Με ανακούφιση οι ταλαίπωροι ρεπόρτερ επισημαίνουν για να καθησυχάσουν το πεινασμένο για πόνο και τρόμο κοινό τους, «η φωτιά προς το παρόν δεν απειλεί κατοικημένες περιοχές» αλλά «καίει μόνο πυκνό δάσος».
Τι ωραία! Τι τύχη!
Το δάσος ως γνωστόν είναι ακατοίκητο, έρημο, δεν έχει ζωντανά δέντρα, δεν έχει θάμνους, δεν έχει λουλούδια, δεν έχει πουλιά που φωλιάζουν, δεν έχει ζώα που τρέφει, δεν έχει έντομα, δεν έχει πλάσματα του νερού στα ποτάμια που το διασχίζουν, δεν έχει παιδικές μας μνήμες σκαρφαλωμένες στα κλαδιά του.
Τα δάση είναι έρημα, ακατοίκητα σαν την άχαρη ψυχή μας… τη μαραζωμένη.
Είναι έρημα τα δάση, σαν την έρημο που θα καταντήσει σύντομα ο τακτοποιημένος, «κατοικημένος» κόσμος μας χωρίς αυτά.
Θυμάμαι πάντα κάτι τέτοιες ώρες, δυο στροφές από ένα ποίημα προφητικό του Μαλακάση από κάποιο αναγνωστικό παλιό:
Τὸ δάσος ποὺ λαχτάριζες
ὥσπου νὰ τὸ περάσεις,
τώρα νὰ τὸ ξεχάσεις
διαβάτη ἀποσπερνέ,
γεννήκαν νεκροκρέβατα
τ᾿ ἄγρια δεντρά του τώρα
καὶ θὰ τὰ βρεῖς στὴ χώρα
διαβάτη ἀποσπερνέ.
Εν ολίγοις τα δάση είναι σφριγηλοί, αυτόνομοι, ζωντανοί οργανισμοί, πλην όμως για τον χαμό τους δε θρηνεί (σχεδόν) κανείς...
Τα δάση και τα πλάσματά τους χάνονται εν μέσω μιας εκκωφαντικής, ανατριχιαστικής σιωπής.
Χάνονται γιατί οι μοναδικοί του έλλογοι συγγενείς, των οποίων η ύπαρξή ξεκίνησε κάτω από τις φυλλωσιές τους, έχουν γίνει πια ξένοι και εχθρικοί για όλα τα είδη ζωής, ακόμα και για το δικό τους.
ΥΓ. Όλοι, άνθρωποι και φύση (μήπως και οι άνθρωποι δεν είναι παιδιά της φύσης;) έχουμε τον ίδιο εχθρό, την απληστία που λεηλατεί τον πλανήτη και την απόγνωση που προκαλεί.
Τι ωραία! Τι τύχη!
Το δάσος ως γνωστόν είναι ακατοίκητο, έρημο, δεν έχει ζωντανά δέντρα, δεν έχει θάμνους, δεν έχει λουλούδια, δεν έχει πουλιά που φωλιάζουν, δεν έχει ζώα που τρέφει, δεν έχει έντομα, δεν έχει πλάσματα του νερού στα ποτάμια που το διασχίζουν, δεν έχει παιδικές μας μνήμες σκαρφαλωμένες στα κλαδιά του.
Τα δάση είναι έρημα, ακατοίκητα σαν την άχαρη ψυχή μας… τη μαραζωμένη.
Είναι έρημα τα δάση, σαν την έρημο που θα καταντήσει σύντομα ο τακτοποιημένος, «κατοικημένος» κόσμος μας χωρίς αυτά.
Θυμάμαι πάντα κάτι τέτοιες ώρες, δυο στροφές από ένα ποίημα προφητικό του Μαλακάση από κάποιο αναγνωστικό παλιό:
Τὸ δάσος ποὺ λαχτάριζες
ὥσπου νὰ τὸ περάσεις,
τώρα νὰ τὸ ξεχάσεις
διαβάτη ἀποσπερνέ,
γεννήκαν νεκροκρέβατα
τ᾿ ἄγρια δεντρά του τώρα
καὶ θὰ τὰ βρεῖς στὴ χώρα
διαβάτη ἀποσπερνέ.
Εν ολίγοις τα δάση είναι σφριγηλοί, αυτόνομοι, ζωντανοί οργανισμοί, πλην όμως για τον χαμό τους δε θρηνεί (σχεδόν) κανείς...
Τα δάση και τα πλάσματά τους χάνονται εν μέσω μιας εκκωφαντικής, ανατριχιαστικής σιωπής.
Χάνονται γιατί οι μοναδικοί του έλλογοι συγγενείς, των οποίων η ύπαρξή ξεκίνησε κάτω από τις φυλλωσιές τους, έχουν γίνει πια ξένοι και εχθρικοί για όλα τα είδη ζωής, ακόμα και για το δικό τους.
ΥΓ. Όλοι, άνθρωποι και φύση (μήπως και οι άνθρωποι δεν είναι παιδιά της φύσης;) έχουμε τον ίδιο εχθρό, την απληστία που λεηλατεί τον πλανήτη και την απόγνωση που προκαλεί.