Στέλιος Βαμβακάρης: «Από 4 ετών έλυσα το πρόβλημα με τον Μάρκο»

Μια σπάνια συνέντευξη του, από κοινού με τον αδερφό του Δομένικο, στα στενά της Σύρας.
Στέλιος Βαμβακάρης: «Από 4 ετών έλυσα το πρόβλημα με τον Μάρκο» Φωτογραφία: NDP Photo Agency
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Η απώλεια του Στέλιου Βαμβακάρη άφησε δυσαναπλήρωτο κενό στο χώρο του μουσικής και ιδιαίτερα στο ρεμπέτικο τραγούδι. Ο φιλότιμος και αυθεντικός συνεχιστής της μεγάλης ιστορίας του Μάρκου Βαμβακάρη είχε ανοίξει μουσικούς δρόμους παίζοντας με το μπουζούκι του τις μουσικές συγγένειες του ρεμπέτικου με το blues. Δίπλα στο μεγάλο δάσκαλο και πατέρα του βγήκε στο τραγούδι και ανδρώθηκε σε δύσκολες συνθήκες επιβίωσης. Από κοντά και ο αδερφός του Δομένικος, που μελετά χρόνια τώρα τους μουσικούς δρόμους του ρεμπέτικου, κυρίως ως καθηγητής.

Στέλιος και Δομένικος Βαμβακάρης. Δύο ωραίοι άνθρωποι. Απλοί, όπως ο Μάρκος. Και οι δυο τους έχουν σκύψει με σεβασμό στο μεγάλο έργο του κορυφαίου ρεμπέτη, του δέντρου της ελληνικής μουσικής.

Το 2002 τα δύο αδέρφια συναντήθηκαν στη Σύρο και στον Πειραιά, στο μεγάλο αφιέρωμα του Γιώργου Νταλάρα στον Μάρκο Βαμβακάρη, σε μια προσπάθεια να πάρει ο Μάρκος τη θέση που του αξίζει. Οι συναυλίες αυτές ηχογραφήθηκαν.

Η μεγάλη αξία του Μάρκου διαδίδονταν στόμα με στόμα, όπως και τα τραγούδια του που γίνονταν γνωστά πριν ηχογραφηθούν. Σύρα - Δραπετσώνα ήταν και η διαδρομή του. Στέλιος και Δομένικος. Μάγκες και οι δύο. Ο Μάρκος θα καμαρώνει, όπου κι αν βρίσκεται.

Ο Στέλιος «πάντρεψε» με περίτεχνο και αυθεντικό τρόπο τις μουσικές συγγένειες των ρεμπέτικων με τα blues παίζοντας δίπλα στο θρυλικό μπλουζίστα από το Μισισιπί Louisiana Red, αλλά και την αφροαμερικανίδα τραγουδίστρια Angela Brown καθώς και στην ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου «Μια Μέρα Τη Νύχτα» του 2001.

Κλασσικής παιδείας ο Δομένικος, δύο χρόνια μεγαλύτερος του Στέλιου. Είναι καθηγητής μουσικής εδώ και χρόνια. Ξεκίνησε επαγγελματικά παίζοντας με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, ενώ τότε συνόδευε τον Μάρκο μαζί με τον Στέλιο στις συναυλίες του. Σήμερα είναι υπερήφανος για μια σειρά εκδόσεων καταγραφής και μελέτης στο έργο του Μάρκου στις εκδόσεις «Παπαγρηγορίου - Νάκας». Εξαιρετικοί ως τώρα είναι οι πειραματισμοί του στο άλλο πάντρεμα ρεμπέτικων και κλασσικής μουσικής, ενώ έχει μελοποιήσει επίσης Σεφέρη, Ελύτη, Γκάτσο.

Όλα άλλαξαν στη γενικότερη εκτίμηση της ελληνικής κοινωνίας όταν ο Μάνος Χατζιδάκις ανακάλυψε τον Μάρκο και έκανε αυτή την περιβόητη διάλεξη στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης το ’49, αφήνοντας άφωνους όλους, εκθειάζοντας το έργο του Μάρκου και τη συμβολή των τραγουδιών του στον πολιτισμό. «Ήρθαν τότε και βρήκαν τον Μάρκο, ο Λαμπρόπουλος, ο Μπιθικώτσης και άρχισε όλο αυτό το ψάξιμο στο τραγούδι». Τότε ήταν ο Μάνος, τώρα είναι ο Γιώργος Νταλάρας που έδειξε έμπρακτα το ενδιαφέρον του για το έργο του κορυφαίου ρεμπέτη.

Αξέχαστη εμπειρία το τριήμερο στη Σύρο που σφραγίστηκε με τη συνάντησή μου με τους γιους του Μάρκου Βαμβακάρη το βροχερό εκείνο Σάββατο, στη μοναδική από κοινού συνέντευξη. Καθίσαμε και περπατήσαμε εκεί που συναναστρεφόταν ο Μάρκος με τους νησιώτες και έγραψε τα πρώτα απαγορευμένα τραγούδια του.

«Δεν έχουμε τίποτα στη Σύρο. Έχουμε μόνο το όραμα του Μάρκου». Ένα τραγούδι από τα «Ρεμπέτικα της Κατοχής», που άνοιξε τις συναυλίες ήταν η αρχή της συνομιλίας μας…

Ποια είναι η ιστορία του τραγουδιού «Χαϊδάρι»;
Στέλιος: Ήταν ένα τραγούδι που παιζόταν την κατοχή, αλλά με άλλη μουσική. Το τραγουδούσε ο πατέρας μου στα κέντρα που δούλευε στην Ομόνοια την εποχή του εμφύλιου. Ήταν τραγούδι ζουλατζίδικο. Δεν το έπαιζαν κάθε φορά. Έπρεπε να τους το ζητήσουν. Πήγαιναν οι μεν, πήγαιναν οι δε. Αν το άκουγαν αυτοί που δεν έπρεπε γινόταν φασαρία. Ο Μάρκος το έπαιζε, αλλά δεν μπορούσε να το λανσάρει να γίνει δίσκος. Είχε βάλει άλλη μουσική από αυτή που υπάρχει τώρα, αλλά κανείς δεν τη θυμόταν γιατί δεν είχε πολυπαιχθεί. Είχα τα στιχάκια και πάντα σκεπτόμουν πως θα κάνω το τραγούδι εγώ. Κάποια στιγμή πήγα στον Κώστα Χατζηδουλή, το φίλο μου, στον Άγιο Νείλο. Τότε έκανε παραγωγή στα Ρεμπέτικα της Κατοχής με το Νταλάρα. Του είπε ο Γιώργος να βάλω μουσική στο τραγούδι. Παίρνω το μπουζούκι μου και το γράφω μπροστά του μία κι έξω. Έτσι έγινε το Χαϊδάρι. Η αλήθεια για μένα και η εμπειρία είναι σαν κάποια τραγούδια που μου ‘λεγε ο Μάρκος: γάργαρο νερό όπως είναι απ’ την πηγή, καθαρό να ‘ναι το τραγούδι…

Ποια ήταν το πρώτο και το τελευταίο τραγούδι που έγραψε;
Δομένικος: Να πούμε στη δισκογραφία γιατί υπάρχουν πολλά ανέκδοτα. Το πρώτο πρέπει να ήταν το «Έπρεπε να ‘ρχόσουν ρε μάγκα στον τεκέ μας» που βγήκε σε δίσκο το ’32 στις 78 στροφές. Το τελευταίο που κυκλοφόρησε είναι «Η Άτακτη και Τα Όμορφα τα Γαλανά Σου Μάτια».

Τι τύπος ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης;
Στέλιος: Δεν είχε καμιά σχέση με δημόσιες σχέσεις. Τον Μάρκο τον έβλεπαν αυτοί που γουστάραν να τον δουν. Ήταν πολύ πράος άνθρωπος. Δεν μάλωνε με κανέναν. Είχε τη φιλοσοφία του ανθρώπου που έφτιαχνε καταστάσεις. Δεν του άρεσε ο κόσμος να πλακώνεται, να κλέβει. Είχε περάσει από διάφορα της ζωής και ήθελε να φτιάχνει τους παρεξηγημένους. Αγαπούσε πολύ όλους τους ανθρώπους. Ήταν μάγκας. Σήμερα όλοι κονομάνε στ’ όνομά του. Στα τραγούδια του ήταν λίγο σκληροπυρηνικός. Δεν μπορούσε η κοινωνία που άκουγε την οπερέτα, οι φιόγκοι δηλαδή οι τότε γιάπηδες, ν’ ακούσουν τον Μάρκο. Γι’ αυτούς ήταν χύμα. Η άλλη πλευρά ήταν το καντσονέτα, οι καντάδες, τα τραγούδια, τα πρίμο σεκόντα… Του Μάρκου τα τραγούδια του τα φέρναν οι γαλιάντρες. Οι καρδερίνες, τα λούβαρα, τα φανέτα, το κάθε πουλί του έφερνε το δρόμο. Τον νιαβέντη το έφερνε η γαλιάντρα. Έχει γράψει πολλά τραγούδια σε αυτό τον μουσικό δρόμο του μπουζουκιού.

Δομένικος: Μπορεί να ήταν απονήρευτος και να τον έπιαναν κορόιδο κάποιοι σε ορισμένα πράγματα, αλλά είχε τρομερή διορατικότητα όσον αφορά την τέχνη και την εξέλιξη ενός καλλιτέχνη. Όταν έδωσε τραγούδια στον Μπιθικώτση του είχε πει: πες τα και θα γίνεις μεγάλη φίρμα. Ο Γρηγόρης δεν το πίστευε και αναρωτιόταν. Τελικά έγινα επιτυχίες τραγούδια όπως «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Τα δυο σου χέρια πήρανε», «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», «Για σένα μαυρομάτα μου», τα ωραιότερα χασάπικα και ζεϊμπέκικα του Μάρκου.

Πού ξεκίνησε να παίζει μουσική;
Στέλιος: Έζησε μες το λιμάνι. Έπαθε πολλά γιατί ήταν από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του έφτιαχνε κοφίνια για τους φρουτέμπορους. Ο Μάρκος είχε μέσα του το χορό, αυτά που παίζανε τότε οι λατέρνες. Μια άλλη μορφή διασκέδασης. Ο πατέρας του Μάρκου έπαιζε γκάιντα. Όταν κατέβαινε στην Ερμούπολη πήγαινε στα μπακάλικα, στους χασάπηδες, στους παλιατζήδες, στους νερουλάδες, στους μανάβηδες, απλοί άνθρωποι, ένας κόσμος που του άρεσε. Μικρός έκανε θελήματα σε αυτούς. Εδώ υπήρχαν μαγαζιά, ουζερί, όπως καταλαβαίνεις σε ένα λιμάνι υπάρχουν πολλά κόλπα. Όλη η κοινωνία μπροστά σου. Αυτό το κουβαλούσε μαζί του σαν να ήταν η ζωή του χαραγμένη, αυτά έκανα στίχο μετά. Τότε άραζε μόνος του και έγραφε στιχάκια. Στον Πολυτεχνίτη είναι όλη του η ζωή. Μετά πήγε στον Πειραιά. Μέσα σε οκτώ-εννιά μήνες έγινε άπιαστος στο μπουζούκι. Το βάπτισμα του Μάρκου έγινε στο Καραντουζένι. Πρωτόπαιξε και έβγαλε το πρώτο του τραγούδι το 1932 και λανσαρίστηκαν τα τραγούδια του στην Ανάσταση στη Δραπετσώνα. Του Μάρκου το μυαλό ήταν σαν μαγνητόφωνο. Αργότερα στο στρατό την έβγαλε στο πειθαρχείο. Έκανε κοπάνες για να τον βάζουν στο πειθαρχείο και να παίζει μπουζούκι και μπαγλαμά, να εξασκείται. Όταν πήγα στρατό μου είπε: ρε μπαγάσα να ήμουν στην ηλικία σου και να πήγαινα δέκα φορές στρατιώτης. Θα περάσει δηλαδή.

Τι ήταν ακριβώς τα καραντουζένια του Μάρκου;
Δομένικος: Το ειδικό κούρδισμα του οργάνου για να μπορέσει να αποδώσει πιστά τον ήχο που έχει γραφτεί αυτό το τραγούδι και βέβαια το συναίσθημα, το γνήσιο. Σήμερα τα τραγούδια αυτά παίζονται με το ιταλικό κούρδισμα, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι αποδίδονται όπως τα έπαιζε ο πατέρας μου. Σύντομα θα εκδώσω το βιβλίο «Τα Καραντουζένια», ατόφια όπως τα έπαιζε κι εγώ τα εξηγώ θεωρητικά. Η έκδοση θα συνοδεύεται από κασέτα, όπως τα έπαιζε ο ίδιος. Ένα ντοκουμέντο για τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για τους παραδοσιακούς καλλιτέχνες, αλλά και γι’ αυτούς που σπουδάζουν στα πανεπιστήμια, σε μουσικές σχολές, σε ωδείο σε Ελλάδα και εξωτερικό. Αυτό το βιβλίο θα είναι το ντοκτορά μου. Το είδος αυτό μπορώ να το διδάξω. Σε μένα έτυχε ο κλήρος.

Πόσο συχνές ήταν οι επισκέψεις του στη Σύρο από τότε που έφυγε για τον Πειραιά;
Στέλιος: Στη Σύρα έχουμε έρθει πολλές φορές με τον Μάρκο και με τον Δομένικο με άλλες συνθήκες. Κάναμε περιοδείες. Έπαιρνε το μπουζούκι και συναντιόταν με το Βαγγέλη Πρέκα που είχε γράψει με τον πατέρα του Γιώργου Νταλάρα, τον Λουκά. Ένας άλλος μπουζουξής ήταν ο Χρήστος Νομικός. Έκαναν κομπανία. Ερχόμουν κι εγώ πιτσιρικάς με το μπαγλαμαδάκι μου και πηγαίναμε στην Μύκονο στο Σαλίχ Μπαχλί εκεί κάτω στη θάλασσα, στην Πάρο… καθόμασταν και παίζαμε δίχως συμφωνίες και τέτοια. Η σφουγγάρα που λέμε.

Ποια ήταν η σχέση του με τη θάλασσα, είχε γράψει και τα Καραβοτσακίσματα…
Στέλιος: Την αγαπούσε. Είχε φίλους ναυτικούς, βαρκάρηδες, λοστρόμους, άνθρωποι του μόχθου. Με αυτούς είχε παρτίδες. Το πεζοδρόμιο ήταν ο δρόμος του. Στο πεζοδρόμιο είδε τη ζωή του καπάκι. Οι τεκέδες, τα βούρλα στον Πειραιά, εκεί ήταν ο τόπος που γεννήθηκε το μπουζούκι. Ο Μπάτης, ο Γενίτσαρης, ο Παγιουμτζής, ο Παπαϊωάννου, ο αγαπημένος φίλος του, όλοι ήταν μια οικογένεια. Η θρυλική τετράδα ήταν ο Μάρκος, ο Μπάτης, ο Στράτος Παγιουμτζής κι ο Ανέστης Δελλιάς ή αλλιώς η Μαύρη Γάτα. Αλλά τον Μάρκο τράβαγε πολύ η μοναξιά στο να μπορεί να παίζει και να γράφει. Σε κάποια μέρη της Σύρα είχε ρομάντζες. Κάθεσαι και γίνεσαι ποιητής.

Δομένικος: Αχώριστοι φίλοι ήταν με τον Στράτο Παγιουμτζή. Ο Μπάτης δεν λειτουργούσε τόσο στην παρέα γιατί δεν ήταν ο επαγγελματίας που ήταν ο Μάρκος και ο Στράτος. Ο Δελλιάς είχε πάρει το δρόμο των ναρκωτικών και έφυγε μια για πάντα από την παρέα. Επίσης είχε μεγάλη φιλία με τον Απόστολο Χατζηχρήστο. Όταν έλειπε ο Στράτος έπαιρνε τον Χατζηχρήστο στην κομπανία. Θυμάμαι μικρό παιδάκι και τον Ρούκουνα που είχε τραγουδήσει ορισμένα τραγούδια και μόνος του και με τον Μάρκο.

Είχε κάποιο παρατσούκλι ο Μάρκος;
Δομένικος: Τον φώναζαν Κοντραμπάσο, λόγω της βραχνής φωνής του. Βέβαια η κανονική φωνή του ήταν διαφορετική. Όταν τραγουδούσε έφτιαχνε τη φωνή του, σαν εγγαστρίμυθος.

Η μεγάλη του αγάπη;
Στέλιος: Τα παιδιά του, η οικογένειά του, μας αγαπούσε πάρα πολύ. Τις Κυριακές έκανε κατηχητικό στα παιδιά του, στους μουσικούς. Μας έπαιζε τα τραγούδια της δεύτερής του καριέρας του, αυτά που ‘χει τραγουδήσει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, με την ευρωπαϊκή κλίμακα ρε-λα-ρε. Τα πρώτα του ήταν καραντουζένια. Του άρεσαν πολύ τα γράμματα, και δεν ήξερε. Σχολείο είχε πάει μέχρι την Τετάρτη δημοτικού, αλλά επειδή πούλαγε εφημερίδες στη Σύρα, τις διάβαζε και μορφωνόταν. Του βγαίναν αυτά και στα τραγούδια όπως στο «Ήθελα να ‘μουν Ηρακλής όταν σε πρωτοείδα να σου ‘κοβα την κεφαλή σαν την Λερναία Ύδρα…».

Ποιος ήταν ο μεγάλος του νταλκάς;
Στέλιος: Ότι έπαθε ζάχαρο και δεν πήγε στην Αμερική. Στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Τότε όλοι οι μουσικοί πήγαιναν στην Αμερική και κάθονταν ένα διάστημα. Ήθελε να πάει για να βοηθήσει την οικογένειά του. Δεν του έδιναν βίζα γιατί είχε λερωμένο ποινικό μητρώο.

Στη Σύρο είχε την αναγνώριση που ήθελε τα τελευταία χρόνια της ζωής του;
Στέλιος: Μόλις ο Μάρκος έμπαινε στο λιμάνι γινόταν πανηγύρι.

Τι ομάδα ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης;
Στέλιος: Ολυμπιακός ήταν. Έχει γράψει κι ένα τραγούδι για τον Ολυμπιακό, το οποίο δεν το είχε κυκλοφορήσει. Θα το βγάλω. Δεν πήγαινε στο γήπεδο, αλλά χαιρόταν αν κέρδιζε ο Ολυμπιακός. Τότε που είχε κερδίσει τη Σάντος του Πελέ είχε πάθει την πλάκα του κι έγραψε ένα στίχο.

Ποια είναι η ιστορία της Φραγκοσυριανής;
Στέλιος: Κάποτε καθόταν σ’ ένα καφενείο στην Άνω Χώρα και περνάει ένας και του λέει καλημέρα. Έκανα ένα στιχάκι, του είπε: Μια φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά, λες και μάγια μου ‘χεις κάνει Φραγκοσυριανή γλυκιά. Έτσι απλά. Ο Μάρκος είχε ερωτευτεί μια γυναίκα, τη Φραγκοσυριανή, την πήρε από το κολέγιο, τις Καλόγριες, την ξεμυάλισε και την πήγε στον Πειραιά. Τις αγαπούσε τις γυναίκες. Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια… χαράματα η ώρα τρεις… έλα να πάμε εκεί που θες… τα μαγεμένα μάτια σου… Ο μεγάλος του έρωτας ήταν η μάνα μου, η κυρά-Ευαγγελία.

Ποιες ήταν οι σχέσεις του με το Βασίλη Τσιτσάνη;
Δομένικος: Ο Τσιτσάνης πάτησε επάνω στον Μάρκο σε πολλά τραγούδια του. Αρκεί ν’ ακούσει κανείς το ζεϊμπέκικο του Μάρκου «Κάποιο βράδυ με φεγγάρι» και μετά «Στου γιαλού τα βοτσαλάκια», τραγούδι του ’50, ή το καραντουζένι «Η πλημμύρα», που έγραψε ο Μάρκος για την Αγιά Σωτήρα στην Παλιά Κοκκινιά το ’38, ή «Η Χριστίνα μου» και πολλά ακόμη, υπάρχουν αντιστοιχίες σε τραγούδια του Τσιτσάνη. Τον θυμάμαι ήρθε και βρήκε τον πατέρα μου την ώρα που σκούπιζε την αυλή του κέντρου που είχε ανοίξει στα Άσπρα Χώματα Νίκαιας, ξυπόλητος με τα παντελόνια ψαράδικα. Ο Μάρκος τον πέρναγε δώδεκα χρόνια. Έχω γράψει κάτι τραγούδια και θέλω να τα ακούσετε. Ήταν επηρεασμένα από τον Μάρκο.

Στέλιος: Ο Τσιτσάνης αγαπούσε πάρα πολύ τον Μάρκο και τα ‘χουνε πει. Ο Μάρκος τον είχε ξεκινήσει στα πρώτα του τραγούδια. Τα τραγούδησε ο Μάρκος. Τον έβαλε στη δισκογραφία. Είναι ο πρωτοπόρος αλλά και άπαιχτος μπουζουξής. Μουσικά είναι δύσκολο να παιχθεί γιατί σαν δημιουργός παίζει τα τραγούδια του όπως τα αισθάνεται. Ένα πάντρεμα ψυχής και μυαλού. Η χημεία της ψυχής. Θυμάμαι μου ‘λεγε «όταν πεθάνω θα δεις ποιος είναι ο πατέρας σου…» και ένα άλλο «απ’ το μπουζούκι ως τον τεκέ τι κάμουν τα τσιράκια, αυτοί που παίζουν σήμερα τα φίνα μπουζουκάκια» και έλεγε «δεν τόλμησα μπουζούκι μου σε τέτοια μεγαλεία στο θέατρο το Κεντρικόν να δώσω συναυλία».

Δομένικος: Στο Κεντρικό παίξαμε ο Στέλιος και εγώ μαζί με τον Μάρκο. Το ’63. Ήμουν θυμάμαι δεκατριών - δεκατεσσάρων χρονών. Δευτέρα γυμνασίου πήγαινα. Καταλαβαίναμε το κύρος και τη ζήτηση που είχε ο πατέρας μας. Θυμάμαι τον Πάνο Βουτσά στην κιθάρα και τον Αντώνη Ρεπάνη. Χαμός έγινε. Ήταν μαζεμένοι όλοι οι φοιτητές. Υπήρχε μια μεγάλη αναζήτηση και ήταν το ρεύμα της εποχής που έφερε η κοινωνική ανακατάταξη. Τα τραγούδια του Μάρκου σε σχέση με τους ομότεχνούς του γινόντουσαν σουξέ πριν ακόμα γίνουν δίσκοι. Τα έγραφε στα νησιά που πηγαίναμε και εκεί τα λανσάριζε. Αυτό δεν παρατηρείται σε κανέναν άλλο καλλιτέχνη. Η διάδοση των τραγουδιών του από στόμα σε στόμα είναι το μεγαλείο του Μάρκου. Ένα δεύτερο στοιχείο που τον διαχωρίζει από τους άλλους είναι ότι δεν έγραφε τραγούδια κατά παραγγελία. Ο Μάρκος έγραφε μόνος του στίχους, ωστόσο όμως έβλεπα ότι τον πλησίαζαν πολλοί στιχουργοί τότε, όπως η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Υπάρχουν τέσσερα ανέκδοτα τραγούδια του Μάρκου με στίχους της. Τα δύο τα έχει ο Στέλιος και τα δύο εγώ».

Σήμερα νιώθετε ότι συνεχίζετε τα βήματα του πατέρα σας σαν άνθρωπος και καλλιτέχνης;
Στέλιος: Πολλοί λένε ότι τα παιδιά των διάσημων γονιών έχουν πρόβλημα. Εγώ το έλυσα από τεσσάρων χρονών. Μόλις άκουσα το μπαγλαμαδάκι από τα σανίδια στο σπίτι μας, ήταν σ’ ένα από εκείνα του συνοικισμού που έκαναν στην Παλιά Κοκκινιά, έμαθα να παίζω. Οφρυνίου 35 και Κρήνης. Αν δεν μάθαινα να παίζω και να γράφω τραγούδια, να κάνω τα μπλουζ με τα ρεμπέτικα, το μπλουζ του μπουζουκιού, τη μουσική της ταινίας «Μια μέρα τη νύχτα» και όλα αυτά που κάνω, τότε θα είχα πρόβλημα. Όταν πρωτοβγήκα να γράψω τραγούδια σαν γιος του Μάρκου, είκοσι χρονών, το βάπτισμα το πήρα από την «Άτακτη», «Τα όμορφα τα γαλανά σου μάτια», τραγούδια που γεννήθηκαν μέσα μου και βγήκα και τα ‘παιξα. Είμαι ο Στέλιος.

Δομένικος: Μας έδωσε τις σωστές βάσεις. Τις βάσεις που προέρχονται από την παράδοση: τη βυζαντινή μουσική, το δημοτικό και το νησιώτικο τραγούδι, αλλά και τα μυστικά του μπουζουκιού. Τώρα έχω προς έκδοση το τρίτομο έργο μου Πραγματεία στο Μπουζούκι, μια εργασία που ξεκίνησα το 1975.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!