμερα στις δέκα, χτυπήσαμε το κουδούνι και μας άνοιξε η μητέρα του, η οποία μας οδήγησε στο σαλόνι. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες και είχε ημίφως. Αφού περιμέναμε πάνω από μισή ώρα, μπαίνει ο κ. Μάνος, ο οποίος φορούσε μια μαύρη ρόμπα και μαύρα γυαλιά. Μας χαιρέτησε ευγενικά και κάθισε στο πιάνο. Φαινόταν πως δεν είχε ξυπνήσει ακόμα, γιατί έπαιζε πολύ σιγά, τα δε τραγούδια του ήταν πολύ παράξενα για μας. Πώς να σας το πούμε κύριε Μίκη, μαύρισε η ψυχή μας. Και γι’ αυτό μόλις φύγαμε, τρέξαμε σε σας. Θέλουμε να τραγουδήσουμε τραγούδια σας…».

- «Και ποιος σας εμποδίζει», τους ρωτώ. «Ο κ. Τάκης; Άμα θέλω εγώ, δεν μπορεί να κάνει τίποτα.

- Δεν είναι αυτό, κ. Μίκη.
- Τότε τι είναι;
- Να… Είναι ο «άλλος».
- Ποιος «άλλος»; Ο Γρηγόρης;
- Θέλουμε να γράφετε μόνο για μας…
- Βρε παιδιά… Εσείς είστε αυτοκράτορες. Ο καημένος ο Γρηγόρης μόλις τώρα κατάφερε να τρώει γλυκό ψωμάκι. Άλλωστε δόξα τω Θεώ, μπορώ να γράψω πολλά τραγούδια και για σας και για κείνον…
- Θέλουμε μόνο για μας.
- Και να σας πω και κάτι άλλο. Τώρα γράφω ένα νέο έργο, ένα Ορατόριο, που σκέφτομαι να το τραγουδήσετε μαζί. Εσύ Στέλιο είσαι
λαϊκός και βυζαντινός. Το ίδιο και ο Γρηγόρης. Θέλετε ν’ ακούσετε λίγο;
- Όχι κ. Μίκη. Εάν κρατήσετε τον Γρηγόρη, τότε θα φύγουμε εμείς…»

Ανένδοτοι. Ιδίως ο Καζαντζίδης, που τον είχε πιάσει ξαφνικά μια φοβερή αντιπάθεια και δεν ήθελε ν’ ακούσει ούτε το όνομα του Μπιθικώτση.Και έτσι χωρίσανε οι δρόμοι μας και το «Άξιον Εστί» το τραγούδησε μονάχα ο Μπιθικώτσης. (1)

Το 1983 ο Καζαντζίδης ερμηνεύει το «Παράπονο» στην εκπομπή των «Ρεπόρτερς» στην κρατική τηλεόραση. Η ηχογράφηση αυτή θα συμπεριληφθεί το 1993 στη συλλογή της MBI «Άπονες εξουσίες».

Η «Πολιτεία» επανεκδίδεται το 1976. Σ’ αυτό το δίσκο, το χέρι του τεχνικού ήχου, άγνωστο γιατί, ίσως για λόγους χωρητικότητας, έκανε ένα «fade out» (χαμήλωμα της έντασης στο τέλος του τραγουδιού), με αποτέλεσμα τα «Σαββατόβραδο», «Έχω μια αγάπη» & «Παράπονο» να τελειώνουν χωρίς να ολοκληρώνεται η τελευταία εισαγωγή… Στον «Καημό» με τον Μπιθικώτση «κόβεται» και η χορωδία… Από τότε, με εξαίρεση τους δίσκους «Μίκης Θεοδωράκης Νο 2» και «Καζαντζίδης Νο 5», όπου τα «Έχω μια αγάπη» και «Παράπονο» είναι ολόκληρα, όποτε συμπεριλαμβάνονται σε συλλογές κλπ, μπαίνουν «κομμένα»… Ακόμη και στο remastered cd «Πολιτεία Α’ & Β’» αλλά και στην επανέκδοση της «Πολιτείας Α’» σε 10ιντσο LP από τη Minos-Emi.

Κλείνοντας την αναφορά στις ηχογραφήσεις των τραγουδιών της «Πολιτείας» με τον Καζαντζίδη, σημειώνω και μια ζωντανή εκτέλεση του «Σαββατόβραδου» από κάποιο σπίτι (ή μαγαζί), άγνωστο πού και πότε που κυκλοφόρησε από την εταιρεία Panivar, το 2006, σε ένα cd με τίτλο «Φιλικό τσιμπούσι»… Εδώ ακούμε τον Καζαντζίδη να τραγουδά και να παίζει κιθάρα. Πρόκειται για πραγματικό ντοκουμέντο… Μόνο που το ντοκουμέντο αλλοιώθηκε, αφού, άγνωστο γιατί, από πάνω, έχει προστεθεί ένα μπουζούκι και μια κιθάρα, ηχογραφημένα πρόσφατα…

Βρισκόμαστε λοιπόν στο 1961… Μετά το Θεοδωράκη, ο Στέλιος με τη Μαρινέλλα ηχογραφούν τέσσερα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, σε δεύτερη εκτέλεση, σε δυο 45άρια. Τα έχει πρωτοπεί λίγο πριν η Νάνα Μούσχουρη. «Το πέλαγο είναι βαθύ», «Κουρασμένο παλικάρι» και  «Αθήνα» σε στίχους Νίκου Γκάτσου και ο «Κυρ-Αντώνης» σε στίχους του συνθέτη. Ο Χατζιδάκις ενθουσιάζεται με τα φωνητικά της Μαρινέλλας στο «Κουρασμένο παλικάρι» ενώ όπως αναφέρει ο στιχουργός Πυθαγόρας στο σημείωμά του στο δίσκο «Υπάρχω» το 1975:

Με αφορμή μια προσωπική του ιστορία ο Μάνος  μου είπε με τη γνωστή ηρεμία και σιγουριά που χαρακτηρίζουν το λόγο του: «…Για να γεννηθεί ένας καινούργιος Καζαντζίδης, θα πρέπει να περάσουν τουλάχιστο δυο αιώνες».

Το «Πέλαγο» ηχογραφείται παράλληλα σε τρεις εκδοχές με τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα και με εμφανείς τις διαφορές στα σόλο του Μανώλη Χιώτη. Η «Αθήνα», ένα από τα πιο «αισιόδοξα» τραγούδια που έχει πει ο Καζαντζίδης στην καριέρα του, ηχογραφείται δυο φορές… Η δεύτερη εκδοχή συμπεριλήφθηκε πριν από λίγα χρόνια στην κασετίνα 8 cd’s «Μάνος Χατζιδάκις - 100 τραγούδια» που διανεμήθηκε από την εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής». Αμφιβάλλω βέβαια, αν ο Γκάτσος ζούσε σήμερα, έγραφε τα ίδια λόγια για την πρωτεύουσά μας… Το συγκεκριμένο τραγούδι, μαζί με τον «Κυρ-Αντώνη» ηχογραφούνται, λίγο μετά, με τον Πάνο Γαβαλά στην Odeon. Σύνηθες φαινόμενο τότε οι επανεκτελέσεις από τις δυο «αντίπαλες» εταιρείες…

Το αντίθετο συνέβη τέσσερα χρόνια μετά, το 1965, όταν ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα, στην Odeon-Parlophone πια, ηχογραφούν σε δεύτερη εκτέλεση, με ενορχήστρωση του Χρήστου Λεοντή, τα δυο πρώτα τραγούδια του Λευτέρη Παπαδόπουλου σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, από την ταινία «Κόκκινα φανάρια» του 1963. Η «Άπονη ζωή» και η «Φτωχολογιά», που χαλάνε κόσμο στην πρώτη τους εκτέλεση με τον Μπιθικώτση και τη Ρία Κούρτη, με τον Καζαντζίδη δεν θα τύχουν της ίδιας αποδοχής, αν και περιέχουν θέματα που ο Στέλιος υπερασπίζεται κατά κόρον… Το σημαντικότερο βέβαια είναι πως αυτά τα δυο μεγάλα τραγούδια  περνούν στη δισκογραφία και στην ιστορία με τη φωνή τους…

Το 1965, ο Καζαντζίδης συμμετείχε με τα τραγούδια «Καταχνιά», «Πείνα», «Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια» και «Ένας ξύλινος σταυρός», στο έργο των Χρήστου Λεοντή και Κώστα Βίρβου «Καταχνιά». Μαζί του η Μαρινέλλα και η χορωδία Κορίνθου. Τα κείμενα του Νικηφόρου Βρεττάκου διαβάζει ο Δημήτρης Μυράτ. Η λαϊκή ποίηση του Βίρβου είναι εμπνευσμένη από την Κατοχή, την Αντίσταση και την Απελευθέρωση. Ο στιχουργός γράφει κάποια τραγούδια το 1944, στην απομόνωση των κρατητηρίων της οδού Ελπίδος 5, όπου οδηγείται μετά από βασανιστήρια, επειδή ως μέλος της ΕΠΟΝ, πιάνεται να γράφει στους τοίχους. Εκεί, την Πρωτομαγιά της ίδιας χρονιάς, μαθαίνοντας για τους διακόσιους που τουφέκισαν στην Καισαριανή γράφει τα «Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια» και «Ένας ξύλινος σταυρός»… Κάποια άλλα γράφονται αργότερα στο βουνό…Η εισαγωγή της «Καταχνιάς» που λέει «Κλαίνε θρηνούνε τα βουνά» είναι εμπνευσμένη από το αντάρτικο τραγούδι «Βαριά στενάζουν τα βουνά»…

Ο δίσκος κυκλοφορεί από την Odeon-Parlophone. Αυτή είναι η πρώτη και μια από τις ελάχιστες φορές που η φωνή του Καζαντζίδη, καταγράφεται μαζί με χορωδία. Οι κριτικές στον τύπο είναι διθυραμβικές... Τα τρία από τα τραγούδια με τον Καζαντζίδη κυκλοφορούν και σε 45άρια. Το «Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια» μαζί με το «Ένας ξύλινος σταυρός» και η «Πείνα» μαζί με το «Γιατί να γίνω μάνα» με τη Μαρινέλλα. Πριν από κάποια χρόνια μάλιστα, αναρτήθηκε στο youtube μια σπάνια ερασιτεχνική ηχογράφηση με τον Καζαντζίδη, συνοδεία μόνο της κιθάρας του, να τραγουδά σε κάποια παρέα, ένα απόσπασμα από το «Αδελφέ Ισραηλίτη»...

Το 1965 το ντουέτο «Καζαντζίδης - Μαρινέλλα» εμφανίζεται στην ταινία «Οι αδίστακτοι», με σενάριο Νίκου Φώσκολου και σκηνοθεσία Ντίνου Κατσουρίδη και μαζί με το Νίκο Κούρκουλο, τραγουδούν το «Ποιος δρόμος είναι ανοιχτός» του Γιάννη Μαρκόπουλου και του Δημήτρη Χριστοδούλου. Το τραγούδι «περνά» στη δισκογραφία με τον Πάνο Τζανετή, αφού ο Μαρκόπουλος έχει συμβόλαιο με την εταιρεία Polydor. Η κινηματογραφική εκτέλεση με τον Καζαντζίδη συμπεριλαμβάνεται, για πρώτη φορά, στο δίσκο «Ο Γιάννης Μαρκόπουλος στον Ελληνικό κινηματογράφο» της Minos το 1988.

Εκείνη τη χρονιά ο Καζαντζίδης, σε μια τρίτη συνεργασία με το Γιώργο Ζαμπέτα (έχει πει ήδη τα «Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω» το 1954 και «Αφήνω γεια» το 1956), ηχογραφεί μαζί με τη Μαρινέλλα, δυο τραγούδια σε στίχους του Δημήτρη Χριστοδούλου, που ακούγονται από τον Πάνο Τζανετή και τη Βίκυ Μοσχολιού στην ταινία «Περάστε την πρώτη του μηνός», σε σενάριο Αλέκου Σακελλάριου και σκηνοθεσία Σωκράτη Καψάσκη… «Με το βοριά» και «Μεσάνυχτα που να σε βρω», δυο τραγούδια με το «στίγμα» της μελωδικότητας και του χαρακτηριστικού ήχου του μπουζουκιού του Γιώργου Ζαμπέτα, που βρίσκουν θέση στην κατηγορία των πιο «έντεχνων» - όπως έχει καθιερωθεί να λέγονται μετά το ’60 - τραγουδιών… Ο «Βοριάς» ακούγεται από τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα και στην ταινία «Δεν μπορούν να μας χωρίσουν», σε σενάριο Νίκου Φώσκολου και σκηνοθεσία Χρήστου Κυριακόπουλου.

Στη βιογραφία του «Βίος και πολιτεία - Και η βρόχα έπιπτε… στρέιτ θρου…» ο Γιώργος Ζαμπέτας λέει για το Στέλιο Καζαντζίδη: «Κινητήριος δύναμη ήτανε ο Καζαντζίδης, βρε παιδί μου! Ο γέροντας μου είπε ότι όταν τραγούδαγε ο Στέλιος, σταμάταγε το τρένο και κατεβαίνανε όλοι κάτω, μαζί κι ο μηχανοδηγός για να τον ακούσουνε! Ο Καζαντζίδης υπήρξε μεγάλος, πολύ μεγάλος θρύλος, ελληνική σφραγίδα. Τι πα να πει πρωθυπουργός και πρόεδρος! Μιλάμε για σφραγίδα οντότητος αξεπέραστη. Σταμάταγε το τρένο ρε, το καταλαβαίνετε; Πράγμα που δεν έχει συμβεί στους αιώνες! Μόνο με τον Μεγαλέξανδρο έχει συμβεί αυτό το πράμα!» (2)

Σειρά έχει ο Γιώργος Κατσαρός που το 1965 και πάλι,  δίνει στο Στέλιο και τη Μαρινέλλα τέσσερα τραγούδια σε στίχους Πυθαγόρα… Ο «Δρόμος δίχως σύνορα» και το «Στην πόρτα σου», είχαν ήδη ηχογραφηθεί, ένα χρόνο πριν, από τον Πάνο Γαβαλά. Άλλη μια περίπτωση λοιπόν, που Καζαντζίδης και Γαβαλάς, στα πλαίσια του ανταγωνισμού των δυο μεγάλων εταιρειών, ανταμώνουν έμμεσα, ηχογραφώντας ο ένας τραγούδι που έχει πρωτοπεί ο άλλος. Το πρώτο ακούγεται και στην ομώνυμη ταινία από τον Γαβαλά. Εδώ ο Κατσαρός, ίσως, προσπαθεί να επαναλάβει τη μεγάλη επιτυχία του «Κάθε λιμάνι και καημός» το 1963… Ο «Δρόμος δίχως σύνορα» είναι γραμμένος με τον ίδιο τρόπο, με τα φωνητικά στην εισαγωγή κλπ… Ακούγεται αρκετά, χωρίς, όμως, να φτάσει την επιτυχία του «Κάθε λιμάνι και καημός»… Με τo «Στην πόρτα σου» ο συνθέτης δείχνει το πιο λαϊκό του πρόσωπο, γράφοντας ένα τραγούδι που θυμίζει περισσότερο Θόδωρο Δερβενιώτη ή Μπάμπη Μπακάλη.

Σε πρώτη εκτέλεση γράφουν δυο ακόμη τραγούδια του Κατσαρού. Το πρώτο, το «Μες στην μπόρα μες στον ήλιο» ή «Τα χέρια του εργάτη» πρόκειται να το τραγουδήσει ο Καζαντζίδης στο 4ο Φεστιβάλ τραγουδιού της Θεσσαλονίκης το 1965… Δεν παρουσιάζεται όμως και το τραγούδι ερμηνεύει ο Γιώργος Ζωγράφος… Παρόλα αυτά ηχογραφείται με τη φωνή του σε δίσκο, μαζί μ’ ένα ερωτικό τραγούδι, το «Να φύγω, να φύγω» που ακούγεται και στην ταινία «Άγγελοι της αμαρτίας» σε σενάριο Θάνου Λειβαδίτη και σκηνοθεσία Ανδρέα Κατσιμητσούλια.

Λίγο αργότερα ο Καζαντζίδης προσπαθεί να δημιουργήσει τη δική του εταιρεία «Standard»… Μετά από μια σειρά ηχογραφήσεων, η προσπάθεια πέφτει στο «κενό» και τα μηχανήματα καταλήγουν στη Minos. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες και με μια σειρά οικονομικών ενταλμάτων της χουντικής εφορίας, αναγκάζεται να τραγουδήσει κάποια μέτρια τραγούδια (ο χαρακτηρισμός είναι ο επιεικέστερος που μπορεί να δοθεί), που «σώζονται» από το κύρος, την εμβέλεια και το μεγαλείο της φωνής του ερμηνευτή τους. Στις ορχήστρες καθιερώνεται πλέον η «φαρφίσα», από γνωστούς λαϊκούς συνθέτες, με προεξάρχοντα τον Βασίλη Βασιλειάδη, αντικαθιστώντας τα φυσικά όργανα όπως το ακορντεόν, το βιολί και το κλαρίνο και υποβαθμίζοντας, κατά τη γνώμη μου, το ηχητικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται το λαϊκό τραγούδι…

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, το 1970 ο Καζαντζίδης συνεργάζεται με το Μάνο Λοΐζο και το Λευτέρη Παπαδόπουλο και ηχογραφεί σε δίσκο 45 στροφών αρχικά, τα «Δεν θα ξαναγαπήσω» και «Όταν βλέπετε να κλαίω»… Τα τραγούδια μπαίνουν και στο Lp «Η στεναχώρια μου». Ένα ορχηστρικό θέμα από το «Δεν θα δεν θα ξαναγαπήσω» έχει ήδη ακουστεί το 1965 στην ταινία «Μπετόβεν και μπουζούκι» ενώ στο «Όταν βλέπετε να κλαίω» ο Μάνος Λοΐζος χρησιμοποιεί την εισαγωγή του τραγουδιού «Όταν κλαίει ένας άντρας» με το Δημήτρη Παπαμιχαήλ από την ταινία «Το λεβεντόπαιδο» του 1969. Στο στούντιο, ο Καζαντζίδης ηχογραφεί το «Δεν θα ξαναγαπήσω» και ζητάει να το πει άλλη μια φορά… Ο Λοΐζος όμως, εντυπωσιασμένος από την ερμηνεία του,  αρνείται λέγοντάς του: «Τι άλλο να πεις ρε Στέλιο;»

Τα τραγούδια αυτά δεν ακούγονται ιδιαίτερα τότε… Μέχρι το 1993 που ο Καζαντζίδης συμπεριλαμβάνει το «Μερτικό», σε μια συλλογή που τραγουδά ξανά δικές του επιτυχίες, με τίτλο «Ένα γλέντι με το Στελάρα» στην εταιρεία MBI. Εκεί το αφιερώνει στο Μάνο Λοΐζο… Έχει προηγηθεί μια ζωντανή εκτέλεση του τραγουδιού στην εκπομπή του Γιώργου Παπαστεφάνου «Μουσική βραδιά» το 1981, ενώ το «Όταν βλέπετε να κλαίω» το ξανατραγουδά στην εκπομπή «Ρεπόρτερς» το 1983. Δυστυχώς οι εκτελέσεις αυτές παραμένουν ακόμη δισκογραφικά ανέκδοτες. Από το 1993 και τα δυο τραγούδια, ειδικότερα το πρώτο, «ξαναπαίρνουν μπρος» και γνωρίζουν μια δεύτερη καριέρα, με άπειρες επανεκτελέσεις, δισκογραφημένες και ανέκδοτες, με διάφορους τραγουδιστές, από τη Χαρούλα Αλεξίου μέχρι το Γιώργο Τσαλίκη…

Λίγο πριν από τη συνεργασία του με το Λοΐζο, υπάρχει η προοπτική συνεργασίας με το Σταύρο Κουγιουμτζή, ο οποίος λατρεύει το Στέλιο. Σε συνέντευξή του στο Θωμά Κοροβίνη το 2003, ο Κουγιουμτζής λέει: «Κάτι άλλο αξιοσημείωτο είναι ότι (ο Καζαντζίδης) επρόκειτο να τραγουδήσει ένα τραγούδι μου που έκανε μεγάλη επιτυχία, το “21”… Αλλά ο Πατσιφάς της ΛΥΡΑ μου έθεσε το δίλημμα, ότι αν το πει ο Καζαντζίδης θα το πει, όπως εκείνος θέλει, ενώ αν το πει ο Νταλάρας θα ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες. Κι έτσι επηρεασμένος απ’ αυτά, είπα, ας το πει ο άλλος κι έτσι, λόγω αυτής της ατυχίας ο Καζαντζίδης δεν τραγούδησε κάποιο τραγούδι μου». (3)

To 1993 στο δίσκο του «Κάτι παιδιά που αγαπάνε το τραγούδι», ο Κουγιουμτζής αφιερώνει το ομώνυμο κομμάτι με τη φωνή της γυναίκας του Αιμιλίας, σε ποίηση Κώστα Ριτσώνη στο Στέλιο Καζαντζίδη… Εντελώς συμπτωματικά η πρώτη δήλωση που βγαίνει «στον αέρα» με την ανακοίνωση του θανάτου του Καζαντζίδη, στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, είναι αυτή του Σταύρου Κουγιουμτζή στο κανάλι της ΕΤ-3. Εκεί ο μεγάλος συνθέτης λέει: Ο Καζαντζίδης ήταν ένας άνθρωπος, σαν καλλιτέχνης, που έδωσε πάρα πολλά στον Ελληνικό λαό. Κι αυτό ήταν ένα ευτύχημα για τον Καζαντζίδη, γιατί πολλοί δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους και φεύγουν απ' τη ζωή με απραγματοποίητα όνειρα. Επίσης ένα δεύτερο στοίχημα ήτανε ότι κι ο λαός του ανταπέδωσε με το παραπάνω την αγάπη του. Απόδειξη ότι έχει να τραγουδήσει γύρω στα τριάντα χρόνια κι όμως δεν έφυγε από τις καρδιές των ανθρώπων. Όταν τραγούδησε του Χρήστου Νικολόπουλου κι ήταν σε μια εκπληκτική φόρμα, όταν είπε το «Ποια είσαι εσύ», «Γιατί να είμαστε κι οι δυο αισθηματίες», από το δίσκο «Υπάρχω» σε στίχους του Πυθαγόρα, εκεί είναι από τις πιο συγκλονιστικές του ερμηνείες. Όπως παν τα πράγματα πολιτιστικά, γιατί έχουμε μαύρο χάλι πολιτιστικό, νομίζω ότι είναι αδύνατο να βρεθεί ένας Καζαντζίδης ή ένας Μπιθικώτσης πια. Αυτοί μείνανε σαν ορόσημα, δεν μπορούν να τους φτάσουνε άλλοι. Υπάρχουν καλοί τραγουδιστές και τώρα, άνθρωποι που με συγκινούν εμένα, αλλά... Ο Καζαντζίδης δεν ήταν απλώς ένας τραγουδιστής, ήτανε και τραγουδιστής κι ερμηνευτής. Τώρα υπάρχουνε πολλοί που είναι τραγουδιστές κι άλλοι που είναι ερμηνευτές αλλά δεν είναι τραγουδιστές. Ο Καζαντζίδης, όπως και ο Μπιθικώτσης και κάποιοι άλλοι βέβαια, η Μοσχολιού και πολλοί ακόμη, αλλά αυτοί οι δυο είναι οι κορυφαίες στιγμές του Ελληνικού τραγουδιού.

Το 1974 ο Καζαντζίδης ξανασυναντιέται με το Μίκη Θεοδωράκη για το δίσκο «Στην Ανατολή».  Ο δίσκος εκδίδεται στις 4/11/1974, λίγο μετά την πτώση της χούντας, από τη Minos με 12 τραγούδια:

1) Τα πατροπαράδοτα (α') (Στίχοι Μ. Κακογιάννης) Τραγουδούν: Μ. Θεοδωράκης-Σ. Καζαντζίδης
2) Τα παραθύρια ορθάνοιχτα (Μ. Κακογιάννης)
3) Στην ανατολή (Μ. Θεοδωράκης)
4) Μες στην ταβέρνα (Μ. Θεοδωράκης)
5) Άστατο πουλί (Μ. Θεοδωράκης)
6) Και δεν μίλησε κανείς (Γ. Καλαμίτσης)
7) Τα πατροπαράδοτα (β') (Μ. Κακογιάννης)Tραγουδά ο Μ. Θεοδωράκης
8) Άπονες εξουσίες (Μ. Κακογιάννης)
9) Μ' ένα καράβι όνειρα (Κ. Στυλιάτης)
10) Φωτιές φωτιές (Μ. Θεοδωράκης)
11) Δέκα παληκάρια (Μ. Θεοδωράκης)
12) Βουνά σας χαιρετώ (Μ. Θεοδωράκης)

Η ενορχήστρωση είναι του Μίκη Θεοδωράκη και η μουσική επιμέλεια του Γιάννη Διδίλη. Δεύτερες φωνές κάνει η Χάρις Αλεξίου ενώ μπουζούκια παίζουν ο Λάκης Καρνέζης, ο Χρήστος Νικολόπουλος και, σύμφωνα με μαρτυρία του στον υπογράφοντα, ο Θανάσης Πολυκανδριώτης. Έχουμε δηλαδή μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση μπουζουξήδων από διαφορετικά «στρατόπεδα». Ο Λάκης Καρνέζης, μόνιμος συνεργάτης του Θεοδωράκη και ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο οποίος εκείνη την εποχή συνεργαζόταν με τον Καζαντζίδη αλλά και τον Θανάση Πολυκανδριώτη στις ηχογραφήσεις. Δυστυχώς, οι υπόλοιποι μουσικοί δεν αναγράφονται στο υπέροχο εξώφυλλο, το οποίο φιλοτέχνησε η Ξανθίππη Μίχα-Μπανιά. Με την επιβολή του ψηφιακού ήχου «Ανατολή» επανεκδίδεται σε cd καθώς και στη σειρά «Remasters» του Μίκη Θεοδωράκη.

Δυο τραγούδια «Τα παραθύρια ορθάνοιχτα» και «Στην ανατολή» κυκλοφόρησαν παράλληλα και σε δίσκο 45 στροφών. 

Στο εσώφυλλο υπάρχει «μυστικό» μήνυμα του Θεοδωράκη στους φοιτητές, για τους οποίους είναι γραμμένα αυτά τα τραγούδια, από το Παρίσι το Δεκέμβριο του 1973.

«…Γειτονιές και ειδικότερα γειτονιές της Αθήνας, εννοούμε το Λαό, “το χοντρό Λαό” που λέει κι ο Βάρναλης. Τους εργάτες, όλους τους εργαζόμενους, τα μπράτσα. Κι έτσι έγραψα το τραγούδι “Στην ανατολή” εμπνευσμένο από τις γειτονιές όπου έζησα και ανήκα κι εγώ. Τις λέγαμε τότε, τον καιρό της Κατοχής, Ανατολικές Συνοικίες. Εκεί ανήκα κι εγώ και εκεί δώσαμε τις μάχες ενάντια στον καινούργιο καταχτητή, τους Άγγλους ιμπεριαλιστές στα Δεκεμβριανά και εκεί πάλι θ’ αρχίσουμε σιγά σιγά την οργάνωση του Λαού και είμαι βέβαιος πως τίποτε δεν πήγε χαμένο. Είχαμε μόνο ορισμένες τακτικές ήττες, αλλά τον πόλεμο τελικά θα τον κερδίσουμε εμείς. Φάνηκε καθαρά αυτό.
Η Δικτατορία δεν μπόρεσε τελικά να δαμάσει το λαό, να επηρεάσει το λαό ακόμα. Ο Λαός έμεινε ακέραιος, δοσμένος στο όραμα που του έδωσε η δικιά μας η γενιά, γενιά της Αντίστασης και το όραμα αυτό είναι η Εθνική Αναγέννηση. Ένας κυρίαρχος Λαός, αδέσμευτος, πραγματικά αφέντης στον τόπο που χτίζει όπως αυτός θέλει τη ζωή του…
Ίσως λοιπόν το μυστικό που έρχεται από την Ανατολή από τις Ανατολικές Συνοικίες, που έρχεται από τον Ήλιο, που έρχεται από τη ζωή να’ ναι αυτό.

Γειά χαρά και καλή αντάμωση στους δρόμους και τις συνοικίες της Αθήνας».

Στο εσώφυλλο του δίσκου και πάλι ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει για το υπέροχο ζεϊμπέκικο «Μες στην ταβέρνα»«Αυτό το τραγούδι έγινε σε ανάμνηση εκείνων των καιρών που γυρνάγαμε στις γειτονιές μ’ ένα γαρίφαλο κόκκινο στ’ αυτί και με κάτι άλλο στην κωλότσεπη. Οι γειτονιές ήταν πάντα το φρούριο του Λαού το φρούριο της Ελεύθερης Αθήνας. Και είμαι βέβαιος πως το τέλος των τυράννων θα έρθει όταν ενωθεί η φοιτητική πρωτοπορία μαζί με τις αδούλωτες γειτονιές της Αθήνας».

H σύνθεση της μουσικής καθώς και των ποιημάτων του συνθέτη γίνονται κατά τη διάρκεια της περιοδείας του το 1973 στη Βόρεια Αμερική και το Μεξικό, λίγο πριν τα θλιβερά γεγονότα στο Πολυτεχνείο. Τα τραγούδια «Μες στην ταβέρνα», «Δέκα παλικάρια», «Βουνά σας χαιρετώ» και  «Στην ανατολή» ηχογραφούνται, σε πρώτη εκτέλεση, το 1974 με τη φωνή και το πιάνο του Μίκη Θεοδωράκη στην Αμερική, για το δίσκο «Νέα τραγούδια («New songs» - Paredon records).

Για την ιστορία αναφέρουμε πως οι στίχοι των τραγουδιών «Και δεν μίλησε κανείς» και «Μ’ ένα καράβι όνειρα» μελοποιούνται από τους Γ. Κυριαζή και Αρ. Καπετανάκη αντίστοιχα, για το διαγωνισμό νέων στιχουργών που οργάνωσε το περιοδικό «Ταχυδρόμος» το 1974. Στο δίσκο που κυκλοφορεί εκείνη τη χρονιά από την Columbia με τίτλο «Ο χρυσός δίσκος-1974», τα ερμηνεύει ο Μανώλης Μητσιάς.

Το 1978, ο Θεοδωράκης ηχογραφεί το «Άστατο πουλί» με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά, στο δίσκο «Ταξίδι μέσα στη νύχτα», προσθέτοντας κι ένα refrain… «Ανατολή σε λέγανε κι άγγελοι σε νταντεύανε…»

Ο Θεοδωράκης και ο Καζαντζίδης στις καλύτερες τους στιγμές. Τέτοια λαϊκά κομμάτια, όπως οι «Άπονες εξουσίες», «Τα παραθύρια ορθάνοιχτα» (και μόνο αυτά είναι αρκετά για να ξεχωρίσει ο δίσκος), «Μες στην ταβέρνα», αλλά και τα υπόλοιπα, νομίζω πως δεν ξανάγραψε ο Θεοδωράκης και, σίγουρα, δεν ξανατραγούδησε ο Καζαντζίδης. Ξεχωρίζει επίσης το, μοναδικό στη δισκογραφία, ντουέτο Θεοδωράκη - Καζαντζίδη στα «Πατροπαράδοτα Α’», με το οποίο ξεκινά ο δίσκος... Αλλά και η εισαγωγή στα «Πατροπαράδοτα Β’» με το μπουζούκι να παίζει τη μελωδία την πρώτη φορά στις χαμηλές και τη δεύτερη στις ψηλές νότες και τον «επιβλητικό» τρόπο ερμηνείας του Μίκη… «Βάρα πενιά, να τιναχτούν τα λόγια από τα στήθια…»

Ο δίσκος κυκλοφορεί, δυστυχώς, μες στην πληθώρα των εκδόσεων των νέων έργων, αλλά και των επανεκδόσεων των παλιότερων έργων του Θεοδωράκη και «θάβεται» ακόμα και από την εταιρεία που τον εκδίδει. Σε συνέντευξή του στο Λυκούργο Κομίνη το 1995 στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ, ο συνθέτης δηλώνει πως οι ίδιοι οι άνθρωποι της εταιρείας περνούσαν από τα δισκάδικα και μάζευαν τους δίσκους… Ενώ στην ίδια συνέντευξή του στον υπογράφοντα αναφέρει πως: «Ξανασμίξαμε με τον Στέλιο στα 1974, στην «Ανατολή» και εκεί που όλοι περίμεναν το μεγάλο ΜΠΑΜ, ο δίσκος πήγε… άπατος. Τι να συνέβη άραγε; Εγώ πάντως έμαθα μετά από την εταιρία ΜΙΝΩΣ ότι οι πλασιέ της είχαν εντολή να «πνίγουν» τις παραγγελίες για το νέο δίσκο. Έτσι μόνο εξηγείται το γεγονός, γιατί και ο Στέλιος κανονικά, ύστερα από σιωπή ετών θα έπρεπε να κάνει φοβερές πωλήσεις αλλά κι εγώ τότε πουλούσα εκατοντάδες χιλιάδες, οπότε θα έπρεπε κι οι δυο μαζί να σπάσουμε όλα τα ρεκόρ, μιας και τα τραγούδια ήταν λαϊκά, ο δε Καζαντζίδης υπέροχος… Τώρα, μετά 32 χρόνια θα ξανακουστούν από την Γλυκερία τέσσερα τραγούδια από την «Ανατολή» και θέλω να μου πείτε πώς ήταν δυνατόν τέτοια τραγούδια και μάλιστα με την φωνή του Καζαντζίδη να μην πάνε κατ’ ευθείαν στον λαό από τον πρώτο κιόλας μήνα. Είπαμε όμως. Εταιρείες είναι αυτές, που με τα καμώματά τους καταφέρανε να βγάλουν από τη μέση το γνήσιο ελληνικό τραγούδι».

Και συνεχίζει παρακάτω: «Η εξήγηση που δίνω εγώ είναι πρώτα πολιτική και μετά οικονομική (STAR SYSTEM).

Στα 1974, ο Κίσινγκερ δημοσίευε την οδηγία του που έλεγε περίπου ότι για να εξουδετερωθεί αυτός το “ατίθασος λαός” που με τον αντιαμερικανισμό του στέκεται εμπόδιο στα σχέδιά μας, πρέπει να χτυπηθεί στο πιο ευαίσθητο σημείο του, δηλαδή στον Πολιτισμό του. Τι να εννοούσε άραγε τότε ένας ξένος, στα 1974, με την λέξη “Πολιτισμός”; Την αρχαία Ελλάδα, την ελληνική λογοτεχνία ή τους δημοτικούς χορούς; Ήταν η εποχή που οι Έλληνες μέσα κι έξω από την Ελλάδα είχαν για πολεμική σημαία στον αγώνα τους κατά της Χούντας και των Αμερικανών το ζωντανό τραγούδι εκείνης της εποχής.

Τα στάδια σε όλο τον κόσμο -και μέσα στις ΗΠΑ- γέμιζαν με Έλληνες και ξένους που το τραγούδι τους φλόγιζε και τους εμψύχωνε με ένα σύνθημα «Κάτω η Χούντα» και όχι μόνο η Χούντα στην Ελλάδα (αλλά και στην Ισπανία, Πορτογαλία, Τουρκία, Ιράν, Παλαιστίνη, Αργεντινή, Βραζιλία, Βολιβία, Χιλή. Παντού όπου πηγαίναμε, ανέβαιναν εκπρόσωποι της κάθε χώρας να καταγγείλουν τις αμερικανόδουλες χούντες. Και στη συνέχεια, μετά το 1974, όχι μόνο εγώ αλλά και άλλοι Έλληνες συνθέτες γεμίζαμε για πολλά χρόνια τα στάδια στην ίδια γραμμή δηλαδή με στόχο τους Αμερικανούς. Αν δει κανείς ψυχρά και αντικειμενικά τον δικό μου ρόλο ως συνθέτη αλλά και ως πολίτη και ως πολιτικού-αντιστασιακού-αντιαμερικανού, είμαι βέβαιος ότι θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είχα γίνει ένας από τους κύριους στόχους των Αμερικανών και των φίλων τους στη χώρα μας. Και ποια ήταν η δική μου αχίλλειος πτέρνα; Το τραγούδι! Σ’ αυτή τη γραμμή νομίζω ότι στοιχήθηκαν όχι μόνο οι Εταιρείες Δίσκων, τα Ραδιόφωνα και οι Τηλεοράσεις (Κρατικές και Ιδιωτικές), τα κρυφο-αμερικανόφιλα κόμματα, ο Τύπος, η πλειοψηφία των πολιτικών, το Ελληνικό Κράτος και τα όργανά του, αλλά δυστυχώς και όλοι οι Star τραγουδιστές, από τους οποίους όσοι συνεργάστηκαν περιστασιακά μαζί μου, το έκαναν για άλλοθι και για να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου». (1)


Το 1981, λίγο μετά την άνοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ στην εξουσία, ο Στέλιος Καζαντζίδης εμφανίζεται στη «Μουσική βραδιά» του Γιώργου Παπαστεφάνου στην ΕΡΤ και υπόσχεται μεγάλες λαϊκές συναυλίες με το Χάρρυ Κλυνν. Συμπεριλαμβάνει δε, τις «Άπονες εξουσίες» μεταξύ των 6 τραγουδιών που επιλέγει για να τραγουδήσει στην εκπομπή… Ο ήχος όμως, άγνωστο γιατί, σ’ αυτό το κομμάτι βγαίνει «Play-back». Αυτή η ηχογράφηση από την τηλεόραση, η ηχογράφηση του 1974 από το δίσκο δηλαδή, με την κακή ποιότητα του τηλεοπτικού ήχου, χρησιμοποιείται το 1993 σε μια συλλογή με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, που εκδίδει η εταιρεία MBI και μάλιστα με την ένδειξη «Ανέκδοτη ηχογράφηση»… Oι «Άπονες εξουσίες» δίνουν τον τίτλο σε ολόκληρο το διπλό δίσκο.

Το 1993 στην εκπομπή του Θανάση Λάλα «Στη φάρμα των ανθρώπων» στην τηλεόραση του  ΣΚΑΙ, ο Θεοδωράκης με τον Καζαντζίδη ανταμώνουν τυχαία στο τηλεοπτικό στούντιο και τραγουδούν με μια κιθάρα, χωρίς πρόβα, τις «Άπονες εξουσίες» και το «Σαββατόβραδο». Υπόσχονται τότε μια μεγάλη συναυλία μ' αυτά τα τραγούδια… Δυστυχώς αυτό δε γίνεται ποτέ… 

Θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε σ’ αυτή την καταγραφή, κάποια τραγούδια που είπε ο Στέλιος μετά την επανεμφάνισή του το 1987. Στο δίσκο «Ελεύθερος» το 1988, τραγουδά, με υποδειγματικό τρόπο, τα «Πέτρινα χρόνια» του Σταμάτη Σπανουδάκη, γραμμένο πάνω στη μουσική της ομώνυμης ταινίας, πραγματοποιώντας μια από τις πιο σημαντικές ερμηνείες της καριέρας του… Τα «Πέτρινα χρόνια» συμπεριλαμβάνονται το 1994, σε διαφορετική εκτέλεση, μόνο με το κλαρίνο του Βασίλη Σαλέα και τα «διακριτικά» πλήκτρα του συνθέτη, στη συλλογή τραγουδιών του Σπανουδάκη «Με λόγια…» καθώς και το 2000 στο cd single «Έρχονται χρόνια δύσκολα». Εκεί όπου υπάρχει κι ένα τραγούδι του Αντώνη Βαρδή σε στίχους Σαράντη Αλιβιζάτου με τίτλο «Στην Ελλάς του 2000», στο οποίο ο Καζαντζίδης συμπράττει με τον Βαρδή, τον οποίο εκτιμά ιδιαίτερα σαν τραγουδιστή και τους αδερφούς Κατσιμίχα. Το τραγούδι έχει ήδη πρωτοκυκλοφορήσει στον ομώνυμο δίσκο του Βαρδή το 1995. Σε συνέντευξη που μου παραχώρησε ο Αντώνης Βαρδής τον Ιούλιο του 2011, θυμήθηκε σχετικά:

Η συνεργασία με τον Καζαντζίδη πώς προέκυψε στο «Στην Ελλάς του 2000»; Eίχε μιλήσει και σε μια τηλεοπτική εκπομπή, με πολύ καλά λόγια για σένα.
Εγώ τον αγαπούσα πάντα τον Καζαντζίδη και από δέκα χρονών τραγουδούσα τα τραγούδια του. Είχε τύχει να τον δω δυο φορές. Μια στην Περαία με το Νικολόπουλο για πολύ λίγο και μια στο στούντιο στην Κολούμπια που είχα παίξει κιθάρα, σε ηλικία 21 χρονών, δυο τραγούδια του Βασίλη Βασιλειάδη και του Πυθαγόρα, που τραγουδούσε εκείνος, τα «Κι οι άντρες κλαίνε» και «Θα κόψω το τηλέφωνο». Και τον θαύμαζα… Αφού να φανταστείς πέρναγα απ’ το μπαράκι που έπινε καφέ και όλο πήγαινα τάχα να πιω νερό, για να τον δω λιγάκι. Τον χάζευα, όπως ένα κοριτσάκι 13-14 χρονών βλέπει τη Μαντόνα ή το Σάκη το Ρουβά και κάθεται να τον κοιτάει σα χαζό. Και σκεφτόμουν «Αυτός ο άνθρωπος είναι αυτός που λατρεύω;» Δεν του μίλησα όμως ποτέ. Τον λάτρευα, τον γουστάριζα, τον αγαπούσα, ήταν ο Θεός… Τέλος… Όποτε έγραφα κάνα τραγούδι έλεγα«Αχ να το ’λεγε ο Καζαντζίδης αυτό!». Κάποια στιγμή ήρθανε από το ΣΚΑΙ και μου είπανε «Κάνουμε ένα αφιέρωμα στον Καζαντζίδη και στο μέρος που έχει μιλήσει, ο κύριος Καζαντζίδης έχει αναφέρει ότι σε θεωρεί έναν απ ’τους καλύτερους συνθέτες και ένα σπουδαίο λαϊκό τραγουδιστή». Όταν το άκουσα αυτό έπαθα πλάκα. Εκείνη την εποχή ο συγχωρεμένος ο Μπονάτσος έκανε πλάκες κι επειδή ήρθαν δυο άγνωστα παιδιά και μου ‘πανε ότι έτσι κι έτσι είπε ο Καζαντζίδης, να πεις κι εσύ κάτι για κείνον, σκέφτηκα «Μπονάτσος είναι αυτό. Ο Καζαντζίδης εμένα, από πού κι ως πού;» Τους είπα λοιπόν ότι θα τους απαντούσα αύριο, πήρα την εταιρεία μου τηλέφωνο και τους ανέθεσα να μάθουν αν ήταν αλήθεια. «Όντως κάνουν αφιέρωμα και μάθαμε από κάτι δικούς μας μέσα, ότι έχει μιλήσει για σένα με καλά λόγια». Τους είπα εντάξει, ήρθανε σπίτι και του αφιέρωσα το «Πάρε τα χνάρια μου». Είδα μετά την εκπομπή και τρελάθηκα! Αλλά υπάρχει ένα ερωτηματικό ακόμα, το οποίο δεν θα λυθεί ποτέ. Εκφράστηκε έτσι για μένα ο Στέλιος, χωρίς να τον ξέρω και δεν είμαι ακόμα σίγουρος αν αυτό που είπε, ότι ήμουν καλός συνθέτης και τραγουδιστής, το πίστευε ή ήθελε να κάνει κόντρα στο Χρήστο Νικολόπουλο, με τον οποίο εκείνο τον καιρό άρχιζαν οι γνωστές ιστορίες. Του είχε πάει ένα τραγούδι ο Χρήστος και είπε «εγώ δεν τραγουδάω αυτό το τραγούδι». Αυτό ήταν υπερβολικό για ένα συνθέτη τόσο σπουδαίο σαν το Χρήστο, που του είχε δώσει τόσες επιτυχίες. Εμένα μου βγήκε σε καλό βέβαια, γιατί όποιοι μ’ έβλεπαν στο δρόμο μου λέγανε «Μίλησε ο Στέλιος για σένα, είσαι καλός, είσαι καλός!!!»

Νομίζω πως αν δεν το πίστευε, δεν θα ερχόταν μετά να τραγουδήσει. Δεν τραγουδούσε εύκολα όπου να’ ναι...
Από κει πήρα το θάρρος λοιπόν. Εκείνη την εποχή ο Στέλιος είχε αρχίσει να βγαίνει στα κανάλια, να κάνει συνεχώς παράπονα και να χάνει το δίκιο του. Όταν αγαπάς λοιπόν έναν άνθρωπο που τον έχεις θεό, στεναχωριέσαι όταν τα βλέπεις αυτά… Πήρα το Σαράντη Αλιβιζάτο και του είπα να γράψουμε ένα τραγούδι που να τα ξεχνάει όλα αυτά, να μιλά για το μεγαλείο της φωνής του και τη μεγαλοπρέπεια της προσωπικότητάς του. Το ρεφρέν σκέφτηκα να το κάνω με τους Κατσιμιχαίους. Είχε προηγηθεί και το «Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα», το λέω στα παιδιά, κοιτάνε το στίχο και μου λένε «Αντώνη, αυτό είναι πολύ σπουδαίο τραγούδι, εμείς είμαστε μέσα, αλλά ο Στέλιος θα δεχθεί; Αν δε δεχθεί τι σκέφτεσαι;» «Τίποτα δε σκέφτομαι. Το κομμάτι το έγραψα για το Στέλιο. Δεν αλλάζει το όνομα, δεν μπορούμε να πούμε, μαζί μας Γιώργο ρίχτα, ή Μανώλη ρίχτα, είναι Στέλιος. Είναι όλη η ιστορία για το Στέλιο, ότι τον αγαπάμε, σταμάτα και συγχώρα τα όλα…». Αφού το έγραψα το κομμάτι του τηλεφώνησα, το σήκωσε η γυναίκα του: «Γεια σας είμαι ο Αντώνης ο Βαρδής». Μου απάντησε πολύ εγκάρδια «Αντώνη μου τι κάνεις περίμενε να σου δώσω το Στέλιο». Το παίρνει ο Στέλιος: «Έλα Αντώνη, τι κάνεις είσαι καλά;» Ξαφνιάστηκα… Και σκεφτόμουνα, «Με τον Καζαντζίδη μιλάω τώρα;» Φοβερό!!! «Κύριε Στέλιο τι κάνετε;» «Καλά αγόρι μου καλά, τι ωραία που είπες το τραγουδάκι…» Έπαθα πλάκα… Του λέω «Κύριε Στέλιο, έχω γράψει ένα τραγούδι που είναι για σας, είναι ένα τραγούδι που αν δεν το πείτε εσείς, δεν πρόκειται να το δώσω σε κανέναν κι έχω την ιδέα να το πούμε με την επόμενη γενιά, τους πιο νέους, τον Πάνο και το Χάρη, που κατά καιρούς συζητάμε και σας θαυμάζουν, όπως σας θαυμάζω κι εγώ». «Να το ακούσω και να δω» μου είπε. «Πότε θα το ακούσετε;» «Εγώ τώρα είμαι στον Άγιο Κωνσταντίνο» «Πότε θέλετε να έρθω;» «Και σήμερα αν θέλεις». Παίρνω το αυτοκίνητο και φεύγω «σφαίρα» στον Άγιο Κωνσταντίνο. Πήγα το κομμάτι σε κασέτα, το ακούει και λέει «Αυτό είναι πολύ ωραίο τραγούδι κι έτσι όπως το ‘χεις σκεφτεί, με τον Πάνο και το Χάρη, που τους ξέρω ότι είναι αξιόλογα παιδιά, είναι πάρα πολύ ωραίο. Άστο να το ακούσω μερικές φορές και θα σε πάρω τηλέφωνο να σου πω». Εγώ το πήγα ηχογραφημένο με τη φωνή τη δική μου και του είπα ποια μέρη θα πει. Πέρασε μια βδομάδα και δεν με πήρε τηλέφωνο, οπότε σκέφτηκα πως δε θα το βάλουμε τελικά. Απ’ ότι φαίνεται ντρέπεται να μου το πει κλπ. Μου λέει όμως ο γιος μου ο Γιάννης, να ’ναι καλά το παιδί «Μπορεί να χει γίνει καμιά παρεξήγηση ή μπορεί να πιστεύει ότι εσύ θα τον πάρεις τηλέφωνο. Ίσως να μην κατάλαβες καλά κι επειδή είχες και τρακ, να σου είπε πάρε με τηλέφωνο να σου πω». Του λέω «Όχι μου είπε θα με πάρει εκείνος». Ντρεπόμουν να τον πάρω για να μην τον φέρω σε δύσκολη θέση. «Εγώ θα του τηλεφωνούσα, τουλάχιστον να ξέρω ότι δεν θα το πει» μου λέει ο Γιάννης. Με βαριά καρδιά λοιπόν σήκωσα το τηλέφωνο… «Γεια σας κυρία Βάσω τι κάνετε;»

«Αντώνη μου είσαι καλά; Nα σου δώσω το Στέλιο… Στέλιο ο Αντωνάκης!
- Έλα Αντώνη μου τι γίνεται, είσαι έτοιμος;
- Τι έτοιμος, τι εννοείτε;
- Το χεις τελειώσει το κομμάτι;
- Το κομμάτι είναι τελειωμένο, σας το έφερα…
- Α… Πότε με θέλεις;
- Θα το πείτε;
- Αφού σου είπα ότι θα το πω.
- Δε μου το ‘πατε, μου είπατε ότι θα τηλεφωνηθούμε σε 2-3 μέρες.
- Εγώ εννοούσα να με πάρεις σε 3 μέρες να μου πεις πότε να έρθω να το τραγουδήσω». Πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη και ξαναγύρισε.

Είχες δηλώσει τότε πως όταν πήγαινε στο στούντιο να γράψει, χαμήλωναν τις εντάσεις, ίσχυε αυτό;
Αυτό ήταν το «ευχαριστώ» μου. Επειδή είχα πει χιλιάδες ευχαριστώ, ήθελα να του πω κι ένα πιο μεγάλο. Στο στούντιο όταν κάνεις μίξη, μπορεί να βγάλεις τον πιο ασήμαντο τραγουδιστή να ακούγεται σαν τον Καζαντζίδη και το αντίθετο. Για να ευχαριστηθεί λοιπόν, είπα κάποια στιγμή, ότι δεν μπορούσαμε να μαζέψουμε τη φωνή του. Γιατί ένας που είναι της δουλειάς, ξέρει ότι δεν υπάρχει θέμα να μαζέψεις τη φωνή. Όταν ο Νταλάρας έκανε τα σεκόντα στον Καζαντζίδη στο «Υπάρχω», στη μίξη η φωνή του Νταλάρα, ενώ είναι ήδη λεπτή, βγήκε ακόμα πιο λεπτή. Αυτός που κάνει τη μίξη μπορεί να καταστρέψει τον άλλον ή να τον ανεβάσει. Το είπα καθαρά για να αισθανθεί ένα ευχαριστώ από μένα. (4)

Γυρίζοντας στα 1988 και στον «Ελεύθερο», οφείλουμε να σημειώσουμε πως σ’ αυτό το δίσκο υπάρχει και η μοναδική συνεργασία του Καζαντζίδη με το στιχουργό-ποιητή Μάνο Ελευθερίου σ’ ένα τραγούδι του Θανάση Πολυκανδριώτη, με τίτλο «Αν ρωτάς να σου πω». Του Πολυκανδριώτη είναι και ο «Ύμνος στη ζωή», σε ποίηση του Τούρκου ποιητή-αγωνιστή Ναζίμ Χικμέτ και σε μετάφραση του Γιάννη Ρίτσου, που ηχογραφείται το 1995 για το δίσκο «Τα βιώματά μου». Το 2008, συζητώντας με τον Θανάση Πολυκανδριώτη στα πλαίσια μιας συνέντευξης, μου είπε σχετικά:

 «Ο Στέλιος ήταν η ακρόπολη της Ελλάδας. Η μεγαλύτερη κατά γενική ομολογία φωνή που πέρασε από τον ελληνικό χώρο Η μεγαλύτερη κατά γενική ομολογία φωνή που πέρασε από τον ελληνικό χώρο και όχι μόνο. Ο ήχος της φωνής του είναι βαθειά ριζωμένος στην ψυχή μας. Ήμουν τυχερός που με τραγούδησε. Όταν έγραψα τον «ύμνο στη ζωή» του είχα πει από πριν ότι θα το ενορχηστρώσω με ένα μπουζούκι και ομάδα κλασικών εγχόρδων. Πήγαινε στο στούντιο για εβδομάδες αλλά δεν μπορούσε να το πει. Απογοητεύτηκα στην αρχή αλλά ένα βράδυ στις τρεις η ώρα μου τηλεφωνεί ο κουμπάρος του ο Τζανιδάκης και μου λέει ότι τελικά το τραγούδησε. Περίμενα ξύπνιος μέχρι το πρωί για να το ακούσω. Πιστεύω ότι ο Στέλιος δεν είναι αυτός που τα τελευταία χρόνια μας έδειξαν τα μέσα ενημέρωσης. Εκτός του μεγάλου ταλέντου της φωνής είχε και καλή καρδιά σαν μικρό παιδί πολλές φορές ήταν. Σε πολλά ήταν απόλυτος σε αλλά εζήταγε την γνώμη ακόμα και δεχόταν την συμβουλή κι ας ήταν ο άλλος μικρότερος». (5)

Κάπου εδώ κλείνει  η μικρή αναφορά, στα πιο «έντεχνα» τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη… Ίσως το θέμα να χρήζει περισσότερης και βαθύτερης ανάλυσης… Tι είναι «έντεχνο», τι είναι «λαϊκό» κι όλα αυτά… Εγώ θα ήθελα κλείνοντας, να αφιερώσω αυτή την καταγραφή σε όλους αυτούς που, τελείως επιφανειακά, βιάζονται να βγάλουν συμπεράσματα και να εκφέρουν απόψεις και λόγια, σαν κι αυτά που έγραψα στην αρχή του κειμένου μου…

- Πρωτοδημοσιεύθηκε στο Music Heaven το 2010. Εδώ παρουσιάζεται διαμορφωμένο, σύμφωνα με νέες πηγές και στοιχεία που προέκυψαν την τελευταία τετραετία.

Πηγές
1) Συνέντευξη Μίκη Θεοδωράκη στο Θανάση Γιώγλου («Πολίτης Κ»-Δήμος Καλαμαριάς-τεύχος Νο 26-Απρίλιος 2008)
2) Ιωάννα Κλειάσιου «Γιώργος Ζαμπέτας – Βίος και πολιτεία» («Ντέφι» 1997)
3) Θωμάς Κοροβίνης «Στέλιος Καζαντζίδης- Αφιέρωμα» («Οδός Πανός» -2005)
4) Συνέντευξη του Αντώνη Βαρδή στον Θανάση Γιώγλου
5) Συνέντευξη Θανάση Πολυκανδριώτη στο Θανάση Γιώγλου («Πολίτης Κ»-Δήμος Καλαμαριάς-τεύχος Νο 25-Ιανουάριος 2008)
6) Κώστας Μπαλαχούτης «Στέλιος Καζαντζίδης-Κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω»- («Ατραπός» 2003)
7) Κυριάκος Διακογιάννης «Στέλιος Καζαντζίδης-Η σταύρωση ενός ειδώλου» (Εκδόσεις «Γ.Λαδιά» - 1983)
8)Πάνος Γεραμάνης «Στέλιος Καζαντζίδης-Όταν η φωνή φτάνει το θρύλο-Ημερολόγιο τιμής» (Άγκυρα 2001)

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!