Ρόζα Εσκενάζυ η «Τουρκατζού» (1895 - 2/12/1980)

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, γύρω στο 1895, δεν υπάρχουν στοιχεία για την ακριβή ημερομηνία γεννήσεώς της.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
02/12/2011
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά του Αβραάμ και της Φλώρας Σκινάζη, εβραϊκής οικογένειας της Πόλης που μετακινήθηκε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε αρχικά στη Θεσσαλονίκη και λίγο μετά στην Ξάνθη και την Κομοτηνή. Βγήκε στο τραγούδι γιατί, όπως έλεγε, ζήλεψε κάποιες Αρμένισσες χορεύτριες γειτονοπούλες της. Πρωτοεμφανίστηκε σαν χορεύτρια στο «Γκραντ Οτέλ» στη Θεσσαλονίκη το 1919 – ως μέλος ενός μικρού θιάσου Αρμενίων – ενώ παράλληλα τραγουδούσε αρμένικα, τούρκικα και μικρασιάτικα τραγούδια.


Το 1926 κατέβηκε στην Αθήνα. Με το καλλιτεχνικό όνομα Ρόζα ή Ροζίτα (το πραγματικό της ήταν Σάρα) τους ερωτικούς χορούς και το τραγούδισμά της «χάλαγε» κόσμο στις ταβέρνες και στα καμπαρέ της Αθήνας και του Πειραιά. Ένα βράδυ στις Τζιτζιφιές την άκουσε και ο Σμυρνιός συνθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής της Odeon, Παναγιώτης Τούντας, που την έβαλε στη δισκογραφία. Η Ρόζα (όπως και η Σμυρνιά Ρίτα Αμπατζή) έγινε η θρυλική γυναικεία φωνή των δίσκων, τραγουδώντας «μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα», δημοτικά και ρεμπέτικα.

Μέχρι την κήρυξη του πολέμου, το 1940, δούλεψε αποκλειστικά στα μικρασιάτικα πάλκα με τα σαντουρόβιολα, τις σμυρνέικες, δηλαδή, κομπανίες. Με τον Δημήτρη Σέμση (βιολί), τον Λάμπρο Λεονταρίδη (πολίτικη λύρα), τον Χαράλαμπο ή Λάμπρο Σαββαϊδη (κανονάκι), τον Γρηγόρη Ασίκη και, κυρίως, τον Αγάπιο Τομπούλη (ούτι) και άλλους. Αυτή θεωρείται και η εποχή της μεγάλης ακμής της. Τότε που φωνογράφησε τραγούδια των: Π. Τούντα, Δημ. Σέμση, Ευάγ. Παπάζογλου, Κ. Καρίπη, Ιακ. Μοντανάρη, Σπ. Περιστέρη, Κ. Σκαρβέλη και πολλών άλλων. Μετά τον πόλεμο, η υποχώρηση του σμυρνέικου ύφους και η επικράτηση των κομπανιών με μπουζούκια έφερε την Ρόζα πλάι στον Μάρκο, τον Παπαϊωάννου, τον Κερομύτη και τον Μπαγιαντέρα. Το 1954 βρέθηκε ξανά στην Πόλη (το 1937 μια περιοδεία του συγκροτήματός της στα Βαλκάνια – Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Αλβανία και αλλού – είχε ξεκινήσει από εκεί) και από εκεί στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Από αυτή την περίοδο θυμάται και αναφέρει στον Κώστα Χατζηδουλή και στην αυτοβιογραφία της:

«Πήγαμε στην Πόλη και δουλέψαμε σε πολλά μαγαζιά, πολύς κόσμος ερχότανε. Τότες ήτανε στην Πόλη και ο Τσιτσάνης με τη συγχωρεμένη τη Μαρίκα, αλλά αλλού δουλεύανε αυτοί και αλλού εμείς. Και θυμάμαι που γελούσανε όλοι εκεί μόλις ακούγανε το όνομα Τσιτσάνης. Ξέρεις γιατί: Γιατί Τσιτσάνης τούρκικα θα πει Ποντίκι! Σαράντα δίσκους έκανα τότες στην Πόλη και τραγούδησα Ελληνικά, Τούρκικα και ακόμα κλέφτικα.

Όλους αυτούς τους μπουζουξήδες τους γνώρισα και ήτανε όλοι τους καλοί και είχανε όμορφα τραγουδάκια. Παίζανε όλοι όμορφα μπουζούκι και τραγουδάγανε καλά. Κι ο Μάρκος έπαιζε όμορφα, κι ο Κερομύτης, κι ο Τσιτσάνης και όλοι τους. Πιο καλός, όμως, στο μπουζούκι απ’ όλους ήτανε ο Χιώτης, αυτός. Ο πιο ανώτερος, πρώτης τάξης τον θυμάμαι καλά.

Ο Τομπούλης έπαιζε, ο Σουκρή Μπέης, το καλύτερο κλαρίνο της Πόλης, ξακουσμένος κι αυτός τότες. Βιολί ο Αμέρ Μπέης και άλλοι. Πέντε χιλιάδες δολλάρια πήρα μόνο από τους δίσκους τότε, εκτός από τα μεροκάματά μου, που δούλευα.

Από ’κει και μετά ξεκινήσαμε για την Αμερική μαζί με τον Τομπούλ και τον Σουκρή. Πήγαμε στο Σικάγο, στη Νέα Υόρκη, στο Ντητρόιτ, δουλέψαμε πολύ καλά και βγάλαμε πολλά λεφτά. Κι εκεί έβγαλα πολλούς δίσκους με τον Τομπούλ και τον Σουκρή, απ’ όλα τραγούδησα και εκεί πέρα. Στην Αμερική αντάμωσα τότες και τον Παπαϊωάννου και μετά την Πόλυ Πάνου, αλλά αλλού δούλευαν αυτοί και αλλού εμείς. Δυο χρόνια έκατσα στην Αμερική κι όταν ήρθα στην Ελλάδα αγόρασα το μεγάλο όμορφο σπίτι που έχω. Δυο φορές έχω πάει στην Αμερική με τον Τομπούλ, με ζητήσανε κι άλλη φορά, αλλά δεν πήγα.».

Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 έκανε και τους τελευταίους δίσκους της, στην ελληνική RCA Victor του Γεωργίου Ορφανίδη και λίγο μετά στη Λύρα του Αλέξανδρου Πατσιφά. Ο δισκογραφικός ανταγωνισμός του ΄60 με τη δημιουργία νέων δισκογραφικών ετικετών, κράτησε ζωντανή την «παλιά φρουρά» και στη νέα εποχή. (Γεγονός που συνέβαλε και στη λεγόμενη αναβίωση του ρεμπέτικου). Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 η «Ρόζα η ναζιάρα με τα σγουρά μαλλιά», μακρινή φιγούρα και φωνή ενός άλλου πολιτισμού, ξεπρόβαλε ζωντανός μύθος στην ασπρόμαυρη μικρή οθόνη πλάι στον Γιώργο Παπαστεφάνου και την Χάρις Αλεξίου, αλλά και στις αφιερωμένες στο ρεμπέτικο βραδιές που έγιναν στις μπουάτ «Αιγόκερως» και «Θεμέλιο» στην Πλάκα, με την επιμέλεια του Τάσου Σχορέλη και του Κώστα Χατζηδουλή. Ένα-δύο χρόνια πριν, δηλαδή, η τραγουδίστρια με τα χρυσοκέντητα σαλβάρια και τα γαλάζια πέπλα, η Ρόζα η «τουρκατζού» (όπως την αποκαλούσε σε μια συνέντευξή της τα χρόνια εκείνα η αείμνηστη Μαλβίνα) με τα ζίλια και το ντέφι, τα μετάξια στο κορμί και στη φωνή, φύγει από τη ζωή σε ηλικία 85 περίπου χρόνων, στις 2 Δεκεμβρίου του 1980.

Φωτογραφίες
Κεντρική: Με τον Τομπούλ και τον Λάμπρο
2: Το εξώφυλλο της βιογραφίας της
3: Με φίλους και θαυμαστές στην Αμερική

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!