Ο Τάσος Σαμαρτζής με δικά του λόγια (1956 - 2021)

Η ζωή του σημαντικού στιχουργού που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Αν ψάξει κανείς στο ίντερνετ το πιό πιθανό είναι να μη βρει ένα αξιοπρεπές βιογραφικό του Τάσου Σαμαρτζή. Οι λόγοι μπορεί να είναι πολλοί. Ο πιο πιθανός κατα τη γνώμη μου, είναι ότι επειδή ο ίδιος δεν ΄΄εντάχθηκε΄΄ ποτέ στο δυναμικό κάποιας εταιρίας δίσκων, δεν συντάχθηκε ποτέ ένα δικό του βιογραφικό σημείωμα.

Αυτό που παραθέτω, το αντέγραψα από ένα βιβλίο που μου χάρισε ο ίδιος και περιέχει τους στίχους του που έγιναν τραγούδια, καθώς και κάποιους ανέκδοτους.

Εχουμε και λεμε, λοιπόν, για να ξεκινήσουμε από τα βασικά:

Ο Τάσος Σαμαρτζής γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Γεωλογία στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Λογοτεχνία στο ΄΄Κέντρο Ελευθέρων Σπουδών Δολιανίτη.

Χωρίς να το πολυκαταλάβει, ταξίδεψε κι έκανε ένα σωρό δουλειές, διάρκειας από δύο εβδομάδες μέχρι πέντε χρόνια.

Εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο με ποίηση,παρανόμως, το 1973, με τίτλο ΄΄Η Αρχή και οι Δύο Ανάσες΄΄ και το 1982 το δεύτερο, με ποίηση και πεζά: ΄΄Η ουσία είναι 2΄΄.

Γραπτά του έχουν δημoσιευτεί και στην Ιταλία: ΄΄Orme dal Mediterraneo΄΄ -ανθολογία τριών ποιητών, και ΄΄Un’ ispirazione del piccolo Pier΄΄ -διήγημα, ένθετο στο περιοδικό Τέχνης ΄΄Perimetro΄΄.

Για τα επόμενα είκοσι και πλέον έτη σίγησε, μέχρι το 2004 που κυκλοφόρησε το βιβλίο ΄΄Ζωή..΄΄.

Στη δισκογραφία βρέθηκε σχεδόν τυχαία το 1983 και ο πρώτος του δίσκος κυκλοφόρησε το 1985.

Εκτοτε έχουν ηχογραφηθεί γύρω στα 70 τραγούδια του, συνεργαζόμενος με γνωστούς συνθέτες και ερμηνευτές. Γνωστότερα τραγούδια του: ΄΄Ισως φταίνε τα φεγγάρια΄΄, ΄΄Ηellas Special΄΄, ΄΄Θα βρεθούμε ξανά΄΄, ΄΄Ζωές από μετάξι΄΄ κ.α.

Εχει μεταφράσει βιβλία των: Allen Ginnsberg-Πλουτώνια Ωδή-, Vladimir Nabokov-Επικίνδυνη στροφή- και Dashiell Hammet –Μιά γυναίκα μέσα στη νύχτα-.

Εχει ακόμη γράψει ένα θεατρικό έργο ,με τίτλο: ΄Στο Υπόποιπον της Τιμής μου΄΄.

Αρθρα, συνεντεύξεις και αποσπάσματα έργων του. έχουν δημοσιευτεί σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά.

Αυτά αναφέρει το επίσημο βιογραφικό του Τάσου Σαμαρτζή στον τόμο με τους στίχους του που έχει τίτλο :

ΙΣΩΣ ΦΤΑΙΝΕ ΤΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ΄΄ ΤΑΣΟΣ ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ Μια περιπέτεια Στίχων 1983-2004. Η επιμέλεια του βιβλίου είναι του Σπύρου Κουρκουνάκη στις Εκδόσεις Παπαιωάννου.

Αυτό είναι, λοιπόν, το επίσημο βιογραφικό του Τάσου Σαμαρτζή, που, προφανώς, επιμελήθηκε ο ίδιος.

Στην εισαγωγή αυτού του βιβλίου, υπάρχει ένα εισαγωγικό σημείωμα του Τάσου που εξηγεί πως μπήκε στη δισκογραφία:

΄΄Ισως επειδή η ζωή αγνοεί τα σχέδια που κάνουμε γι΄αυτήν, ίσως επειδή τα πιό σημαντικά πράγματα έρχονται μ’ έναν τρόπο που εμείς ονομάζουμε ΄΄ τυχαίο΄΄΄-και τότε νοιώθουμε το άγγιγμα της μοίρας- πάντως η εμπλοκή μου στη δισκογραφία έγινε μ΄έναν τρόπο μαγικό....ήταν γύρω στα 1982-83, όταν σύχναζα σε μιά τόση δα ταβέρνα με εκπληκτική όμως ορχήστρα, δίχως μικρόφωνα αλλά με ψυχικό ηλεκτρισμό...

Οσο μπορούσα βεβαίως πήγαινα, γιατί τότε τελείωνα τη θητεία μου στο Ναυτικό. Εγινα αμέσως φίλος με τα παιδιά που είχαν την ταβέρνα, έψηναν, σέρβιραν, και μετά ανέβαιναν στο πάλκο με τα λαμπιόνια: ήταν ο Βαγγέλης Κορακάκης και ο Γιώργος Κούκιος, καταπληκτικοί μουσικοί και καλοί φίλοι μέχρι τώρα...

Εκεί λοιπόν, σιγά-σιγά γράωαμε μια σειρά από λαικά τραγούδια με θέμα-τι άλλο;- τη στρατιωτική θητεία...

Ετσι τα φτιάξαμε, για μας και για τους ελάχιστους φίλους που τ’ ακούγανε νυσταγμένοι κατά τις τέσσερεις το πρωί, όταν φεύγαν οι πελάτες και χαμήλωναν τα φώτα. Τα ηχογραφήσαμε μάλιστα σ’ ένα ρεζίλικο φορητό κασετοφωνάκι ΄΄National΄΄ μέσα στο μαγαζί.

Λίγους μήνες αργότερα, είχα απολυθεί στο μεταξύ και δούλευα σε μιά καπνεμπορική εταιρεία,μετά από ένα ζόρικο μεθύσι, ξυπνώντας κατά το μεσημεράκι δεν μπορούσα να σύρω τα πόδια μου για δουλειά.

Σκέφτηκα λοιπόν να μην πάει χαμένη η μέρα κι έτσι έβγαλα πέντε- έξι αντίγραφα της κασέτας, άνοιξα τον τηλεφωνικό κατάλογο-τώρα που το σκέφτομαι με πιάνουν τα γέλια-, εντόπισα τις δισκογραφικές εταιρείες κι είπα να ξεκινήσω από τη ΄΄Λύρα΄΄ που ήταν στο κέντρο της Αθήνας

, πρίν συνεχίσω προς Μεσογείων όπου βρίσκονταν όλες οι άλλες...

Στη ΄΄Λύρα΄΄ συνάντησα τον μετέπειτα φίλο μου, και βαθύ γνώστη της μουσικής και εξαίρετο δημοσιογράφο Γιώργο Κοντογιάννη, ο οποίος ήταν και παραγωγός.

Θυμάμαι ότι η πρώτη μου κουβέντα ήταν: ΄΄Φαντάζομαι τι ψωνάρες θα περνάνε καθημερινά από’ δω μέσα...ιδού λοιπόν κι αυτή η κασετούλα κι ό,τι νομίζεις πως πρέπει να γίνει, ας γίνει....΄΄

Ο Γιώργος Κοντογιάννης, μέλος της ΄΄Ρεμπέτικης Κομπανίας΄΄ και παραγωγός στη δισκογραφική εταιρεία ΄΄Λύρα΄΄, έβαλε την κασέτα που του πήγα στο κασετόφωνο.

Ακουσε με προσοχή το πρώτο τραγούδι, έπειτα το δεύτερο, το τρίτο ...κάποια στιγμή δεν άντεξα: ΄΄Εγώ πρέπει να φύγω΄΄ του είπα ΄΄για να προλάβω και τις άλλες. Μην κλείσουν...΄΄

΄΄Ποιές άλλες;΄΄ με ρώτησε. Τις άλλες δισκογραφικές εταιρείες΄΄ ,είπα με αφέλεια...΄΄Μου κάνεις μιά χάρη; Μπορείς να μην πας την κασέτα πουθενά και να περιμένεις τρείς-τέσσερεις μέρες;΄΄ ΄΄Εντάξει΄΄ απάντησα, ΄΄τρείς τέσσερεις μέρες όμως...΄΄

Δεν χρειάστηκε να περιμένω τόσο. Ηπια μιά μπύρα στα όρθια και γύρισα σπίτι. Μόλις χτύπησα το κουδούνι, άνοιξε η μάνα μου και μού λέει ΄΄Σε ζήτησε κάποιος Σαββόπουλος΄΄.

Τι να πείς τώρα...έτρεξα στο τηλέφωνο...το ίδιο απόγευμα συναντηθήκαμε πάλι στο γραφείο του , στην εταιρεία, -ο Σαββόπουλος ήταν τότε διευθυντής παραγωγής-.

΄΄Είναι Πέμπτη΄΄ μου λέει,΄΄...μπορείς μέχρι Δευτέρα να έχεις έτοιμα άλλα τρία τραγούδια, πάνω στο ίδιο θέμα;΄΄

Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα, κάπως έτσι έμαθα και να γράφω κάτω απ’ την πίεση του χρόνου και των συνθηκών...

Μέχρι τότε έγραφα ποίηση. Είχα εκδόσει μάλιστα και δύο βιλία, το πρώτο παράνομα επί χούντας και το δεύτερο ΄΄Η ουσία είναι 2΄΄-εκδόσεις Απόπειρα- μόλις το 1982.

Εγραφα καλή ποίηση-...και συγχωρήστε μου την όποια αλαζονεία διακρίνετε, δεν πρόκειται περί αυτού...-

Τι να δηλώσεις όμως; Η ποίηση είναι η πιό παρεξηγημένη λειτουργία στον κόσμο, μετά την πολιτική! Ισως γιατί από τα γεννοφάσκια τους , οι μισοί Ελληνες γράφουν στο γόνατο και οι άλλοι μισοί κάνουν πολιτική στα καφενεία...

Από την ποίηση κράτησα την ψυχή. Κράτησα και την τεχνική. Κράτησα την αυθεντικότητά της και το ήθος. Κράτησα κυρίως την ανάγκη της.

Η στιχουργία όμως με δίδαξε στην ποίηση:τη δύναμη των εικόνων, την οικονομία, ρυθμούς, τη σημασία των παύσεων...

Κι έτσι, έφτασα στο σημείο να πιστεύω πως η γλώσσα-αυτή καθαυτή-είναι μιά περιπέτεια που οι ζωές μας αδυνατούν να περιγράψουν...

Η ποίησή μου δεν έχει καμία σχέση με τους στίχους μου...όσοι έτυχε να διαβάσουν, δεν πιστεύουν πως έχει γραφτεί από το ίδιο πρόσωπο!

Κάποτε, στην ελληνική δισκογραφίαα βρήκαν πεδίο έκφρασης Ποιητές των Νόμπελ...τώρα μου είπαν για κάποιον στιχουργό που δηλώνει στην εφορία έσοδα 40 εκατομμυρίων το χρόνο!

Δεν τον ήξερα, ούτε κατ΄όνομα...αλήθεια λέω...

Ξέρω όμως κάποιους άλλους,-με ταλέντο- που δήλωσαν ευθαρσώς ότι είχαν να κτίσουν σπίτια, να πεντρέψουν αδελφές, να..να...να...

Τελικά ο καθένας πορεύεται μοναχικά το δρόμο που ο ίδιος φτιάχνει...το είχα πεί από παλιά, σε μιά συνέντευξη στο περιοδικό ΄΄Ηχος΄΄. ΄΄Οποιος καλλιτέχνης ακολουθεί την ψυχούλα του, ποτέ δεν χάνει, αρκεί βέβαια να ξέρει κι άλλη δουλεια΄΄...κι έτσι βολεύτηκα πάντα μ’ ένα σωρό δεύτερες και τρίτες δουλίτσες...

Νομίζω πως αξίζει τον κόπο ν’ αναφερθώ και στην απίστευτη ιστορία ενός δίσκου με τίτλο ΄΄Τα όνειρα δεν είναι υποσχέσεις΄...Τα περισσότερα τραγούδια λοιπόν, γράφτηκαν το ευλογημένο καλοκαίρι του 1992 στη Ρόδο, όπου δούλευε ο Γιάννης στο ξακουστό ΄΄Καφέ Σαντάν΄΄. Αργότερα, τα τραγούδια ακούγονταν για χρόνια σε διάφορες πίστες μαγαζιών στη Ρόδο, Πάτρα, Αθήνα, Πειραιά, Ελευσίνα και Θεσσαλονίκη με πραγματικά μεγάλη απήχηση. Στη συνέχεια χτυπήσαμε τις πόρτες αρκετών δισκογραφικών εταιρειών κι ακούσαμεε την ίδια στερεότυπη απάντηση: το υλικό τους άρεσε πολύ, ήθελαν όμως να ΄΄σπάσουνε΄΄ τη δουλειά και να δώσουνε από δυό-τρία τραγούδια σε διάφορους τραγουδιστές τους- μέχρι και ένα εκατομμύριο μας δίνανε για ένα συγκεκριμένο τραγούδι!-.

Αποφασίσαμε πως θα έπρεπε να διαφυλάξουμε την ενότητα της δουλειάς μας, κι έτσι,-αφού μπήκε στην παρέα μας ο τραγουδιστής Γιώργος Περαντάκος-, συμφωνήσαμε σε μιά μικρή εταιρεία και μπήκαμε στο studio στις αρχές του 1998.

Ομως δυό μήνες αργότερα η εταιρεία διαλύθηκε αφήνοντας απλήρωτο το studio και τους μουσικούς! Το βάλαμε κάτω κι αποφασίσαμε να επωμισθούμε εμείς το οικονομικό βάρος της παραγωγής. Ευτυχώς, το stu,dio και οι μουσικοί μας δώσανε πίστωση χρόνου, αυτοπεποίθηση κι εμπιστοσύνη. Οταν με το καλό τελειώσαμε, πήγαμε την παραγωγή-έτοιμη πλέον- σε μιά καινούργια δισκογραφική εταιρεία, που ανήκε όμως σε ένα γκρούπ εταιρειών με πολύχρονη δραστηριότητα στο χώρο της μουσικής και δοκιμασμένα στελέχη κι επιτέλους συμφωνήσαμε...μέχρι και φωτογραφίες βγάλαμε σε ένα εγκαταλειμμένο λούνα-παρκ της Πάτρας!

Η δουλειά είχε τίτλο ΄΄Τα όνειρα δεν είναι υποσχέσεις΄, όπως αναφέραμε και η πρώτη παρουσίαση έγινε στην ίδια πόλη με κάθε επισημότητα, ενώ είχε ήδη προγραμματισθεί και η ανάλογη παρουσίαση στην Αθήνα. Στο μεταξύ, σε δυό μόλις εβδομάδες, το CD ελιχε πουλήσει 700 αντίτυπα, ενω κυκλοφορούσε πειρατικά από τους μαύρους στα καφέ της Πάτρας- αυτό κι αν είναι δείγμα επιτυχίας!-.

Αισθανόμασταν –επιτέλους- δικαιωμένοι, όμως τότε κανένας μας δεν γνώριζε ότι, σε έναν ακριβώς μήνα από την κυκλοφορία και αυτή η εταιρεία θα έκλεινε! Ετσι φροντίσαμε να πάρουμε πίσω τα δικαιώματα εκμετάλλευσης και ανήμποροι, σκορπίσαμε στους τέσσερις ανέμους.

Αυτή ήταν η καταραμένη ιστορία ενός –σύμφωνα με τις γνώμες πολλών- υπέροχου δίσκου!

Τα λόγια αποδίδουν –στην καλύτερη περίπτωση- τη γνώση, όχι τη σοφία....και τα πιό σπουδαία λόγια –είτε πρόκειται γιά ποίηση, είτε για ανάλυση, είτε για πολιτικό μανιφέστο, είτε...είτε...-, είναι πάντα πληρωμένο με αίμα, κάτι σαν έμμηνες ρήσεις δηλαδή...Υπό την έννοια αυτή, βεβαίως η εποχή μας μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κλιμακτήριος...

Περισσότερο απ΄όλους θαυμάζω τους μουσικούς, κι ευτύχησα να γνωρίσω μουσικούς με τεράστια παιδεία, εκπληκτικές σπουδές και ευαίσθητο, προσωπικό ήχο.

Οταν όμως προσπάθησαν να συνθέσουν, οι περισσότεροι-ευτυχώς, όχι όλοι-, έβγαλαν ένα αποστειρωμένο, εγκεφαλικό, αλλοπρόσαλλο αποτέλεσμα...τεχνικά άρτιο βεβαίως, αλλά πολύ μακριά από την ζωή και τις ανάγκες μας.

Εχω συναντήσει και μουσικούς με λίγες γνώσεις και μέτρια απόδοση, που είναι πλασμένοι όμως για να γράφουν τραγούδια. Βλέπετε, αυτή η τρίλεπτη ανάσα δημιουργίας, έχει τέτοιες απαιτήσεις, που λίγοι τις κατανοούν κι ακόμα λιγότεροι είναι ικανοί να επενδύσουν εδώ την ψυχή τους.

Συνήθως, γράφεται πρώτα ο στίχος στα τραγούδια και μετά ΄΄ντύνεται΄΄ με μουσική. Είναι, λοιπόν, περίεργη η αίσθηση όταν ακούς για πρώτη φορά το τραγούδι ολοκληρωμένο. Βεβαίως, γράφοντάς το, γνωρίζεις από πρίν το μουσικό του κλίμα: είναι σαν να είσαι στο σταθμό και περιμένεις το τρένο! Οταν όμως το τρένο έρχεται απ’ την αντίθετη κατεύθυνση, σε πιάνει σύγκριο: εννιά στις δέκα φορές είναι αποτυχία, όπότε παίρνεις τους στίχους πίσω και συνεχίζεις μόνος-η τέχνη δεν γνωρίζει από φιλία ούτε από οίκτο, όσο σκληρό κι αν ακούγεται-. Αυτή η μία όμως φορά που πετυχαίνει.....

Λατρεύω τις τεράστιες διαφορές που προκύπτουν απ’ τις ελάχιστες λεπτομέρειες, κάτι σαν αθροιστικό λογιστικό λάθος...Η εφαρμογή της Θεωρίας του Χάους στη γλωσσολογία! Αν π.χ. κάποιος πεί : ΄΄Το κοινό είναι κοινό΄΄, φανταστείτε το μέγεθος των παρανοήσεων που μπορούν να συμβούν. Στους έντιμους και έτοιμους εννοώ...

Κακά τα ψέμματα: ο τζίρος απ’ τις πωλήσεις των cd’s είναι μηδαμινός συγκρινόμενος με τον τζίρο των μαγαζιών και της τηλεόρασης. Εκεί όμως το πρός πώληση προιόν είναι η εικόνα.

Στις μέρες της παντοδυναμίας της εικόνας, λοιπόν, ο ήχος και ο λόγος απλώς συμπληρώνουν το πιάτο, κάτι σαν άγευστα λαχανάκια στον ατμό που αποτελούν και τη γαρνιτούρα. Αυτός είναι ο λόγος που το ύφος, η εμφάνιση, το μακιγιάζ, οι ενδυματολογικές επιλογές, το βίντεοκλιπ, η κίνηση και ο φωτισμός –τα παρελκόμενα κι επιγενόμενα δηλαδή- έχουν καταλάβει την κυρίαρχη θέση. Το τραγούδι ξαπλωμένο και δεμένο στο προκρούστειο κρεβάτι και πάνω του οι ειδικοί του marketing με μπλούζες λευκές, κόβουν και ράβουν: Απανωτές πλαστικές εγχειρήσεις σ’ ένα σώμα που απουσιάζει.

Συγχωρήστε μου την οξύτητα του χαρακτηρισμού: μέσα σ’αυτό το θλιβερό και πλαστικό τοπίο, δε νομίζω πως μπορούμε να μιλάμε για δισκογραφία. Μετά από τόσα εγκλήματα, μάλλον για δικογραφία πρέπει να μιλάμε...

Εξ άλλου, η δισκογραφία ΄΄της πίστας΄΄, λαμβάνει πάντα υπ’ όψη της δύο παραμέτρους: τη λογική των αριθμών και τη λειτουργικότητα στη χρήση-στην πίστα δηλαδή-.

Η λογική των αριθμών είναι η επένδυση των φοβισμένων.

Στην εποχή μας όμως, οι φοβισμένοι είναι πολλοί κι επιπλέον έχουν συνειδητοποιήσει πως είναι πολλοί και γι’ αυτό κάνουνε γιουρούσια οι ατάλαντοι και γίνονται ολοένα και πιό επικίνδυνοι.

Ευτυχώς, απέναντι στην τρέχουσα ΄΄λογική΄΄ , υπάρχει και η κοινή λογική για να συγκρατεί-και να τιμωρεί ενίοτε- όλους αυτούς τους άχαρους.

Οσον αφορά στη χρηστικότητα, εξακολουθώ να πιστεύω πως ότι δεν έχει άμεση λειτουργικότητα βρίσκεται πιό κοντά στο θεό..

Α,ρε, Χατζιδάκις που τους χρειάζεται!

Εχω εκπαιδεύσει τον εαυτό μου να μη δίνει δεκάρα τσακιστή γι’ αυτό που η πλειοψηφία θεωρεί ΄΄ εξαιρετικά σημαντικά γεγονότα΄, για το 90 τοις εκατό δηλαδή του καθημερινού δελτίου ειδήσεων.

Γι’ αυτό και τιμώ τον μοχαχικό Ελληνα...αυτόν που έχει κτίσει τη ζωή του με λέξεις ξεχασμένες: τιμή, λεβεντιά, καρτερία, ντροπή, αγάπη, ελευθερία.

Αυτόν που λέει λόγια μετρημένα, που κυττάζει γύρω του με βλέμμα ψύχραιμο, που κάνει όσο πιο καλά μπορεί το ταπεινό του εργόχειρο. Αυτόν που μένει έκθαμβος μπροστά στα αυτονόητα, γιατί επιτέλους ανακάλυψε μιάν άλλη όψη των πραγμάτων.

Αυτόν που γιορτάζειτις δικές του γιορτές κι όχι τις γιορτές του πλήθους. Αυτόν που αφουγκράζεται τη ζωή και δεν τη στριμώχνει σε γωνίες.

Μπορεί να είναι κάποιος αγρότης στη Μακεδονία, ένας ψαράς σε κάποιο νησί, ένας πιτσιρικάς κομπιουτεράς με μπλέ μαλλιά, ένας χαρτοπαίκτης, μιά ώριμη χορεύτρια, ή ένας καθηγητής Πανεπιστημίου-και ποιός τραύλισε ότι απουσιάζει το glamour;

Μ’ αυτούς αναγνωριζόμαστε, πίνουμε μαζί ένα ποτήρι κι έπειτα τραβάει ο καθείς το δρόμο του, σίγουροι κι οι δυό πως οικοδομήαμε κιόλας έναν μικρό κόσμο...

Λίγα πράγματα έχω κερδίσει από τη στιχουργία...κυρίως την αγάπη κάποιων αγνώστων και τον σεβασμό των ανθρώπων του χώρου.

Πιστεύω ότι όλοι μας ασφαλέστερα κρινόμαστε όχι απ’ αυτά που πράττουμε, αλλά απ’ όσα αρνηθήκαμε κατά καιρούς να πράξουμε. Μόνο που αυτά τα τελευταία συνήθως μένουνε κρυφά.

Ετσι κι εγώ, ούτε θυμάμαι πόσες φορές έχω αρνηθεί συνεργασίες που είχαν σίγουρη τη σφραγίδα της επιτυχίας...,μην με παρεξηγήσετε: ποτέ δεν καβάλησα το καλάμι, αλλά είτε δεν υπήρχαν –κατά την ταπεινή μου γνώμη- οι εγγυήσεις για το επιθυμητό αισθητικό αποτέλεσμα, είτε-απλώς- δεν μπορούσα ν’ ανταποκριθώ με επάρκεια σε αυτά που μου ζητούσαν...

Ισως γι΄αυτό το λόγο , κοντά στα είκοσι χρόνια που βρίσκομαι στις παρυφές, και όχι ουσιαστικά εντός, της δισκογραφίας, έχω ηχογραφήσει μόνο γύρω στα 70 τραγούδια. Σας φαίνονται πολλά; Μπορείτε να κάνετε τη διαίρεση: αντιστοιχούν 3.5 τραγούδια ανά έτος...αλλά πάλι...τι σημαίνει αυτό το μισό τραγούδι που περισσεύει;

Θα ήθελα ,όμως, να σας διηγηθώ μερικές από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις που μου επεφύλαξε η ενασχόλησή μου με τη στιχουργία:

Ο μυστήριος ζωγράφος λοιπόν στο κάστρο της Μονεμβασιάς. Οι δυό μας μόνοι επισκέπτες, αρχές κάποιου Νοέμβρη με τρμερό αγέρα και βροχή, στο μοναδικό μπαρ, όταν ζήτησε το αγαπημένο του τραγούδι: ήταν το ΄΄Hellas Special΄΄.

Τον ρώτησα αν ξέρει ποιός το έχει γράψει κι απάντησε: ΄΄Μα βέβαια, ο Ξυδάκης...΄΄ και μετά, όταν του είπα πως οι στίχοι ήταν δικοί μου, δεν το πίστευς και ζήτησε να του δείξω ταυτότητα!!! Επειτα, -για τρείς νύχτες- γίναμε αχώριστοι και με κέρναγε και τα ποτά, δεν ξαναβρεθήκαμε από τότε.

Η κυρία στο πιό αγαπημένο μου μπαρ της Αθήνας, το πιό αθέατο και out μαγαζί της πόλης. Δεν πιστεύω να έχετε την απαίτηση να σας το αποκαλύψω...Θα πώ μοναχά πως βρίσκεται στο Νέο Κόσμο και όσοι κατάλαβαν, ξέρουν ποιός παίζει...Εκεί λοιπόν, η κυρία δίπλα μου , ακούγοντας το ΄΄Ισως φταίνε τα φεγγάρια΄΄, γυρίζει και μου λέει: ΄΄Για μένα είναι το καλύτερο τραγούδι που έχει γραφτεί στα τελευταία χρόνια...με συντροφεύει πάντα όταν είμαι στις μεγάλες μοναξιές μου..να, κοιτάξτε αγαπητέ μου...΄΄ και μου δείχνει το μήνυμα στο κινητό της, ΄΄χτές, έστειλα αυτούς τους στίχους σε μιά φίλη μου...΄΄

Κι εγώ αναρωτιόμουν αν θα’ πρεπε να μιλήσω.

Εχω κι άλλες , μυστήριες εμπειρίες από τη στιχουργία: Ο περίεργος εκείνος τύπος, λάτρης και μελετητής της ελληνικής μουσικής, με τους χιλιάδες δίσκους στο σπίτι του, σε κάποιο χωριό της Καρδίτσας. Δεν έτυχε να τον γνωρίσω, καλή του ώρα. Το ξεστόμισε όμως σε κοινούς μας φίλους καθώς κέρναγε τσίπουρα: ΄΄Να στείλετε φιλιά στον Σαμαρτζή...δεν τον ξέρω, έχω ακούσει όμως, όλα, μα όλα του τα τραγούδια...είναι πολύ δικός μου άμθρωπος...΄΄

Η ζωγραφική του Λυκούργου, ενός απ’ τα παιδιά του δημοτικού σχολείου της Νίκαιας με σημείωμα στο πίσω μέρος, γραμμένο διά χειρός της δασκάλας του, της Λίνας:

΄΄Η Λίνα μας λέει πως είσαι γλυκουλίνος και συγκινείται όταν μας τραγουδάει το ΄΄Θα βρεθούμε ξανά΄΄, και μας κρύβεται, αλλά εμείς το καταλαβαίνουμε και συγκινιόμαστε κι εμείς κι ας είμαστε και άντρεςς. –Γιωργάκης. ΄΄Εγώ κλείνω τα μάτια μου και βλέπω θάλασσες΄΄ -Γλύκα. ΄΄ Εγώ σφίγγομαι για να πιάσει καλά η ευχή μου να βρεθούμε όλοι πάλι ξανά΄΄-Αλέξης.

Αυτά με κράτησαν μέχρι εδώ...λίγοι άνθρωποι, μιά θάλασσα και κάποια γλέντια.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!