Ένας έρωτας που χλεύασε τον θάνατο

Δύο απουσίες που ενώθηκαν
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Υπήρξε ένας έρωτας που επιβίωσε χωρίς σώμα, χωρίς καθημερινότητα, χωρίς να τρέφεται από ανερμήνευτα βλέμματα, χωρίς να ζεσταίνεται από τη φλόγα της ζωής και τη συνωμοσία των αγγιγμάτων.

Ακούγεται παράδοξο, τον έρωτα όμως αυτόν τον είδα να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μου ορατός και αόρατος, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου. Είμαι δημιούργημά του.

Ο Θοδωρής και η Σοφία ερωτεύτηκαν, εκείνος είκοσι, εκείνη μαθήτρια της ογδόης.

Εκείνος έξω σκληρός βασάλτης, μέσα του άμμος της θαλάσσης, εκείνη κλαράκι, μίσχος από νυχτολούλουδο με μάτια μαύρα, καθηλωτικά σαν έναστρη νύχτα του καλοκαιριού.

Το πιο όμορφο ζευγάρι της γειτονιάς, τους αγαπούσαν και στα κρυφά τους ζήλευαν για την ευτυχία που δεν μπορούσαν να καταλάβουν και δεν μπορούσαν να γίνουν μέρος της.

Κλέφτηκαν και παντρεύτηκαν σε ένα εκκλησάκι της Κρήτης, τους θύμωσαν, τους συγχώρεσαν γιατί η αγάπη τους έλιωσε τον πάγο που με τα χρόνια είχε σωρευτεί στις καρδιές των επικριτών. Και άρχισαν μαζί το μαγικό ταξίδι που κάθε άνθρωπος βλέπει στα όνειρά του. Εκείνοι το ζούσαν πριν προλάβουν να το ονειρευτούν, prima vista.

Ο Θοδωρής δούλευε σκληρά, το αυστηρό του προσωπείο σιγά, σιγά είχε ραγίσει και το χαμόγελο που πριν του ήταν ξένο επισκεπτόταν όλο και πιο συχνά το πρόσωπό του, ώσπου εγκαταστάθηκε εκεί σαν να είχε γεννηθεί στα χείλη του.

Εκείνη μεγάλωνε τα παιδιά τους με όμορφες μουσικές και συναρπαστικές ιστορίες, τους μιλούσε για την αγάπη που μπορούσε να κάνει θαύματα, για την επινοητικότητα της ζωής που ξεπερνούσε κάθε ανθρώπινη φαντασία.

Και τα χρόνια κυλούσαν αργά, στέκονταν να τους καμαρώνουν και ξεχνούσαν τη βιασύνη της αποστολής τους.

Ήρθε όμως μια στιγμή που η τύχη λοξοδρόμησε, η γη μετατοπίστηκε κι έτυχε οι ώρες να είναι ανοιχτές.

Κάποιος ζηλόφθονος δαίμονας επιβουλεύτηκε τον άτρωτο, έτσι πίστευαν, έρωτά τους και η Σοφία αρρώστησε.

Ο Θοδωρής κίνησε γη και ουρανό για να σώσει την αγαπημένη του, για πρώτη φορά στη ζωή του προσευχήθηκε, της έσφιγγε τα χέρια για να της μεταγγίσει τη δύναμή του, τη φιλούσε για να ανασαίνει κι εκείνη με την ανάσα του, ξενυχτούσε τσακισμένος από την κούραση και την αγωνία, για να παρακολουθεί ανακουφισμένος το στήθος της να πάλλεται.

Η Σοφία ένα πρωί ξεψύχησε στα χέρια του με έναν βαθύ αναστεναγμό που εκείνος ένιωσε σαν αεράκι ανοιξιάτικο στο μέτωπό του.

Κατέβηκε στον Άδη μαζί της, τον έδιωξαν με το ζόρι, για δύο χρόνια δεν αισθανόταν τίποτα, μια δύναμη αλλόκοτη κινούσε τα πόδια και τα χέρια του, ακόμα και όταν σπάνια μιλούσε ακουγόταν σαν κάποιος αόρατος υποβολέας να του υπαγόρευε τι να πει.

Τα χρόνια δεν είχαν πια λόγο να στέκονται και υπέκυψαν στη βιαστική τους φύση, η ζωή παραδόξως δεν έμεινε ακίνητη και οι εποχές εναλλάσσονταν με αυθάδεια σαν να μην είχαν αντιληφθεί τίποτα.

Δεν ξαναμίλησε ποτέ για τη Σοφία, ούτε στα παιδιά του, ούτε σε κανέναν άλλον, σαν να φοβόταν ότι αν πει κάτι για εκείνη θα ξεθωριάσει η ζωντανή εικόνα της μέσα του. Την κρατούσε εκεί πεισματικά, όμορφη και νέα και ξεγελούσε τον εαυτό του μονολογώντας «έφυγε απλά για ένα ταξίδι, θα γυρίσει».

Δεν γύρισε…

Έφυγε από το σπίτι που έζησαν, δεν άντεχε να τη βλέπει διαρκώς σε κάθε του γωνιά, κάθε στιγμή. Ήταν ήδη δύσκολο να τη βλέπει στα πρόσωπα των παιδιών του που όσο μεγάλωναν της έμοιαζαν ολοένα και περισσότερο, στη μορφή και τους τρόπους.

Σε κάθε μετακόμιση κουβαλούσε πάντα ένα μικρό μωβ βαλιτσάκι της Σοφίας, δεν το αποχωρίστηκε ποτέ, κανείς δεν είδε ποτέ το περιεχόμενό του κλειδωμένο με επιμέλεια καθώς ήταν.

Η ζωή προχώρησε, όπως συνήθιζε να λέει ο πατέρας του «πηγαίνει πάντα μπροστά», με τη διαφορά ότι αφήνει πίσω της όσους δεν μπορούν να ακολουθήσουν. Κι εκείνος έμεινε πίσω. Γιατί κι εκείνη είχε μείνει.

Δεν σταμάτησε ωστόσο ποτέ να την αγαπάει, σιωπηλά και οδυνηρά όπως συμβαίνει συχνά στους μεγάλους έρωτες.

Πολλές νύχτες ένιωσε τα χέρια της γύρω του, τη ζεστασιά του κορμιού της στη ράχη του, τα μάτια της απαλά στο πρόσωπό του.

Με τον καιρό ξαναέμαθε να ζει από την αρχή, αυτή τη φορά όμως χωρίς εντάσεις, χωρίς εκπλήξεις, μια ζωή κανονική από αυτές τις άχρωμες που ζούσαν και αυτοί που δεν είχαν ευλογηθεί να ζήσουν μια αγάπη που ανατρέπει τον κόσμο και φλερτάρει με την αιωνιότητα.

Ένιωθε ότι γερνούσε και νέος γινόταν πάλι μόνο και μόνο για να τον γνωρίσει εκείνη όταν μέσα του τη συναντούσε.

Το μικρό μωβ βαλιτσάκι δεν το άνοιξε ξανά ποτέ, το άγριο θηρίο της μνήμης έμεινε για πάντα φυλακισμένο μέσα του και κάπου κάπου, προς το ξημέρωμα άκουγες μόνο τον βρυχηθμό του μέσα από την ντουλάπα.

Ο Θοδωρής σιγά, σιγά συνειδητοποιούσε ότι τον εγκατέλειπε η άλλοτε κτηνώδης του δύναμη, δεν άφηνε κανέναν να το καταλάβει, αλλά έμοιαζε το σαράκι του χρόνου να ροκανίζει τους μύες του και να εμποδίζει το αγέρωχο βάδισμά του.

Δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να μη δείχνει γέρος για να τον γνωρίζει εκείνη στις μυστικές τους συναντήσεις, αισθανόταν όμως ότι πλησίαζε η στιγμή που θα την ξαναβρεί και το μαρτύριο του χωρισμού θα λήξει.

Την ημέρα που πέθανε σηκώθηκε με όρεξη, η ανυπομονησία που ένιωθε έμοιαζε με εκείνη της πρώτη φοράς που βρέθηκαν μόνοι και της έκλεψε το πρώτο φιλί πίσω από ένα πεύκο στο προαύλιο του γυμνασίου.

Λίγο πριν την τελευταία του ανάσα, ψιθύρισε για μοναδική φορά μετά από πενήντα χρόνια το όνομά της «Η Σοφία είναι εδώ…», ήταν τα τελευταία του λόγια.

Ήταν εκείνη η αδιανόητη στιγμή που ο έρωτας συνέτριψε τον θάνατο, χλεύασε τη δήθεν ακατανίκητη δύναμή του και οι δύο όμορφοι νέοι ενώθηκαν ξανά όπως έπρεπε από πάντα και απομακρύνθηκαν χέρι με χέρι αδιαφορώντας για τη φθορά των σωμάτων, έτσι κι αλλιώς δεν τα είχαν ανάγκη.

Κι εγώ έμεινα αίφνης μετέωρος, δεν ήξερα αν έπρεπε να θρηνήσω ή να χαρώ. Κρατούσα στα χέρια μου το μικρό κλειδωμένο μωβ βαλιτσάκι που αποφάσισα ότι δε θα το ανοίξω ποτέ…

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!