Ο «κακός λογοτέχνης» Μ. Καραγάτσης

«Aς γελάσω...»
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
«Ο καλός λογοτέχνης μας παρουσιάζει όπως θέλουμε να είμαστε. Εκείνος που τολμάει να μας παρουσιάζει όπως είμαστε είναι κακός λογοτέχνης. Ιδού λοιπόν, αγαπητοί μου, γιατί είμαι ένας κακός λογοτέχνης» είχε δηλώσει ο Μ. Καραγάτσης σε μία από τις ελάχιστες ηχογραφήσεις στο ραδιόφωνο. Μπορεί να ήταν και η μοναδική.

«...Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο και είμαι συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θα αποδειχθεί στην κηδεία μου όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ίδιοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο....», αναφέρει η αυτοβιογραφία του.

Προδομένος από την καρδιά του, φεύγει από τη ζωή στις 14 Σεπτεμβρίου 1960, αφήνοντας ημιτελές το μυθιστόρημα που έγραφε εκείνο τον καιρό, «Tο Δέκα». Η τελευταία φράση, που έγραψε, ήταν «Aς γελάσω»….

Πληθωρικός, εκρηκτικός ο κατά κόσμον Δημήτρης Ροδόπουλος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της περίφημης «γενιάς του ’30». Γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου 1908 στο κέντρο της Aθήνας, σε ένα γωνιακό σπίτι στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους.

Ο πατέρας του, Γεώργιος Ροδόπουλος, ήταν δικηγόρος και πολιτικός, με καταγωγή από την Πάτρα, αλλά εγκατεστημένος στη Λάρισα. Η μητέρα του, Ανθή Μουλούλη καταγόταν από τον Τύρναβο. Ο συγγραφέας ήταν το πέμπτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας, με μεγάλη διαφορά ηλικίας από τα αδέλφια του Ροδόπη, Νίκο, Τάκη και Φωφώ.

Πέρασε την παιδική του ηλικία σε διάφορες πόλεις εξ αιτίας των μετακινήσεων της οικογένειάς. Ο πατέρας του ως διευθυντής τράπεζας δούλεψε στα Τρίκαλα, Πύργο, Αίγιο, Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη. Παρακολούθησε το Δημοτικό στο Αρσάκειο Λάρισας, ενώ τα γυμνασιακά του χρόνια -από το 1922 έως το 1924- τα πέρασε στη Θεσσαλονίκη, όπου τον έστειλε ο πατέρας του ως τιμωρία, επειδή είχε πλαστογραφήσει την υπογραφή του σε σχολικό έλεγχο. Τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας τα περνάει στη Ραψάνη.

Πηγαίνει στην Γκρενόμπλ για να σπουδάσει Νομικά τα οποία -για οικονομικούς λόγους- από τον επόμενο χρόνο, θα συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο Aθηνών.

Το ντεμπούτο του με την «Kυρία Nίτσα»

Δημιουργός «μεγάλης πνοής» ο Μ. Καραγάτσης από την αρχή της συγγραφικής του δραστηριότητας εμφανίστηκε με αρετές τεχνίτη. Διακρίνεται η ικανότητά του να δημιουργεί πρωτότυπους αφηγηματικούς χαρακτήρες και πλοκές που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Το 1927 παίρνει μέρος στον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Nέας Eστίας με το αυτοβιογραφικό διήγημα «Kυρία Nίτσα» (όπου αφηγείται τον έρωτα του για την εικοσάχρονη δασκάλα του), το οποίο θα αποσπάσει έπαινο και θα δημοσιευτεί το 1929 σε συλλογικό τόμο που περιελάμβανε τα βραβευμένα διηγήματα του διαγωνισμού («Oι θεότητες του Kοτύλου», εκδ. Bιβλιοπωλείον της Eστίας). Mε το διήγημα αυτό -που απέσπασε τις ευμενείς κρίσεις του Γρηγορίου Ξενόπουλου- ξεκινάει τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του και την μακρά συνεργασία του με τη «Nέα Eστία», δημοσιεύοντας σε αυτήν διηγήματα, μυθιστορήματα σε συνέχειες και μεταφράσεις.

Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν «Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν» (1933).

Μετά το πτυχίο Πολιτικών και Οικονομικών πιάνει δουλειά ως υπάλληλος στην ασφαλιστική εταιρεία του αδερφού του Νίκου, στον Πειραιά.

Το 1935 θα παντρευτεί τη ζωγράφο Νίκη Καρυστινάκη (μετέπειτα γνωστή ως Νίκη Καραγάτση, 1914-1986). Ένα χρόνο αργότερα, το 1936, δημοσιεύει το μυθιστόρημα αυτό, που κλείνει τη γνωστή τριλογία «Γιούγκερμαν – Λιάπκιν – Χίμαιρα», ο Καραγάτσης «μελετάει ενδελεχώς τη δυνατότητα προσαρμογής των ξένων στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά και την αμφιθυμία των Ελλήνων απέναντι στη Δύση. Κρύβει καλά τον ακραίο και κατάμαυρο ρομαντισμό του κάτω από πέπλο κυνισμού ή και ωμότητας. Βαθιά απελπισμένος ο ίδιος, μετατρέπει τη Μαρίνα σε χίμαιρα, αρνούμενος την έννοια της αγάπης. Νομίζουμε ότι πετυχαίνουμε, ερωτευόμαστε, δημιουργούμε πνευματικά. Όλα εν τέλει καίγονται κάτω από το σκληρότατο ελληνικό φως. Σαν μύγες μαγευόμαστε από το άγνωστο, για να γίνουμε παρανάλωμα σε μια στιγμή. Αυτή τη μοιραία στιγμή περιγράφει ο Καραγάτσης….»

Σημαντικός σταθμός στην πεζογραφία του ήταν το «Χαμένο Νησί», ένα έργο που ξεχωρίζει από την υπόλοιπη πεζογραφία του εξαιτίας της απόστασής του από τον ρεαλισμό και τη σύγχρονη πραγματικότητα.

Την περίοδο της γερμανικής κατοχής το σπίτι του επί της οδού Σπάρτης στην πλατεία Αμερικής γίνεται σημείο κάθε Παρασκευή συνάντησης των λογοτεχνών – ο καλός του φίλος Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Εγγονόπουλος, Βενέζης, Κατσίμπαλης, Λουντέμης, ήταν όλοι εκεί.ται το μυθιστόρημα του «Η χίμαιρα», ένα εξαιρετικό, λεπτομερές ψυχογράφημα και στη κόρη που γεννιέται τον Οκτώβριο του 1936 δίνει το όνομα της ηρωίδας του βιβλίου, Μαρίνα. 

Ο χαρακτηρισμός που απέδωσαν οι περισσότεροι κριτικοί της λογοτεχνίας στον Καραγάτση ήταν «γεννημένος πεζογράφος». Όλοι αναγνώριζαν την αφηγηματική του ευχέρεια και τη δημιουργική φαντασία του. Ειδικά η φαντασία του είναι αυτό που τον ξεχωρίζει από τους περισσότερους πεζογράφους και όχι μόνο αυτούς της γενιάς του ‘30. Πολλοί τον κατηγόρησαν ως προχειρογράφο, που δεν ενδιαφερόταν για την επιμέλεια της μορφής των έργων του. Η αλήθεια είναι ότι τα χειρόγραφά του δείχνουν ότι σπάνια έκανε αλλαγές στα έργα του, αλλά αυτό αποδεικνύει ακριβώς την αφηγηματική ευχέρεια που έλειπε από πολλούς συγγραφείς της γενιάς του.

Από το 1946 αναλαμβάνει τη θεατρική στήλη της εφημερίδας Βραδυνή. Υπήρξε αυστηρός, ενίοτε και καυστικός θεατρικός κριτικός, που υποκλινόταν ωστόσο, μπροστά στο ταλέντο, όπως στην περίπτωση της Κυβέλης, του Χορν, της Λαμπέτη, της Μελίνας, της Παξινού, του Βασίλη Διαμαντόπουλου. Τον ίδιο χρόνο ανεβαίνει στο θέατρο, χωρίς επιτυχία, το έργο του «Μπαρ Ελδοράδο».

Το πέρασμα από το σινεμά

Ο Καραγάτσης εμφανίζεται και στον κινηματογράφο, υπογράφοντας το σενάριο και τη σκηνοθεσία της ταινίας «Καταδρομή» (που γυρίστηκε στο σπίτι της οδού Σπάρτης). Πρωταγωνιστές ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, Χριστόφορος Νέζερ, Μάνος Κατράκης, Λέλα Χατζηαργύρη, Γιώργος Φούντας.

Παρά το γεγονός ότι η ταινία ήταν μία από τις πρώτες που προβλήθηκαν μετά την απελευθέρωση και είχαν θέμα την αντίσταση των Ελλήνων στις δυνάμεις του Άξονα και παρά το γεγονός ότι υπήρξε φιλόδοξη παραγωγή, δεν γνωρίζει εμπορική ή καλλιτεχνική επιτυχία. (Παρακολουθήστε εδώ ολόκοληρη την ταινία)

Το 1946 πεθαίνει και η μητέρα του, στην οποία αφιερώνει το μυθιστόρημά του «Ο μεγάλος ύπνος» που κυκλοφορεί την ίδια χρονιά. Το 1949 βρίσκεται ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας Βραδυνή στα βουνά του Γράμμου και του Βίτσι, ενώ ο εμφύλιος πήγαινε προς το τέλος του. Τον ίδιο χρόνο ταξιδεύει στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Τουρκία και την Αίγυπτο.

Το 1952 εργάζεται στη διαφημιστική εταιρεία ΑΔΕΛ, ενώ παράλληλα γράφει εκλαϊκευμένα την «Ιστορία των Ελλήνων» και το 1953 ταξιδεύει στην Ανατολική Αφρική.

Το 1956 και το 1958 ήταν υποψήφιος βουλευτής με το δεξιό κόμμα των Προοδευτικών του Σπ. Μαρκεζίνη. Δεν είχε κάνει καμία προεκλογική προετοιμασία και όπως ήταν φυσικό, απέτυχε και τις δύο φορές. Όταν κάποιος τον ρώτησε γιατί είχε θέσει υποψηφιότητα, απάντησε ότι το έκανε για να πάρει ψήφους από τον αδερφό του Κωνσταντίνο Ροδόπουλο, υποψήφιο με την ΕΡΕ.

Εκείνη τη χρονιά, το 1958, συνυπογράφει «Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων» μαζί με τους Άγγελο Τερζάκη, Ηλία Βενέζη και Στρατή Μυριβήλη, το οποίο πρωτοδημοσιεύεται στην εφημερίδα Ακρόπολη.

Στις 8 Νοεμβρίου του ίδιου έτους παθαίνει καρδιακή προσβολή. Η ασθένειά του τον απομάκρυνε από τους φίλους του, όμως δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει

Σχεδίαζε άλλη μια ενότητα τεσσάρων έργων, από την οποία πρόλαβε να ξεκινήσει μόνο «Το Δέκα». Το έργο διαδραματίζεται σε μια λαϊκή πολυκατοικία του Πειραιά, με τον ίδιο να επισκέπτεται κάθε πρωί το λιμάνι και παρατηρούσε την κίνηση και τη ζωή εκεί για να αντλήσει υλικό.

Το ημιτελές μυθιστόρημά του εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Μάλιστα, το βιβλίο μεταφέρθηκε στην τηλεόραση (Alpha) σε σκηνοθεσία Πηγής Δημητρακοπούλου με πρωταγωνιστές το Δημήτρη Καταλειφό, τη Ρένα Πιττακή και τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο. Και η σειρά ολοκληρώνεται με την τελευτία φράση που έγραψε ο Καραγάτσης.



Στην τηλεόραση έχουν μεταφερθεί επίσης, τα μυθιστορήματα «Γιούγκερμαν», «Κίτρινος Φάκελος», «Το μπουρίνι», ενώ το 2024 στους τηλεοπτικούς δέκτες έρχεται για πρώτη φορά «Η μεγάλη Χίμαιρα»/

Τα χαράματα της 14ης Σεπτεμβρίου 1960 αφήνει την τελευταία του πνοή. Κηδεύεται την ίδια μέρα και στον τάφο του χαράζεται το επίγραμμα από το έργο του Το μεγάλο συναξάρι: «Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου».

Γιατί «M.Καραγάτσης»

Ένα μεγάλο μυστήριο γύρω από τον Καραγάτση είναι το Μ. Λέγεται ότι προέρχεται από τη ρωσική εκδοχή του ονόματος Δημήτρης, δηλαδή «Μίτια», αντιπροσωπεύοντας την αγάπη του ταυτόχρονα για τους Αδελφούς Καραμαζώφ και το «Καραγάτσης» οφείλεται στο δέντρο καραγάτσι (ή, πτελέα) κάτω από το οποίο καθόταν μικρός και διάβαζε, κοντά στην εκκλησία της Pαψάνης στη Θεσσαλία.

Το γεγονός ότι υπέγραφε τα έργα του ως «Μ. Καραγάτσης» πολλές φορές οδήγησε σε παραανοήσεις αρκετούς φιλολόγους λογίζοντας το «Μ» ως Μιχάλης, λόγω των ηρώων του, Μιχάλη Καραμάνου (στον Γιούγκερμαν) και Μιχάλη Ρούση (στον Μεγάλο ύπνο).

Η κόρη του, Μαρίνα, ανέφερε ότι το «Μ.» πράγματι παραπέμπει στο όνομα Μιχάλης, ωστόσο το μυστήριο του γράμματος «Μ» δεν θα μπορέσει ποτέ να λυθεί, διότι ο Καραγάτσης ουδέποτε δήλωσε δημόσια τη σημασία του.

«Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιό. Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω άγρια-σε αυτό το αθηναϊκό σταυροδρόμι- τους διαφόρους ‘αρμοδίους’, όταν έρθει η στιγμή να εντοιχισθεί η αναμνηστική πλάκα. Εγώ βέβαια θα τα έχω τινάξει προ πολλού, και θα σπάω κέφι καλά στον ουρανό, με τη μεταθανάτια φάρσα μου. Θα έχω παρέα το Σολωμό, που θα μου λέει κουνώντας το κεφάλι: «Τράβα και σύ Καραγάτση, όσα τράβηξα εγώ από τον Καιροφύλλα, τον Αποστολάκη και το Σπαταλά», έλεγε ο ίδιος... 

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!