Το «The Dark Side Of The Moon» των Pink Floyd από την ΕΣΟ της ΕΡΤ στο ΚΠΙΣΝ

From cosmic to symphonic
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
*Γράφει ο Θάνος Μαντζάνας

Η συμφωνική εκδοχή ολόκληρου του «The Dark Side Of The Moon» των Pink Floyd από την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία της ΕΡΤ στο ΚΠΙΣΝ ήταν μια ευκαιρία να ακούσουμε και να «δούμε» ένα από τα κατά τεκμήριο tock masterpieces μέσα από ένα εντελώς διαφορετικό «πρίσμα» αλλά ταυτόχρονα και να αναστοχαστούμε πάνω στη φύση και το περιεχόμενο ενός από τα πιο σύνθετα και διαχρονικά έργα της μουσικής του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα.

Ως προς τα τυπικά της υπόθεσης το «The Dark Side Of The Moon» ηχογραφήθηκε στα Abbey Road Studios από τον Ιούνιο του 1972 μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου του 1973 και κυκλοφόρησε την πρώτη Μαρτίου του ’73.

Το όγδοο album των Pink Floyd ήταν αυτό που τους μετέτρεψε από ένα αρκετά γνωστό στην Βρετανία συγκρότημα σε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του tock διεθνώς.

Παραμένει σταθερά μέσα στα είκοσι πέντε albums όλων των εποχών με τις μεγαλύτερες πωλήσεις, μόνο στην Αμερική έχουν πουληθεί περίπου δώδεκα εκατομμύρια αντίτυπα.

Οι αστρονομικές αυτές πωλήσεις ήταν φυσικά αδύνατο να ξεπεραστούν ακόμα και από τους ίδιους τους Pink Floyd παρότι και το επόμενο album τους, το «Wish You Were Here» του ’76 είχε μεγάλη επιτυχία, μικρότερη από αυτό το «Animals» του ’77 ενώ ακόμα και το δεύτερο best seller τους, το «The Wall» του ’79 δεν κατάφερε να αγγίξει το ρεκόρ του ε«The Dark Side Of The Moon».

Είναι ένα από τα λίγα μη αμερικανικά ηχογραφήματα που φυλάσσονται στην Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου λόγω της «πολιτιστικής, ιστορικής και αισθητικής σημασίας του».

Οσον αφορά στην συναυλία, η πρωτοβουλία για την πραγματοποίηση της ήταν του Τάσου Ρωσόπουλου, πρώην διευθυντή των Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ, οι ενορχηστρώσεις ήταν του μόνιμου ενορχηστρωτή της ΕΣΟ Αχιλλέα Γουάστωρ, η προετοιμασία της Χορωδίας της ΕΡΤ έγινε από τον Μιχάλη Παπαπέτρου, την διεύθυνση τόσο της ΕΣΟ όσο και της Χορωδίας της ΕΡΤ είχε ο Στάθης Σούλης και σολίστ ήταν η σοπράνο Αφροδίτη Πατουλίδου και ο σαξοφωνίστας Δημήτρης Τσάκας.
DSC_2102.JPG
Δύσκολο να εξηγήσεις γιατί είσαι τρελός…

Το «The Dark Side Of The Moon» είναι ο ορισμός αυτού που λέμε concept album. Πολύ σημαντικό μέρος αυτού του concept είναι το ότι ολόκληρο, από την αρχή μέχρι το τέλος, δεν είναι απλά μια αλληγορία αλλά ένας πολύ μεγάλος συμβολισμός.

Ενας συμβολισμός μάλιστα με τον οποίο ο Roger Waters (το «The Dark Side Of The Moon» ήταν ο δίσκος που η άτυπη διαδοχή του Syd Barrett από εκείνον ως ηγετικής φυσιογνωμίας του συγκροτήματος έγινε οριστική, συνέλαβε το concept και το περιεχόμενο του album και έβαλε τις βάσεις του πριν αρχίσει η ηχογράφηση) ξεγελά, συνειδητά η μη, το ακροατήριο καθώς ενώ αρχικά νομίζεις ότι τον έχεις «ξεκλειδώσει» χρειάζονται μερικές ακροάσεις για να αντιληφθείς ότι αλλού θεωρούσες ότι οδηγούσε και αλλού πηγαίνει τελικά.

Κεντρικό σημείο πάντως αυτού του συμβολισμού είναι ένα δίπολο, φως - σκοτάδι, το ίδιο δηλαδή που αποτυπώνεται γραφιστικά και στο σχεδόν διάσημο όσο και ο ίδιος ο δίσκος εξώφυλλο.

Από το δίπολο αυτό εμφορούνται οι στίχοι σχεδόν όλων των τραγουδιών του album καθώς και τα – ασυνήθιστα πολλά για δίσκο, τότε και τώρα – μέρη πρόζας από αρκετούς που είχαν ή όχι κάποιου είδους σχέση με το γκρουπ και κανένα τους δεν είναι τυχαίο ή συμπτωματικό, όλα τους ηχογραφήθηκαν ειδικά για να χρησιμοποιηθούν για αυτόν τον σκοπό.

Το ίδιο δίπολο όμως περνάει και χαρακτηρίζει και την μουσική η οποία σε κάποιες στιγμές κυριολεκτικά δομείται πάνω σε αυτό.

Η πρώτη και σημαντικότερη ίσως παράμετρος στην οποία οι ενορχηστρώσεις του Αχιλλέα Γουάστωρ ήταν περισσότερο και από επιτυχημένες ήταν το ότι κατόρθωσαν να μετεγγράψουν ευρηματικά μα και άψογα το φως, το σκοτάδι αλλά και τις αναρίθμητες «φωτοσκιάσεις» της μουσικής του δίσκου για τα ηχοχρώματα μιας συμφωνικής ορχήστρας, της ΕΣΟ εν προκειμένω.

Αν όμως το γραφιστικό του εξωφύλλου ξεκινά με ένα πρίσμα που αναλύει το λευκό φως στις επιμέρους χρωματικές συνιστώσες του (έστω και με μια μικρή ανακρίβεια σε σχέση με την αληθινή ανάλυση) συνεχίζεται με ένα άλλο το οποίο ανασυνθέτει το λευκό από αυτές.

Η έννοια της αποσύνθεσης και της ανασύνθεσης είναι επίσης κομβική για την συνολική σύλληψη του έργου. Η ανασύνθεση όμως νομοτελειακά εμπεριέχει την συνύπαρξη, σε αυτή την περίπτωση όχι μόνο πολλών αλλά και ετερόκλητων, ακόμα και αντιφατικών μεταξύ τους πραγμάτων.

Αυτό το χαοτικό λίγο κάτω από την επιφάνεια - και μάλιστα σε ένα πλαίσιο που ελάχιστα απέχει από το να χαρακτηριστεί προγραμματική μουσική - αλλά και στέρεα και απολύτως συγκροτημένο ετερόκλητο συνονθύλευμα, μικρογραφία του ίδιου του χάους, είναι η τρίτη πολύ σημαντική παράμετρος του concept και από τα κυριότερα δομικά στοιχεία του. «Πάντα ήμουν τρελός, το ξέρω ότι ήμουν τρελός όπως και οι περισσότεροι από εμάς» είναι από τις πρώτες λέξεις που ακούγονται στον δίσκο αρκετά πριν την πρώτη ερμηνεία.

Ακούγεται στο πολύ σύντομο εναρκτήριο instrumental, το «Speak To Me», του οποίου συνθέτης αναφέρεται μόνον ο ντράμερ του γκρουπ, ο Nick Mason και δικαιολογημένα αφού επίκεντρο του είναι τα ποικίλα κρουστά του, ανάμεσα τους και ο ειδικά επεξεργασμένος ηλεκτρονικά έτσι ώστε να θυμίζει τον ήχο μιας καρδιάς και πιο συγκεκριμένα ενός νεογέννητου ήχος μιας κάσας ο οποίος επανέρχεται και σε μερικά ακόμα σημεία του έργου.

Κατά το υπόλοιπο μέρος του το «Speak To Me» αποτελείται από θορύβους περιβάλλοντος, ένα είδος στοιχειώδους musique concrete, που ο Αχιλλέας Γουάστωρ απέδωσε ευφυώς με μια σειρά από εφέ των οργάνων της ΕΣΟ.

Ανέπνευσε, ανέπνευσε τον αέρα

Το πρώτο τραγούδι του album, το «Breathe», σε πρώτο επίπεδο είναι η αφήγηση μιας γέννησης όμως στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την βαθύτερη ουσία της ύπαρξης του. Λυρικό και υπόγεια μελαγχολικό με έναν αισθητό blues χρωματισμό στην δεύτερη, lap steel κιθάρα του David Gilmour αποδόθηκε με μια εύλογα κλασικότροπη ενορχήστρωση πριν ακολουθήσει, χωρίς διακοπή όπως συμβαίνει και σε ολόκληρο το album, το δεύτερο κατά σειρά instrumental «On The Run».

Εδώ εμφανίζεται για πρώτη φορά η σημαντικότερη ίσως ηχητική παράμετρος του «The Dark Side Of The Moon» καθώς αυτός ήταν ο πρώτος δίσκος των Pink Floyd που τα – πρωτόλεια ακόμα κα σχεδόν πρωτόφαντα – synthesizers είχαν τόσο σημαντικό ρόλο και έκαναν τόσο αισθητή την παρουσία τους.

Σχεδόν εξολοκλήρου ηλεκτρονικό, βασισμένο σε ένα sequenced σχήμα οκτώ νοτών του οποίου τόσο το τέμπο όσο και η συχνότητα αλλάζουν συνεχώς στη διάρκεια του κομματιού και έπαιξε ο κιμπορντίστας του γκρουπ ο αείμνηστος Richard Wright, στο Synthi AKS και με εμβόλιμα μέρη από το κυριότερο ηλεκτρονικό όργανο του album, το modular synthesizer EMS VCS 3 (που σε κάποια στιγμή έπαιξαν/χρησιμοποίησαν και τα άλλα τρία μέλη του γκρουπ εκτός του Wright) αποδόθηκε με μια σειρά από γρήγορα γκλισάντι και διαφορετικής έντασης πιτσικάτι των εγχόρδων τα οποία μετέφεραν ικανοποιητικότατα την «έκρυθμη» φύση του.

Η ήσυχη απελπισία, αυτός είναι ο αγγλικός τρόπος


Μια σειρά από χτυπήματα ξυπνητηριών και μετά η κάσα – καρδιακός παλμός, το ρολόι του ανθρωπίνου σώματος, που τα ακολουθεί ένα παρατεταμένο μέρος κρουστών του Mason το οποίο καταλήγει σε ένα σόλο του στα ντραμς είναι η μεγάλης διάρκειας εισαγωγή ενός από τα δύο εμβληματικά τραγούδια του album, του «Time».

Από τα πιο σύνθετα δομικά τραγούδια των Pink Floyd μέχρι τότε, με δυνατά και σχεδόν «επιθετικά» κουπλέ που ερμηνεύει ο Gilmour και με εντελώς διαφορετικό θέμα των ρεφρέν τα οποία ερμηνεύει ο Wright με σχεδόν όμως διφωνία από τον Gilmour κα με εντυπωσιακά γυναικεία φωνητικά.

Ενορχηστρωτικά τον πρώτο ρόλο έχει η κιθάρα του Gilmour με μια σειρά από πολύπλοκα και «θεαματικά» μεν - καθώς είναι περασμένα μέσα από ουκ ολίγα εφέ - αλλά βασισμένα σε blues κλίμακες περισσότερο από οποιαδήποτε φορά στην προηγούμενη, ψυχεδελική περίοδο των PF, σόλο.

Οι στίχοι λένε απλά πόσο περιορισμένο και για αυτό ακριβώς πολύτιμο πράγμα είναι ο χρόνος για να τον σπαταλούμε αδίκως.

Περiμένοντας κάποιον ή κάτι να σου δείξει τον δρόμο…

Κανείς δεν σου είπε πότε να τρέξεις, έχασες τον πυροβολισμό της εκκίνησης, πριν τελειώσουν με μια αφοπλιστική αυτοαναφορικότητα για την αδυναμία και τελικά την παραδοχή της ήττας από τον πανδαμάτορα.

Η ώρα πέρασε, το τραγούδι τελείωσε. Νόμιζα ότι θα είχα περισσότερα να πω. Η απόδοση στη συναυλία ήταν εξαίρετη με τον κατάλληλο «πλούσιο» ήχο από το σύνολο της ΕΣΟ και με την Χορωδία να ερμηνεύει άψογα τα σύνθετα φωνητικά μέρη του τραγουδιού.
DSC_21171.JPG
Δεν είπα ποτέ ότι φοβάμαι τον θάνατο


Το «The Great Gig In The Sky» ήταν μια instrumental σύνθεση του Richard Wright, αρχικά με βασικό όργανο το Hammond organ και στη συνέχεια το πιάνο, που προϋπήρχε της ηχογράφησης του δίσκου αλλά το γκρουπ αποφάσισε να το συμπεριλάβει σε αυτόν επειδή θεώρησε ότι ταίριαζε με το concept του και το συμπλήρωνε καθώς πηγή έμπνευσης του υπό μιαν έννοια ήταν ο θάνατος.

Το αποτέλεσμα της ηχογράφησης δεν τους άρεσε κα σαν μια ιδέα της τελευταίας στιγμή για να το βελτιώσουν σκέφτηκαν να προσθέσουν γυναικεία φωνητικά. Για τον σκοπό αυτό κάλεσαν την Clare Torry, μια τραγουδοποιό που βιιποριζόταν σαν session τραγουδίστρια.

Στην πρώτη δοκιμή δεν απέδωσε αυτό που ήθελε το συγκρότημα αλλά όταν της είπαν να σκεφτεί ότι ήταν και η ίδια ένα όργανο τα δύο διαδοχικά takes ήταν το ένα καλύτερο από το άλλο.

Τρίτο δεν έγινε και, παρότι τα μέλη του γκρουπ ενθουσιάστηκαν από αυτό που έκανε, την πλήρωσαν με την στάνταρ αμοιβή για τέτοια περίσταση, τριάντα λίρες.

Εμαθε ότι τα φωνητικά της είχαν χρησιμοποιηθεί μόνον όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος και στο πέρασμα του χρόνου διαπίστωσε – όπως και εκατομμύρια ακροατές – ότι τελικά ήταν δομικό στοιχείο του κομματιού.

Το 2006 με έναν εξωδικαστικό συμβιβασμό αποζημιώθηκε με ποσό που δεν έγινε γνωστό και από τότε το όνομα της αναφέρεται ως συν-συνθέτριας του κομματιού.

Απολύτως δικαιολογημένα καθώς είναι η συνεισφορά της που το έκανε κάτι πολύ περισσότερο από αυτό το οποίο ήταν αρχικά.

Όπως έμμεσα υποδηλώνει και ο τίτλος του το «The Great Gig In The Sky» ταυτόχρονα με μια απεικόνιση του θανάτου είναι κα μια συνειδητοποίηση της πλήρους, συμπαντικής ύπαρξης του ανθρώπου όπως αυτή εκφράζεται από τον ύμνο δίχως λέξεις της φωνής της Clare Torry.

Στη συναυλία – και πολύ σωστά – αποδόθηκε λιτά, κυρίως από το πιάνο με την ΕΣΟ να συνοδεύει και με την Αφροδίτη Πατουλίδου να «αναβιώνει» άψογα, προσθέτοντας όμως και κάτι από την δική της προσωπικότητα, το μέρος της Clare Torry.

Μοίρασε το δίκαια αλλά μην πάρεις ούτε ένα κομμάτι από την πίτα μου


Το «Money» είναι το δεύτερο εμβληματικό τραγούδι του «The Dark Side Of The Moon».

Πρώτο track της δεύτερης πλευράς του αυθεντικού δίσκου βινυλίου ήταν και αυτό που επιλέχθηκε για να προαναγγείλει το album με την κυκλοφορία του ως single (με το «Any Colour You Like» στην δεύτερη πλευρά) περίπου τρεις εβδομάδες νωρίτερα.

Σύνθεση του Roger Waters και με το μπάσο του να έχει τον πρώτο ρόλο περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο τραγούδι των Pink Floyd με ένα «ελαστικό» σχήμα το οποίο για τα δεδομένα τους ήταν ακόμα και…funk, κάτι που επιτείνεται από τα εμβόλιμα και πολύ κοντά στη soul σολιστικά μέρη του σπουδαίου σαξοφωνίστα Dick Parry.

Δομικά είναι ένα ακόμα «μεταλλαγμένο» blues, αρχικά στα 7/4 αλλά στην ηχογράφηση στα 7/8 με εξαίρεση το σόλο του Gilmour που είναι στα 4/4. Το μακροσκελές αυτό κιθαριστικό σόλο είναι, μαζί με το μπάσο και το σαξόφωνο, το τρίτο κυρίαρχο στοιχείο της μουσικής του τραγουδιού.

Αποτελείται από τρία μέρη, ένα αρκετά δυνατό πρώτο, ένα σιγανό και πολύ αφαιρετικό δεύτερο και το τελευταίο στο οποίο έρχεται η έκρηξη με πολύ πυκνό παίξιμο, μεγάλη ένταση και τη χρήση των εφέ του στούντιο σε όλα τα όργανα.

Ο Gilmour επίσης ερμηνεύει δυναμικά αλλά και με μια αδιόρατη ειρωνεία στην χροιά του τους στίχους του Waters που δεν αποτελούν κριτική στον καπιταλισμό όπως πολλοί /ές νομίζουν αλλά στον υλισμό, την λατρεία της ύλης.

Αρπαξε τα μετρητά και με τα δυο χέρια και κάνε τα κομπόδεμα/Καινούριο αυτοκίνητο, χαβιάρι, όνειρο τεσσάρων αστέρων/Και μετά θα αγοράσω και μια ποδοσφαιρική ομάδα.

Ο χαοτικός διάλογος που ακολουθεί στο φινάλε αποδίδει ανάγλυφα μια κοινωνία που, τότε όπως και τώρα, αναλώνεται στο κυνήγι υλικών και μόνο αγαθών. Με σπάνια ειλικρίνεια ο Waters δεν απέκρυψε ότι οι στίχοι προέκυψαν από μια εσωτερική σύγκρουση του ούτε και ποια ήταν η έκβαση της.

Όπως δήλωσε σε μια συνέντευξη αργότερα, «ήταν η στιγμή που έπρεπε να αποφασίσω αν ήμουν στα αλήθεια σοσιαλιστής.

Εξακολουθώ να θέλω μια κοινωνία όπου όλοι θα έχουν αρκετά για να ζουν άνετα αλλά είμαι καπιταλιστής, δεν γίνεται να μην το παραδεχθώ.

Εβλεπα ένα πανάκριβο αυτοκίνητο Bentley και ονειρευόμουν να γίνει δικό μου, ήθελα σαν τρελός να αποκτήσω όλα αυτά τα υλικά αγαθά.

Ο μόνο τρόπος ήταν μέσω του rock ή αν κέρδιζα το Λόττο. Ηξερα να κάνω το πρώτο οπότε επέλεξα αυτό».

Αψογη ήταν η απόδοση του στη συναυλία, με την Χορωδία να υποστηρίζει σωστά τον δυναμισμό του φωνητικού μέρους, ένα περίπλοκο σχήμα των δεύτερων βιολιών να υποκαθιστά το κιθαριστικό σόλο και βέβαια τον κορυφαίο jazz σαξοφωνίστα Δημήτρη Τσάκα να αναδεικνύει όλη την πλούσια μελωδικότητα των μερών του Dick Parry.

Και ο στρατηγός κάθισε καθώς οι γραμμές στον χάρτη μετακινήθηκαν από την μία άκρη στην άλλη


Το επόμενο τραγούδι μπορεί να μην είναι εμβληματικό αλλά προσωπικά για εμένα ανέκαθεν το «Us And Then» ήταν η κορυφαία στιγμή του «The Dark Side Of The Moon».

Μάλλον και οι Pink Floyd είχαν την ίδια άποψη γιατί ήταν το δεύτερο και τελευταίο single (με το «Time» στην δεύτερη πλευρά) από το album που κυκλοφόρησαν τον Φεβρουάριο του ’74. Για άλλη μια φορά ήταν μια σύνθεση του Richard Wright που προϋπήρχε και μάλιστα με μια ενδιαφέρουσα προϊστορία.

Ο Wright το έγραψε αρχικά ως κομμάτι για ουσιαστικά σόλο πιάνο αλλά τελικά προσέθεσε μια εισαγωγή με αρμονικές στο Hammond organ που το ακολουθεί το βασικό πιανιστικό θέμα ενώ προς το τέλος υπάρχει και ένα σύντομο σόλο του πιάνου.

Ο σκοπός ήταν να χρησιμοποιηθεί στην ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι «Zambriskie Point» (1969) της οποίας το soundtrack είχαν εξολοκλήρου γράψει οι PF.

Όμως ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης το απέρριψε λέγοντας χαρακτηριστικά «είναι όμορφο αλλά πολύ μελαγχολικό, καταλαβαίνετε; Μου θυμίζει εκκλησία».

Ετσι μπήκε «στο συρτάρι» από όπου ξαναβγήκε για να συμπεριληφθεί στο «The Dark Side Of The Moon».

Στη νέα όμως ηχογράφηση το συγκρότημα κυριολεκτικά το μεταμόρφωσε δίνοντας του μια πολύ ανορθόδοξη δομή.

Τα κουπλέ έχουν μια πολύπλοκη, σαφώς επηρεασμένη από την jazz, ακολουθία συγχορδιών με το μπάσο να λειτουργεί σαν ισοκράτης σε όλη την διάρκεια παίζοντας με επίκεντρο την συγχορδία ρε και εναλλάσσοντας ως βάση διαφορετική νότα της για τα κουπλέ και τα ρεφρέν.

Μια άλλη ιδιαιτερότητα του είναι ότι μετά τα ασυνήθιστα για αυτούς ήρεμα και χαμηλής έντασης κουπλέ έρχονται ξαφνικά τα πολύ πιο δυνατά ρεφρέν με την ερμηνεία του Gilmour να περνάει αντίστοιχα από ράθυμη και σχεδόν στα όρια του ψιθύρου σε οργισμένη κραυγή ενώ τα γυναικεία και ανδρικά φωνητικά του προσδίδουν ταυτόχρονα και μια ελεγειακή διάσταση.

Γενικότερα είναι το πιο κοντά στην jazz τραγούδι του γκρουπ, κάτι στο οποίο δίνουν έμφαση και τα δύο σόλο στο σαξόφωνο του Dick Parry και πάλι, ένα στην αρχή και το δεύτερο λίγο πριν το φινάλε.

Στιχουργικά είναι εξίσου σύνθετο με τρεις στροφές που κάθε μία έχει μόνο το δικό της κουπλέ αλλά και ρεφρέν. Σε αυτή την περίπτωση ο Waters έκανε ακόμα μεγαλύτερη υπέρβαση του εαυτού και των απόψεων του από όσο στο «Money», δεν είναι διόλου συμπτωματικό ότι το ένα ακολουθεί το άλλο.

Η πρώτη στροφή είναι η πιο φημισμένη έχοντας ως θέμα της τον πόλεμο και την κυριότερη αιτία του, τον εθνικισμό και κάνοντας πολλούς/ές να πιστεύουν ότι αυτό είναι και το μοναδικό θέμα του τραγουδιού ενώ δεν είναι καθόλου έτσι.

Γιατί η δεύτερη στροφή έχει να κάνει με τα ανθρώπινα περισσότερο παρά πολιτικά δικαιώματα και κυρίως με ζητήματα όπως ο ρατσισμός.

Ο αιφνιδιασμός όμως έρχεται στην τελευταία στροφή η οποία μιλάει για έναν ζητιάνο που πεθαίνει από πείνα γιατί κανένας και καμία που περνούσε δεν νοιάστηκε να του δώσει μια ελεημοσύνη.

Με ευφυέστατο τρόπο ο Waters μετατοπίζει έτσι το κέντρο βάρος από το συλλογικό στο προσωπικό αναδεικνύοντας το πόσο αλληλένδετα είναι ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει ως «ρίζα του κακού» τον υλισμό και τον καταναλωτισμό στους οποίους έχει παραδεχθεί ότι έχει υποκύψει και ο ίδιος.

Επειδή δεν είχε να πληρώσει για ένα τσάι και λίγο ψωμί ο γέρος πέθανε…

Λίγο πριν όμως, χωρίς ίσως να το συνειδητοποιεί καν, ο Waters έχει αποκαλύψει το ακόμα βαθύτερο αίτιο για όσα ταλανίζουν τον κόσμο και τις ανθρώπινες σχέσεις, τότε και τώρα.

Να έχεις και να μην έχεις και ποιος θα αρνηθεί ότι για αυτό γίνονται όλες οι μάχες;

Είναι αδύνατο ο στίχος αυτός να μη φέρει στο μυαλό τον τίτλο ενός εμβληματικού βιβλίου του Εριχ Φρομ που εκδόθηκε λίγο αργότερα, το 1976 – Να Εχεις Ή Να Είσαι;

Πολύ όμορφη η εκτέλεση και αυτού του τραγουδιού στη συναυλία, με το βασικό μέρος των keyboards «μοιρασμένο» σοφά στα έγχορδα, την Χορωδία να αποδίδει το φωνητικό μέρος με την δέουσα δραματικότητα και φυσικά τον Δημήτρη Τσάκα, στο φυσικό μουσικό περιβάλλον του αυτή τη φορά, να αποδίδει υποδειγματικά τα δύο σόλο του σαξοφώνου.
DSC_2191.JPG
Το «Any Colour You Like» που ακολουθεί είναι κάτι σαν εκτεταμένη οργανικό coda του «Us And Then» αν και στην πραγματικότητα έχει την ίδια ακολουθία συγχορδιών με το «Breathe» αλλά με λίγο πιο γρήγορο τέμπο.

Η διαφορά είναι ότι τον πρώτο ρόλο σε αυτή την περίπτωση έχει και πάλι το synthesizer VCS 3 περασμένο από delay και αρκετά άλλα εφέ του στούντιο και τα δύο διαφορετικά αλλά παράλληλα μέρη της κιθάρας, ένα με ένα ειδικό εφέ για τις αρμονικές που ακούγεται σε όλη τη διάρκεια και το άλλο για το κοφτό, οξύ και σε πολύ υψηλή τονικότητα σόλο του τέλους.

Για τα τόσα «παράξενα» ηχοχρώματα στη συναυλία αναγκαστικά σχεδόν χρησιμοποιήθηκαν τα εφέ των εγχόρδων και αντίστοιχα κυρίως τα πνευστά στη θέση των κιθαριστικών μερών.

Ο παράφρων είναι μέσα στο κεφάλι μου

Υπό μιαν έννοια το «Brain Damage» είναι το τραγούδι – μήτρα ολόκληρου του δίσκου καθώς σε αυτό υπάρχει ο στίχος the dark side of the moon ο οποίος στη συνέχεια έγινε και ο τίτλος του album.

Σε αυτό και το επόμενο, τα δύο τελευταία του δίσκου δηλαδή, ο άτυπος ηγέτης και στιχουργός των Pink Floyd, o Roger Waters, «βγαίνει μπροστά» για πρώτη φορά καθώς όχι μόνον είναι εξολοκλήρου δικές του συνθέσεις αλλά και τα μόνα που ερμηνεύει (αν και για το συγκεκριμένο χρειάστηκε να επιστεί από τον David Gilmour καθώς δεν είχε ακόμα αρκετή εμπιστοσύνη στη φωνή του για τέτοιο είδος τραγουδιού).

Συνθετικά το «Brain Damage» είναι το απλούστερο κομμάτι του δίσκου, μια ακουστική μπαλάντα, ένα στιλ με το οποίο ο Waters είχε πειραματιστεί δυο – τρεις φορές και πριν όταν είχε την ευκαιρία καθώς δεν ταίριαζε με το progressive ύφος του γκρουπ.

Η ηχογραφημένη εκδοχή του αρχίζει όντως ως ακουστική μπαλάντα αλλά πολύ σύντομα αρχίζει να εμπλουτίζεται και να μεταλλάσσεται κυρίως χάρη στο VCS 3 του Wright και τα εφέ με μαγνητοταινίες του ίδιου του Waters αλλά και του ντράμερ Nick Mason.

Είναι το μοναδικό κομμάτι του album που ο Gilmour παίζει μόνον ακουστική κιθάρα αλλά κάνει διφωνία στην ερμηνεία του Waters σε όλη την διάρκεια ενισχύοντας την.

Στο ρεφρέν προστίθενται φωνητικά από έναν session τραγουδιστή και τρεις session τραγουδίστριες που του προσδίδουν μιαν ατμόσφαιρα η οποία μετεωρίζεται ανάμεσα στο τελετουργικό και το ελεγειακό.

Είναι σαφέστατα το τραγούδι που σχετίζεται περισσότερο και εμπνέεται ταυτόχρονα από τον Syd Barrett, την τραγική ή και «καταραμένη» μουσική ιδιοφυία που ήταν ο ιδρυτής και αδιαφιλονίκητος ηγέτης των Pink Floyd, συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής όλων των τραγουδιών στο ψυχεδελικό αριστούργημα που ήταν το πρώτο album τους, το «The Piper Αt Τhe Gates Οf Dawn» του ’67.

Πολύ σύντομα όμως η εξωφρενική κατάχρηση ψυχοτρόπων ουσιών σε συνδυασμό με την ασταθή ψυχολογική κατάσταση του οδήγησαν και στην διανοητική κατάρρευση του μετατρέποντας τον σε ένα ανθρώπινο ερείπιο που – μετά από δύο τελευταίες αναλαμπές ισάριθμων προσωπικών δίσκων με την βοήθεια των υπολοίπων – πέρασε σαν ερημίτης το υπόλοιπο της ζωής του στο πατρικό σπίτι του.

Ηδη όμως από τον δεύτερο δίσκο τους οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να τον αντικαταστήσουν ως κιθαρίστα με τον David Gilmour ενώ ο Roger Waters τον υποκατέστησε ως βασικός συνθέτης, στιχουργός και σε μεγάλο βαθμό ερμηνευτής, άρα αναπόφευκτα και ως άτυπος αρχικά ηγέτης του γκρουπ.

Παρά το αναπόφευκτο όμως του γεγονότος ο Waters που ήταν παιδικός φίλος του Barrett (περισσότερο και από τον Gilmour με τον οποίο επίσης γνωρίζονταν από παιδιά) είχε τρομερές τύψεις για την «εκδίωξη» του, θεωρώντας ίσως ότι αυτή έφταιγε και για την επιδείνωση της διανοητικής υγείας του.

Θα επανερχόταν στον Barrett στο ομότιτλο τραγούδα αλλά και σε ολόκληρη την σουίτα του «Shine On you Crazy Diamond» του «Wish You Were Here» ενώ η κάθαρση επήλθε και το τραύμα έκλεισε όταν βάσισε σε πολύ μεγάλο βαθμό τον Pink, τον κεντρικό χαρακτήρα του «The Wall», στην προσωπικότητα του Barrett ενώ κατά το υπόλοιπο αποτελείτο από δικά του αυτοβιογραφικά στοιχεία.

Πριν όμως από όλα αυτά ήρθε το «Brain Damage» όπου οι αναφορές στον Barrett δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ξεκάθαρες.

Εδώ ο Waters συμπάσχει τόσο με τον πρώην αγαπημένο φίλο του ώστε ταυτίζεται μαζί του. Το επόμενο στάδιο είναι να αρχίσει να αμφιβάλλει για το αν βυθίζεται και ο ίδιος στην παράνοια ή και αν ίσως αυτό έχει ήδη συμβεί χωρίς καν να το αντιληφθεί.

Κλείνεις την πόρτα/Και πετάς το κλειδί/Υπάρχει κάποιος μέσα στο κεφάλι μου αλλά δεν είμαι εγώ… Στο τέλος όμως δεν μπορεί παρά να επιστρέψει στο βασικό θέμα του τραγουδιού, τον Barrett.

Και αν η μπάντα που είσαι μέλος αρχίσει να παίζει διαφορετικά τραγούδια/Θα σε δω στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης…Γιατί τελικά dark side of the moon δεν είναι παρά τα «σκοτάδια’ του μυαλού και της ψυχής, αυτά στα οποία ο άνθρωπος δεν έχει έλεγχο και αν βυθιστεί μέσα τους χάνει κάθε έλεγχο πάνω στη ζωή του και στην αντίληψη του για τον κόσμο.

Με πιτσικάτι των εγχόρδων να αποδίδουν το μέρος της ακουστικής κιθάρας και οξείς ήχους των πνευστών να υποκαθιστούν τα μέρη του synthesizer και με την Χορωδία να υποστηρίζει σωστά την αποστασιοποιημένη δραματικότητα των στίχων ήταν μια ακόμα όμορφη στιγμή της συναυλίας.

Όλα όσα υπάρχουν, όλα όσα πέρασαν και όλα όσα θα έρθουν

Το «Eclipse» είναι επίσης μια απλή, αν και όχι όσο το «Brain Damage», σύνθεση του Waters με ένα επαναλαμβανόμενο θέμα τεσσάρων μέτρων το οποίο αποτελείται από μια λίγο – πολύ τυπική διαδοχή τεσσάρων συγχορδιών και με κύριο χαρακτηριστικό του το ότι δεν έχει κουπλέ – ρεφρέν.

Είναι όμως και το τραγούδι του album στο οποίο, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, οι Pink Floyd παίζουν σαν live μπάντα, χωρίς εφέ και οτιδήποτε άλλο, καθένας το όργανο του, ο Wright μόνο Hammond organ και με αυτόν και τον Gilmour να κάνουν δεύτερα φωνητικά στον Waters ενώ από ένα σημείο και μετά προστίθενται οι ίδιες, μία αντρική και τρεις γυναικείες, φωνές του «Brain Damage».

Λίγο πριν το τέλος η ένταση χαμηλώνει πάρα πολύ, ξανακούγεται η κάσα – παλμός καρδιάς στα 9/8 της εισαγωγής του album (προφανέστατος συμβολισμός ότι η νοητή ανθρώπινη ζωή που άρχισε εκεί τελειώνει) ενώ τα ύστατα λόγια δεν είναι από την φωνή του Waters αλλά, πάνω ακριβώς στο fade out, μία ακόμα από τις τόσες φράσεις άλλων που ηχογράφησαν για το project.

Στιχουργικά είναι μια παράθεση πραγμάτων, επί της ουσίας όλων, υλικών και μη, όσων συναπαρτίζουν μιαν ανθρώπινη ζωή.

Ο Waters έχει δηλώσει πως αισθανόταν ότι τόσο τα δύο καταληκτικά τραγούδια, τα «Brain Damage» και «Eclipse», όσο και ολόκληρο το album δεν κατάφερναν να ολοκληρώσουν αυτό που ήθελε να πει.

«Ναι, υπάρχει αυτός ο διαρκής συμβολισμός των διπόλων, φως – σκοτάδι, καλό – κακό, ζωή – θάνατος.

Δεν είναι όμως λίγο απλοϊκό να πεις ότι αφού ξέρουμε ποιο είναι το καλό δεν έχουμε παρά να το πράττουμε για να είναι η ζωή χαρούμενη και όμορφη όταν ξέρουμε πολύ καλά ότι υπάρχουν και αρνητικά, σκοτεινά στοιχεία μέσα μας τα οποία κάποιες φορές μας σπρώχνουν στο κακό;

Το λιγότερο λοιπόν που μπορούσα να κάνω είναι να μοιραστώ με το ακροατήριο το ότι έτσι ακριβώς είμαι και νιώθω και εγώ.

Αυτό είναι το νόημα του στίχου «θα σε δω στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης», είμαι και εγώ σαν και εσένα, υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι ότι είμαι κακός και πράττω κακά».

Για αυτό ίσως και προσπάθησε να κλείσει τον δίσκο με μιαν αίσθηση έστω στοιχειώδους ενότητας/ολότητας, Και τα πάντα κάτω από τον ήλιο συνάδουν/Αλλά ο ήλιος επισκιάζεται από την σελήνη.

Καλό είναι να θυμηθούμε σε αυτό το σημείο ότι τέσσερα χρόνια πριν, το 1969, είχε συμβεί το κοσμοϊστορικό για την ανθρωπότητα γεγονός της πρώτης προσελήνωσης τριών μελών της.

Αυτό απομυθοποίησε μεν το φεγγάρι από δοξασίες, ακόμα και δεισιδαιμονίες χιλιάδων ετών αλλά, φέρνοντας το υπό μιαν έννοια πιο κοντά στους ανθρώπους, το έκανε ένα άλλου είδους σύμβολο, με τον τρόπο περίπου που το χρησιμοποιεί και ο Waters σε όλη την διάρκεια του album, το ουράνιο σώμα με την φωτεινή και την σκοτεινή πλευρά.

Όμως στον τελευταίο στίχο η σελήνη περνάει σε δεύτερο πλάνο, είναι ο ήλιος που πρωταγωνιστεί και κρύβεται από την έκλειψη της.

Προσωπικά βλέπω σε αυτό το σημείο μιαν ακόμα υπέρβαση, την πιο μαγευτική από όλες, γιατί αυτή τη φορά είναι το ίδιο το έργο του Waters που τον υπερβαίνει και, το θεωρώ σίγουρο, χωρίς να το συνειδητοποιεί καθόλου.

Αυτή η υπέρβαση μάλιστα είναι και η απόλυτη ανατροπή, ένας ολόκληρος δίσκος που μιλάει έστω αλληγορικά για το φεγγάρι για να καταλήξει στο ότι το φεγγάρι κρύβει τον ήλιο, το φως και την λάμψη του.

Είναι σαν ο Waters, χωρίς να το καταλαβαίνει, να λέει στο ακροατήριο «ξέρετε για λίγο περισσότερο από σαράντα λεπτά σας εξαπατούσα, σας μιλούσα για κάτι που δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να κρύβει κάτι άλλο, να κρύβει την αλήθεια.

Την αλήθεια που βρίσκεται κάτω από όσα σας είπα και όσα ακούσατε και πρέπει να ψάξετε μόνοι σας για να την βρείτε».

Ισως βέβαια κάπως να αντιλήφθηκε αυτή την ανατροπή που κάνει μόνο του το έργο του αντί για αυτόν και για αυτό προσέθεσε την τελευταία φράση κάποιου άλλου, ακριβώς πριν τελειώσει ο δίσκος.

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Για την ακρίβεια είναι όλο σκοτεινό. Μήπως λοιπόν πρέπει απλά να κοιτάξουμε πέρα από αυτό για να δούμε το φως και την ομορφιά, κάτι που ισχύει και για πάρα πολλά άλλα πράγματα στη ζωή;

Τα στιβαρά αλλά συνειδητά τοποθετημένα σε δεύτερο πλάνο κρουστά στήριξαν ένα σχεδόν αραχνοϋφαντο «πέπλο» κυρίως από έγχορδα και λιγότερα από πνευστά που αγκάλιασε την Χορωδία ώστε να αποδώσει κατά το δοκούν όλη την εσωτερική δύναμη του καθαρτήριου ύμνου ο οποίος επί της ουσίας είναι το τελευταίο τραγούδι του «The Dark Side Of The Moon».

Όλα όσα λες και όλα όσα κάνεις

Πριν από όλα αξίζουν συγχαρητήρια στον Τάσο Ρωσόπουλο για την τόλμη του να επιλέξει το «The Dark Side Of The Moon» και να προχωρήσει στην πραγματοποίηση αυτής της συναυλίας.

Αν υπήρχε όμως ένας «αφανής ήρωας» της αυτός ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας ο Αχιλλέας Γουάστωρ που η δουλειά του ήταν περισσότερο και από αριστοτεχνική όπως μας έχει συνηθίσει.

Είχε αξιοποιήσει κάθε ηχόχρωμα, το σύνολο αλλά και κάθε επιμέρους όργανο της ορχήστρας με τόσο μελετημένο τρόπο ώστε θα χαρακτήριζα το αποτέλεσμα ακόμα και αριστουργηματικό.

Ο Μιχάλης Παπαπέτρου είχε προετοιμάσει επαρκέστατα την Χορωδία της ΕΡΤ και έτσι, υπό την σοβαρή και προσεγμένη διεύθυνση του Στάθη Σούλη, τόσο η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ όσο και αυτή απέδωσαν πολύ καλά ενώ τέλος εξαίρετες ήταν οι συμβολές και των δύο σολίστ, της Αφροδίτης Πατουλίδου και του Δημήτρη Τσάκα.

Ο πάρα πολύς κόσμος ενός πολύ μεγάλου εύρους ηλικιών που είχε συγκεντρωθεί αντάμειψε το συνολικό εγχείρημα με θερμό χειροκρότημα και για αυτό το encore ήταν η επανάληψη τεσσάρων κομματιών του album.

Εχω δύο μόνο ενστάσεις και η μία είναι καθαρά προσωπική. Χωρίς να μειώνω καθόλου την συνεισφορά της Χορωδίας ή να λέω ότι ήταν έστω και στο ελάχιστο κακή θεωρώ ότι μια αμιγώς ορχηστρική εκτέλεση (όπως ήταν το αρχικό πλάνο) θα ήταν κατά πολύ προτιμότερη καθώς θα αναδείκνυε πολύ περισσότερο τις λεπτομέρειες, την ευρηματικότητα και την ομορφιά των ενορχηστρώσεων. Κατανοώ όμως από την άλλη και ότι μια ορχηστρική εκτέλεση δίχως καθόλου φωνή θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για ένα μεγάλο τμήμα του καιρού.

Η δεύτερη δεν είναι μόνο δική μου αλλά και πολλών άλλων και είναι καθαρά τεχνική.

Η ποιότητα του ήχου στο μεγαλύτερο μέρος της συναυλίας δεν ήταν καλή, για να είμαστε ειλικρινείς διορθώθηκε αρκετά μόνο στο encore.

Δεν είναι παράξενο, το Ξέφωτο του ΚΠΙΣΝ δεν είναι εξωτερικός χώρος σχεδιασμένος για συναυλίες και μάλιστα δύο τόσο πολυμελών συνόλων.

Κρίνοντας από το πόσο καλύτερη ήταν η ηχητική ποιότητα στην ζωντανή ραδιοφωνική μετάδοση από το Τρίτο Πρόγραμμα θα έλεγα ότι η ίδια ακριβώς συναυλία με τους ίδιους συντελεστές π.χ. στην Κεντρική Σκηνή της ΕΛΣ θα είχε μια εντελώς διαφορετική κα βέβαια πολύ καλύτερη αίσθηση.

Όμως το ότι η συναυλία πραγματοποιήθηκε τη βραδιά του νέου φεγγαριού σε έναν ανοιχτό χώρο με θέα προς τις περισσότερες κατευθύνσεις σίγουρα προσέθεσε πάρα πολύ στην ατμόσφαιρα αλλά και στη σαγήνη της. Σε κάθε σχεδόν περίπτωση κάτι χάνεις αλλά και κάτι κερδίζεις…

Όλα όσα αγαπάς και όλα όσα μισείς

Όπως είπα και στην εισαγωγή η συναυλία αυτή ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να ξαναδούμε και να επανεκτιμήσουμε το «The Dark Side Of The Moon». Σαράντα εννέα χρόνια μετά την κυκλοφορία του το έργο των Pink Floyd στέκει εκεί με την αξία του αναλλοίωτη.

Μουσικά τόσο πρωτοποριακό για την εποχή του ώστε να μην έχει «γεράσει» καθόλου, θεματολογικά όχι ολοκληρωμένο και τέλειο αλλά με τις πολλές εσωτερικές αντιφάσεις του να το καθιστούν ακόμα πιο ρεαλιστικό, με πολιτικές, κοινωνικές και προσωπικές αναφορές και προεκτάσεις που αφορούν και την εποχή μας και το κάνουν επίκαιρο, αν όχι και διαχρονικό.

Περισσότερο από όλα όμως ίσως το «The Dark Side Of The Moon», σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης και κάτω από την επιφάνεια του, είναι ένας άτυπος «οδηγός» για το πώς να βρίσκουμε την ομορφιά μέσα στην καθημερινότητα, πώς να ανακαλύπτουμε σταδιακά ότι η χαρά της ζωής δεν είναι παρά η ίδια η ύπαρξη της, με όλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα της, ώστε να αφεθούμε να την βιώσουμε σε όλη την πληρότητα της.

Όταν συμβεί αυτό, όλο και σοφότεροι/ες από την εμπειρία στο πέρασμα του χρόνου, ίσως και να αρχίσουμε να διαπιστώνουμε σιγά – σιγά ένα ακόμα από τα ζητήματα τα οποία υπαινίσσεται το «The Dark Side Of The Moon».

Το γεγονός ότι το αληθινό μεγαλείο, αυτό που λάμπει αβίαστα όπως το φως του ηλίου, πάρα πολλές φορές βρίσκεται στην απλότητα, ακόμα και την ευτέλεια…με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ίσως ακόμα περισσότερες η μικροψυχία, η κακία, ακόμα και η ασχήμια μεταμφιέζονται σε μιαν εκτυφλωτική μεν αλλά ετερόφωτη λάμψη ενός ψεύτικου, επίχρυσου μεγαλείου και μιας δήθεν ανωτερότητας με σαθρά πόδια.

Όπως το είχε θέσει με άλλο τρόπο αλλά επίσης συμβολικά ο σπουδαίος Αγγλος ποιητής Αλφρεντ Τένισον στο ποίημα του «The Beggar Maid»…

Όπως λάμπει το φεγγάρι στον συννεφιασμένο ουρανό
Φάνηκε εκείνη με τα φτωχικά της ρούχα
Κάποιος επαίνεσε τα γόνατα της, κάποιος τα μάτια της
Ενας άλλος τα μαύρα μαλλιά της και το αξιαγάπητο ύφος της
Τόσο γλυκό πρόσωπο, τέτοια αγγελική χάρη
Δεν είχε υπάρξει ποτέ ξανά σε ολόκληρο εκείνο τον τόπο
Ο Κούφετους έκανε έναν βασιλικό όρκο
«Αυτή η ζητιάνα υπηρέτρια θα γίνει η βασίλισσα μου»!

Φωτογραφίες : Μάχη Παπαγεωργίου

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!