Παντελής Θαλασσινός & Κώστας Φασουλάς - «Ένα ανάχωμα απέναντι στην ταχύτητα»

(PHOTOS) Μια εκ βαθέων συνέντευξη με τον Παντελή Θαλασσινό & τον Κώστα Φασουλά, με αφορμή τη νέα, κοινή τους δισκογραφική εργασία.
Παντελής Θαλασσινός & Κώστας Φασουλάς - «Ένα ανάχωμα απέναντι στην ταχύτητα» Φωτογραφία: Κίκα Α. Ρόκα
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
13/02/2016

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

Κίκα Α. Ρόκα
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ
Καμία εκδήλωση
Ο Παντελής Θαλασσινός & ο Κώστας Φασουλάς πρόσφατα εξέδωσαν τη νέα, κοινή τους δισκογραφική εργασία με τίτλο «Να 'ταν ο πόλεμος χορός» και υπότιτλο «Δέκα παιγνίδια που έγιναν τραγούδια».

Με αφορμή αυτή τη δουλειά, που δημιουργήθηκε κι εκδόθηκε «αλά παλαιά», με δέκα «χειροποίητα» τραγούδια, με πλούσιο ένθετο και μια «μαγική» κι εύστοχη εικονογράφηση, ο Παντελής Θαλασσινός & ο Κώστας Φασουλάς αφήνονται κι εκφράζουν με ειλικρίνεια τις σκέψεις και τις απόψεις τους για όσα αφορούν στην τέχνη τους, στη ροή μιας ξεχωριστής κουβέντας - συνέντευξης, που πραγματοποιήθηκε πριν λίγες βδομάδες στα Πετράλωνα, τη γειτονιά του Παντελή Θαλασσινού.

Λέω να μιλήσουμε λίγο για τη νέα σας δουλειά και ν’ αφήσουμε την κουβέντα να μας πάει όπου θέλει…
Κ.Φ.: Συμφωνώ. Επειδή η κοινωνία μας είναι πάρα πολύ θυμωμένη, δε θα πρέπει να την τροφοδοτούμε με στοιχεία τα οποία προκαλούν αυτό το θυμό. Εμείς που ασχολούμαστε με την τέχνη, που έχουμε δημόσιο λόγο, θα πρέπει να κάνουμε κουβέντες που δίνουν διαφορετική κατεύθυνση στον κόσμο, να δίνουν μια κατεύθυνση προβληματισμού και ουσίας.

Τι προσπαθήσατε να «αφηγηθείτε», λοιπόν, μέσα απ’ αυτό το δίσκο;
Π.Θ.: Κοίταξε, μουσικά εγώ προσπάθησα να ντύσω ένα αφήγημα του Κώστα. Ήταν ένα πακέτο στίχων, απ’ όπου διαλέξαμε τους δέκα που μας αφορούσαν περισσότερο για να τους ντύσω με το γνώριμό μου στιλ, αφηγηματικά, με λίγα όργανα και να δώσω δέκα τραγούδια πολύ σύγχρονα, τα οποία εμένα με συγκίνησαν απ’ την πρώτη στιγμή. Όλη η ιδέα με συγκίνησε, ότι έγραψε τραγούδια τα οποία έχουν θέμα τα μηνύματα των παιδικών παιχνιδιών. Τα πάντα έγιναν με πολλή αγάπη, το παίδευα δύο χρόνια, ίσως και παραπάνω. Αλλάξαμε πράγματα, άλλαξα μουσικές… Ό,τι μας φαινόταν αδύνατο ή δεν ταίριαζε το ξανάφτιαξα και τελικά προσπάθησα να δώσω μια πανηγυρική μορφή, ώστε όσοι δε γνώριζαν, να μάθουν τι κρύβεται πίσω απ’ τα παιδικά παιχνίδια. Ο Κώστας θα μας πει περισσότερα για το τι μιλάνε.

Κώστα, μέσα από κάθε παιχνίδι περνάει ένα συγκεκριμένο μήνυμα;
Κ.Φ.: Ασφαλώς. Το κυρίαρχο στοιχείο στο δίσκο είναι το αλληγορικό. Μ’ αυτό πάλεψα από την αρχή που είχα την ιδέα, δηλαδή πώς θα καταφέρω να αποκωδικοποιήσω τον κόσμο των παιχνιδιών, γιατί μελετώντας τα - έχω παίξει ελάχιστα απ’ αυτά ως παιδί - διαπίστωσα ότι έχουν μια κρυμμένη σοφία και προετοίμαζαν τον άνθρωπο, στην ουσία, για τη ζωή. Βλέποντας, λοιπόν, αυτόν τον κώδικα, ήθελα να βγάλω μια προβολή στο σήμερα. Όταν είδα ότι υπήρχε στην Ελλάδα παιχνίδι με το όνομα «Σκλαβιά» σκέφτηκα ότι η λαϊκή σοφία προετοίμαζε τον άνθρωπο για μια αλήθεια που θα συναντήσει μικρός ή μεγάλος. Κι έγραψα ένα τραγούδι το οποίο είναι σημερινό, έχει μια κοινωνική προβολή. Γιατί στις μέρες μας, επίσημα κι ανεπίσημα, υπάρχουν εκατομμύρια σκλάβοι. Όλη αυτή η ιδέα, λοιπόν, μου ήρθε σε μια στιγμή που είχα περίπου βαρεθεί, αν θέλεις, και τη θεματική των τραγουδιών. Ήθελα να βρω καινούριες αφετηρίες, καινούρια ξεκινήματα στα τραγούδια μου. Βρήκα, λοιπόν, αυτή την περιοχή των παραδοσιακών παιχνιδιών, την ενεργοποίησα και ταυτόχρονα, επειδή μ’ έχει θυμώσει πάρα πολύ αυτό που λέγεται «ταχύτητα» των καιρών μας, ήθελα να δημιουργήσω ένα μικρό ανάχωμα απέναντί της. Να σταματήσουμε λίγο εδώ, να θυμηθούμε ότι αυτός ο κόσμος υπήρξε, μπορούμε να τον ξαναπροβάλλουμε στο σήμερα, με άλλα λόγια και άλλα δεδομένα. Πρέπει να σου πω ότι το πρώτο παιχνίδι, η πρώτη φωτογραφία που είδα, ήταν ένα κορίτσι που έπαιζε κουτσό. Σκέφτηκα ότι αυτή η φωτογραφία δεν είναι αθώα. Ένας άνθρωπος που παίζει κουτσό, με μία πέτρα - η οποία είναι η ίδια η ζωή - στα πόδια του, που πρέπει να τη μεταφέρει από τετράγωνο σε τετράγωνο, στην ουσία προετοιμάζεται για τη μοναξιά που θα συναντήσει στη ζωή του και μάλιστα με το ένα πόδι. Αυτό ήταν το πρώτο πλάνο που με οδήγησε στο να ξεκινήσω αυτή τη δουλειά κι ελπίζω να συγκινήσω κάποιους ανθρώπους.

Καταλαβαίνω πως οι στίχοι προϋπήρχαν της μουσικής λοιπόν.
Π.Θ.: Κατ’ αρχάς έτσι λειτουργώ πάντα εγώ. Γράφω μουσική πάνω στο στίχο. Περιμένω κάτι να με συγκινήσει ή να με εμπνεύσει για να κάνω μουσική. Θα μπορούσα να κάνω κι αλλιώς, αλλά θα ένιωθα ότι το κάνω χωρίς λόγο. Νιώθω ότι πρέπει να με πάει κάπου ο λόγος για να κάνω μουσική.

Κώστα, γιατί επέλεξες τον Παντελή για τη συγκεκριμένη μελοποίηση;
Κ.Φ.: Κυρίαρχο στοιχείο είναι η κοινωνική μου συναναστροφή με έναν άνθρωπο. Να γνωρίζω τη ψυχή του και την καλλιτεχνική και την ανθρώπινη, από τι συγκινείται, αν μπορώ να συναντηθώ με την προσωπική του συγκίνηση. Ο Παντελής είναι αληθινός μου φίλος στη ζωή κι όχι στο Facebook. Γνωρίζω, λοιπόν, ότι είχα να συναντηθώ με έναν άνθρωπο που, βλέποντας αυτά τα κείμενα, θα συγγένευε μαζί τους. Δεν τα πήγα τυχαία σ’ έναν τραγουδοποιό ή έναν συνθέτη. Τα έδωσα σε έναν άνθρωπο που γνώριζα ποιος είναι. Και κάτι ακόμα, επειδή έχω πάντα ένα σχετικό, μικρό άγχος για το πώς θα υποδεχθεί ένας συνθέτης τους στίχους μου και πώς θα μελοποιήσει αυτά τα οποία κάνω, στην περίπτωση αυτή οφείλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Παντελή, διότι μελοποίησε με τρόπο εξαιρετικό το όλο υλικό. Και πώς το κατάλαβα; Εγώ τα τραγούδια μου δεν τα ακούω αφού εκδοθούν πάνω από δυο - τρεις φορές. Αυτό το δίσκο τον έχω λιώσει κι αρχίζω να προβληματίζομαι με τον εαυτό μου. Έχω ευχαριστηθεί πάρα πολύ τη μελοποίηση.

Π.Θ.: Όλη η δουλειά έγινε από εμάς τους δυο. Κι όταν τελειώσει μια δουλειά, αισθάνεσαι ότι έχεις κάνει γέννα. Λοιπόν, δεν ήταν μόνο οι στίχοι και η μουσική. Γράφτηκε στο σπίτι μου, με φίλους, απλά κάναμε τις μίξεις στο Sierra, είχαμε την αγωνία του αποτελέσματος, το ζήσαμε από πάρα πολύ κοντά με δυο λόγια. Ήταν μια ομαδική δουλειά τριών - τεσσάρων ανθρώπων.

Κι απ’ ότι είδαμε, τα τραγούδια δεν τα ανεβάσατε κατ’ ευθείαν στο youtube, όπως συνηθίζεται.
Κ.Φ.: Το youtube είναι ένα μέσο το οποίο μοιάζει να μας εκδικείται εμάς τους δημιουργούς. Πέρα από το οικονομικό μέρος, το οποίο είναι ένα τεράστιο ζήτημα κι έχουμε αδικηθεί επί της ουσίας, λειτουργεί μ’ ένα τρόπο εντελώς αυθαίρετο.

Τι απολαύσατε περισσότερο κατά τη δημιουργία του δίσκου;
Κ.Φ.: Κάναμε έναν «οικοτεχνικό» δίσκο, Κίκα! Ο Παντελής έχει ξανακάνει, αλλά για μένα ήταν η πρώτη φορά που έκανα δίσκο με αυτό τον τρόπο κι επίσης η πρώτη φορά που έζησα τόση ελευθερία σε σχέση με τη μελοποίηση του όλου υλικού. Το κάναμε μόνοι μας και τα λάθη είναι δικά μας. Δεν έχουμε κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι μας να μας οδηγήσει για τίποτα. Κι αυτή η αίσθηση ελευθερίας είναι μεγάλο αγαθό για το δημιουργό. Έχουμε περάσει από εταιρείες και οι δύο και ξέρουμε πολύ καλά τι σημαίνει να παρεμβαίνει ο παραγωγός - δικαίως ως χρηματοδότης του έργου. Είναι όμως αντικαλλιτεχνικό στοιχείο αυτό και σε ό,τι με αφορά, ένας από τους λόγους που πέρασα πολύ καλά μέσα σ’ αυτή την ιστορία, είναι η ελευθερία. Από το ίδιο το υλικό, από τον τρόπο που στήσαμε τα τραγούδια, μέχρι το εικαστικό μέρος.

Παντελή, να πούμε και για τις συμμετοχές δυο πράγματα; Η Νάνα, βέβαια, και η Φαίδρα Θαλασσινού, η κόρη σου!
Π.Θ.: Ναι. Στην περίπτωση της Νάνας Μπινοπούλου, της άρεσε αυτό το τραγούδι πάρα πολύ και θέλησα να της το δώσω. Στην αρχή σκεφτόμασταν άλλες φωνές, αλλά τελικά είπα γιατί να μην το δώσουμε σε μια κοπέλα που δεν έχει δισκογραφία; Όσο για τη Φαίδρα, θέλαμε μια φωνή να κάνει την κούκλα, το μονόλογο της κούκλας. Θέλαμε να είναι ανεπιτήδευτη, να είναι γυαλιστερή, να έχει ακόμα και στοιχεία ερασιτεχνισμού. Η Φαίδρα έχει πάρα πολύ καλή φωνή, απλά ντρέπεται.

Είχε μια συμμετοχή και στο «Καλαντάρι», σωστά;
Π.Θ.: Είχε πει ένα ρεφραίν στο «Καλαντάρι», στον Οκτώβριο (Ο Οκτώβρης σημαία στα μπαλκόνι) που έλεγε «Τον ξέρω για ευαίσθητο και για παραπονιάρη, τον πάω στην Ακρόπολη, μετά στο Λουμπαρδιάρη».

Εφ’ όσον μου λες ότι ντρέπεται, δε σκοπεύει να ακολουθήσει τα χνάρια σου.
Π.Θ.: Δε νομίζω, αν ήταν θα είχε ασχοληθεί. Γιατί είναι πάρα πολύ καλή, τραγουδάει πάρα πολύ καλά.

Θα σου άρεσε σαν ιδέα;
Π.Θ.: Θα μου άρεσε πάρα πολύ, αλλά ποτέ δεν πιέζω καταστάσεις. Θέλω το παιδί μου να κάνει ό,τι γουστάρει, ό,τι την κάνει να είναι ευτυχισμένη και καλά. Όλοι οι μπαμπάδες έτσι είναι. Απλά, νιώθω ότι μερικοί που πιέζουν τα παιδιά τους να ασχοληθούν με τη μουσική ή με κάτι, ενδεχομένως θα είναι εκείνοι που δεν κατάφεραν να κάνουν κάτι και το περιμένουν απ’ το παιδί, ή άλλοι που έκαναν και βλέπουν μια ευκολία εισροής χρημάτων στο σπίτι και θέλουν να το συνεχίσει. Αυτό, βέβαια, κρύβει και παγίδες, γιατί όταν εκτίθεσαι, δουλεύει όλος ο ψυχισμός και μπορεί να αντιδράσεις σ’ αυτό το πράγμα, μπορεί να αντιδράσει η ψυχή σου. Δεν είναι μόνο τα φώτα και η δημοσιότητα. Η δουλειά μας κρύβει παγίδες. Όλοι από μέσα μας ξέρουμε τι τραβάμε για να μεταδώσουμε αυτό που εισπράττει το κοινό. Πίστεψέ με, είναι πάρα πολύ δύσκολη δουλειά, αν την κάνεις συνειδητά.

Έχετε κάνει πολύ ωραία δουλειά και στο artwork.
Π.Θ.: Οι πίνακες είναι της ζωγράφου Λένας Σπάνια. Έχει κάνει τα τρία τελευταία μου CD. Η Λένα έχει μια τρομερή επικοινωνία στις ζωγραφιές της. Είναι πάρα πολύ «σκληρές» οι φωτογραφίες της. Αν δεις το «Κρυφτό», που έχει μια αυλή κι απ’ έξω κυκλοφορούν όλα τα κακά του κόσμου, είναι εντυπωσιακό!

Έχει κάνει έναν πίνακα για κάθε τραγούδι, έτσι;
Π.Θ.: Ναι, ναι! Η Λένα αν δεν ακούσει και ήχο, όχι μόνο στίχο, δε σου κάνει κάτι. Θέλει ν’ ακούσει τα τραγούδια, να της αρέσουν για να πιάσει το πινέλο να φτιάξει κάτι. Πέραν του CD, η Λένα έκανε μια έκθεση ζωγραφικής που κράτησε 20 μέρες στην Κύπρο, στο φουαγιέ του χώρου όπου εγώ έκανα μια συναυλία, στη Σχολή Τυφλών, με 40 από τα πιο σημαντικά έργα της - γιατί έχει ζωγραφίσει 80 τραγούδια μου - και την είχε ονομάσει «Ακούγοντας Παντελή Θαλασσινό». Υπήρχαν έργα σε μέγεθος δυόμιση επί τέσσερα μέτρα, έκανε τεράστια έξοδα για να τα πάει στην Κύπρο. Ας πούμε, το «Κερύνεια μου» & το «Πότε θ’ ανοίξουμε πανιά» τ’ αγόρασε ο Δημήτρης Χριστόφιας, επειδή είναι Κερυνειώτης.
pantelis thalassinos kostas fasoulas ena anaxoma apenanti stin taxytita 2
Ποιο ήταν το πιο όμορφο σχόλιο που ακούσατε για τη δουλειά αυτή;
Κ.Φ.: Η πιο ωραία πληροφορία που πήρα για το δίσκο μας, που πραγματικά με καταγοήτευσε, είναι κάτι που μου είπε πρόσφατα ένας φίλος, καθηγητής πανεπιστημίου, ότι άκουσε τέσσερις φοιτητές να μιλάνε για το δίσκο μας. Αυτό, ως εικόνα κι ως αλήθεια, μου φαίνεται ότι είναι ό,τι ωραιότερο θα ακούσω, γιατί μ’ έφερε σε μια προηγούμενη εποχή που οι άνθρωποι άκουγαν τους δίσκους στο σπίτι τους και συζητάγανε! Αυτή είναι η ιδανική ακρόαση και η ιδανική σχέση με τη μουσική.

Παντελή, αν και μάλλον είναι νωρίς, τι άλλο ετοιμάζεις;
Π.Θ.: Έχω ξεκινήσει μια δουλειά, των απόδημων Χιωτών που ζουν στην Αυστραλία και την Αμερική, οι οποίοι θα συναντηθούν τον Αύγουστο του 2016 στον Εγρηγόρο της Χίου. Τους ετοιμάζω ένα CD με πρωτότυπα τραγούδια και μάλιστα χρηματοδοτούν και τη μισή δουλειά. Κατά το Μάρτη θα το παραδώσω, γι’ αυτό και δεν έκανα εμφανίσεις τώρα τελευταία. Κατ’ ευθείαν μετά απ’ αυτό θα βάλω μπροστά και τα τραγούδια του Άλκη Αλκαίου. (Σ.σ. είχαμε αναφερθεί στα ανέκδοτα αυτά τραγούδια σε παλαιότερη συνέντευξη).

Θα σε ρώταγα γι’ αυτά. Θα τα πεις ο ίδιος;
Π.Θ.: Ναι, δε χαρίζω κανένα απ’ αυτά. Είναι λίγο εγωιστικό, αλλά δε χαρίζω κανένα. Έχουν τρομερή ιστορία αυτά τα τραγούδια. Η δουλειά θα λέγεται «12 Ηλιοτρόπια».

Ένα άλλο τραγούδι που ανέβασες στο Spotify;
Π.Θ.: Ηχογραφημένες πρόβες. Είναι αυτά που δεν συμπεριλήφθηκαν τελικά στα «Δέκα τραγούδια της ελπίδας». Αυτό που ανέβηκε ήδη λέγεται «Δανεικά τα φτερά που φοράς». Υπάρχει κι ένα τραγούδι, από πρόβα, το «Πανέρι» του Άλκη Αλκαίου κι άλλα δυο του Βαγγέλη Γιαννάκη, το «Παραμύθι» και «Η Παναγιά η Σικελιά». Αυτά θα παραμείνουν μόνο στα Spotify & iTunes.

Το ξέρεις ότι κάποια τραγούδια σου παίζονται στα μπουζούκια;
Π.Θ.: Βέβαια παίζονται, το «Ανάθεμά σε» και άλλα. Νιώθω μια χαρά, κολακευμένος. Όταν τα τραγούδια σου παίζονται σε τέτοια μαγαζιά, νιώθεις ότι δε μπορούν να κάνουν κι αλλιώς. Ειλικρινά με τιμά αυτό το πράγμα. Η μουσική είναι δικαίωμα ολωνών. Ακόμα και άφωνοι ή φάλτσοι να τα τραγουδάνε, είναι δικαίωμα.

Κώστα, θα έχει τύχει και με δικά σου τραγούδια.
Κ.Φ.: Ναι, βέβαια. Η «έντεχνη» περιοχή, η δική μας δηλαδή, έχει παρεξηγήσει λίγο την αποστολή της σε σχέση με τα τραγούδια που γράφει κι ερμηνεύει. Εμείς οι «έντεχνοι» έχουμε πολλά κολλήματα. Πού πάνε τα τραγούδια μας, ποιοι τα λένε, πώς τα λένε, γιατί τα λένε κτλ. Εγώ θα σου πω ότι, επειδή έχω κάποια χρονάκια στο τραγούδι, έχω πια καταλήξει ότι υπάρχουν δυο είδη τραγουδιών και μιλάω για τη δημιουργική τους στιγμή: Είναι το τραγούδι που φτιάχνουμε, το καλλωπισμένο, το καλοχτισμένο, το οποίο μοιάζει σαν ακριβό σερβίτσιο που δεν το χρησιμοποιεί ποτέ κανείς. Και είναι και το τραγούδι - καθημερινό πιάτο. Αυτό που χρησιμοποιείς καθημερινά. Εγώ είμαι με το τραγούδι που θυμίζει αυτό το καθημερινό πιάτο. Η αποστολή του τραγουδιού είναι η επικοινωνία. Ζηλεύω, να σου πω την αλήθεια, όταν αισθανθώ ότι υπάρχουν γύρω μου τραγούδια τα οποία έχουν αυτή τη δυναμική, που φεύγουν από ταμπέλες, από ραδιόφωνα, από κάποια λεκτικά φράγματα που έχουμε ορίσει, τέλος πάντων, εμείς της «έντεχνης» πλευράς. Το τραγούδι έχει άλλη αποστολή. Δε μπορούμε, γράφοντας ένα τραγούδι, να ελέγξουμε την πορεία του.

Όχι, όμως αν σου ζητούσε ένας εμπορικός καλλιτέχνης, ας το πω έτσι, για να μην κατονομάσουμε, να του γράψεις, θα το έκανες;
Κ.Φ.: Το πρόβλημά μου ξέρεις ποιο είναι σ’ αυτό ακριβώς που ρωτάς; Η αισθητική. Αυτό για μένα είναι κεντρικό θέμα. Δηλαδή, κεντρικό στοιχείο για να συνεργαστείς με έναν άνθρωπο είναι η κοινή αισθητική. Αν δεν έχεις κοινή αισθητική, μαζί του δε μπορείς να δουλέψεις. Αν κάποια στιγμή το τραγούδι σου φτάσει σ’ αυτόν τον άνθρωπο με τον οποίο δεν έχεις κοινή αισθητική, είναι γιατί πέρασε από άλλες πόρτες, δεν είναι όμως αποτέλεσμα πρωτογενούς διαδικασίας, αυτό θέλω να πω. Αλλά, δεν είμαι της άποψης των κολλημένων κι αυτών που βάζουν φράγματα κι ορίζουν με εμπόδια την επικοινωνία ενός τραγουδιού.

Π.Θ.: Ρε παιδιά, υπάρχουν τραγούδια τα οποία ήτανε γραμμένα και δε μπορούμε σήμερα να τα διαχωρίσουμε. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» ξέρω ‘γω… Παίζεται παντού, κάθε μέρα! Στο σκυλάδικο, στο ταβερνάκι, στο μπαράκι, στα πιο έντεχνα μαγαζιά, παντού. Πώς θα γίνει; Είναι κάποια τραγούδια που είναι σοβαρά ή μη σοβαρά. Τελείωσε. Κάποιος που θέλει να πει ένα σοβαρό τραγούδι, όπου κι αν βρίσκεται, θα πει αυτό.

Κ.Φ.: Για να το συνοψίσουμε λίγο, αυτό το οποίο κερδίζει στην τέχνη, είτε έχει να κάνει με τραγούδι, είτε έχει να κάνει με θέατρο, ποιο είναι; Η συγκίνηση. Αν, λοιπόν, αυτό που κάνουμε καταφέρει να συγκεντρώσει μέσα του αυτό το στοιχείο, κέρδισε! Από εκεί και πέρα, όλα τ’ άλλα είναι κολλήματα. Αν ο Παντελής κι εγώ, για παράδειγμα, κάνουμε ένα τραγούδι που θα συγκινήσει τους Έλληνες, την αποστολή την πετύχαμε. Το θέμα είναι το καταφέρνουμε; Ή, γιατί δεν το καταφέρνουμε;

Π.Θ.: Εν τω μεταξύ, ακόμα και το πιο σοβαρό τραγούδι, ακόμα και μερικά τραγούδια τα οποία φαντάζουνε «έντεχνα», πρέπει να έχουνε μια λαϊκότητα για να περάσουν στον πολύ κόσμο. Πρέπει να τον χτυπήσουν κατ’ ευθείαν στη ψυχή. Η επικοινωνία πρέπει να είναι η κοινή αισθητική που ανέφερε ο Κώστας. Να λες «Συγκίνησε εμένα; Έτσι ακριβώς πρέπει να το περάσω». Όχι να το κάνω σύνθετο. Φαντάζεσαι ότι εγώ δε μπορώ να κάνω δύστροπα τραγούδια; Μπορώ. Πολλοί μουσικοί μου έρχονται και παίζουν ένα μέρος στο οποίο τους λέω «όχι, κάντο απλό! Έτσι όπως είναι, μη βάζεις φτιασίδια τα οποία θα το πάνε αλλού». Πρέπει μέσα στην απλή μουσική να περάσει και ο στίχος.

Κ.Φ.: Ξέρεις γιατί; Όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο αυτό που θα πω, όταν συναντηθούμε με το απλό, το φοβόμαστε.

Φαίνεται ύποπτο, ε;
Κ.Φ.: Είπες τη λέξη! Κι όχι μόνο φαίνεται ύποπτο, αλλά δεν έχουμε μάθει να συναντιόμαστε μαζί του. Κι όταν συναντηθούμε, έχουμε ένα δισταγμό απέναντί του. Το έχω νιώσει πολλές φορές με τα τραγούδια μου και τους στίχους που γράφω. Το ομολογώ. Πρέπει να αναπτύξεις μια σχέση μαζί του, η οποία χρειάζεται χρόνο. Πολλοί νομίζουν ότι η απλότητα είναι το πρώτο στάδιο, αλλά είναι το τελευταίο.

Π.Θ.: Πρέπει να είσαι απλός όταν πρέπει να είσαι απλός. Απλός, αλλά όχι εύκολος.

Κ.Φ.: Εγώ θαυμάζω, πάντως, αυτούς που καταφέρνουν αυτό ακριβώς το πράγμα. Οι μεγάλοι μας λαϊκοί και στην ερμηνεία τους ήταν απλοί, αυτό ήταν το κυρίαρχο στοιχείο τους. Όταν ο Τσιτσάνης γράφει το στίχο «Απ’ τη ζωή μου πέρασες, με τσάκισες, με γέρασες» εμένα με συνταράσσει. Η απλότητα αυτών των λέξεων τα είπε όλα. Η συνάντηση του Τσιτσάνη με την απλότητα είναι καταλυτική, σε απογειώνει.

Τι θα φέρει η νέα πραγματικότητα στη δισκογραφία;
Κ.Φ.: Η νέα πραγματικότητα στη δισκογραφία αυτό το οποίο κατά τη γνώμη μου θα γεννήσει και θα ωφελήσει είναι στο να ξαναγεννηθούν παρέες.

Παρέες δημιουργών εννοείς;
Κ.Φ.: Ναι, θα ξαναγεννηθούν ομάδες δημιουργών. Η ελευθερία που γεννάει η νέα πραγματικότητα θα επαναφέρει στο προσκήνιο το δίδυμο συνθέτη - στιχουργού αλά παλαιά, γιατί παύει πια να υπάρχει το καθεστώς το οποίο έθρεψε τους τραγουδιστάδες, τους έκανε βασιλιάδες κι αυτοί, στην ουσία, κυβέρνησαν το τραγούδι τα πολλά τελευταία χρόνια. Στη νέα φάση που μπαίνουμε, ξυπνά εκ νέου αυτό που όλοι θέλουμε επί της ουσίας: να ξαναρθεί το τραγούδι στα χέρια των δημιουργών. Αυτό είναι ένα εξαιρετικά ελπιδοφόρο σημείο του νέου καιρού. Το βλέπω να έρχεται.

Ο Δημήτρης Μητροπάνος ήταν ένας τραγουδιστής που πάντα δήλωνε πως το τραγούδι χάλασε από τότε που έφυγε από τα χέρια των δημιουργών. Θέλω να μου μιλήσεις λίγο για το Μητροπάνο.
Κ.Φ.: Ο Μητροπάνος συμμαχούσε πολύ με τους δημιουργούς και τους αγαπούσε ιδιαίτερα. Αισθάνομαι εξαιρετικά τυχερός που, στα πρώτα μου βήματα, συναντήθηκα με δυο ανθρώπους, οι οποίοι είχαν ταυτόσημη σχέση με αυτό που λέγεται επιτυχία. Η διαχείριση της επιτυχίας είναι ένα τεράστιο θέμα για τους ανθρώπους της τέχνης. Συναντήθηκα, λοιπόν, με τον Τόκα και το Μητροπάνο σε μια εποχή που γινόντουσαν τραγούδια και δίσκοι με απίστευτη επιτυχία και είδα από κοντά αυτούς τους δυο ανθρώπους πώς συμπεριφέρονται απέναντί της. Θα σου πω ένα μικρό περιστατικό με το Μητροπάνο. Εποχή τώρα «Εθνικής μας μοναξιάς», έχει τελειώσει μια συναυλία και πηγαίνουμε να φάμε. Αυτό το πράγμα που θα σου πω με όρισε. Κάποια στιγμή ρωτάω το Μητροπάνο «πώς το αντιμετωπίζεις όλο αυτό;», εννοώντας την επιτυχία. Και γυρνάει και κάνει τη γνωστή σύσπαση του προσώπου, η οποία δε μπορεί να αποδοθεί στον προφορικό λόγο. Αυτή η κίνησή του σε πληροφορώ ότι με έχει ορίσει στη ζωή μου. Διότι, εκείνη τη στιγμή ο Μήτσος μου έδωσε τη σχέση που είχε αναπτύξει με αυτό που πλανάται και σκοτώνει τους ανθρώπους της τέχνης κι έχει να κάνει με τη διαχείριση της επιτυχίας. Ο Μητροπάνος ήταν μορφή, δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος τραγουδιστής. Είχε μια λαϊκή σοφία που την κουβαλούσε στην καθημερινότητά του και νομίζω, αυτό σε συνδυασμό με το μεγαλείο της φωνής του, ήταν τα στοιχεία που αγάπησε ο Έλληνας πάνω του. Δεν τον αγάπησε μόνο ως τραγουδιστή, τον αγάπησε και ως λαϊκό άνθρωπο. Και κάτι τελευταίο, το οποίο θεωρώ σημαντικό στοιχείο του Μήτσου είναι ότι ήταν αθώος. Ο Μήτσος ήταν αθώος. Αλίμονο στην τέχνη και τους ανθρώπους της τέχνης που δεν είναι αθώοι και λειτουργούν εκ του πονηρού. Αν γράψω ένα τραγούδι με τον Παντελή αύριο, το οποίο γραφτεί εκ του πονηρού για να κάνουμε σουξέ ή να εντυπωσιάσουμε, το πρώτο πράγμα που θα προκαλέσουμε είναι ο γέλωτας. Άρα, η τέχνη και οι άνθρωποί της θα πρέπει να είναι αθώοι.

Π.Θ.: Ο Μητροπάνος ήταν ένας από τους δυο ανθρώπους που έλεγαν πάντα καλές κουβέντες για συναδέλφους τους, ακόμα και για ανταγωνιστές τους. Ο δεύτερος ήταν η Βίκυ Μοσχολιού. Ο Μητροπάνος & η Μοσχολιού ήταν οι μόνοι άνθρωποι που δεν άκουσα ποτέ να λένε κακή κουβέντα για ανταγωνιστές τους. Λέγανε «πω, πω τρομερός τραγουδιστής αυτός…». Ή η Μοσχολιού μου έλεγε «όταν ακούω την Αλεξίου, ρε φίλε, συγκινούμαι, ανατριχιάζω…». Το παν είναι να συγκινηθείς, όχι να πάρεις πρωτάθλημα.

Κ.Φ.: Πολλοί νομίζουν ότι αν πεις καλό λόγο για το συνάδελφό σου, θα χάσεις τη θέση σου. Τη θέση σου δε σου την παίρνει κανείς. Από μόνος σου τη χάνεις. Αυτοί, λοιπόν, οι άνθρωποι ξέρανε πάρα πολύ καλά ότι, αν είσαι ικανός, τη θέση σου δεν τη χάνεις.

Κώστα, από πού «πηγάζουν» τα τραγούδια σου;
Κ.Φ.: Τα τραγούδια που γράφουμε δεν είναι όλα δικά μας, δεν είναι όλα δικές μας ιστορίες. Εμένα προσωπικά με βολεύει πολύ να λέω ιστορίες άλλων. Μπολιάζω το δικό μου κόσμο, αλλά με «συμφέρει» να λέω ιστορίες άλλων, να ετεροβιώνω πράγματα, γιατί έτσι κρατώ μια σωστή απόσταση από το θέμα. Και η απόσταση του θέματος από το δημιουργό είναι ο πιο δύσκολος ορισμός. Έχω πιάσει τον εαυτό μου, όταν λέω τα κατάδικά μου, τα εσώψυχά μου, να μπλοκάρω μάλλον τον ακροατή. Κι έτσι εξηγείται το γεγονός, που λέμε εμείς οι δημιουργοί, ότι τα αγαπημένα μας τραγούδια δεν ακούγονται. Τα αγαπημένα μας τραγούδια είναι τα εσώψυχά μας, που επί της ουσίας δεν αφορούν τους ακροατές.

Θα μου πεις ένα τέτοιο τραγούδι;
Κ.Φ.: Έχω γράψει ένα τραγούδι σε μουσική του Γιάννη Μήτση από τα Ξύλινα Σπαθιά, που το είπε και η Ελευθερία Αρβανιτάκη. Λέει «Ψυχή μου αλλοπαρμένη κι απροστάτευτη». Δεν το έχει ακούσει κανείς. Αυτό το τραγούδι σχεδόν με βιογραφεί. Όταν το έγραψα, ψιλοτρόμαξα. Δεν ενδιέφερε κανέναν, αλλά εμένα είναι από τα πιο αγαπημένα μου. Τελικά, η «μαγκιά» του δημιουργού είναι η απόσταση που θα σταθεί απέναντι απ’ το θέμα που διαπραγματεύεται. Αυτή η απόσταση είναι αυτό που λέμε μεγάλο ταλέντο. Γιατί, άλλες φορές πέφτεις πάνω του και σπας τα μούτρα σου, κι άλλες φορές απομακρύνεσαι και φλυαρείς, χωρίς να λες τίποτα.

Π.Θ.: Είναι και τραγούδια στα οποία πιάνεις το θέμα, το λες κι ο άλλος δεν είναι σε θέση να το καταλάβει, στην παρούσα φάση. Μόλις έρθει στη φάση που το έχεις γράψει, θα τον «πιάσει», θα τον κεντρίσει.

Παντελή, ποια είναι τα δικά σου αγαπημένα «αδικημένα»;
Π.Θ.: Πολλά. «Γύρισε», «Πέντε καραβάνια», «Τον ουρανό που σου ‘ταξα», «Αυτοί που λησμονήθηκαν», «Όσοι μείναν παιδιά»… Δεν τα θυμάμαι, είναι 300 τόσα τραγούδια.

Εσένα Κώστα, πόσα είναι τα δικά σου;
Κ.Φ.: 160 - 170, κάπου τόσα. Πάντως, άποψή μου είναι ότι ο χαρακτηρισμός «αδικημένα» δεν τους πάει. Αδικημένα θα ήταν αν έμεναν στο συρτάρι και δεν είχαν την τύχη της έκδοσης. Από τη στιγμή που το τραγούδι γίνει, ηχογραφηθεί και βγει και ποτιστεί με την έγνοια των ανθρώπων που το έκαναν, δεν είναι αδικημένο, υπάρχει.

Π.Θ.: Παλιά άνοιγες το ραδιόφωνο, άκουγες ένα τραγούδι κι έλεγες «πού το θυμήθηκε αυτό το τραγούδι, μπράβο του». Τώρα δεν πρόκειται ν’ ακούσεις τέτοια τραγούδια, διότι παίζουν μόνο 2-3 από κάθε CD. Και καμιά φορά αναρωτιέσαι και λες γιατί να κάνω ένα δίσκο με 12 τραγούδια αφού θα παιχτούν τα 2;

Θεωρείς πως έχει κάνει κακό στο τραγούδι το διαδίκτυο;
Κ.Φ.: Ξέρεις ποιο είναι το κακό του διαδικτύου σε σχέση με τον τρόπο που επικοινωνεί το τραγούδι; Δημιουργεί στον ακροατή την αίσθηση ότι «ως εδώ μου ήταν αρκετό», ως αποτέλεσμα της διαδικτυακής φόρας και ταχύτητας. Το «ως εδώ» στην πληροφορία για κάθε έργο, δηλαδή. Εμείς κάναμε δέκα τραγούδια σ’ αυτή τη δουλειά, ασφαλώς και μας αφορά η ακρόαση και των δέκα τραγουδιών. Αυτή η ταχύτητα είναι ένα κολοσσιαίο κεφάλαιο στον καιρό μας. Παλεύω καθημερινά να την αναχαιτίσω, γιατί κοντά στα ασήμαντα, θυσιάζονται και τα σημαντικά πράγματα στο βωμό της. Έχουν συμβεί στις μέρες μας πράγματα πολύ σημαντικά, που η ταχύτητα τα έχει ισοπεδώσει, ενώ θα έπρεπε να μείνουμε να τα δούμε και να σκεφτούμε πάνω τους…

Κάποιες φορές παρατηρούμε το φαινόμενο οι ίδιοι οι δημιουργοί και τραγουδιστές να μη στηρίζουν τα τραγούδια τους. Γιατί γίνεται αυτό;
Π.Θ.: Πάντα υπάρχει κι αυτός που, αφού έχεις παίξει τρεις ώρες άγνωστα τραγούδια, θα σου πει στο τέλος, δεν είπες αυτό, δεν είπες εκείνο. Γιατί αυτά ξέρει και νιώθει ότι δεν ευχαριστήθηκε. Νομίζεις ότι δεν το έχουμε δοκιμάσει; Πολλές φορές. Εγώ, μέσα στο πρόγραμμα, θυμάμαι ένα τραγούδι, το παίζω κι όποιος από τους μουσικούς θυμάται κάτι, συνοδεύει. Αλλά, πάντα θα υπάρχει αυτός που θα παραπονεθεί. Ακόμα και τα γνωστά να πεις, έρχεται ο «παράγοντας», που ξέρει όλη σου τη δισκογραφία και θα πει «εκείνο ρε συ το τραγούδι δεν το πες». Και μπορεί να του το πεις κάποια στιγμή κι εκείνος να μιλάει και να μην προσέξει καν ότι το ‘πες. Δε μπορείς να τον πιάσεις τον κόσμο πουθενά.

Κ.Φ.: Το θέμα είναι πώς είναι διαμορφωμένο ένα κοινό. Ένα πράγμα που δε σχολιάσαμε και για μένα είναι θέμα συζήτησης, είναι πως σε μια μουσική σκηνή με 200 ανθρώπους, οι 170 απ’ αυτούς κρατάνε ένα κινητό και καταγράφουν αυτό που βλέπουν. Για μένα αυτό είναι δυστυχία. Πρόκειται για μια γενιά ανθρώπων, οι οποίοι καταγράφουν σε ένα κινητό μνήμες, χωρίς να τις έχουνε ζήσει. Είναι τρομερό, θα φτάσουν στα 60 τους χρόνια, θα έχουν το κινητό τους γεμάτο με στιγμές που είδανε και που δε ζήσανε! Καταγεγραμμένες όχι στη μνήμη τους, αλλά στη μνήμη ενός κινητού!

Π.Θ.: Από τότε που πήγα στην Ισπανία και τη θυμάμαι τετράγωνη, μέσα από μια κάμερα, λέω «Ζήσ’ το!».

Κ.Φ.: Αυτό που επίσης δεν υπολογίσαμε ως τεράστιο θέμα ήταν η ιδιωτική τηλεόραση, η οποία ήρθε κι αποσβόλωσε αυτόν τον τόπο. Πλέον, τα πολλά τελευταία χρόνια, ό,τι γίνεται απευθύνεται στους τηλεθεατές. Και το κινητό που κρατάει ο άλλος και καταγράφει, είναι κλωστή που έχει πάρει από το σπίτι του, από την τηλεόραση. Τον τραβάει οτιδήποτε είναι εικονικό. Αυτό δεν το υπολόγισα. Αν με ρωτούσες τη στιγμή που ήρθε η ιδιωτική τηλεόραση, αν θα κάνει ζημιά, θα σου έλεγα όχι. Αλλά, η ζημιά που προκάλεσε ήταν καταλυτική. Διέλυσε το σύμπαν, πούλησε ψεύτικα πρότυπα, γέννησε ανθρώπους με βάση την εικόνα και, βέβαια, το χειρότερο που το ζήσαμε εμείς του τραγουδιού, αποφάσισε τι πουλάει. Αυτός ήταν mediaκός αφορισμός μιας εποχής που κάποιοι άνθρωποι στήνανε αυτό το τηλεοπτικό τοπίο κι όταν έβλεπαν κάποιον να κάνει κάτι σοβαρό, τον αποθάρρυναν με το επιχείρημα ότι δεν πουλάει. Δεν πουλάει γιατί δεν ήταν εναρμονισμένο με αυτό που εκείνοι στήνανε…

Παντελή & Κώστα, σας ευχαριστώ πολύ!
Κ.Φ.: Κι εμείς. Θέλω να πω κάτι για τον Παντελή, που το έχω πει πολλές φορές, αλλά θα το ξαναπώ. Ο Παντελής ανήκει στις ελάχιστες περιπτώσεις δημιουργών που το κοινωνικό του ήθος είναι ταυτόσημο με το καλλιτεχνικό. Κι αυτό είναι σπάνιο.
pantelis thalassinos kostas fasoulas ena anaxoma apenanti stin taxytita

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!