Γιάννης Σπανός - «Δεν είμαι… μουσουργός, μούσι έχω πάντως!»

(ΤΡΙΠΛΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ & PHOTOS) «Δε μπορώ την κακομοιριά, όταν βέβαια κάθομαι στο πιάνο, παίρνω ένα ύφος, άθελά μου, αλλά μόλις κλείσω το πιάνο, όλο καλαμπούρι. Μου αρέσει να γελάω»!
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Και όντως! Συναντήσαμε έναν άνθρωπο «έξω καρδιά», που όλο γελάει και κάνει χιούμορ, ένα μεγάλο, διαχρονικό συνθέτη, που όμως δεν περιαυτολογεί, ενώ συχνά αυτοσαρκάζεται. Ευαίσθητος, μελωδικός και πρωτότυπος στη μουσική του γραφή, ο Γιάννης Σπανός, έχει αφήσει ανεξίτηλο στίγμα στην 50χρονη πορεία του μέσα στη μουσική. Μαζί του, συναντήσαμε τους δύο από τους τρεις ερμηνευτές που επέλεξε να τραγουδήσουν στις εμφανίσεις του στη μουσική σκηνή της Ηλιούπολης, τη Χρυσούλα Στεφανάκη & το Δώρο Δημοσθένους. Έτσι, η προγραμματισμένη αυτή εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη, εμπλουτίστηκε με τις δικές τους παρεμβάσεις.

Κύριε Σπανέ, μιλήστε μας, κατ’ αρχήν, για τις παραστάσεις στο Ρυθμό στις 8 & 15 Φεβρουαρίου.
Γ.Σ.: Είναι μια μουσική σκηνή που εγώ πρώτη φορά θα πάω, αλλά έχω ακούσει τα καλύτερα. Δόθηκε η ευκαιρία να κάνουμε δύο Σάββατα. Έχω μαζί μου τη Χρυσούλα Στεφανάκη, τη Μίλλη Καραλή και το Δώρο Δημοσθένους, που πρώτη φορά συνεργάζομαι μαζί του και έχω μείνει έκπληκτος! Πολύ μου ταιριάζει, καινούρια άποψη στο πώς ερμηνεύει, έχει δικό του τρόπο, πολλές φορές είναι και ατίθασος και τον τιθασεύω ελάχιστα! (γελάει) Έχει πολύ ένστικτο, έχει πείρα και δικό του ταμπεραμέντο. Με τη Χρυσούλα έχουμε κάνει πολλά μαζί. Η Μίλλη έχει ζήσει στη Γαλλία και λέει τα γαλλικά μου τραγούδια, οπότε είμαι πλήρης!

Θα παίξετε τα γαλλικά τραγούδια που είχατε κάνει εκείνη την περίοδο;
Γ.Σ.: Έχει πολύ καλή προφορά η Μίλλη, 2-3 γαλλικά θα παίξουμε για να έχει ποικιλία το πρόγραμμα, όχι πολλά, δε θέλω πολλά. Γενικά, στη μουσική σκηνή πρέπει να γίνεσαι ένα με τον κόσμο, αυτό μ’ ενδιαφέρει. Από κει και πέρα μπορεί να περάσεις πολλά πράγματα. Δεν κάνω εγκεφαλικά προγράμματα, κάνω προγράμματα ψυχής, ας το πούμε έτσι. Θέλω ο κόσμος να συμμετέχει. Πρώτα να ακούσει και μετά να συμμετέχει. Αυτό θα κάνουμε.

Ο Δώρος θα πει λαϊκά τραγούδια;
Γ.Σ.: Βέβαια, με το δικό του τρόπο, «αλά Δημοσθένους» (γελάει). Είναι η πρώτη φορά που πραγματικά μου κάνει έκπληξη πώς μπήκε αμέσως σ’ αυτό που ήθελα ν’ ακούσω και δεν το κάνει για μένα, το κάνει για τον εαυτό του.

Πώς βρεθήκατε; Πώς τον διαλέξατε;
Γ.Σ.: Τυχαία, σε μια εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου βρεθήκαμε. Δε χρειάζομαι πολλά, με την πρώτη επαφή, από ένστικτο ξέρω σε ποιόν μπορώ να απευθυνθώ, με ποιόν θα ταιριάξω και με ποιόν με τίποτα! Το πρώτο άκουσμα δεν ήταν τόσο πετυχημένο λόγω τρακ, αλλά μετά τον ξανάκουσα και λέω «αυτός είναι»! Όποτε μπορεί θα είναι μαζί μου! Η Χρυσούλα οπωσδήποτε! Γι’ αυτήν δε λέω όποτε μπορεί, είναι πάντα μαζί μου!

Για τη Χρυσούλα δε ρωτάω τόσο έντονα, ας το πω έτσι, γιατί ξέρω πως έχετε κάνει πολλά πράγματα μαζί. Ο Δώρος ήταν έκπληξη.
Γ.Σ.: Βέβαια, βέβαια!
Δ.Δ.: Η αλήθεια είναι πως κι εγώ δεν έχω πει αυτό το ρεπερτόριο ποτέ κι έλεγα πριν στη Χρυσούλα και τον κ. Σπανό πως αυτά τα τραγούδια τα ερωτικά του Πάριου ας πούμε, τα άκουγε η θεία μου σε κασέτες και τα έχω συνδέσει με τα πρώτα μου ακούσματα.
Γ.Σ.: Άρα είναι θεία τραγούδια! (γελάει)
Δ.Δ.: Ποτέ δεν είχα έρθει σε επαφή με αυτό το υλικό κι όταν μου το πρότειναν σκέφτηκα πως είναι καλό να κάνω πράγματα που άρεσαν, αλλά δεν είχα κάνει ποτέ και να «γνωρίσω» και το συνθέτη.

Πες μας ένα – δυο παραδείγματα απ’ αυτά που θα πεις.

Δ.Δ.: Τραγούδια όπως το «Θα σε θυμάμαι», «Θα με θυμηθείς», αυτά του Κόκοτα…
Γ.Σ.: Αλλά λέει και «Τρίτη Ανθολογία», «Σπασμένο καράβι», «Ιδανικό εραστή»... Από δω η κυρία Στεφανάκη λέει τα πάντα! Όταν δεν έχω αντρική φωνή, λέει και τα αντρικά!
Χ.Σ.: Κάνω τον Πουλόπουλο, κάνω τον Κόκοτα… (γελάει)
Γ.Σ.: Τραγούδια που μια γυναίκα μπορεί να τα πει εφ’ όσον τα ερμηνεύει με το δικό της τρόπο!
Δ.Δ.: Τώρα που κάνουμε πρόβες για πρώτη φορά, βλέπω είναι πως υπάρχει η αίσθηση της παρέας, όπως τις παλιές εποχές των μπουάτ, που εγώ δεν τις πρόλαβα βέβαια, αλλά βγαίνει μια ζεστή ατμόσφαιρα κι αυτό είναι που επιδιώκουμε.
Χ.Σ.: Και την επαφή με τον κόσμο!
Γ.Σ.: Η μουσική σκηνή ένα είδος καινούριας μπουάτ είναι!

Θεωρείτε πως η εποχή το «ζητάει» αυτό;
Γ.Σ.: Τον τελευταίο χρόνο έχω καταλάβει τη στροφή του κόσμου σε πιο μικρούς χώρους. Έχει ανάγκη να τραγουδήσει. Εξαρτάται, βέβαια, ποιο ρεπερτόριο ακούει.

Σ’ αυτό παίζει ρόλο ό,τι συμβαίνει γύρω μας;

Γ.Σ.: Σίγουρα! Πρώτα απ’ όλα πέσανε τα ψεύτικα! Η γκλαμουριά έχει πέσει! Καλά κάνανε όσο υπήρχανε, αλλά ο κόσμος αναζητά κάτι άλλο. Κι αυτός έχει κάνει αφαιρέσεις. Απέβαλε τα περιττά από πάνω του. Όλα χρειάζονται, εδώ που τα λέμε, αλλά σε μια οικονομική κρίση ο κόσμος προσγειώνεται απότομα μεν, όμως αυτό κάνει καλό γιατί πατάει ξανά στο έδαφος, δεν αιωρείται πια και ξεκινά να έχει μια πιο αληθινή άποψη και αντίληψη του τι γίνεται και του τι είναι τραγούδι στο κάτω κάτω. Γιατί, εκτός από τα χορευτικά, που πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουνε, υπάρχει και το άλλο τραγούδι. Πολλοί νέοι κάνουν ακουστικό τραγούδι πλέον. Δε νομίζω ότι σταματάει τίποτα, απλώς οι μικροί χώροι προσφέρονται για μεγαλύτερη επαφή με τον κόσμο.
Δ.Δ.: Ενδείκνυται και αυτή η μουσική για μικρούς χώρους, γιατί μπορεί να τραγουδηθεί και είναι έντονα φορτισμένη από συναίσθημα. Σε περιόδους κρίσης, γενικά, υπάρχει μια επιστροφή προς τα πίσω. Τώρα, βέβαια, πάει να γίνει μόδα η επιστροφή προς τα πίσω, αλλά τη χρειάζεται, είναι ανάγκη να γίνει.
Γ.Σ.: Δεν πιστεύω πως χρειάζεται επιστροφή προς τα πίσω, τα παλιά τραγούδια έρχονται προς τα εμάς! Επανέρχονται τα ξεχασμένα κι εκείνα που είχαν περάσει απαρατήρητα. Ευτυχώς η νεολαία ακούει τα πάντα, δεν ακούει μόνο ένα είδος.
Δ.Δ.: Τέλειωσε νομίζω, η εποχή του ευτελούς που μας πλασάρανε ως πολυτέλεια…
Χ.Σ.: Εγώ είμαι χαρούμενη γιατί παίζουμε κάποια κομμάτια του Γιάννη, τα οποία έχει πολλά χρόνια να τα παίξει ζωντανά και τα έχουμε ανάγκη γιατί υπάρχουν μέσα στα ακούσματά μας, αλλά ο ίδιος ο Γιάννης νόμιζε ότι δεν ακούγονταν, δεν τα ήξερε η νεολαία ή δε χωράγανε. Τώρα έχουμε την ευκαιρία μαζί με το Δώρο και τη Μίλλη να λέμε τα «γνωστά άγνωστα» τραγούδια του Γιάννη, όπως «Γύριζαν τα τρένα», οι «Δρόμοι του Βερολίνου», το «Είναι ν’ απορείς»…

Τι είναι αυτό κ. Σπανέ που κάνει τα τραγούδια σας να αντέχουν στο χρόνο, μπορείτε να μου πείτε;
Γ.Σ.: Δεν τα έβγαλα για να κάνω χρυσούς δίσκους… Βγήκαν αυθόρμητα κι ότι είναι αυθόρμητο κι έχει ειλικρίνεια κι εντιμότητα μένει… Βγάζω δίσκο και δεν τον ξανακούω ποτέ για να ευχαριστηθώ τον εαυτό μου και να πω «τι καλός είμαι», γιατί θα του βρω ψεγάδια! Βγαίνουν ακούραστα από μένα και μένουνε στον κόσμο…

Πώς εξηγείται όλη αυτή η ποικιλία στα τραγούδια σας;

Γ.Σ.: Είμαι ένας λογικός τρελός! Δεν είμαι παράλογος, αλλά κουβαλάω μια τρέλα. Δε μου αρέσει να μιλάω για τον εαυτό μου, δεν υπερηφανεύομαι γιατί πάντα υπάρχουν καλύτεροι από μας, αλλά μπαίνω πάντα σε κάτι καινούριο, όλο πάντα κάτι νέο ξεκινάει. Οποιαδήποτε εποχή έχει τα καλά και τα κακά της, αρκεί να θες να τη ζήσεις. Δε μπορεί να μην υπάρχει τίποτα σήμερα.
Χ.Σ.: Νομίζω είναι ανάγκη του Γιάννη να το κάνει αυτό… Κάθε φορά ξεπερνά τον ίδιο του τον εαυτό. Μπορεί να γράψει μια μπαλάντα και την επόμενη στιγμή, με την ίδια άνεση να γράψει κι ένα τσιφτετέλι, γιατί το έχει ανάγκη.
Γ.Σ.: Βέβαια, εφ’ όσον τ’ ακούω όλα… Δε σνομπάρω κανέναν και τίποτα.

Πάνω σ’ αυτό, μου κάνει εντύπωση πως τραγούδια σας έχουν τραγουδήσει σε πρώτες εκτελέσεις σπουδαίοι τραγουδιστές, αλλά έχει τύχει να επιλέξετε σε ζωντανές παραστάσεις ερμηνευτές, που εγώ προσωπικά τους αγαπώ πολύ, αλλά θεωρητικά ανήκουν στην «άλλη» όχθη, όπως έγινε στο Καλλιμάρμαρο με τον Αντώνη Ρέμο και την Πέγκυ Ζήνα.
Γ.Σ.: Κι εγώ τους αγαπώ! Έχω μια εξήγηση! Η νεότερη γενιά σε σχέση με τους παλιούς και σέβονται και αγαπάνε! Και δεν έχουμε δουλέψει ποτέ μαζί, γιατί όσοι έχουμε δουλέψει μαζί, μου λένε πάντα όχι όταν τους καλώ! Πάντα κάτι έχουν να κάνουν και μακάρι να συνεχίσουν. Οπότε, απευθύνομαι σε ανθρώπους που τους παρακολουθώ και δεν έχουμε ποτέ δουλέψει μαζί. Κι αισθάνομαι καλύτερα μαζί τους! Πολλοί μου λένε «ξέρεις τι έχει τραγουδήσει αυτός;» Δε μ’ ενδιαφέρει. Είναι σπουδαίοι τραγουδιστές.

Και στο Καλλιμάρμαρο τα είπε εξαιρετικά η Πέγκυ…
Γ.Σ.: Α, την Πέγκυ την αγαπάω πολύ. Εκτός που είναι όμορφη, είναι πολύ καλή τραγουδίστρια, είναι καλό παιδί, όλα τα έχει! Κι έχει πει και ωραία τραγούδια. Αν είχε πει τα τραγούδια της Αλεξίου, θα έβλεπες που θα ήταν η Πέγκυ τώρα!

Θέλετε να μας πείτε την ιστορία πίσω από την «Αλάνα»;
Γ.Σ.: Την «Αλάνα» την έχει γράψει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος πάνω στη μουσική μου. Επί δικτατορίας ήταν απαγορευμένο, για ποιο λόγο κανείς δεν ήξερε. Ο Λευτέρης αναφέρεται στην Κατοχή, σάμπως καταλαβαίνανε τι λέει ο στίχος;

Το τραγούδι γράφτηκε για να το πει ο Νταλάρας;
Γ.Σ.: Όχι, προϋπήρχε το τραγούδι, στο συρτάρι, μέχρι που ήρθε η στιγμή να το πει ο Νταλάρας.

Πώς και δεν προέκυψε ποτέ ένας ολόκληρος δίσκος μια και λέμε γι’ αυτόν;
Γ.Σ.: Γιατί αυτός δε θέλησε, εγώ ήμουν έτοιμος. Είναι πολύ παράξενο, δεν έχω κάνει ολόκληρο δίσκο με κανέναν από τους τραγουδιστές που έδωσα σπουδαία τραγούδια. Με τον Πάριο, με την Αλεξίου, με το Νταλάρα…

Γιατί συνέβη αυτό;
Γ.Σ.: Δε ξέρω, ήταν στη μέση και οι εταιρείες, εγώ δεν το κυνηγάω και πολύ. Κανονικά, εκείνοι έπρεπε να μου το ζητήσουν. Έδωσα το «Θα με θυμηθείς», μέσα στα 12 του δίσκου κι αυτό. Και το βάζουνε για τίτλο του δίσκου που είχε μόνο ένα τραγούδι δικό μου, τα υπόλοιπα δεν ήσαν δικά μου. Και πούλησε με το «Θα με θυμηθείς» το δικό μου…

Κάνατε, όμως, ολόκληρο δίσκο με το Μητροπάνο, θέλετε να μου πείτε γι’ αυτόν;
Γ.Σ.: Α, αυτός ο δίσκος κυκλοφόρησε, έγινε αμέσως χρυσός και για κάποιους λόγους της εταιρείας αποσύρθηκε από την αγορά! Ενώ είχαν γίνει δημοσιεύματα στον τύπο & κάποια διαφημιστικά, έφυγε η πρώτη παραγγελία και μετά σταμάτησε, δεν ξαναμπήκε πια σε δισκάδικο!

Το «Αγάπη Δίκοπη» ήταν επιλογή του Μητροπάνου να το ξαναπεί ή εσείς το προτείνατε;

Γ.Σ.: Ο ίδιος το ήθελε.

Είχατε καλή σχέση με το Μητροπάνο;
Γ.Σ.: Ήμασταν πολύ φίλοι, μέχρι που άλλαξε τη ζωή του, βέβαια, ο άνθρωπος κι έκανε οικογένεια. Κάναμε πολλή πλάκα! Δύο δεκαετίες με το Μητροπάνο, γέλια, ποτά, μπουάτ… Έξω καρδιά ο Μητροπάνος. Το πιο λαϊκό παιδί που γνωρίζαμε! Κρίμα που έφυγε νωρίς.

Είχατε δουλέψει μαζί σε μπουάτ;
Γ.Σ.: Όχι, αλλά βρισκόμασταν συχνά στα κουτούκια, όπως και με τον Άκη Πάνου… Ήμασταν, έτσι, της νύχτας..!

Με τον Άκη Πάνου ήσασταν φίλοι;
Γ.Σ.: Ο Άκης όποτε μ’ έβλεπε, με φώναζε πάντα στο τραπέζι του. Μ’ άρεσε κι εμένα να ξενυχτάω και μετά πηγαίναμε σε κάνα κουτούκι για φαγητό, ξέρεις, εκεί στου Μπαϊρακτάρη… Δε μ’ άφηνε να φύγω. Λέγαμε πολλά, ήξερα πολύ καλά τον Άκη. Ήτανε ακραίος. Ή αγαπούσε ή καθόλου.

Οι στίχοι του Άκη σας άρεσαν;

Γ.Σ.: Είναι λατρεμένος μου! Θα σας πω ένα πράγμα ρε παιδιά, που πάντα το λέω. Την τελευταία φορά που τον είδα, ήταν στην Κυψέλη, στο «Επειγόντως», όπου τραγουδούσαν τα «Παιδιά απ’ την Πάτρα». Είχα πάει αργά, ως συνήθως, μετά από άλλα, μπαίνω με την παρέα μου, με φωνάζει, κάθομαι μαζί του, τα λέγαμε, τα πίναμε… Ανατριχιάζω τώρα… Μου λέει «Γιάννη, έχω μια σπουδαία ιδέα! Θέλω να κάνω ένα δίσκο μαζί σου, στίχοι Άκη Πάνου, μουσική Γιάννη Σπανού». Κι εγώ παθαίνω την πλάκα μου μέσα μου… Γιατί τον λάτρευα και σαν δημιουργό και γενικά σαν χαρακτήρα, ήτανε διαμάντι! Λίγο μετά έγινε αυτό που έγινε, μπήκε φυλακή κι έμεινε στον αέρα. Απ’ ότι έμαθα πηγαίνανε διάφοροι στο κελί του και του παίρνανε στίχους, αλλά εγώ ντρεπόμουν να πάω να του ζητήσω, δε γινότανε. Αλλά η πρόταση βγήκε από τον ίδιο και θα ήταν μια έκπληξη τρομερή!

Ούτε με τον Καζαντζίδη κάνατε κάτι…

Γ.Σ.: Τον λάτρευα και τον λατρεύω ακόμα, αλλά ήταν οι εταιρείες στη μέση. Είχα κάνει και μια κασέτα με τραγούδια για να του δώσω, αλλά δε υπήρχε περίπτωση να συνεργαστούμε ποτέ.

Περίπου το ’70, ας πούμε;
Γ.Σ.: Ναι, τότε, γιατί απ’ το ’59 – ’60 ξεκίνησα στη Γαλλία, πηγαινοερχόμουνα μέχρι το ’75 έμενα  περισσότερο στο Παρίσι από εδώ… Τότε.

Τον γνωρίσατε τον Καζαντζίδη;
Γ.Σ.: Όχι, ούτε αυτό.

Απωθημένο;

Γ.Σ.: Ναι, βέβαια. Θεωρώ ότι Καζαντζίδης δεν έχει πει ωραία τραγούδια. Αλλά, ότι και να τραγούδαγε το ανέβαζε εκεί πάνω! Ακούς Καζαντζίδη, δεν ακούς ένα τραγούδι του Καζαντζίδη!

Γιατί αυτή η λατρεία προς τον Καζαντζίδη;

Γ.Σ.: Το αγαπημένο μου τραγούδι του ήταν η «Μαντουμπάλα». Το λέω και γελάνε. Όταν ήμουν στο Παρίσι μόνος μου, στις αρχές της καριέρας μου, κάτω από εκεί που έμενα είχε ένα juke box, σε ένα μπαράκι. Υπήρχε μέσα ένας ελληνικός δίσκος, η «Μαντουμπάλα» με τον Καζαντζίδη, τα υπόλοιπα ήταν γαλλικά. Πόσες φορές το είχα ακούσει… Και να λέω «αχ, τι ωραία που είναι εκεί πέρα στην Ελλάδα…». Νοσταλγούσαμε την Ελλάδα μέσω του Καζαντζίδη. Εκεί κατάλαβα τη δύναμη που είχε η έκφραση του Καζαντζίδη στους ανθρώπους που ζούσαν εκτός Ελλάδας. Αισθανόμουν ότι ανήκω και μου ανήκει. Από τότε, έμεινα Καζαντζιδικός.

Η Μοσχολιού είχε ανάλογα στοιχεία με τον Καζαντζίδη;

Γ.Σ.: Ε, βέβαια! Όπως μίλαγε, όπως ήταν στην καθημερινή της ζωή, έτσι ήταν και στη σκηνή απάνω… Την τελευταία χρονιά πριν φύγει ήταν μαζί μου στις «4 εποχές» στα Βριλήσσια, το 2001. Καλύτερη περίπτωση ανθρώπου – τραγουδιστή δεν υπήρχε από τη Μοσχολιού. Εκτός που ήταν σπουδαία φωνή, ήταν απλή, γέλαγε… Ζωντανή, ειλικρινής, αυτό που λέμε «αντράκι». Συχνά τον λέμε αυτό τον όρο, αλλά δεν ταιριάζει σε όλες.

Τι μπορεί να φταίει σήμερα, που δε «βγαίνουν» πια μεγάλες φωνές, σαν αυτές;

Γ.Σ.: Πρώτα απ’ όλα, δεν υπάρχουν εταιρείες να προστατέψουν έναν τραγουδιστή δικό τους. Λείπουν οι παραγωγοί. Εμείς είχαμε. Εν τω μεταξύ, λίγα είναι τα σωστά τραγούδια. Τα περισσότερα είναι κατασκευές.

Ο ερμηνευτής, πάντως, παίζει καταλυτικό ρόλο στο να «περάσει» το τραγούδι…

Γ.Σ.: Πρέπει να γίνει η μαγική συνάντηση των τριών. Ερμηνευτής, στιχουργός & συνθέτης. Μου έχει τύχει αρκετές φορές, αλλά όχι πάντα. Τώρα, υπάρχει κάτι άλλο. Λένε πως στο σημερινό τραγούδι, σημασία έχει τι λέει το τραγούδι. Δηλαδή, το σλόγκαν. Γι’ αυτό δεν υπάρχει μουσική. Εγώ λέω, ένα τραγούδι που δε μπορείς να το σφυρίξεις στο δρόμο, δεν υπάρχει.

Ποιες ήταν οι περιπτώσεις που σας έτυχε το τρίπτυχο «ερμηνευτής, στιχουργός & συνθέτης»;

Γ.Σ.: Η «Οδός Αριστοτέλους» με το Λευτέρη Παπαδόπουλο κι ερμηνευτές τον Πάριο, την Αλεξίου και τον Καλατζή, η «Έξοδος Κινδύνου» με τη Λίνα Νικολακοπούλου & την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, η «Τρίτη Ανθολογία» με τον Καράλη και την Αρλέτα… Δε μπορείς να ξεχωρίσεις πιο είναι καλύτερο ή χειρότερο απ’ τα άλλα. Και τα τρία έτυχε να δώσουν το αποτέλεσμα. Αλλού ο λόγος ήταν καλύτερος απ’ τη μουσική, αλλού το αντίθετο. Ή η φωνή καλύτερη κι απ’ τα δύο. Όταν όμως μαζεύονται και τα τρία… Αυτό, βέβαια, δεν το προγραμματίζεις. Τυχαίνει. Γι’ αυτό λέω «μαγική» συνάντηση. Και να θες να το επαναλάβεις, δε γίνεται.

Εσείς έχετε το χάρισμα να γράφετε ακόμα και σε στίχο «φορτισμένο», ας το πω έτσι, και να ντύνετε μουσικά με απλότητα. Με τρόπο όχι βαρύγδουπο, που σε κρατάει σε απόσταση…
Γ.Σ.: Αυτή είναι η δυσκολία. Με αφαίρεση. Χωρίς σοβαροφάνεια.

Τι γίνεται, λοιπόν, με το δίσκο «Πλησιάζοντας τον Καβάφη» που κυκλοφόρησε πρόσφατα με ερμηνευτή το Μανώλη Μητσιά; Πώς γίνεται να αγκαλιαστεί από τον κόσμο;
Γ.Σ.: Πρέπει να τον ακούσουν πολλές φορές. Αλλά σημασία έχει ότι έχω κάνει μουσική από το στίχο του Καβάφη. Δηλαδή, ακούγεται μελωδία κι όχι μια μουσική υπόκρουση, γιατί είναι πολύ δύσκολος ο Καβάφης.

Για τα επόμενα βήματά σας έχετε κάποιο σχέδιο, δουλεύετε πάνω σε κάτι δισκογραφικό τώρα;
Γ.Σ.: Αν θα κάνω κάτι, θα κάνω καμιά λαϊκούρα, έτσι τίποτα ζεϊμπέκικα! (γελάει)

Έχετε κάποιον υπ’ όψιν να τα πει;
Γ.Σ.: Το Δώρο!

Θα του κάνετε δίσκο, αλήθεια;
Γ.Σ.: Τώρα συναντηθήκαμε για πρώτη φορά, θα δούμε. Είναι όμως πάρα πολύ καλός!  

Χρυσούλα, πώς είναι να συνεργάζεται κανείς με το Γιάννη Σπανό;
Χ.Σ.: Για μένα είναι μαγικό, γιατί τα τραγούδια τα έχω στ’ αυτιά μου από πολύ μικρό παιδί. Ασχολήθηκα με το πιάνο από πολύ μικρή, ξεκίνησα να παίζω με τα τραγούδια του! Δε ξέρω, τώρα, αν είναι τυχαίο αυτό! Ήταν όνειρο ζωής να δουλέψω και να συνεργαστώ με το Γιάννη. Τον γνώρισα με τη Μοσχολιού, χωρίσαμε κάποια χρόνια και τώρα ξανά μαζί, εγώ με μεγαλύτερη, μάλλον, εμπειρία αλλά με την ίδια χαρά. Νομίζω είμαι πλήρης. Αυτά τα τραγούδια είναι κορυφαία εκφραστικά για τον καλλιτέχνη. Οπότε, νομίζω ένας τραγουδιστής ή μια τραγουδίστρια νιώθουν τυχεροί ερμηνεύοντας αυτού του είδους τα τραγούδια & τις μελωδίες. Είναι πολύ μελωδικός συνθέτης ο Γιάννης.

Εσύ Δώρο;
Δ.Δ.: Είχα πάντα εξαιρετική γνώμη για το Γιάννη Σπανό, αλλά δεν ήμουν σίγουρος ότι μπορούσα να πω αυτά τα τραγούδια. Τώρα, εξ αιτίας του, μου αποκαλύπτεται κι εμένα μια άλλη πλευρά του εαυτού μου, γιατί ποτέ δεν έλεγα ιδιαίτερα ερωτικά ή συναισθηματικά τραγούδια. Με χαροποιεί που βρήκα κάτι που μου έλειπε.

Είναι και τραγούδια που πέρα από τις σπουδαίες μελωδίες, έχουν και σπουδαίους στίχους, γραμμένους απ’ τους καλύτερους! Πείτε μας λίγα λόγια για τον Πυθαγόρα, κύριε Σπανέ.
Γ.Σ.: Τον γνώρισα, δυστυχώς, αργά γιατί μετά από λίγο έφυγε. Τον υποτιμούσαν οι «περιωπής», ήταν παραγνωρισμένος. Όταν τον γνώρισα, είδα έναν εργάτη, έναν πολύ – πολύ καλό άνθρωπο που έπαιρνε τη μουσική και τη μέρα που είχαμε ορίσει την έφερνε τελειωμένη. Ό,τι έγραψα με τον Πυθαγόρα, έμεινε! Δεν έκανε «κουλτούρα» τότε, δεν το είχε μέσα του, ήταν λαϊκός.

Ήταν όπως κι εσείς, καθόλου βαρύγδουπος, υπερβολικός… Δε μεγαλοπιανότανε… Αν προσέξουμε τι τραγουδάμε, όμως, λέμε πολύ συχνά Πυθαγόρα!
Γ.Σ.: Φοβερός επαγγελματίας, σταθερή αξία. Και η Παπαγιαννοπούλου! Ήταν επαγγελματίας. Είναι κακό να είσαι επαγγελματίας; Πρέπει να είσαι μεγαλοφυΐα; Λένε «εγώ είμαι ποιητής, δεν είμαι στιχουργός». Μα είναι λίγο να γράψεις ένα στίχο και μέσα σε τρία λεπτά να φυλακίσεις μια ζωή ολόκληρη; Εγώ είμαι συνθέτης, δεν είμαι μαέστρος ή μουσουργός που λένε άλλοι! Μούσι έχω, πάντως! (γελάει).

Όντως δε σας έχουμε δει ποτέ να διευθύνετε!
Γ.Σ.: Τι να το κάνω, να κοροϊδεύω τον εαυτό μου; Να διευθύνω το ζεϊμπέκικο; (γελάει) Ο μαέστρος κάνει ειδικές σπουδές για να διευθύνει ορχήστρες. Δε μπορούμε να πατάμε σε εδάφη που δεν τα ξέρουμε, εμείς οι τραγουδοποιοί, τέλος πάντων!

Εσείς θεωρείτε τον εαυτό σας επαγγελματία;
Γ.Σ.: Όχι με την έννοια του προγραμματισμού. Δεν έχω κάνει ποτέ τραγούδι για κάποιον, κατά παραγγελία. Αν μου λέγανε κάνε τραγούδι για τον τάδε, δε θα μπορούσα. Πρώτα γράφω και μετά κοιτάζω ποιες φωνές ταιριάζουνε σε αυτό που έχω κάνει. Και ό,τι είναι να κάνω, το κάνω αρκεί να μη μου πατήσει κανείς τον κάλο!

Έχει τύχει αυτό;
Γ.Σ.: Πολλές φορές! Πολλές φορές με έχουν παραμερίσει. Έχω χάσει και συνεργασίες. Αλλά ποτέ δε βρέθηκα σε προθάλαμο εταιρείας να περιμένω να δω τον εταιριάρχη.

Σήμερα θεωρείτε πως γράφονται καλά τραγούδια;

Γ.Σ.: Πρώτα απ’ όλα δεν υπάρχουν φυσικά όργανα. Γίνονται όλα με κομπιούτερ και ισοπεδώνονται τα πάντα. Όμως, δεν απορρίπτω ό,τι ακούω. Υπάρχουν και πολύ καλά.

Ακούτε μουσική δηλαδή;
Γ.Σ.: Σπίτι μου ποτέ. Βλέπω θρίλερ, άλλα πράγματα, όμως μουσική δεν ακούω γιατί μου σφηνώνει στο μυαλό και δε θέλω. Αν ήταν να ακούσω, πάντως, σίγουρα θα ήταν άλλων και όχι δικά μου. Ακούω όταν πηγαίνω σε μαγαζιά, τραγούδια άλλων όπως ο Μούτσης κτλ, και χειροκροτώ γιατί μου αρέσουν. Καμιά φορά, για να γελάσεις, πιάνω τον εαυτό μου να χειροκροτεί στην εισαγωγή και ξαφνικά διαπιστώνω ότι παίζουν δικό μου τραγούδι, οπότε κρύβομαι μη νομίζουν ότι χειροκροτώ τον εαυτό μου! (γελάει)  

Στη συνέντευξη παρενέβη και ο Κώστας Μπαλαχούτης | Φωτογραφίες: Πάνος Παπαϊωάννου
Ευχαριστούμε το στούντιο Music Art Lab του Νίκου Ασημάκη για τη φιλοξενία.


ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!