O Ronald Belford Scott, γεννήθηκε στη Σκωτία αλλά μεγάλωσε στη Μελβούρνη και κυρίως στο Fremantle της Αυστραλίας. Έμαθε ντραμς, του κόλλησαν το παρατσούκλι “Bon”. Από μικρός είχε κλίσεις στην «μικροπαρανομία» και θεωρήθηκε «κοινωνικά απροσάρμοστος» με αποτέλεσμα αναμορφωτήρια, μη ένταξη στο στρατό κλπ.
Συμμετείχε ως drummer και τραγουδιστής σε διάφορα συγκροτήματα (The Spektors, Valentines, Fraternity κ.ά.) και έγινε σχετικά αναγνωρίσιμος.
Εριστικός, μέθυσος και «προβληματικός» είχε ένα σοβαρό ατύχημα που τον κράτησε σε κώμα για μερικές μέρες και μάλλον του άλλαξε και τη – σύντομη όπως τελικά αποδείχθηκε- ζωή.
Όταν συνήλθε πέρασε από διάφορες δουλειές ώσπου κατέληξε οδηγός. Η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε κάποιες φορές συνόδευσε τους AC/DC από το ξενοδοχείο σε συναυλίες και αντίστροφα.
Ο Scott πήρε τη θέση του «αταίριαστου» με την μπάντα Dave Evans και με σταθερά βήματα χρίστηκε «μορφή» -μαζί φυσικά με τους αδελφούς Γιανγκ- του γκρουπ. Η ιδιαίτερη σκηνική παρουσία του, οι εκρηκτικές και «άμεσες» ερμηνείες του αλλά και οι ελκυστικοί -σεξ, ποτό και rock ‘n’ roll και όχι μόνο- στίχοι του «έγραφαν» στο κοινό.
Μέχρι και το φινάλε του στις 19 Φεβρουαρίου του 1980 έδωσε βροντερό παρόν στα ιστορικά άλμπουμ των AC/DC (High Voltage, T.N.T Dirty Deeds Done Dirt Cheap, Let There Be Rock, Powerage, Highway To Hell) ενώ η ψυχή του πλανάται και στο περίφημο «μαύρο» BackinBlack που κυκλοφόρησε λίγο μετά την «άδοξη» φυγή του και με τον Μπράιαν Τζόνσον πια στη θέση του ερμηνευτή.
Συμμετείχε ως drummer και τραγουδιστής σε διάφορα συγκροτήματα (The Spektors, Valentines, Fraternity κ.ά.) και έγινε σχετικά αναγνωρίσιμος.
Εριστικός, μέθυσος και «προβληματικός» είχε ένα σοβαρό ατύχημα που τον κράτησε σε κώμα για μερικές μέρες και μάλλον του άλλαξε και τη – σύντομη όπως τελικά αποδείχθηκε- ζωή.
Όταν συνήλθε πέρασε από διάφορες δουλειές ώσπου κατέληξε οδηγός. Η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε κάποιες φορές συνόδευσε τους AC/DC από το ξενοδοχείο σε συναυλίες και αντίστροφα.
Ο Scott πήρε τη θέση του «αταίριαστου» με την μπάντα Dave Evans και με σταθερά βήματα χρίστηκε «μορφή» -μαζί φυσικά με τους αδελφούς Γιανγκ- του γκρουπ. Η ιδιαίτερη σκηνική παρουσία του, οι εκρηκτικές και «άμεσες» ερμηνείες του αλλά και οι ελκυστικοί -σεξ, ποτό και rock ‘n’ roll και όχι μόνο- στίχοι του «έγραφαν» στο κοινό.
Μέχρι και το φινάλε του στις 19 Φεβρουαρίου του 1980 έδωσε βροντερό παρόν στα ιστορικά άλμπουμ των AC/DC (High Voltage, T.N.T Dirty Deeds Done Dirt Cheap, Let There Be Rock, Powerage, Highway To Hell) ενώ η ψυχή του πλανάται και στο περίφημο «μαύρο» BackinBlack που κυκλοφόρησε λίγο μετά την «άδοξη» φυγή του και με τον Μπράιαν Τζόνσον πια στη θέση του ερμηνευτή.