Lucio Dalla - Η πορεία και το έργο του

Δεν είναι εύκολο να συνοψίσει κανείς την 50χρονη σχεδόν διαδρομή του σπουδαίου αυτού τραγουδοποιού.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
01/03/2018
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ο Lucio Dalla, χωρίς αμφιβολία χάραξε με ανεξίτηλα σημάδια το νεότερο ιταλικό αλλά και διεθνές τραγούδι. Που να πρωτοσταθεί κανείς: Από το "Caruso" στα "Come è profondo il mare", "Futura", "Quale allegria", "Anna e Marco", "L' ultima luna", "L' anno che verrà", "Chiss à se lo sai", "Ciao", "Canzone", "Attenti al lupo", "Tu non mi basti mai", fino a "Il cielo", "Piazza grande", "Occhi di ragazza", "Il gigante e la bambina", "4 marzo 1943". Στο τελευταίο, ο τίτλος έχει παρθεί από την αστυνομική ταυτότητα του Ντάλλα, αφού ουσιαστικά είναι και η ημερομηνία γεννήσεως του Μπολονιέζου τροβαδούρου.

4 marzo 1943


Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '50 το λεγόμενο ελαφρό - με την έννοια ότι ενορχηστρωτικά και υφολογικά διαφοροποιείται από τις κλασική μορφή και δομή των θεμάτων της όπερας - ιταλικό τραγούδι πατάει πάνω στην παράδοση της ναπολιτανικής τραγουδοποίας που συγκερνά στοιχεία και από τις δύο παραπάνω σχολές. Με το ξεκίνημα της δεκαετίας του '60 η επίδραση καλλιτεχνών όπως ο Bob Dylan, η Joan Baez, προτρέπουν τους στιχουργούς αρχικά να στραφούν σε θέματα που ακουμπούν στην καθημερινότητα. Παράλληλα δημιουργείται το ρεύμα των τραγουδοποιών και γενικότερα των ομάδων - παρεών που λειτουργούν συλλογικά με στόχο τη δημιουργία τραγουδιών που εκφράζουν τις αλήθειες, τα προβλήματα, τις χαρές, τις αναζητήσεις και τις αγωνίες του κόσμου, με λίγα λόγια το τραγούδι γίνεται καθρέφτης των παλμών της συλλογικής συνείδησης. Σε δεύτερο χρόνο αναπτύσονται νέοι γλωσικοί κώδικες και μουσικές φόρμες που μετουσιώνουν επαρκέστερα αυτή τη διάθεση. Στο γενικότερο αυτό κλίμα ανδρώθηκε ο Dalla και έμελλε να γίνει ένας από τους πιο ευρηματικούς εκπροσώπους αυτών των τάσεων, σημείο αναφοράς που δύσκολα μπορεί να αποκωδικοποιηθεί αφού το ποιητικό του σύμπαν καλύπτει πολιτικές νύξεις, τολμηρά προσωπικά δεδομένα, ανάλαφρα και χιουμοριστικά θέματα σκιαγραφημένα με διεισδυτική και συχνά απρόσμενη οπτική ενώ αντίστοιχες είναι και οι μελωδικές επενδύσεις τους, με ηχοχρώματα που παντρεύουν τον λυρισμό της ευρωπαϊκής σχολής, με την αναρχία της τζαζ, της μπητ τζενερέσιον αλλά και τη φλέβα του παραδοσιακού τραγουδιού της Μεσογείου.

Ο Lucio Dalla ξεκινά νεαρός να παίζει κλαρινέτο σε αίθουσες χορού στη γενέτειρά του Μπολόνια και στη συνέχεια σε διάφορες τζαζ ορχήστρες που δίνουν παραστάσεις στη Ρώμη, ενώ συμμετέχει και σε νεανικά συγκροτήματα. Είναι ένας εξαιρετικός κλαρινίστας αλλά ανάρμοστος τραγουδιστής για την εποχή και τα δεδομένα της πατρίδας του. Πειραματίζεται με πρωτόγνωρες φωνητικές τεχνικές, μη αρμονικές στα όρια του φάλτσου, κάτι ανάμεσα στο πρώιμο φανκ του James Brown και το μπελκάντο ύφος του Marvin Gaye.

Piazza grande


Ο Gino Paoli - ήδη καταξιωμένος τραγουδοποιός - θα τον ανακαλύψει και θα τον προτρέψει να ακολουθήσει καριέρα σολίστα, αφού κατά την άποψή του ενσαρκώνει τον πρώτο σόουλ ιταλό ερμηνευτή. Το κοινό όμως έχει άλη γνώμη και στο μουσικό διαγωνισμό Cantagiro του 1965 περισσότερες είναι οι ντομάτες στο πάλκο παρά τα χειροκροτήματα. Ο Dalla, προβοκάτορας για τα τότε μουσικά ήθη συνεχίζει απτόητος. Ντύνεται άσχημα, η τοποθέτηση του στη σκηνή είναι αλλοπρόσαλλη όπως και τα φυσικά χαρακτηριστικά του που δεν τον βοηθούν να κερδίσει τη συμπάθεια του κοινού. Το 1966 παρουσιάζει στο φεστιβάλ του Sanremo -μαζί με τους θρυλικούς Yardbirds που εμφανίζονταν ως φιλοξενούμενοι της διοργάνωσης όπως συνηθιζόταν κι εκακολουθεί να συμβαίνει- το "Paff... bum", τους χτύπους δηλαδή της καρδιάς του όταν συναντά την αγαπημένη του, που περνά απαρατήρητο. Παράλληλα εκδίδει το πρώτο του άλμπουμ 1999 που θα σημειώσει παταγώδη αποτυχία. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια ο Ντάλλα φαντάζει προβληματισμένος, μπερδεμένος κι αναποφάσιστος να συνεχίσει την διαδρομή που έχει ήδη χαράξει. Συμμετέχει στο επόμενο Φεστιβάλ του Sanremo, εμφανίζεται ως σαπόρτ στη συναυλία του Jimi Hendrix στο Μιλάνο και παραδόξως το 1970 σημειώνει επιτυχία ως δημιουργός με ένα απολύτως ορθόδοξο κομμάτι, το "Occhi di ragazza" με ερμηνευτή το συντοποίτη του Gianni Morandi.

Τα άλμπουμ που θα ακολουθήσουν Terra di Gaibola (1970), Storie di casa mia (1971), με εμφανείς αναφορές στον μικρόκοσμο της κοινωνίας όπου μεγάλωσε θα αναδείξουν την εναλλασσόμενη δημιουργικότητά του ανάμεσα σε μικρά αριστουργήματα, στιγμές σύγχυσης και ατελείς περιραματισμούς. Από τον τελευταίο όμως δίσκο θα ανδειχθεί το "4 marzo 1943", που με τις ευλογίες του φεστιβάλ της πόλης των λουλουδιών του Sanremo, θα ταξιδέψει από την Γαλλία ως την Βραζιλία και την Ιαπωνία σε ντόπιες επανεκτελέσεις. Την επόμενη χρόνια στο θέατρο Ariston του Sanremo η επιτυχημένη συνταγή θα συνεχιστεί με το "Piazza Grande".

Come è profondo il mare


Ο Lucio Dalla, ως συνήθως, αφήνει τα σίγουρα και μια ήδη δρομολογημένη καριέρα στα mainstream όρια, για ένα "από καρδιάς" στοίχημα υψηλού ρίσκου. Συνεργάζεται με τον μπολονιέζο ποιητή Roberto Roversi (διανοούμενο μαρξιστή και ιδρυτή μαζί με τους Pasolini και Fortini του φιλολογικού περιοδικού "Officina") για μια οργανωμένη τριλογία δίσκων (Il giorno aveva cinque teste, Anidride solforosa, Automobili) που θα του δώσουν την ευκαιρία να ξετυλίξει τις εκκεντρικές μελωδικές σκέψεις του, ανάμεσα από αυτοσχεδιασμούς, θορύβους, ψιθύρους, εκρήξεις και αξεπέραστες, ακόμη και σήμερα, ενορχηστρώσεις, ταιριαστές με τους στίχους γροθιά στον καθωσπρεπισμό και την εξουσία, προτείνοντας ουσιαστικές κοινωνικές αλλαγές. Το τελευταίο concept άλμπουμ θα προκαλέσει την αντίδραση της εταιρείας Rca που θα κόψει δυο τραγούδια θεωρώντας τα επικίνδυνα από πολιτική σκοπιά σε μια ταραγμένη περίοδο για την χώρα. Το νέφος που πνίγει την πόλη, μια κοινωνία ρομπότ, η άνιση πλέον σχέση του ανθρώπου με τα τεχνολογικά επιτεύγματα, η νοσταλγία, η αντίδραση, η διαμαρτυρία είναι τα ζητούμενα των δύο δημιουργών που ξαφνιάζουν και ενοχλούν αφού ορισμένα από τα τραγούδια αυτά κερδίζουν κοινό και κριτική. Η τριλογία έχει ολοκληρώνει τους στόχους της κι ένας νέος κύκλος δημιουργίας ανοίγει για τον ώριμο πια Dalla που αποφασίζει να έχει πλέον ολοκληρωτικά το και το στιχουργικό μέλος των τραγουδιών του. Το Come è profondo il mare (1977) είναι δίσκος καθημερινών αλληγορικών ιστοριών, με αυτοβιογραφικές πινελιές, για αδέσποτα σκυλιά και χαμένες ψυχές. Το μπλουζ συνατά το ροκ, τη σόουλ, τη μελωδική μπαλάντα. Ο Dalla προκαλεί με το "Disperato erotico stomp", όπου απεγνωσμένος που τον εγκατέλειψε η σύντροφός του για την αγκαλιά μιας φίλης της, προσπαθεί να εκτονωθεί βγαίνοντας στου δρόμους ψάχνοντας για μια γυναίκα ελαφρών ηθών, μόνο που του προκύπτει μια αριστερή, αισιόδοξη με διανοουμενίστικες τάσεις, κι έτσι επιστρέφει στο σπίτι του για να αυνανιστεί. Αυτά ίσως ακούγονται λίγο φαιδρά αλλά αν κανείς ανατρέξει στους στίχους θα καταλάβει με τι ευγένεια, χιούμορ, τεχνική κι ευφυία περιγράφονται.

Caruso


Ο μικρόσωμος κλόουν των χρόνων του '60 έχει πλέον γίνει ένας αστέρας πρώτου μεγέθους κάτι που επιβεβαιώνεται και από την αδοχή της νέας του δουλειάς που φέρει το όνομά του Lucio Dalla (1978). Ανάμεσα στα πολλά τραγούδια που ξεχωρίζουν συγκαταλέγεται και το γνωστό στην Ελλάδα "Anna e Marco". Ο θρίαμβος θα ολοκληρωθεί με την μεγαλειώση τουρνέ Banana Republic (1979), μαζί με τον ετεροθαλή συνοδοιπόρο Francesco Fe Gregori που θα αποτυπωθεί δισκογραφικά (πωλήσεις άνω των 500.000 αντιτύπων) αλλά και κινηματογραφικά υπό τη μορφή ταινίας. Με το δίσκο Dalla (1980) ανοίγει τη δεκαετία με τις καλύτερες προοπτικές. Νυχτερινές σερενάτες, μελαγχολικές αλλά ρυθμικές μελωδίες, στίχοι άμεσοι και συνάμα πρωτοποριακοί, ειρωνικοί, σουρεαλιστικοί, τραγικοί άλλοτε αλλά και χιουμοριστικοί. Η κορυφή έχει κατακτηθεί, μοιραία ίσως αρχίζει η αντίστροφη τροχιά μέσα από ενδιαφέροντα αλλά ημιτελή έως διεκπεραιωτικά και ξεπερασμένα για την εποχή τους έργα. Η θέα τύχη τα φέρνει έτσι ώστε το 1986 ν' αποφασίσει την κυκλοφορία του Dall Ameri Caruso ενός ζωντανά ηχογραφημένου δίσκου -ο Dalla φημίζεται για τις επιδόσεις του στις παραστάσεις που δίνει- στο Village Gate της Νέας Υόρκης. Ο άσσος στο μανίκι είναι ότι στο άλμπουμ περιλαμβάνεται το τραγούδι "Caruso", γραμμένο το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς σ' ένα ξενοδοχείο του Sorrento, εκεί που Enrico Caruso έζησε τις τελευταίες στιγμές της ζωής του. Το αποτέλεσμα είναι περισσότεροι από 10 εκατομμύρια δίσκοι άνω τον κόσμο και δεκάδες επανεκτελέσεις.

Stella


Ακολουθεί η τουρνέ σε Ιταλία και εξωτερικό αλλά και ο δίσκος με έναν φίλο απ' τα παλιά Dalla / Morandi (1988) και σταδιακά ο Dalla γίνεται ολοένα και περισσότερο σόουμαν και λογότερο τραγουδοποιός, καρικατούρα του πηγαίου βάρδου των χρόνων του '70. Ορισμένες χαρακτηριστικές, εν μέρει ευρηματικές αποσπασματικές δημιουργίες εξακολουθούν να στηρίζουν λειψούς δίσκους, να θυμίζουν στάγματα του χαρισματικού καλλιτέχνη του παρελθόντος. Το 2001 εκδίδεται το πρώτο βιβλίο με διηγήματα του "Bella Lavita". Μια άλλη πτυχή του ταλέντου του είναι η μουσική για ταινίες των Monicelli, Antonioni, Giannarelli, Verdone κ.ά. Παράλληλα οργανώνει και παρουσιάζει τηλεοπτικές εκπομπές, αφού αποδεδειγμένα πλέον είναι εμφανής η κλίση του στο σόου και την εικόνα. Ορισμένες εκπλήσσουν ευχάριστα και ξαφνιάζουν, άλλες όχι τόσο. Από τα σπουδαία και μεγάλα τραγούδια του μένει η βαριά και άσβεστη σκιά των ένδοξων χρόνων, όπως συχνά συμβαίνει με πολλούς μύθους. Κάποια από τα νέα τραγούδια του όπως τα "Dark Bologna" και "Stella" κρύβουν ψήγματα απ' τα σπάνια και ακριβά επιτεύγματά του. Ο ίδιος σε μια τηλεφωνική μας συνομιλία μου είχε δηλώσει πως πολλά απ’ τα τραγούδια του έχουν δημιουργηθεί υπό το φως του φεγγαριού στο σκάφος του. Μάλιστα μια αντιπροσωπευτική συλλογή της πορείας του που κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια έφερε τον τίτλο 12.000 Lune -12 χιλιάδες Φεγγάρια όσα δηλαδή του είχαν χρειαστεί μέχρι τότε για να γράψει όσα τρανά έγραψε και που ένα σημαντικό μέρος τους θα μείνει αθάνατο, όσο υπάρχουν τραγούδια και άνθρωποι.

Εκείνος τυπικά έσβησε την 1 Μαρτίου 2012, απρόσμενα ενώ βρισκόταν στην Ελβετία σε τουρνέ, λίγες ημέρες πριν τα 69α γενέθλια του.

Video

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!