Σταμάτης Μεσημέρης: «Ο Παπακωνσταντίνου είναι άγριος καλλιτέχνης»

Αποσπάσματα από μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του τραγουδοποιού, λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 

Σαν σήμερα…


Στις 21 Ιουνίου 1950 γεννήθηκε στο χωριό Βάστα της Αρκαδίας ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.

Ο Σταμάτης Μεσημέρης για τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου…

Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε η έκδοση ενός δίσκου από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, με τραγούδια του ξεχωριστού τραγουδοποιού Σταμάτη Μεσημέρη, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 3 Απριλίου 2009 σε ηλικία 61 ετών.

O Παπακωνσταντίνου έχει ξανατραγουδήσει στο παρελθόν αρκετές δημιουργίες του Μεσημέρι που γνώρισαν σημαντική επιτυχία («Ελλάς», «Δε σηκώνει», «Όχι σε όλα», «Δεν πάει άλλο», «Πόρτο Ρίκο» σε στίχους Άλκη Αλκαίου), ενώ στις 11 Ιουνίου 2008 παρουσιάστηκε στο bar «Δον Κιχώτης» στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ο πρώτος και μοναδικός ολοκληρωμένος δίσκος της συνεργασίας τους που είχε τίτλο «Βατόμουρα» και κυκλοφόρησε σε δυο εκδόσεις, μια απλή και μια με cd και dvd. (Εκτός από τον Μεσημέρη στο δίσκο έγραψε μουσική σε ένα τραγούδι ο Σάκης Τσιλίκης, ενώ τους στίχους υπέγραψαν σε ένα κομμάτι ο ίδιος ο Παπακωνσταντίνου και σε ένα ο Οδυσσέας Ιωάννου. Συμμετείχαν επίσης κάνοντας φωνητικά σε ένα τραγούδι ο Γιώργος Κιμούλης με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο και σε δυο ο Σταμάτης Μεσημέρης).

Μια μέρα μετά την παρουσίαση στην Θεσσαλονίκη, ο Σταμάτης Μεσημέρης μου παραχώρησε μια μεγάλη συνέντευξη, που δημοσιεύθηκε τότε στο «Μουσικόραμα». Μαζί μου ήταν και ο καλός φίλος και συνεργάτης Μάκης Ιωακειμίδης, που με τις ερωτήσεις του συνέβαλλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της συνέντευξης, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας ήταν αφιερωμένο στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

Με αφορμή λοιπόν τα γενέθλια του ερμηνευτή, αλλά και την κυκλοφορία του νέου δίσκου με τραγούδια του Σταμάτη Μεσημέρη, σκέφτηκα σήμερα να ξαναθυμηθούμε αυτά που είχε πει τότε ο αείμνηστος τραγουδοποιός για το φίλο κι «αδερφό» του, όπως αποκαλούσε τον Παπακωνσταντίνου… (Από τη συνέντευξη αφαιρέθηκαν τα κομμάτια που αφορούσαν άλλες πτυχές της καλλιτεχνικής διαδρομής του Σταμάτη Μεσημέρη).

«Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου είναι Καλλιτέχνης»


Σταμάτη πριν μιλήσουμε για το νέο σας δίσκο, πες μας δυο λόγια γι’ αυτή την ιδιαίτερη σχέση που έχεις με το Βασίλη.
Η σχέση ξεκίνησε το 1988… Είχα κάποια τραγούδια όταν βρεθήκαμε και του είπα «καινούργια είναι αυτά τα τραγούδια, είναι δικά μου».

-«Πάμε στούντιο» μου λέει
-«Τι να κάνουμε;» 
-«Να κάνουμε δίσκο» μου απάντησε. 
-«Κι εγώ τι να κάνω στο στούντιο»; 
-«Θα το λες, θα το ενορχηστρώσουμε μαζί, όπως τα λες εσύ με το γκρουπ σου, έτσι θα τα λέω εγώ».
-«Τι λέει αυτός τώρα»; σκέφτηκα εγώ...

Και τα κάναμε κι άρχισε η ιστορία με το «Ελλάς» κλπ. Έγινε «κόλαση». Δε θα ξεχάσω που παίξαμε στο Καυταντζόγλειο μπροστά σε 42000 κόσμο το 1989. Μετά ευτυχήσαμε, ότι κάναμε να το αγαπήσει πολύ ο κόσμος, το αγάπησε τρελά. Κάναμε μαζί δουλειές, κάναμε δουλειά στη Μαρία τη Δημητριάδη, απίστευτη δουλειά, το «Αύριο». Και «πέρασε» μια Μαρία Δημητριάδη, μια μεγάλη φωνή που είχε τραγουδήσει Θεοδωράκη κλπ., που τότε ήτανε στα «αζήτητα». Ξαναβγήκε η Μαρία πάλι, είχε καλό τέλος στην καλλιτεχνική της καριέρα και καμαρώνουμε γι’ αυτό. Θέλω να σου πω, πως ότι κάναμε ήταν μια ευτυχία. Το έπαιρνε ο κόσμος και αυτό μας έδεσε πολύ και μας έκανε πάνω από όλα «αδερφούς», άσχετα αν συμφωνούσαμε ή διαφωνούσαμε… Άρχισε και μια άλλη ιστορία, ο Βασίλης μ’ έσπρωξε και μ’ έβαλε και μένα στη δισκογραφία κι έγινε και η «περίφημη» λογοκρισία το ’89…

Αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο για το οποίο θα ήθελα να μου πεις δυο τρία πράγματα παραπάνω…
Όταν κάναμε το «Μεθάω στις ρωγμές του ονείρου» έγινε η λογοκρισία. Μετά από δεκαπέντε χρόνια έγινε λογοκρισία κι έγινε πάταγος τότε… Εμείς είπαμε «όχι θα κυκλοφορήσει, με λογοκριμένα με “μπιπ”, έτσι για να εκτεθούν»… Τα αγάπησε το φοιτηταριό, ο κόσμος, οι λαϊκοί άνθρωποι που ακούγανε μόνο Ζαμπέτα και Άκη Πάνου, ήρθαν δίπλα μας και μας αγκαλιάσανε, άρχισε μια άλλη σχέση… Τώρα πια και «ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι», όποτε βρισκόμαστε ξέρουμε ότι κάτι θα προκύψει.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτό το θέμα.
Εγώ ήμουνα «κόκκινο πανί» ούτως ή άλλως και από άλλα πράγματα πριν από τη μουσική σαν επιστήμονας και σαν άτομο της κοινωνίας και σαν πολίτης του κόσμου…Πάντα είχα τη στάμπα ότι έχω σχέση με τις αναρχοαυτόνομες ιστορίες, με Πάμπλο και με τέτοια…Και υπάρχει ένας τεράστιος μύθος γύρω από αυτό, τώρα τι είναι αλήθεια, τι όχι…

Η επιτροπή λογοκρισίας είχε λογοκρίνει το 1980 «Το καντήλι του βουνού» στα «Ρεμπέτικα της Κατοχής» του Νταλάρα, επειδή είχε μέσα τις λέξεις «ΕΑΜ» και «ΕΛΑΣ». Αργότερα, το 1994, επί διακυβέρνησης ΠΑ.ΣΟ.Κ. μάλιστα και υπουργίας Ευάγγελου Βενιζέλου, αν δεν απατώμαι, ζήτησαν μετάφραση από τα «Ποντιακά» του Καζαντζίδη…
Σωστά, έτσι είναι. Είχαμε τα «Ποντιακά», μετά είχαμε τη Λένα Πλάτωνος και ένα τραγούδι του Σαββόπουλου.

Δηλαδή υπάρχει ακόμα επιτροπή λογοκρισίας; Ποιοι είναι αυτοί που λογοκρίνουν;
Όχι δεν υπάρχει, αλλά για λόγους «Εθνικής Ασφαλείας» το «Έθνος κινδυνεύει» είτε από δυνάμεις κοινωνικές που θέλουνε την ανατροπή του, είτε από ναρκωτικά, είτε από όπλα, ξανασυστήνεται, κατάλαβες; Kαι λέει «Να, αυτοί είναι οι τρομοκράτες»… Εμείς είμαστε οι τρομοκράτες… Κι ο κόσμος έτσι μας αγαπάει… Ο Βασίλης έτριβε τα χέρια του και λέει «Ωραία, άστο να περάσει, τώρα θα το λατρέψουνε»… Ήταν μια μεγάλη εμπειρία μαζί, μια δοκιμασία που μας ένωσε τρομερά. Μετά αξιωθήκαμε τα τραγούδια μας να γράφονται συνθήματα σε τοίχους, σε πορείες, σε συλλαλητήρια, αυτό ήτανε μεγάλη υπόθεση. Περπατάγαμε, ας πούμε, το ‘98 στην Αθήνα και βλέπαμε «Όχι σε όλα» ή «Δεν πάει άλλο»…

Κάτι ανάλογο, τηρουμένων των αναλογιών, είχε γίνει και στη δεκαετία του ’60 με τα τραγούδια του Θεοδωράκη, όταν ο κόσμος τραγουδούσε στο δρόμο τον «Πέτρουλα» και το «Γελαστό παιδί».
Ακριβώς, ακριβώς, όπως το λες. Αυτό το πράγμα μας έφερε σε μια απίστευτη «χημεία» και σε μία σχέση, σε μία αδερφοσύνη και, αν και πάρα πολλές φορές διαφωνούσε ο ένας για τις επιλογές που έκανε ο άλλος, ήταν δίπλα και στήριζε αυτό το δικαίωμα της άλλης γνώμης. Εγώ, ας πούμε, είχα δέκα χρόνια να κάνω δίσκο με τον Βασίλη και ο κόσμος δεν ξέρει ότι δεν φταίει αυτός, τον κατηγορούν άδικα κι αυτά κάποια στιγμή πρέπει να ακουστούν. Δεν ήταν ο Βασίλης που δεν ήθελε το Σταμάτη .Ο Βασίλης είναι ένας άνθρωπος που σε κάθε του δουλειά ήθελε, αν είναι δυνατόν, ένα δικό μου τραγούδι. Και όταν εγώ του έλεγα το «όχι», το έλεγα με σπαραγμό.

Εσύ δεν ήθελες, για να μη διασπαστεί το έργο σου ή θεωρούσες πως δεν ταίριαζαν τα τραγούδια σου μ’ αυτό που έκανε;
Ακριβώς αυτό το δεύτερο…Ότι έκανε κι αυτό ζημιά στα υπόλοιπα και τα υπόλοιπα κάνανε ζημιά, όχι σ’ αυτό, αλλά σ’ αυτό που θα μπορούσε να προσφέρει στον Βασίλη και όχι τόσο σ’ εκείνον αλλά περισσότερο, μέσω του Βασίλη, στον κόσμο. O Bασίλης με «χρησιμοποιεί», είναι «αδερφός» μου, είναι φίλος μου αλλά με «χρησιμοποιεί» για να περνάει πράγματα στον κόσμο κι εγώ τον «χρησιμοποιώ» για τον ίδιο λόγο κι έτσι και οι δύο «χρησιμοποιούμαστε» ακριβώς για να ανοίξουμε «γέφυρες» με τον κόσμο. Έτσι ακόμα και σε πράγματα που διαφωνούσαμε, πάντα ήμασταν ο ένας δίπλα στον άλλον. Η σχέση μας ήταν τόσο καθαρή, που ακόμα και οι όποιες διαφωνίες κλπ. ήταν αντρίκιες, ήταν καθαρές και ήταν με έγνοια απ’ τον έναν στον άλλον. Ο ένας είχε περισσότερο έγνοια για τον άλλον παρά για τον εαυτό του. Έπαιρνα τον καινούργιο δίσκο του Βασίλη και είχα την ταραχή μεγαλύτερη απ’ ότι τώρα. Ήθελα να πάει καλά ο «αδερφός» μου γιατί δεν μείνανε πολλοί που μπορούν να επικοινωνήσουν στον κόσμο μηνύματα σημερινά κι αυριανά. Δεν υπάρχουνε πολλοί που μπορούν να ενώσουν γενιές απ’ τον παππού, μέχρι τον δισέγγονο, να’χουν άποψη και κοινωνικό-πολιτικό λόγο να μην παίζουνε μονά-ζυγά. Όταν οι άλλοι φεύγανε από κάποιους χώρους, ο Βασίλης ήταν εκεί. Παρεξηγήσανε πολλοί κάποτε ότι ο Βασίλης, όπως κι εγώ, είχαμε δηλώσει «Εμείς, ρε παιδιά είμαστε στην Αριστερά, η Αριστερά είναι μαζί μας;». Όμως ο χρόνος έδειξε ότι εμείς ξέραμε πολύ καλά τι λέγαμε. Την ίδια ώρα που άλλοι το «βάζανε στα πόδια», άλλοι τρέχανε και έγιναν «μπλε», «πράσινοι» και δεν ξέρω κι εγώ τι… Εμείς ήμασταν εκεί. Ακόμα και σήμερα δηλαδή, έχουμε αυτό το ίδιο πράγμα, ότι, δεν μπορείς να μας βγάλεις απ’ το μάτι μας το όνειρο, που για μας έχει το κόκκινο. Τώρα, είναι κόκκινο, είναι κόκκινο-μαύρο, είναι ένας κόσμος που εμείς δεν θα τον δούμε να αλλάζει. Όμως όταν θα ανάψει η φλόγα, κάτι απ’ αυτά τα λιθαράκια που έχουνε γίνει και στον τομέα της τέχνης, θα βοηθήσουν αυτούς που θα τον αλλάξουν…

Πιστεύεις πως θα αλλάξει κάποτε αυτός ο κόσμος; Θα «πάρουν τα όνειρα εκδίκηση;»
Μια ζωή έλεγα - όπως πάρα πολλοί - ότι το τραγούδι, δεν αλλάζει τον κόσμο. Τώρα πιστεύω το ακριβώς αντίθετο. Το τραγούδι αλλάζει τον κόσμο. Αλλά ποιο τραγούδι και για ποιον κόσμο μιλάμε. Αυτοί που θέλουν να αλλάξουν, αλλάζουν. Δηλαδή το ότι κάποιος αντιστέκεται σε μία «λαίλαπα εικόνας» σήμερα, σε μία πουλημένη, στημένη αγορά κι αντιστέκεται με τις ευαισθησίες και τα όνειρά του και εξακολουθεί και ονειρεύεται σε καιρούς που «βομβαρδίζεται» από εικόνες, για μένα ήδη αλλάζει αυτός ο κόσμος. Δηλαδή η παγκοσμιοποίηση της αγοράς φέρνει και την παγκοσμιοποίηση των ονείρων, αυτών, που ταξιδεύουν τα όνειρά τους στην ουτοπία. Αυτό δεν θα το αποφύγει η αγορά. Είναι υποχρεωμένη μαζί με την παγκοσμιοποίηση των συμφερόντων της, να αντιμετωπίσει και την παγκοσμιοποίηση των ονείρων των ανθρώπων που «σαν κουρέλια τραγουδάμε ακόμη». Είναι τα «ασχημόμουρα» που λέμε…Τα «κουρέλια». Είναι οι άνθρωποι που πληρώνουνε με κόστος το δικαίωμα της ευαισθησίας. Κι είναι δικαίωμα πια στο όνειρο, δικαίωμα στην ευαισθησία, δικαίωμα στη διαφορετικότητα αλλά όχι τη διαφορετικότητα της αγοράς, όχι της μόδας. Είναι αυτό που ορισμένοι ονειρεύονται ότι δεν τέλειωσε ο ντόμπρος λόγος ανάμεσα σε φίλους, δεν τέλειωσε η εκτίμηση η οποία, όταν ένας φίλος αφήνει την κοπέλα του για 5 μήνες να πάει στο στρατό, εσύ της «βάζεις χέρι»… Δεν τελείωσαν αυτά… Η έννοια «καρντάσης» δεν τελειώνει, πρέπει να φύγει η Ελληνική γλώσσα. Η έννοια «Βαρδάρης» δεν τελειώνει, πρέπει να φύγει η Ελληνική γλώσσα. Πολλοί στην Αθήνα μου λένε «Καλά ρε, είσαι τρελός; Είσαι γέννημα-θρέμμα της Αθήνας και είσαι Παοκτσής;» Τους λέω «Δεν καταλαβαίνετε καθόλου, ότι είμαι από τους λίγους Παοκτσήδες στην Ελλάδα, που όταν παίζει ο Άρης με τον Ολυμπιακό είμαι με τον Άρη; Δεν καταλαβαίνετε καθόλου, ότι είναι αυτό που λέω στο τραγούδι «κι εγώ ξένος μετανάστης σου Ελλάς»; Δεν έχω καμία σχέση με την Αθήνα, δηλαδή με το Αθηνοκεντρικό σύστημα εξουσίας. Την Αθήνα τη λατρεύω όταν είναι δώδεκα η ώρα και πέφτουν αυτές οι σκιές στους δρόμους και περνάω από τα Εξάρχεια αλλά δεν είναι αυτή η Αθήνα που ζεις όλη τη μέρα. Η Αθήνα των 400 και των 700 euro που μας λένε, που τα «καταπίνει» όλα και τα «ρημάζει» όλα και συνεπώς και το τραγούδι. Ε, αυτή η αντίσταση των ανθρώπων σήμερα ζητάει και άλλα τραγούδια, ζητάει κι άλλο λόγο, ζητάει να βρεθούμε μαζί, «κόντρα» σε μια αγορά. Ε, ναι, αλλάζει ο κόσμος, μέσα από το τραγούδι αλλάζει… Τώρα πιστεύω το ακριβώς αντίθετο. Είναι από τα λίγα πράγματα. Όταν έβλεπα τον κόσμο την Τρίτη και ήταν τόσο «φαρμακωμένος» επειδή έχασε η Εθνική, λέω, κοίταξε πώς επενδύουμε στο τραγούδι, στον αθλητισμό. Όλα αυτά ένα «σύστημα», ένα κράτος τα έχει διαλύσει, τα ’χει «ποδοπατήσει» και ψάχνουμε να βρούμε μια χαρά, πού; Εκεί που λέμε ο αθλητισμός αλλάζει τον κόσμο ή είναι μια μορφή ηρωίνης, ας πούμε, όπως και το τραγούδι. Αν τα χάσουμε κι αυτά, αν σταματήσουν οι «ποιητές των δρόμων, των πεζοδρομίων», πιστεύω ότι θα ’χει χαθεί το όνειρο. Θα μου πεις είναι «πεζόδρομοι» κι είναι «αδιέξοδα». Έλα μωρέ «σαλτάρουμε τις μάντρες» τώρα. Δηλαδή, ποιος άνθρωπος δεν θέλει να βρει μια σχέση με τη «ρίζα» του στο χωριό του; Πάω μετά από 19 χρόνια στην τηλεόραση και μου λέει: «Μα τι είναι τα «Βατόμουρα»;» Τι είναι τα «Βατόμουρα». Αυτά που δεν τα φυτεύεις. Αυτά που σκαρφαλώνουν είναι. Τα «Αζήτητα κορίτσια» είναι ή τα αγόρια που είναι στην «απέξω». Αυτά είναι τα «Βατόμουρα». Σε μια εποχή «πλαστικής γαρδένιας» και «κλώνων τριαντάφυλλων» κλπ, εγώ δε λέω για γαρύφαλλα, για να μη σου δώσω και το «λουκούμι» και με «βαρέσεις». Έγραψαν για τα γαρύφαλλα όταν έπρεπε άλλοι μεγάλοι κλπ… «Βατόμουρα», που λεκιάζουν κιόλας. Σου χαλάνε και το «image» ας πούμε…

Με πρόλαβες, γιατί αυτή ακριβώς θα ήταν η επόμενη ερώτησή μου. Σχετικά με το νέο σας δίσκο, τα «Βατόμουρα»…
Αυτό γεννήθηκε μέσα από τη φιλία, τη «χημεία» με το Βασίλη, το «πάντρεμα», είμαστε μια «παντρειά», αυτή που λέει «δεν τελειώνει». Όπως λέει σ’ ένα στίχο «Αυτό το πάθος έχει ένα βέλος, πάμε πιο πέρα κι από το τέλος». Το «Πριν το τέλος» είναι ένα από τα ιστορικά, τεράστια τραγούδια του Βασίλη. Δεν εννοούμε ότι το ξεπερνάμε αλλά ότι πάμε να αγγίξουμε τους σημερινούς δεκαπεντάρηδες, που έχουν ακούσει το «Πριν το τέλος» και περιμένουν… Έτσι λοιπόν τα «Βατόμουρα» γεννιόντουσαν όλα αυτά τα χρόνια μέσα από συζητήσεις που κάναμε, από σκέψεις και μέσα από όνειρα να φτιάξουμε αρκετά παλιά τραγούδια δικά μου και τα μισά «φρέσκα». Τα δουλέψαμε για να ’χει φως αυτό το πράγμα, ενώ διεκδικεί μια θέση στον ήλιο με φως. Τ’ αγαπάμε τα «σκοτάδια», γιατί μας βοηθάνε να ξεφεύγουμε απ’ αυτά που μας κυνηγάνε αλλά δεν είμαστε «σκοτεινοί». Αγαπάμε πολύ τα «σκοτάδια», δε γουστάρουμε καθόλου αυτό το φως. Αυτό το φως το «illustration», αυτό το φως από τα μεγάλα σαλόνια δεν το «πάμε» με τίποτα. Αλλά θέλουμε φως στις σχέσεις των ανθρώπων, θέλουμε φως όταν τα παιδιά διεκδικούν το δικαίωμα για άλλη παιδεία, για άλλο έρωτα, για άλλη φύση, για άλλη σχέση μας με τη φύση. Κι ας τα αφήσουν τα παραμύθια. Έχουνε «ξεκωλιάσει» τους πάντες και τα πάντα. Και αυτό είναι τα «Βατόμουρα». «Να καούν». Να καούν τα καμένα, να καούν τα κομμωτήρια, τα λογιστήρια, να καούν οι αριθμοί τους, γιατί τελικά ξωπίσω αφήνουμε ένα «μπόγια», γιατί πάντα υπήρχε ο «μπόγιας», υπάρχει και θα υπάρχει. Τρέχει και δε φτάνει ο «μπόγιας» πια. Τα ‘χουνε καταφέρει σε όλα. Αλλά δεν έχουνε καταφέρει να υποδουλώσουν την αταξία του ανθρώπου. Την αταξία, ότι δεν συμμορφώνεται, δεν ευθυγραμμίζεται. Θα τους «την κάνουν» αύριο, μεθαύριο…

Θα γυρίσει «μπούμερανγκ»…
Θα γυρίσει «μπούμερανγκ». Ο «μπόγιας» τρέχει και δεν φτάνει. Λέμε «μπόγιας». Οι καινούργιοι δεν ξέρουνε τι είναι ο «μπόγιας». Οι παλιοί ξέρουν όμως και θα τους πούνε, ποιους λέγαμε «μπόγιες». Όπως ένα άλλο τραγούδι λέει «και ξωπίσω έμειναν τα επεισόδια από άγνωστους - γνωστούς». Αυτά είναι τα «Βατόμουρα». Είναι ένα αθώο αλλά άτακτο πράγμα της φύσης, το οποίο φυτρώνει εκεί που δεν το περιμένεις, σκαρφαλώνει μάντρες, σου χαλάει τα πάντα και λεκιάζει, είναι στυφό, δηλαδή όπου κάτσει δε βγαίνει, ακόμα και 552 πλυντήρια να βάλουνε στα ασπρόρουχά τους. Επειδή είναι «λεκιασμένες» οι συνειδήσεις τους λοιπόν, τους το λέμε και μ’ αυτό τον τρόπο. Με «τα κουρέλια τραγουδάμε και σας λεκιάζουμε». «Λεκιάζουμε» τους «λεκέδες» σας, τις κομπίνες, τις ρεμούλες, τις απάτες, όλη αυτή την εξαθλίωση που υπάρχει. Αυτή λοιπόν η καταγγελία έπρεπε να γίνει και μ’ έναν τρόπο μουσικό σύγχρονων ρευμάτων. Κι εγώ ήθελα πολύ με το Βασίλη όταν βρεθήκαμε, να κάνουμε ένα δίσκο από «σκηνή Βαρκελώνης», από Manu Chao, οι κιθάρες να μην είναι παλιού τύπου rock, τις οποίες αγαπάμε, μας λένε πολλά πράγματα, αλλά να έχουν έναν άλλο ρόλο. Να δώσουμε χώρο σ’ ένα «φρέσκο» νέο και πολύ ερωτικό Βασίλη με την έννοια του ερωτικού, γιατί δεν τέλειωσε, είναι εδώ και θα ’ναι εδώ, μπορεί να εμπνεύσει έρωτα στη ζωή, έρωτα στη φύση, έρωτα σε ανθρώπινες σχέσεις. Προσπαθήσαμε με τα «Βατόμουρα» να ‘χουμε ένα «κορμό», ένα «σκελετό» που να θέλει να τα «τινάξει» αλλά γελώντας. Και, ξέρεις, όταν κάποιος χαμογελάει και χτυπάει είναι πολύ επικίνδυνος. Είναι πιο επικίνδυνος από κάποιον που κλαίει, που οδύρεται, που ουρλιάζει. Σ’ αυτό το δίσκο δε θέλαμε οργή και θυμό με την άποψη της φωνής. Θέλαμε οργή, θυμό, με μία ειρωνεία, με μία προειδοποίηση πως «θα σας την κάνουμε». Να ‘ταν πιο μεγάλες οι «λακούβες» κι ας χαλάν τα αυτοκίνητα. Να’ταν πιο μεγάλες οι «λακούβες» να πέσουμε κι εμείς μέσα να πέσουνε κι οι «κλούβες». Και να δούμε στις «λακούβες» όταν θα πέσουμε μαζί με τις «κλούβες» ποιοι θα βγούνε επάνω…

Μου άρεσε ιδιαίτερα η ενορχήστρωση, με τα παραδοσιακά χρώματα, στο πρώτο κομμάτι...
Είναι η πρώτη φορά που ο κόσμος πρέπει να μάθει και κάτι άλλο. Πρώτον: Κάτι που ποτέ δεν έχει περάσει στον κόσμο και πρέπει να μαθευτεί στους ανθρώπους, είναι πως ο Βασίλης, πέρα από τραγουδιστής και ερμηνευτής είναι καλλιτέχνης. Δεν ξέρει, ότι χρόνια τώρα ο Βασίλης βάζει το χέρι του στα ενορχηστρωτικά πράγματα των δίσκων που κάνει. Τώρα πια έφτασε ο καιρός να υπογράψει φαρδιά - πλατιά την ευθύνη αυτών των πραγμάτων, για να αποδοθεί η αλήθεια. Είναι κακό να είμαστε υπερβολικά σεμνοί γιατί αυτό μπορεί να οδηγήσει κάποιους σε λάθος συμπέρασμα. Εάν δεν υπήρχε ο Βασίλης και 2-3 άλλοι, όλοι θα είχαμε πάει σπίτια μας. Άλλη αλήθεια. Είτε δημιουργοί σύγχρονοι μετά το ’80, είτε τραγουδιστάδες, είτε ερμηνευτές. Επειδή υπάρχει ο Βασίλης έχουμε εμείς δουλειά. Αυτό δεν το λέμε, πρέπει να το πούμε… Δεύτερον: Ο Βασίλης είναι ένας άνθρωπος πολύ «ανοιχτός». Όταν μπαίνει να τραγουδήσει, κοιτάει στα μάτια με αγωνία αυτόν που έχει επιλέξει να ‘ναι απ’ έξω, στη συγκεκριμένη περίπτωση εμένα, και αρχίζει και γίνεται ένα παιχνίδι «πώς, τί, πού» κλπ., είναι σα μικρό παιδί, είναι απίστευτη «μάζα», που μπορείς να ελπίζεις ότι μπορεί και αύριο να κάνει σημαντικότατα πράγματα, επειδή ακριβώς είναι «ανοιχτός». Άλλος με την ιστορία του δεν ακούει τίποτα. Άλλος με την ιστορία του δεν θέλει κανείς να του πει τίποτα για τη φωνή του. Ο Βασίλης είναι «ανοιχτός» σε «ρεύματα». Αυτό τι σημαίνει; Καλλιτέχνης.

Όπως έχει πει ο Άκης Πάνου για τον Καζαντζίδη. Ο οποίος έμπαινε μέσα στο στούντιο και ήταν ο καλύτερος μαθητής.
Βέβαια. Έτσι είναι. Σα μικρό παιδί είναι ο Βασίλης. Αφού πολλές φορές ιδρώνω, όταν είναι πίσω απ’ το τζάμι και του λέω «πιο ψηλά αυτό, αυτό λίγο πιο χιουμοριστικά, τον «Κουμπάρο» πες τον σοβαρά, μη γελάμε, λίγο «τρυφερά» και μετά πηγαίνω σπίτι και θέλω να κλάψω… Λέω «και τι κάνω εγώ τώρα, με ποιο δικαίωμα, εγώ αυτή τη φωνή» με καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Τρίτον: O Βασίλης είναι εκπληκτικό ένστικτο. Ελάχιστοι τραγουδιστές συλλαμβάνουνε «σπέρματα» τραγουδιού, ότι είναι αλλιώτικο στον αέρα, όταν τους το σφυρίζεις ή όταν τους το παίζεις με μια κιθάρα. Αυτό το άγριο ένστικτο δεν το ξέρει ο κόσμος. Μην κοιτάς που του αρέσει το «χύμα». Στην ουσία είναι ένα απίστευτα προχωρημένο μουσικό ένστικτο, όπου ξέρει, αν αυτό που τραγουδάει προχωράει τα πράγματα ή είναι απλώς καλό αλλά επειδή το γουστάρει το κάνει επειδή το γουστάρει, άσχετο αν δεν τα προχωράει τα πράγματα. Είναι πραγματικός καλλιτέχνης. Δηλαδή λέει αυτό που γουστάρει, βλέποντας όμως και ξέροντας ότι αυτό μπορεί να μην τα προχωράει τα πράγματα ή μπορεί να μην αρέσει στον πολύ κόσμο ή μπορεί να μην «περνάει» αλλά επειδή το γουστάρει, είναι συνεπής στο ένστικτό του και το κάνει. Αυτό ελάχιστοι το έχουνε και απ’ αυτούς τους τεράστιους, για μένα είναι ο μόνος που έχει κρατήσει «αλώβητο» το ένστικτό του. Το καλλιτεχνικό του ένστικτο. Έχει ένα τεράστιο καλλιτεχνικό ένστικτο.

Κι ένα τελευταίο: Ο Βασίλης, όπως σου είπα, είναι ένα μικρό παιδί. Ο κόσμος τον έχει φορτώσει μ’ ένα τεράστιο «μύθο» ενός ήρωα, ενός ανθρώπου με «μεγατόνους» υποχρεώσεων και ευθυνών. Αυτό είναι άδικο. Είναι συγκλονιστικό ότι ο κόσμος τον λατρεύει μέχρι υστερίας αλλά δεν μπορεί να ζητάς από τον Βασίλη να σου κάνει αυτά που δεν σου κάνει η κυβέρνηση ή ο δάσκαλός σου ή ο πατέρας σου ή η γκόμενά σου. Αυτό είναι άδικο και πρέπει να σταματήσει. Αυτός ο «μύθος» δηλαδή τον οδηγεί πάρα πολλές φορές να κάνει και λαθεμένες επιλογές που δεν θα έκανε ο ίδιος, γιατί είναι αυτά όλα που «σέρνει». Χρόνια τώρα… Ένα νέο παιδί που ξαφνικά τραγουδάει Θεοδωράκη και «τρελαίνεται» ο κόσμος και προκαλεί υστερίες που, εκτός από τον Καζαντζίδη, κανένας Έλληνας τραγουδιστής δεν έχει προκαλέσει. Αυτό πρέπει να το καταλάβει ο κόσμος, ότι την υστερία που ο κόσμος, ακόμα και τώρα, νιώθει για το Βασίλη, δεν υπάρχει προηγούμενο στα ελληνικά πράγματα κι αυτό είναι ένα τεράστιο βάρος. Όταν του ζητάς συνέχεια να επαναλαμβάνεται και να μένει σ’ αυτά που τον καθιερώσανε, τότε τον κάνεις «δούλο». Κι επειδή ο Βασίλης δε γίνεται «δούλος», γίνεται άτακτος εκεί και σου κάνει τη σκανδαλιά κι εκεί μπορεί να σου κάνει και τη «μαλακία», γιατί τη γουστάρει για να έχει την ισορροπία του. Εγώ λοιπόν περισσότερο λατρεύω τα λάθη του, γιατί τον κάνουν ισορροπημένο, παρά τα σωστά. Είναι μια καλλιτεχνάρα, που όταν βρεθείς και το λέω αυτό με πλήρη επίγνωση του τι λέω, στη σκηνή μαζί του, να ψιθυρίσεις ένα τραγούδι ή μέσα στο στούντιο, καταλαβαίνεις γιατί ο Παπακωνσταντίνου και η Αλεξίου δεν μοιάζουν με κανέναν άλλον. Εγώ που βρέθηκα στη σκηνή μαζί του, που βρέθηκα στούντιο, που είχα τη χαρά και τη συγκίνηση να βάλω την ανάσα μου μαζί του, καταλαβαίνω τι «ηλεκτροσόκ» πέρασα. Και αυτό το έχουν καταλάβει όλοι στην Ελλάδα που έχουνε τραγουδήσει με τον Βασίλη, μηδέ εξαιρουμένου και του Γιώργου του Νταλάρα στο «Αττικόν». O Βασίλης είναι ένα τεράστιο μέγεθος καλλιτέχνη, όχι ερμηνευτή και τραγουδιστή. Δεν είναι ότι δούλεψε πολύ στη ζωή του και τα απόκτησε αυτά. Είναι ένα από τα πιο «άγρια» ένστικτα καλλιτέχνη στην Ελλάδα. Είναι απίστευτος. Πρώτα, πρώτα βλέπει και διαβάζει καλύτερα, να μη σου πω, από οποιονδήποτε και ξαναλέω και για τη Χαρούλα, ελληνικό λόγο, στίχο. Δημιουργεί εικόνες και στους μεγάλους ποιητές, Καββαδία, Ελύτη, Ρίτσο και στους «ποιητές των πεζοδρομίων»… Άσιμο, Λοΐζο… Αυτά δεν είναι εύκολο να τα «συγκεράσεις», δεν είναι εύκολο να τα «παντρέψεις». Θέλει μια τεράστια καλλιτεχνική φυσιογνωμία για να μπορεί αυτά τα πράγματα να τα ‘χει έτσι… Να τραγουδάει Ζαμπέτα με την ίδια λογική που τραγουδάει Θάνο Μικρούτσικο. Ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι «βαρύ πράγμα». Είναι πολύ «βαρύ».Ο Σούκας είναι «βαρύ πράγμα». Τα ‘χει κάνει όλα και όμως έχει δίψα, ταλέντο και πάθος και για άλλα πράγματα. Είναι «άγριος» καλλιτέχνης ο Παπακωνσταντίνου. Κάποιες στιγμές γράφει «τρελές» μουσικές. Δεν το πουλάει στον κόσμο, δεν το διαφημίζει. Πρέπει να μάθει ο κόσμος ότι γράφει «τρελές» μουσικές. Παίρνει την κιθάρα δηλαδή και σου λέει «η μελωδία αυτή αντί να ‘ναι έτσι, να ‘ναι έτσι»; Και ποτέ δεν διεκδικεί αυτό που κάνει… Ποτέ… Μόνο τα λάθη του φορτώνουνε ότι πείραξε, ας πούμε, τη μουσική. Στο στίχο, έχει λόγο, γιατί είναι τεράστιο ανάστημα. Ο λόγος του βέβαια είναι «να κάνουμε την αταξία, να παίξουμε ρε παιδί μου» ε, κι εκεί μπορεί να σου χαλάσει και λίγο κάποια πράγματα. Αλλά μεγάλα παιδιά είμαστε, να κάνουμε την τρέλα μας κι ας χαλάσουμε και λίγο. Κι εκεί του «την πέφτουν» όλοι, ότι τάχα επεμβαίνει στο έργο των δημιουργών. Εμείς δηλαδή τι είμαστε; Εμείς κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας; Στο χέρι μας είναι να πούμε «δε γουστάρω ρε Βασίλη να μου αγγίξεις το στίχο καθόλου, ούτε τη μουσική». Αν αρχίσει όμως κι ο Βασίλης και σου λέει «δε γουστάρω να μπαίνεις πάνω στη φωνή μου» τι θα γίνει; Είναι «χημεία» αυτό; Είναι «παντρειά»; Δηλαδή πας με μια κοπέλα και βγαίνεις ραντεβού υπό όρους; «Θα βρεθούμε στις 6 και 10, θα σου φιλήσω το 1/3 του χείλους σου και θα μου βγάλεις λίγο μόνο το δεξί σου στήθος να δω»; Έτσι θα γίνει η σχέση; Αυτό θα είναι το πάθος; Η «τρέλα»; Έτσι θα αλλάξει ο κόσμος; Πρέπει να ξεχάσουμε όταν είμαστε στούντιο τα δικά μου και τα δικά σου. Με το Βασίλη υπάρχει αυτή η «μαγεία». Έχουμε την ευθύνη για όλα τα πράγματα μαζί. Κι εγώ την παίρνω απολύτως. Αλλά δε θέλω πλέον να ακούω ότι «ο Βασίλης άλλαξε το στίχο του Σταμάτη, έκανε αυτό, έβαλε εκείνο, έκανε πάλι τα δικά του». Είναι μεγάλος καλλιτέχνης και έχει δικαίωμα με οποιονδήποτε δημιουργό, να συνεργαστεί, να δουλέψουνε και από κοινού να φτιάξουνε πράγματα. Και θα πω κι ένα τελευταίο όσον αφορά εμένα πια. Μ’ έχει μάθει ο κόσμος να μη γονατίζω σε κανέναν. Αλλά πιστεύω ότι για το Βασίλη και για τη Χαρούλα, εγώ κι ο άλλος μου εαυτός δεν μπορούμε να γράψουμε τραγούδια, ανάλογα του μεγέθους τους… Και τελειώνω εδώ. Ό,τι κάνουμε είναι μια απέλπιδα προσπάθεια, αν μπορέσουμε λίγο, να συντηρήσουμε, με 2-3 δειλά βηματάκια, αυτό το τεράστιο πράγμα που ‘χουνε κάνει. Και αυτό θα το καταλάβει ο κόσμος τις επόμενες δεκαετίες. Είναι φαιδρός, δηλαδή, αυτός ο οποίος είπε ξαφνικά «εγώ θα γράψω για τον Καζαντζίδη και τον Μπιθικώτση καινούργια πράγματα να τον πάω μπροστά». Είναι «μαλάκας» για μένα. Πρέπει να ’χεις επίγνωση των τεράστιων αναστημάτων. Να μη νιώθεις ούτε υποτέλεια ούτε συμπλέγματα αλλά να αναγνωρίζεις ποιο είναι το «φεγγάρι» και ποιο είναι το «φωτάκι» που σου ανάβει ως «φεγγάρι» και δεν έχει καμία σχέση με ένα «λαμπιόνι» του συστήματος. Να ‘μαστε καλά, να ‘ναι καλά όλοι οι άνθρωποι που ονειρεύονται μέσα από το Βασίλη και που ταξιδεύουνε μέσα απ’ αυτόν, να τελειώνουνε πια οι «μύθοι», είναι τεράστιος, δεν χρειάζεται πια τους «μύθους». Είναι ιστορία ολόκληρη και το δικαίωμά του σαν καλλιτεχνική προσωπικότητα, να το περνάνε, πλέον, από στόμα σε στόμα. Είναι καλλιτέχνης, δεν είναι ο τραγουδιστής Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Είναι καλλιτέχνης…

Ανέφερες προηγουμένως τα ονόματα του Τάκη Σούκα και του Γιώργου Ζαμπέτα. Πριν από μερικά χρόνια ο Βασίλης τραγούδησε δυο λαϊκά τραγούδια του Τάκη Σούκα σε στίχους Κώστα Μπαλαχούτη στο δίσκο «Αψέντι». Και τα είπε εξαιρετικά. Γιατί πιστεύεις πως δεν τραγουδά περισσότερο αυτό το είδος. Είναι ανασφάλεια; Τι είναι;
O Βασίλης όχι μόνο τα λέει καλά, όχι μόνο τα έχει μέσα του από μικρό παιδί αλλά τα λέει πάνω στη σκηνή μ’ έναν απίστευτο τρόπο, δικό του, όπως ας πούμε το «Μάλιστα κύριε», το «μπλουζ» το λέω εγώ…

Ή «Το βουνό» του Λουκά Νταράλα…
Ναι, «Το βουνό»…Κοίταξε, καμιά φορά το πρόσωπο που έχουν οι άνθρωποι για μας, πολλές φορές μας επηρεάζει πολύ και δεν είναι εύκολο να πάμε αλλού, είναι σα να «κοντράρουμε», όχι αυτό που έχουμε κάνει, αλλά αυτό που ο κόσμος ονειρεύεται από μας και αυτό είναι «κακός αγωγός». Καλύτερα να κάνουμε αυτό που γουστάρουμε χωρίς να σκεφτόμαστε τι ζητάει ο κόσμος από μας αλλά δεν παύει αυτό να μας παρασέρνει…

Λοιπόν, εγώ λέω, από το 1988 δεν έχω κάνει με το Βασίλη τίποτα, μα τίποτα απολύτως μόνος μου. Όλα θεωρώ ότι τα ‘χουμε κάνει μαζί και αυτή είναι η τεράστια «χημεία». Αλλά επειδή εγώ δεν έβγαινα στα μέσα μ’ έθλιβε και με εξόργιζε, το ότι δεν βρίσκονταν, εκτός από τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, πολλές περιπτώσεις ανθρώπων να μιλήσουν για τον τεράστιο καλλιτέχνη Βασίλη Παπακωνσταντίνου… Ενώ αν δεν ήταν αυτός, θα ήμασταν σπίτια μας, δε θα είχαμε δουλειά και δε θα μας ήξερε κανένας μα κανένας έξω, αν βγαίναμε στην άσφαλτο. Αυτό του το οφείλουνε, θέλουνε δε θέλουνε, οι συνάδελφοί του. Όσο είναι καιρός τώρα να αποδοθεί. Εγώ δεν έχω κάνει τίποτα μόνος μου και αρνιέμαι στο φινάλε και εκεί που μου λέει «όλα είναι άψογα» σε διαβεβαιώ ότι βρίσκω τρόπο να μην είναι. Και αντίστροφα, ομολογώ ότι και εκείνος μαζί μου, ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι έχει κάνει κάτι τελείως μόνος του. Πάντα τα ‘χουμε κάνει μαζί. Με τιμά το ότι ήμουνα έξω απ’ το τζάμι κι εκείνος μέσα και με κοίταζε με αγωνία και ιδρώτα μικρού παιδιού, αυτή η τεράστια καλλιτεχνική, ερμηνευτική ύπαρξη, εάν ο δημιουργός είναι ικανοποιημένος. Αυτή είναι η τεράστια σεμνότητα που έχει ο Βασίλης και που είχαν οι μεγάλοι λαϊκοί, που τρελά αγαπούσανε και σεβόντουσαν τους δημιουργούς. Αυτό ο Βασίλης το ‘χει. Δεν έχει ξεχάσει κανέναν δημιουργό που έχει τραγουδήσει ποτέ και τους αποδίδει αυτά που πρέπει να τους αποδώσει. Ούτε «γλείφοντας» ούτε διαφημίζοντας. Τα νιώθει, τα κρατάει για τον εαυτό του κι όταν βρεθεί στο στούντιο τα βγάζει, ανάλογα με το βαθμό εκτίμησης που έχει και που του έχουν. Εγώ πιστεύω ότι από το ’88 όλα τα ‘χουμε κάνει μαζί, ακόμα και τώρα. Αυτό μου δίνει τρελή χαρά. Δηλαδή το ότι τα βήματά μου περπατήσανε μαζί με τον «αδερφό» το Βασίλη, είναι τεράστιο, άσχετα εάν δεν ξανασυνεργαστούμε. Αυτά είναι αστεία και λεπτομέρειες. Μπορούμε εξίσου κι έχουμε κάνει «τρελές» συνεργασίες σε δουλειές που έχουν τραγουδήσει άλλοι. Στίχο εγώ, μουσική ο Βασίλης με τη Δημητριάδη. Το αντίστροφο στο δίσκο της Κικίδη. Σε άλλα πράγματα. Αυτά είναι για μας «περιουσία». Βρισκόμαστε δηλαδή με το Βασίλη. Από την άλλη όμως πρέπει να εμπνεύσεις και το Βασίλη για να βρεθείς μαζί του. Δεν είναι ένας Βασίλης που το ένστικτό του τον πάει λάθος. Όταν σε γουστάρει, δεν τον νοιάζει το λάθος. «Το ’πα κι αυτό». Αλλά αυτό είναι στις μεγάλες καλλιτεχνικές φύσεις… Ο Μαραντόνα, όταν κάποια στιγμή δεν είχε καλή απόδοση, δεν ήταν καν ένας μέτριος παίκτης, ήταν ένας κάκιστος παίκτης, δεν μπορούσες να τον δεις. Κλώτσαγε, έπαιρνε κόκκινη και τελείωνε η ιστορία… Έχω δει τον Κούδα ή τον Χατζηπαναγή σε κακές τους μέρες κι είναι χειρότεροι από ατάλαντους παίκτες. Γιατί; Γιατί οι μεγάλες φυσιογνωμίες είναι «ακραίες» και στην καλή τους και στην άλλη πλευρά. Νομίζω ότι αυτός ο «μύθος» πρέπει να «σπάσει». Και να γραφτεί η ιστορία όπως είναι. Την αντέχει, τη γουστάρει…Είναι λαϊκό παιδί, είναι γνήσιος, είναι τρελός, είναι ερωτιάρης, ξέρει να κάνει τον κόσμο να ονειρεύεται, είναι «φρέσκος»… Η φωνή του μου δείχνει ότι σήμερα, ας πούμε, έκανε πιο δύσκολα πράγματα απ’ ότι το «Δε σηκώνει» ή το «Δεν πάει άλλο». Έχω αυτή την αίσθηση…

Στον προσωπικό σου δίσκο «Το άγριο πλήθος» υπάρχει ένα πολύ όμορφο τραγούδι - αποχαιρετισμός, στο Νικόλα Άσιμο και τον Παύλο Σιδηρόπουλο, αφιερωμένο στη μνήμη τους, με τίτλο «Στο καλό». Μπήκες στον πειρασμό να το ηχογραφήσεις και με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, ώστε να γίνει ευρύτερα γνωστό;
Ναι, βέβαια. Ήταν μέσα σε καμιά 80αριά τραγούδια που ψάξαμε με τον Βασίλη για να καταλήξουμε στα έντεκα του δίσκου. Ήταν δύσκολη η επιλογή, και τελικά το συγκεκριμένο έμεινε απ' έξω. Δεν αποκλείεται να περιληφθεί σε κάποια μελλοντική δουλειά με τον Βασίλη. Πάντως λίγο μετά την κυκλοφορία του το είχαν πάρει ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας και για 4-5 χρόνια το έλεγαν στα live τους, με αποτέλεσμα το τραγούδι να γίνει ευρύτερα γνωστό.

«Ο κουμπάρος», ένα τραγούδι από τον καινούργιο σας δίσκο, πώς γεννήθηκε;
Κάποια στιγμή στο στούντιο πέταξε ένα φύλλο και μου λέει «κοίταξε τι «μαλακίες» γράφω εδώ και χρόνια… Να μην μπορώ να γράψω ένα σοβαρό τραγούδι»; Δεν ήταν τωρινό. Το παίρνω λοιπόν, ένα «κωλόχαρτο» ήταν, «πέτα το» μου λέει… Να ένα άλλο τώρα που πρέπει να το πούμε κι αυτό δείχνει την καλλιτεχνική του φύση. Τα τραγούδια του δίσκου είναι έντεκα. Εγώ του ‘λεγα από την αρχή «μας λείπουνε δυο τραγούδια». «Μα έχουμε ογδόντα τραγούδια» μου λέει. «Μας λείπουνε δυο τραγούδια», ένα λαϊκό «παρέας», το «Φυσάει σκουριά» ήταν αυτό κι ένα άλλο που να είναι «εν δυνάμει» λαϊκό, το «Ντου» που να μπορεί να παιχτεί και με μπουζούκια κλπ. και να μπορεί να παιχτεί κι από ροκάδες. Με κοιτάει λοιπόν πονηρά, του άρεσε. Κάποια στιγμή πάω στο στούντιο κι εκεί που δουλεύαμε ένα άλλο τραγούδι, του λέω «για άκου» και αρχίζω και παίζω… Μου λέει «Πάμε, πάμε, σταμάτα το προηγούμενο, αυτό το ‘χουμε, πάμε να το κάνουμε τώρα». Κάναμε το «Φυσάει σκουριά». Στο τελευταίο τραγούδι είχαμε φτάσει στα δέκα. Του λέω «είναι κάτι που θέλω να ακούσεις» .Ενάμιση μήνα του το ‘λεγα. «Όταν θα τελειώνουμε» του λέω «το φυλάω κι αυτό». Και δεν μπαίνω μέσα με την κιθάρα να του το παίξω, καθόμουν απ’ έξω και το έπαιζα και βγαίνει ένας «τρελαμένος» Βασίλης και μου λέει «τι είναι αυτό;» Του λέω «είναι αυτό που σου ‘λεγα»… «Πάμε μέσα να το κάνουμε» μου λέει. Αυτό το ένστικτο, αυτό το «άγριο» πράγμα που έχει…Κοιτάω το στίχο και του λέω «λες ότι δεν μπορείς να γράψεις σοβαρό στίχο ποτέ ε»; «Εγώ ένα τέτοιο «κωλοτράγουδο» ποτέ δεν μπόρεσα να κάνω, μια ωραία «ξεφτίλα», ένα ωραίο πράγμα. Κι αρχίζουμε και γελάμε… Τελειώνει η ιστορία, λέω «το παίρνω»… Πάω σπίτι, μετά από είκοσι μέρες παίρνω την κιθάρα, αρχίζω και το παίζω και γελάμε και αυτός και ο πιανίστας ο Ανδρέας Αποστόλου. Και γελάμε και γελάμε και γελάμε τέσσερις ώρες. Μας «βγήκαν τα άντερα». Πίναμε, γελάγαμε, πίναμε, γελάγαμε, έπαιζα εγώ «Πόσο γουστάρω, πόσο γουστάρω…». Μου λέει «δεν μπαίνει αυτό». Του λέω «άκουσε, το λατρεύω». Δεν είναι ένα τραγούδι που το λέει ένας άντρας σε μια γυναίκα αυτό. Το λέει ο άντρας στον εαυτό του. Πώς την έβλεπε στο πρώτο ραντεβού και πώς μετά από καιρό τη βλέπει και λέει «πω, πω, στραβός ήμουνα; Τρελός ήμουνα;» Όλη αυτή η διάψευση του ονείρου είναι ο «Κουμπάρος». Και επιτέλους, καλύτερα να μη ζούμε με «μύθους». Λέω «δες το αλλιώς». Δεν μπορούσαμε να το δούμε. Κι εγώ το έπαιζα και γέλαγα. Του λέω «Έχω μια ιδέα. Θα βάλεις τα γυαλιά τα πρεσβυωπίας, να μου δώσει και ο Αντρέας τα δικά του τα γυαλιά πρεσβυωπίας» και λέει ο Αντρέας «κι εγώ τι θα βάλω;» γιατί γέλαγε κι αυτός. Και μπαίνει μέσα και του λέω «θέλω να ‘σαι τρυφερός, ερωτικός σα να το λες στον εαυτό σου, σα να βγαίνεις ραντεβού με τον εαυτό σου». Εντάξει. Και τι έγινε δηλαδή; Ένα λάθος; Τ’ αγαπήσαμε κι αυτό το λάθος, είναι μέρος της ζωής μας. Και τ’ αγαπάμε τώρα πολύ αυτό το τραγούδι. Τώρα ξέρουμε ότι θα εκτεθούν πολλοί ανόητοι, γιατί αν επιτεθούν σε άλλα τραγούδια, μια χαρά… Αλλά αν επιτεθούν εκεί, είναι και κουτό. Ε, άσε να ‘χουμε κάτι να τους δίνουμε «φαΐ» να επιτεθούν… Ας το κάνουν. Καταλαβαίνουμε, δηλαδή, ότι είναι μια πρόκληση, αλλά δεν είναι πρόκληση για την πρόκληση…

Την ιδέα της διαφορετικής παρουσίασης του δίσκου, σε ένα μπαράκι, μαζί με τους φίλους σας, χωρίς στημένα πάνελς και εταιρείες κλπ., πώς την σκεφτήκατε;
Δεν ήταν ωραίο αυτό που έγινε χθες; Είναι απ’ αυτές τις ιδέες που λέμε και συζητιούνται και πέφτουν στο τραπέζι… Το ένστικτό του Βασίλη τον πήγε εκεί. «Θα ανέβεις;» «Θα ανέβω να το κάνουμε έτσι…».

Θα γίνει και στην Αθήνα, μ’ αυτό τον τρόπο;
Σε διαβεβαιώ πως δεν είναι εύκολο να γίνει αυτό στην Αθήνα. Ο κόσμος, ίσως, να μην μπορεί να καταλάβει τι έγινε αλλά δεν είναι εύκολο. Μπορεί να γίνουνε πολλά πράγματα, φανταχτερά, αλλά αυτό δεν είναι εύκολο να γίνει.

Λόγω του κόσμου ή των χώρων ή λόγω και των δύο;
Λόγω νοοτροπίας, λόγω αισθητικής, λόγω του πώς είναι τα πράγματα στη «Μητρόπολη», λόγω του πώς λειτουργούν οι παραγωγοί, τα ραδιόφωνα, οι τηλεοράσεις. Εδώ ήτανε κόσμος, ήτανε φίλοι, εδώ ήταν άνθρωποι που δεν πήγαν να τον αγγίξουνε, να τον χαϊδέψουνε, γιατί καμαρώνανε μαζί του. Ήταν άλλοι που πηγαίνανε για να τον χαϊδέψουνε και να πούνε «Βασίλη είμαστε εδώ…», νέα παιδιά, όλο αυτό το «πανηγύρι». Μήπως έτσι δεν έγινε και το dvd; Τι ήτανε, σκηνές από το στούντιο δεν ήτανε; Οι καλλιτέχνες συστημάτων και οργανωμένης αγοράς θα παίρνανε σκηνοθέτες και διάφορα τέτοια πράγματα. Εμείς κάναμε τα τραγούδια κι εκεί που κάναμε τα τραγούδια στην «τρέλα» μας και φαίνεται αυτό, μια κάμερα έγραφε. Αυτό όμως το βγάζουμε στον κόσμο και πιστεύω ότι έτσι θα δει ο κόσμος αυτό το «άγριο θηρίο» που λέγεται Βασίλης. Να δει και τι κάνουμε μες στο στούντιο, πώς ζούμε την τρέλα μας, για να καταλάβει ότι δεν χρειάζεται «μύθους». Ιστορία χρειάζεται. Κι ο Βασίλης είναι ιστορία… Χθεσινή, σημερινή κι αυριανή. «Μύθος» ήτανε χθεσινός, ελπίζω να τον συντρίψουμε το σημερινό και να μη χρειαστεί να υπάρχει αύριο. Γιατί είναι ωραίο κάποιος να είναι χαρούμενος, ισορροπημένος, όμορφος, με το παιδάκι του, με τους φίλους του, με τα όνειρά του, με τις αγάπες του, με τις αταξίες του με τα «ξημερώματά» μας. Είναι ωραίο… Ότι πάνω απ’ την τέχνη υπάρχει και η ζωή. Πρέπει να το σκεφτούνε κάποιοι άνθρωποι για μεγάλους «ογκόλιθους». Και για τον Καζαντζίδη πάνω από την τέχνη ήτανε η ζωή. Δεν μπορεί δηλαδή, να «χαρατσώνεται» μια ζωή, γιατί έτσι οι άνθρωποι πάνε στον γκρεμό. Αντί να πούμε στον καλλιτέχνη «να’σαι καλά σαν τα ψηλά βουνά», τον οδηγούμε να «σαλτάρει»; Όταν περάσει μια ηλικία, όταν περάσουν κάποιες επιλογές που δεν μας αρέσουνε, όταν μας πικράνει, πρέπει να τον οδηγήσουμε σε αυτοκτονία; Σε κατάθλιψη; Τη μεγάλη ιστορία που μας έβγαλε απ’τη δική μας κατάθλιψη; Που μας έκανε να ονειρευόμαστε; Πρέπει να του ζητάμε συνέχεια να είναι ένας άτρωτος, που να τα βάζει με ένα «σύστημα», να «παίζει εντός», να «παίζει εκτός», να είναι «τρελός» αλλά να μην τρελαίνει ανθρώπους και από την άλλη να ’ναι πάρα πολύ γλυκός με τα νέα παιδιά, με τα μικρά «πευκάκια» και με τα «βράχια»; Κι όλα αυτά σε έναν άνθρωπο και να μην του λέμε «είμαστε εδώ»; Δηλαδή ο «μύθος» ότι «έλα μωρέ ο Βασίλης τώρα, το γύρισε» με τις τηλεοράσεις κλπ; Όταν πηγαίνουμε κάνουμε «χοντρές» πλάκες και μπαίνουμε μέσα για να βγούμε έξω, δεν καταλαβαίνει κανείς τίποτα; Δεν καταλαβαίνει κάποιος ότι αν κάποιος αλλάξει «στρατόπεδο» θα ’ναι συνέχεια εκεί, θα γίνει χορηγός τηλεφωνίας , κινητής τηλεφωνίας , κατάλαβες; Δε θα πει ποτέ στίχο που θα λέει στο κράτος «Ζήτω το έθνος παιδιά…» Ε, αυτό δεν αξίζει να πάει στην τηλεόραση να το πει;

«Επίθεση» χρειάζεται…
Ναι αλλά δε θα σε βάλουνε στην τηλεόραση αν πας για «επίθεση», οπότε πρέπει να πας και 5 φορές πριν, «τάχα μου», επειδή χάζεψες, επειδή άλλαξες… Εγώ περιμένω από το Βασίλη και άλλα πράγματα. Πιστεύω και θέλω, αφού κάναμε αυτό που θέλαμε και αυτό που πιστεύουμε, γιατί ξέρεις, όταν τελειώνει ένας δίσκος, ένα cd αλλάζεις και γνώμη εύκολα. Αρχίζουν οι αγωνίες, αρχίζουν οι άλλοι από δίπλα να σου λένε διάφορα. Εμείς το πιστεύουμε περισσότερο από τότε που το κάναμε. Αυτό που θα ‘θελα είναι να τον γνωρίσουνε οι δεκαπεντάρηδες, οι δεκατεσσάρηδες. Αν μπορέσει και κάποιους που έχουνε φύγει, έτσι ήρεμα και καλωσυνάτα, να θελήσουν να ξαναέρθουν πίσω. Δεν τελείωσε αυτή η ιστορία, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Μακάρι να το καταλάβει ο κόσμος ότι θα ‘ρθει ένα τεράστιο κενό μετά το Βασίλη. Θα το καταλάβει μη πιέζοντάς τον δηλαδή. Βεβαίως να ’χεις απαιτήσεις. Βεβαίως να κάνεις κριτική. Αλλά μην την κάνεις λες και είναι ο Μπους… Γιατί είμαστε «κόντρα» στον Μπους. Κι αυτοί του συμπεριφέρονται λες και είναι ο Μπους. Κι αυτός ζει και δημιουργεί «κόντρα» στον Μπους. Πρέπει να γίνει αυτό ξεκάθαρο. Ότι είναι ένας άνθρωπος. Έχουμε αδυναμίες, όχι σαν «άλλοθι», έχουμε τις στιγμές μας, τις «φόρμες» μας, τα παιδιά μας, το «χαβαλέ» μας αλλά τραγουδάμε για το όνειρο και για έναν κόσμο που είναι στα «αζήτητα». Πιστεύω ότι αυτή είναι η συνεισφορά του. Το 2008 ξανατραγουδάει για τα «Βατόμουρα», που δεν τολμάνε να αγγίξουν αυτή τη λέξη, για τα «Κορίτσια στα αζήτητα», για το «Κάνουμε ντου, κάνουμε γιούργια, απόψε πάλι συνομωσία, Νικόλα, Μάνο και Καββαδία»… Είναι ιστορία. Αυτό θέλει αντοχές για να το κάνεις. «Δώσε μου άσυλο, δώσε μου εσύ», εσύ πολίτη του κόσμου, «δώσε μου άσυλο, κάτω από το μακό», εκεί το θέλω το άσυλο. Πουθενά αλλού. Ούτε στους θεσμούς, πουθενά. «Τα ‘καψες όλα, τα ρήμαξες όλα, δώσε μου άσυλο, γιατί κοντά σου ομορφαίνω». Τι άλλο πιο ερωτικό να πει ο Βασίλης στον κόσμο; «Μικραίνω, μικραίνω, μικραίνω, στην αγκαλιά σου ομορφαίνω». Μικραίνω αλλά ομορφαίνω. Τι άλλη εξομολόγηση ερωτική να τους κάνει; Αυτό είναι «ροκιά». Τι είναι «ροκιά» μια κιθάρα που «ουρλιάζει»; Ε, τότε το ροκ σταμάτησε μετά τον Hendrix. «Ροκιά» είναι η «Σόφη». Αυτή η ανάσα του η βραχνή, η «ραγισμένη» φωνή, που νομίζεις ότι έχουνε ξεσπάσει επεισόδια και οι μπάτσοι τρέχουνε κι αυτός κοιτάει τα κόκκινα μαλλιά της κοπέλας, που είναι ο έρωτας γι’ αυτήν που έχουνε χαθεί. Ο ανυστερόβουλος. Ή όταν λέει στο «Ρεμπετομπλούζ»: «Πόσο πάει μια γλάστρα δίχως χώμα» στα νεοελληνικά, γιατί στα ελληνικά ξέρουμε ενώ στα νεοελληνικά δεν ξέρουμε. Πόσο πάει μια κουκλάρα, ένα «φυτό» , ένα «πράμα» που λέγεται γυναίκα; Ένα «πράμα» που το ‘χουνε κάνει «πράμα» και μας το πουλάνε. Πόσο πάει; Ε, δεν είναι αυτά τα πράγματα επαναστατικά; Δεν είναι «κόντρα» στη βόλεψη; Όταν λέει «Η ντόπα κάνει τον πρωταθλητή» δεν τα ‘χει πει όλα; Τι να μας πούνε για τα σκάνδαλα εδώ στην Ελλάδα, στον αθλητισμό ή στις μίζες… Δεν τα ‘χει πει όλα; Εσύ στην «κοσμάρα» σου. Με το κινητό σου με «τ’ αυτά» σου, στην «κοσμάρα» σου… Ε κι εγώ στην «κοσμάρα» μου. Που θα πολεμάω την «κοσμάρα» σου. Μην αγγίξω μια «κλωστή από τα ράσα» γιατί θα με κλείσουνε στο Δαφνί. Και μετά «να να να να», φως, πορεία, τραγουδά ο κόσμος. Όχι οι τραγουδιστές, ο κόσμος…

Δεν ξέρω, νομίζω ότι ο Βασίλης είναι εδώ, «φρέσκος», ερωτικός, δυνατός και με πρόταση λόγου. Και μετά περιμένουμε τον κόσμο, τους ανθρώπους τι θα πουν… Όχι τον κόσμο. Τον κόσμο, εγώ προσωπικά, τη μάζα και την κοινή γνώμη τα ‘χω γραμμένα. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου, είναι αντίπαλοί μου. Οι περισσότεροι πάντα ήτανε. Δεν γουστάρω, αρχίζω και μπλέκω με τους αριθμούς. Δεν γουστάρω τους περισσότερους. Και αν οι περισσότεροι πάρουν ένα τραγούδι και το αγαπήσουνε τρελά, μη νομίζεις ότι μεταξύ τους έχουνε σύμπνοια. Για άλλους λόγους το αγαπάνε άλλοι, για άλλους άλλοι. Εμείς κάνουμε αυτό που μας αρέσει, αυτό που είναι η «χημεία» μας, αυτό που πιστεύουμε, αυτό που ονειρευόμαστε κι από κει και πέρα περιμένουμε τους ανθρώπους που θα ‘ρθουν. Έχουμε τελειώσει εμείς με τα τραγούδια, ο Βασίλης στη μουσική σκηνή με τις συναυλίες του, εγώ με τους «Αλχημιστές», αλλά ακούμε με προσοχή αυτά που θα μας πουν οι άνθρωποι… Σε δέκα μέρες, είκοσι μέρες ένα μήνα, ένα χρόνο. Και τα επόμενα. Δεν είμαστε «κλειστοί», το κάναμε γουστάραμε, τελείωσε, αυτό είναι. Τώρα αρχίζει μια άλλη ιστορία. Άνθρωποι όμως, όχι κόσμος...

Φωτογραφίες: Μάκης Ιωακειμίδης

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!