Κώστας Τριανταφυλλίδης - «Η ρίζα μου είναι το λαϊκό τραγούδι»

(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ) «Αφού είμαι Έλληνας, αυτή είναι η παράδοσή μου, αυτά είναι τα τραγούδια μου, αυτά θα τιμήσω αυτά θα υποστηρίξω».
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
21/05/2013

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

Κίκα Α. Ρόκα
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Αυτό απαντά ο Κώστας Τριανταφυλλίδης στην ερώτηση σχετικά με την επιλογή του στο λαϊκό τραγούδι, τονίζοντας «με μεγάλη περηφάνια!». Ο Κώστας, αρκετά χρόνια τώρα, ασχολείται επαγγελματικά με αυτό που αγαπά περισσότερο να κάνει: το τραγούδι και κυρίως το λαϊκό. Παράλληλα, παίζει κιθάρα αλλά γράφει και δικά του τραγούδια. Έχει δύο δισκογραφικές δουλειές στο ενεργητικό του και πολλές συνεργασίες με σπουδαία ονόματα του χώρου. Συναντηθήκαμε στα γραφεία του Ogdoo Music Group για μια κυρίως βιογραφική συνέντευξη.

Μίλησέ μας για το ξεκίνημά σου.
Κατ’ αρχάς η μουσική μου άρεσε ανέκαθεν και μου προκαλούσε κάτι που δεν είχα συναντήσει σε άλλη ενασχόληση. Από εκεί ξεκινάμε. Το θέμα είναι πως η μάνα μου μ’ έστειλε στο Ωδείο, αλλά σ’ εκείνη τη φάση των 6-7 χρόνων την κοπανάγαμε με τον αδερφό μου να πάμε να παίξουμε μπάλα (γελάει). Αργότερα, στο γυμνάσιο, πήγαμε μόνοι μας. Στο σπίτι ακούγαμε τα πάντα από την Ελληνική σκηνή, αλλά όχι μόνο. Τα ακούσματα ήτανε Μπιθικώτσης, Μοσχολιού, Καλογιάννης, Νταλάρας, Αλεξίου, Μητροπάνος, Γλυκερία, η γενιά από το Μπιθικώτση και ύστερα. Οι γονείς μου είναι πολιτικοί πρόσφυγες, γεννημένοι στην Τασκένδη, όπου γεννήθηκα κι εγώ δηλαδή. Εκεί περιμένανε πώς και πώς τα ελληνικά τραγούδια. Όταν έφτανε ένας δίσκος, τον πέρναγαν όλα τα σπίτια, όπως καταλαβαίνεις, ήταν το γεγονός του μήνα. Αυτό καθόρισε τα ακούσματα, τα οποία τα πήραμε μαζί επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μαζί με τις επιρροές της εποχής, Rolling Stones, Beatles, Eric Burdon, Animals, Led Zeppelin, Pink Floyd κτλ. Φυσικά, λόγω του γεγονότος ότι ζούσαμε στη Σοβιετική Ένωση είχαμε τρομερά μεγάλη παράδοση στην κλασική μουσική, ακούγαμε και Tchaikovsky, ακούγαμε και Shostakovich, αλλά και Beethoven και άλλους. Όλο αυτό μου δημιούργησε πολλά ακούσματα και μια καλή σχέση με τη μουσική.

Θεωρείς πως σε βοήθησε η ποικιλία στα ακούσματα;
Όταν πήγα στο Ωδείο κι ασχολήθηκα με τη μουσική πιο ακαδημαϊκά με βοήθησε πάρα πολύ στο να μπορώ να αποκωδικοποιώ κάποια πράγματα. Βέβαια, το λαϊκό στοιχείο είναι το πιο ισχυρό. Η ρίζα σου είναι το λαϊκό σου τραγούδι. Για τους Βρετανούς είναι οι Beatles, για τους Αμερικάνους ο Bruce Springsteen ας πούμε, είναι λαϊκή μουσική γι’ αυτούς. Ε, για μας είναι ο Τσιτσάνης, είναι ο Καλδάρας και όλοι αυτοί. Και με μεγάλη περηφάνια πια, φτάνω στο σημείο να διαλέξω να γίνω λαϊκός τραγουδιστής. Αφού είμαι Έλληνας, αυτή είναι η παράδοσή μου, αυτά είναι τα τραγούδια μου, αυτά θα τιμήσω, αυτά θα υποστηρίξω.

Έτσι κατέληξες πως θες να ασχοληθείς με το λαϊκό τραγούδι;
Όταν πια μπήκα στη διαδικασία κι είχα καταλήξει στο ότι θέλω να γίνω τραγουδιστής, σε μια συζήτηση που είχα με έναν καθηγητή μου, σπουδαίο δάσκαλο και τεράστιο μουσικό, τον Κώστα Κλάββα, μου λέει: «Κοίταξε, αυτό που θα διαλέξεις να κάνεις θα είναι αυτό που θα σε κάνει να χαίρεσαι. Θες να τραγουδήσεις λαϊκά τραγούδια, γιατί μπορείς; Θες να ακολουθήσεις την ευρωπαϊκή σχολή; Κι αυτό, δουλεύοντας, θα το καταφέρεις. Διάλεξε τι σου λέει η καρδιά σου». Εκεί ήταν πια πολύ εύκολα τα πράγματα για να διαλέξω…

Πώς ξεκίνησε η επαγγελματική σου ενασχόληση με το τραγούδι;
Πάλι με τη βοήθεια του Κώστα Κλάββα. Κάποια στιγμή, μου λέει «Θα ‘ρθεις να δουλέψουμε μαζί - το 1999 τον Αύγουστο ήταν αυτό - σε έναν κύκλο παραστάσεων με τη Μαρινέλλα, να μπεις σιγά σιγά στη δουλειά να δεις πως είναι». Μου εξήγησε πως η δουλειά δεν είναι εύκολη. «Να ξέρεις ότι σ’ αυτό που κάνεις, θα είσαι υπηρέτης. Θα υπηρετείς, χωρίς να περιμένεις. Κι όταν θέλει να σου δώσει, θα σου δώσει». Τις κουβέντες του Κλάββα τις κρατάω ακόμα, δεν ξεχνιούνται. Συναντηθήκαμε λοιπόν, εκείνο το καλοκαίρι του ’99 στο κτήμα του και μου είπε τι πρέπει να κάνω, πώς να διαχειριστώ, τέλος πάντων, το υλικό αυτό της παράστασης και μετά από μερικές μέρες πήγαμε στο σπίτι της Μαρινέλλας. Αυτή ήταν η πρώτη μου σύγκρουση - με την καλή έννοια - με αυτό που λέγεται ελληνικό, λαϊκό τραγούδι, όπου κατάλαβα ότι αυτοί οι καλλιτέχνες πραγματικά δεν αστειεύονται κι αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά αυτό που κάνουν. Κι άρχισα κι εγώ να το αντιμετωπίζω ακόμα πιο σοβαρά, δεν είχα καταλάβει τη διάστασή του ακόμα. Το λαϊκό τραγούδι προϋποθέτει πάρα πολλή μελέτη. Κανένας απ’ όσους τραγουδιστές έχω δουλέψει, δε μπορείς να πεις ότι έχει δουλέψει λιγότερο απ’ τον άλλον. Είναι όλοι σε πάρα πολύ υψηλό επίπεδο και δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από την παγκόσμια σκηνή σε τεχνικά ζητήματα και πιστεύω πως σε ερμηνευτικά ζητήματα, πολλοί έχουν να τους ζηλέψουν.

Γιατί συμβαίνει αυτό;
Γιατί είναι ο λόγος αυτός που οδηγεί την ερμηνεία του τραγουδιστή. Ο ελληνικός λόγος και η ελληνική γλώσσα γενικότερα δεν υπάρχουν τυχαία τόσες εκατοντάδες χρόνια.

Τι θυμάσαι πιο έντονα απ’ αυτή την πρώτη συνεργασία με τη Μαρινέλλα;
Η Μαρινέλλα είναι δασκάλα με όλη την έννοια, όχι μόνο δική μου, φαντάζομαι και πολλών άλλων, που έχει το χάρισμα να σε καθοδηγεί. Να σου κάνει παρατηρήσεις πολύ εύστοχες. Βρέθηκα μαζί της στην πρώτη μου επαγγελματική εμπειρία και μάλιστα στο Θέατρο Γης στη Θεσσαλονίκη, όπου ο κόσμος κρεμότανε σαν τα σταφύλια. Δεν είχα αντιμετωπίσει ποτέ τόσο πολύ κόσμο, συγκλονιστική εμπειρία. Ακολούθησε Μέγαρο Μουσικής, Ηρώδειο και μια συναυλία στο ΟΑΚΑ τότε που είχε γίνει ο μεγάλος σεισμός στην Αθήνα.

Δεν ήξερα πως έχεις παίξει στο Ηρώδειο.
Βέβαια, και μάλιστα ντουέτο με τη Μαρινέλλα, δύο τραγούδια του Τσιτσάνη.

Μάλιστα… Στη συνέχεια;
Μέχρι τότε δούλευα, σε μικρούς χώρους, μπουάτ… Μετά τη Μαρινέλλα, λοιπόν, κάνω μια πολύ ωραία συνεργασία με τη Σωτηρία Λεονάρδου, σε ένα μαγαζί, «Σπίτι Τέχνης Λώλης» λεγότανε, μεγάλη εμπειρία η Σωτηρία, άλλος καλλιτέχνης, άλλο προφίλ! Και κουβαλάει αυτό που στους λαϊκούς τραγουδιστές τότε δεν υπήρχε, η Σωτηρία είναι ροκ με όλη τη σημασία της λέξης! Τελειώνοντας και με τη Σωτηρία, έρχεται μια συνεργασία με Σπανό & Μοσχολιού, όπου πλέον τι να πω για το Σπανό και τη Μοσχολιού… Με τη Μοσχολιού δούλεψα για τρία χρόνια περίπου, μέχρι το 2004 που κάναμε τις τελευταίες παραστάσεις της με θέμα τη ζωή της στο Regency Casino στη Θεσσαλονίκη. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, αντιλαμβάνομαι ότι αυτό που κάνω, ναι μεν μ’ αρέσει και το κάνω με όση αγάπη έχω, αλλά καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά, γιατί ο χρόνος και ο χώρος που έχω πάνω σε μια σκηνή είναι πολύ λίγος για να με κάνει τραγουδιστή. Και έχοντας διαβάσει διάφορες συνεντεύξεις μεγάλων τραγουδιστών, μου ‘ρχεται στο μυαλό μια ατάκα που έλεγε «Τραγουδιστής είναι αυτός που γίνεται πάνω στη δουλειά», δηλαδή πρέπει να ξοδέψεις χρόνο πάνω στο πατάρι δουλεύοντας, πέρα απ’ τη μελέτη που κάνεις στο σπίτι. Κι αποφασίζω τότε και γυρνάω 180 μοίρες και λέω θα πάω σε ένα μαγαζί τόσο μικρό, που εγώ με τις διαστάσεις που είχα τότε σαν τραγουδιστής, σαν καλλιτέχνης να χωράω και να περισσεύω λίγο, για να έχω παραπάνω χρόνο. Για να λέω όχι δέκα τραγούδια, αλλά τριάντα, σαράντα.

Και όντως το κάνεις;
Ναι! Βρίσκω μικρούς χώρους, με μικρές ορχήστρες και προσπαθώ να κατακτώ μέρα με τη μέρα το λαϊκό ρεπερτόριο και να γυμνάζομαι πάνω σ’ αυτό. Στις σχέσεις μου με τον κόσμο, αλλά και με το ίδιο το τραγούδι. Όσο αυτό, λοιπόν, λειτουργεί, παράλληλα προσπαθώ να δω και τι μπορώ να κάνω και με τη δισκογραφία, με τα τραγούδια. Μπορώ να μπω σ’ ένα στούντιο να ηχογραφήσω; Αξίζει αυτό που κάνω να το βλέπω μελλοντικά; Ή το κάνω τώρα απλά για το μεροκάματο και κάποια στιγμή θα κάνω κάτι άλλο; Και καταλήγω πως αυτό που κάνω δεν είναι κάτι προσωρινό και δε μπορώ να κάνω κάτι άλλο, γιατί σε μια απόπειρα που είχα κάνει να σταματήσω για ένα - δύο μήνες έτεινα να αρρωστήσω! Δηλαδή, αυτό το πράγμα με έθρεφε κιόλας. Και δοκιμάζω να τραγουδήσω τραγούδια που δεν είναι γνωστά, έχοντας πρώτα κάνει δοκιμές ηχογραφώντας γνωστά τραγούδια. Άκουγα τη φωνή μου και μου φαινόταν καλή, ότι μπορώ, δουλεύοντας, να το κάνω καλύτερα ακόμα. Ψάχνω λοιπόν, να βρω τραγούδια και δε μου δίνει κανείς! Μαθαίνω από διάφορους γνωστούς της δουλειάς, του χώρου, ότι αυτό το πράγμα για να γίνει προϋποθέτει εταιρείες κτλ. Φτιάχνω λοιπόν ντέμο, πηγαίνω σε εταιρείες, από δω κι από ‘κεί, δεν κάνω κάτι. Κι αυτό διήρκεσε πολύ χρόνο, παράλληλα βέβαια δούλευα.

Δεν σε απογοήτευσε αυτό;
Δε με απογοήτευσε, είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι μπορώ να γράψω κάποια τραγούδια για τον εαυτό μου. Κι αποφασίζω να το κάνω, αφού δε μπορούσα να βρω τραγούδια από αλλού. Με διάφορες αποτυχίες, γιατί δε γνώριζα καθόλου το τεχνικό κομμάτι και πώς γίνεται αυτό που άκουγα στο ραδιόφωνο να μην έχει καμία σχέση με αυτό που έφτιαχνα εγώ, ξεκίνησα να αποκωδικοποιήσω το κομμάτι της παραγωγής. Πώς παράγεται ένα τραγούδι και φτάνει στα αυτιά του ακροατή, ώστε να πει -αν μη τι άλλο- αυτό το κομμάτι είναι καλοφτιαγμένο. Άσχετα με το κομμάτι της αισθητικής, μ’ αρέσει - δε μ’ αρέσει. Δε μπορεί να αρέσει σε όλους, αλλά να αρέσει σε μένα. Να καμαρώνω γι’ αυτό που κάνω και να μη ντροπιάζομαι, να είμαι περήφανος.

Κι έτσι κατέληξες στη δημιουργία του πρώτου σου δίσκου;
Ναι, φτιάχνω τέσσερα τραγούδια, τα τρία δικά μου, το άλλο σε μουσική Δημήτρη Παπαδόπουλου και στίχους Νίκου Γρίτση κι έτσι δημιουργείται ο δίσκος «Κι άλλη μέρα πέρασε», που ήταν έτοιμος το 2008 και κυκλοφόρησε το 2009. Κι ήταν ένας δίσκος, που όχι απλά τον έκανα μόνος μου, μέχρι και τη ζελατίνα εγώ την κόλλησα! Κατάλαβα, λοιπόν, ότι κι έτσι γίνεται! Παρ’ όλο που είναι πάρα πολύ δύσκολο, γίνεται. Είναι, όμως, τελείως διαφορετικό να έχεις μια ομάδα και το να είσαι μόνος σου. Αφού, λοιπόν, έκανα αυτό το δίσκο, προσπαθούσα να βρω ένα τρόπο να τον επικοινωνήσω. Ήταν εξίσου δύσκολο, γνωστό κι αυτό, με αρκετές προσπάθειες κάτι γινότανε και θυμάμαι τότε, προσπαθώντας να δώσω το δίσκο σε κάποια εταιρεία να τον εκδώσει, γνώρισα κάποιον που με πληροφόρησε για μια audition που γινόταν, η οποία ήταν «Ο Δημήτρης Μητροπάνος & η Πέγκυ Ζήνα αναζητούν νέους τραγουδιστές». Σαφώς, ούτε στο μεγαλύτερο όνειρό μου δεν είχα φανταστεί ότι θα μοιραστώ τη σκηνή με το Δημήτρη Μητροπάνο, αλλά λέω θα πάω και τι έγινε… Και πήγα. Και με πήρανε. Έγινε η audition, είχε 250 - 300 παιδιά εκεί κι εγώ ανάμεσά τους…

Τι τραγούδια είπες;
Μας είχανε δώσει μια λίστα με 5 - 6 τραγούδια, διάλεξα, θυμάμαι το «Πες πως μ’ αντάμωσες». Εκεί έγινε μια προεπιλογή των τραγουδιστών που θα συμμετείχαν στη δεύτερη audition, παρουσία του Μητροπάνου και όλων των υπολοίπων, δηλαδή και της Πέγκυ Ζήνα, του Γιάννη Παπαζαχαριάκη, του Βασίλη Γκίνου, της Μαργαρίτας Μυτιληναίου που ήταν υπεύθυνη προγράμματος.

Ένα μόνο τραγούδι είπες σ’ αυτή την πρώτη φάση;
Ναι. Στη δεύτερη, με το Γιάννη Σινάνη στο μπουζούκι και το Μιχάλη Ασίκη στο πιάνο είπα το «Πέταξα τα σκεπάσματα» του Στράτου Διονυσίου. Αυτό ήτανε. Με πήρε τηλέφωνο την ίδια μέρα η Μαργαρίτα Μυτιληναίου. Είναι η μεγαλύτερη χαρά που έχω νιώσει στη δουλειά. Ναι, ήταν αυτή..!

Κι από κει και πέρα;
Εκεί, λοιπόν, τι γίνεται. Ξεκινά και χτίζεται κάτι καινούριο. Πρώτα απ’ όλα, μοιράζομαι τη μια χρονιά το «Κλείνω κι έρχομαι» με το Μητροπάνο και την άλλη το «Για να σ’ εκδικηθώ». Ολοκληρώνουμε μια σαιζόν στην Ιερά Οδό, που δε χρειάζεται να πω αν είχε επιτυχία ή όχι. Πηγαίνουμε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ζητάω απ’ το Μητροπάνο να πω ένα απ’ τα τραγούδια μου στο πρόγραμμά μου. Και φυσικά, όχι απλά δεν το αρνείται, μου λέει «να τα πεις όλα», άσχετα που για πρακτικούς λόγους δε μπορούσα να τα πω όλα. Τελειώνουμε και στη Θεσσαλονίκη και μαθαίνω ότι θα ξεκινήσουμε μια περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και όντως πηγαίνουμε στη Νέα Υόρκη και κάνουμε μια μεγάλη παράσταση στο Radio City, με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά, την Ευδοκία Καδή και τη Βάλια Σωμαράκη. Η περιοδεία δεν ολοκληρώθηκε τελικά, αλλά η εμπειρία παραμένει τεράστια. Μετά κάνουμε κάποιες συναυλίες, στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ κτλ, η επόμενη χρονιά μας βρίσκει πάλι στην Ιερά Οδό με την Πέγκυ Ζήνα.

Κάπου εκεί εσύ φεύγεις απ’ την Ιερά Οδό, αν θυμάμαι καλά…
Ναι, τελειώνοντας από κει το 2011, σταματάω εγώ γιατί ο Μητροπάνος ξεκινά να δουλέψει με Κότσιρα & Μπάση, οπότε δε χωρούσε άλλη αντρική φωνή, παρ’ όλα αυτά όμως, σε όποια παράσταση κάνει εκτός Κέντρου Αθηνών με καλεί να συμμετέχω. Σ’ αυτά πηγαίναμε Μητροπάνος, Μπάσης, εγώ και τα κορίτσια, η Σαββέρια Μαργιολά, η Δήμητρα Σταθοπούλου και η Φιλοθέη Μωρίκη.

Παράλληλα ξαναγυρνάς σε μικρότερους χώρους.
Παράλληλα δουλεύω σ’ ένα μικρό χώρο και αποφασίζω να κάνω τρεις έξτρα παραστάσεις με θέμα το μπουζούκι και τους Έλληνες συνθέτες - μπουζουξήδες, από το Βαμβακάρη μέχρι και τους τελευταίας γενιάς, το Χρήστο Νικολόπουλο και το Βαγγέλη Κορακάκη. Στη δεύτερη, λοιπόν, παράσταση που είναι αφιερωμένη στο Ζαμπέτα και το Χιώτη, σκέφτομαι να καλέσω το Μητροπάνο να πει δυο τραγούδια. Κι ένα βράδυ, αφού έχω σχολάσει απ’ το μαγαζί που δούλευα, πηγαίνω στο δικό του και του το προτείνω. Κι εκείνος, απλά κοιτώντας με, μου λέει «Ναι!». Αυτό ήταν, το ναι του Μητροπάνου, ήταν ναι. Τελείωνε το θέμα. Μεγάλη στιγμή… Όταν ανέβηκε να τραγουδήσει, είπε «Είμαι εδώ, πρώτα απ’ όλα γιατί ο Κώστας είναι φίλος μου και δεύτερον γιατί στο Ζαμπέτα χρωστάω την καριέρα μου». Όπως καταλαβαίνεις, αυτή ήταν η μεγαλύτερη τιμή που μου έχει κάνει κάποιος στη δουλειά. Στην τρίτη παράσταση που ήταν αφιερωμένη στο Χρήστο Νικολόπουλο & το Βαγγέλη Κορακάκη με τίμησαν επίσης με την παρουσία τους και οι ίδιοι, γεγονός ιδιαίτερα τιμητικό και ήταν και μια όμορφη συγκυρία να γνωρίσω τους δυο αυτούς δημιουργούς από κοντά. Στη συνέχεια, κάναμε κάποιες ακόμα παραστάσεις εκτός Αθηνών με το Μητροπάνο, με τελευταία την εμφάνιση στα Πεζά της Κρήτης, στις 31 Μαρτίου 2012.

Το κομμάτι της δισκογραφίας το έχεις «αφήσει» όλον αυτό τον καιρό;
Το αντίθετο, σ’ όλο αυτό το διάστημα, ετοίμαζα τα επόμενα τραγούδια και είδα ότι μπορούσα πια κι έπαιρνα τραγούδια από άλλους. Πήρα τραγούδια απ’ το Βασίλη Μασσαλά, τον Αποστόλη Βαλαρούτσο, το Βαγγέλη Μαχαίρα, στίχους του Ηλία Κατσούλη κι έτσι έγινε το δεύτερο βήμα, τη δεύτερη δισκογραφική απόπειρα, η οποία πηγαίνει καλά, είμαι ικανοποιημένος. Απλά, θα ήθελα να πω περισσότερα τραγούδια άλλων συνθετών, όχι δικά μου. Θα ήθελα να δοκιμάσω τον εαυτό μου δηλαδή σε τραγούδια του Μαχαιρίτσα, του Ζούδιαρη, του Νικολόπουλου και άλλων.

Θες να μου πεις δυο λόγια για το Δημήτρη Μητροπάνο;
Τολμώ να πω ότι άνθρωπο σαν το Μητροπάνο στη δουλειά εγώ δεν έχω ξαναγνωρίσει. Αυτός και η Μοσχολιού, οι οποίοι, βέβαια, έχουν έναν κοινό παρονομαστή, το Γιώργο Ζαμπέτα. Έχουν τον ίδιο δάσκαλο. Τους διακρίνει και τους δύο η ίδια μπέσα. Δεν πιστεύω πως είναι τυχαίο.

Οι φωτογραφίες είναι της Ρούλας Μονιάκη.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!