Σύγχρονοι Τραγουδοποιοί και Ερμηνευτές μιλούν για τον Καζαντζίδη!

(ΑΦΙΕΡΩΜΑ) Νατάσσα Μποφίλιου, Μάρθα Φριντζήλα, Δανάη Παναγιωτοπούλου, Μαρία Παπαλεοντίου, Λάκης Παπαδόπουλος, Φοίβος Δεληβοριάς, Θέμος Σκανδάμης, Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Οι δηλώσεις των καλλιτεχνών έγιναν στον Ηρακλή Οικονόμου. Δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Όασις (τεύχος 11, Σεπτέμβριος 2009) του οποίου είχα τη διεύθυνση απ’ το πρώτο μέχρι και το τελευταίο του τεύχος (19 συνολικά συν ένα ακόμη επετειακό). Η ιδέα γεννήθηκε μέσα από συζητήσεις με το συντάκτη ώστε να καταθέσουμε κάτι «διαφορετικό» για τα 8 χρόνια απουσίας -τότε- του Καζαντζίδη. Ο Ηρακλής Οικονόμου «ξεκλείδωσε» από τους καλλιτέχνες μοναδικές μαρτυρίες ενώ και η εισαγωγική τοποθέτησή του ήταν ξεχωριστή και κατατοπιστική. Από αυτήν κρατάω την φράση: «Οι αναφορές τους -των καλλιτεχνών-, οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του μεγάλου ερμηνευτή, καταδεικνύουν ότι η κληρονομιά του συνεχίζει βασανιστικά να μας αφορά».

Το 8 πλέον έχει γίνει 13 και όχι μόνο τίποτα δεν αλλάξει αλλά η κληρονομιά γίνεται ολοένα και πιο πολύτιμη και «αναγκαία».

Ακολουθούν οι «αναφορές».

ΝΑΤΑΣΣΑ ΜΠΟΦΙΛΙΟΥ
Ο Στέλιος Καζαντζίδης σηματοδοτεί το πέρασμα από το ρεμπέτικο στο αστικό λαϊκό τραγούδι των πόλεων. Στην Ελλάδα του ’50-’60, την Ελλάδα της μετανάστευσης, των κοινωνικών φρονημάτων και των πληγών του Εμφυλίου, η μεγαλύτερη λαϊκή φωνή της Μεσογείου, για πολλούς, ο άνθρωπος που τίμησε με το προσωπικό του παράδειγμα ό,τι λόγια τραγούδησε ευλαβικά μέχρι το τέλος της ζωής του, αρνούμενος την ευτέλεια του χρήματος και της δόξας. Εγκατέλειψε στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του τα πάλκα και τα μεγάλα μεροκάματα και συνέχισε απλά, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, να τραγουδάει για τον λαό. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε πει «Ο Μπιθικώτσης τραγούδησε “Άξιον Εστί”, κι ο Καζαντζίδης το έκανε πράξη».

Το μαγικό με τη φωνή του είναι ο πλουραλισμός της στα χρώματα και το πόσο εύκολα μπορούσε, αν ήθελε, να περνάει μέσα στο πεντάγραμμο από τις χαμηλότερες στις ψηλότερες περιοχές. «Μια τέτοια φωνή γεννιέται κάθε διακόσια χρόνια», είπε ο Μάνος Χατζιδάκις για τον Καζαντζίδη μετά τη συνεργασία τους. «Η κλασική μουσική έχασε έναν βαρύτονο με απίστευτη άρθρωση, φυσική τεχνική και καθαρότητα ηχείου», έχουν πει άνθρωποι από αυτόν τον χώρο.

Εγώ όταν σκέφτομαι τον Στέλιο Καζαντζίδη θυμάμαι τον στίχο «Στέλιο μου, τα τραγούδια σου/απ’ την κασέτα ρίχ’ τα», από το τραγούδι του Λοΐζου και του Πυθαγόρα, και είναι αυτό ακριβώς που αισθάνομαι όταν τον ακούω· να τα ρίχνει απ’ την κασέτα ή τον δίσκο στην ψυχή μου. «Είμαι τραγούδι, είμαι λαός, δεν είμαι σκλάβος κανενός». Για ’μένα αυτός είναι ο Καζαντζίδης.

ΛΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ (ΛΑΚΗΣ ΜΕ ΤΑ ΨΗΛΑ ΡΕΒΕΡ)
Για ’μένα όποιος κάνει αποχή από την ’κονόμα στο ζενίθ της καριέρας του φαντάζει μύθος απλησίαστος, εκτός κι αν αντιμετωπίζει ψυχολογικές ιδιαιτερότητες. Αυτά όμως εμείς που είμαστε από μακριά δεν μπορούμε να τα γνωρίζουμε. Ο Στέλιος Καζαντζίδης, για προσωπικούς λόγους -δεν ξέρω ποιοι ήταν αυτοί-, κατά τη μαγική συγκυρία που ήταν ΒΑΣΙΛΙΑΣ (υπογραμμισμένο και με κεφαλαία) στο είδος του, τα παράτησε και πήγε για ψάρεμα. Στην ίδια κατηγορία τοποθετώ τον Τζον Λένον και τον Μάνο Χατζιδάκι. Φωτεινοί συνάνθρωποί μας, άξια παραδείγματα προς μίμηση.

ΦΟΙΒΟΣ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑΣ
Τον Καζαντζίδη τον γνώρισα σόλοικα. Δεν ήμουν θαμώνας καφενείου, δεν οδήγησα ποτέ φορτηγό, δεν είχα ποτέ στο σπίτι μου κλουβί με καναρίνι. Είχα απλώς πικάπ και μια νοσταλγία 20άχρονου για κάτι ελληνικό, που στις αρχές του ’90 έμοιαζε να αποχωρεί οριστικά. Είχα πάρει τη 10πλή κασετίνα της ΕΜΙ και 2 - 3 άλμπουμ (Νυχτερίδες Κι Αράχνες, Η Ζωή Μου Όλη, Υπάρχω) και προσπαθούσα να ζήσω στο μυαλό μου τις προϋποθέσεις που τον έκαναν αληθινό θεό για τον φούρναρη, τον μανάβη, τον ιδιοκτήτη του βουλκανιζατέρ, όλον αυτόν τον σιωπηλό, γεμάτο ζωή κόσμο που είχε επανδρώσει της γειτονιές της πρωτεύουσας - κι εκείνες μέσα σε 40 χρόνια τού ήπιαν όλο το αίμα.

Αυτή η σχεδόν παρανοϊκή αίσθηση αδικίας (ότι κάποιος δηλαδή θέλει να πιει το αίμα απ’ τη δική μας ζωή), και ο θρησκευτικός τρόπος με τον οποίο τραγουδήθηκε απ’ τον Καζαντζίδη, είναι το νόημα που δίνει την αξία στη φωνή του - πέρα φυσικά από την ίδια της τη δύναμη. Την ώρα που η Ελλάδα έχανε την οριστική της μάχη στον πόλεμο με το παγκόσμιο χωριό, ένας άνθρωπος εξέφρασε το ανείπωτο παράπονο της ανατολίτικης πλευράς της, άφησε μέσα απ’ τη φωνή του την τελευταία της πνοή. Δεν τον ακούω πια όσο τότε, γιατί θα ήταν μακάβριο και γιατί θα ήμουν ψεύτης, τον θεωρώ όμως μέγιστο και βρίσκω πως κάτι λείπει απ’ αυτούς που δεν τον καταλαβαίνουν.

ΜΑΡΘΑ ΦΡΙΝΤΖΗΛΑ
«Μάνα σε ξεκληρίσανε/άπονες εξουσίες/καρδιά δεν σου αφήηησανεεε/μόοονοοο/ μόοονοοο/μόοοονο φωτογραφίιιιεεεες». Αυτή η φωνή που ανεβοκατεβαίνει με τρομερή ευκολία δίχως να χάνει στιγμή την αρρενωπότητα και τη σιγουριά της έχει σημαδέψει τον πατέρα μου· έχει σημαδέψει κι εμένα. Μεγάλωσα στην Ελευσίνα και θυμάμαι πως ένιωθα περήφανη που ο Καζαντζίδης επισκεπτόταν συχνά την πόλη μου για να συναντήσει τους φίλους του. Νιώθω περήφανη -θα το πω κι ας ακουστεί μακάβριο- που ο (Σ)τέλειος Καζαντζίδης είναι θαμμένος στην πόλη μου.

Το πρώτο τραγούδι του Καζαντζίδη που θυμάμαι είναι το Υπάρχω. Το είχα συνδέσει με το τρίκυκλο ενός γείτονά μας που το είχε γραμμένο με κεφαλαία γράμματα πάνω από την πινακίδα. Ο γείτονάς μας είχε χάσει τα τρία κορίτσια του, είχαν πεθάνει σε πολύ νεαρή ηλικία. Με το Υπάρχω στο τρίκυκλο έμπαινε στο μάτι της κοινωνίας. Σαν να έλεγε «Χτυπάτε με, πάρτε τα όλα, ό,τι  κι αν γίνει εγώ θα υπάρχω». Ακριβώς έτσι φανταζόμουν τον Καζαντζίδη. Σαν έναν άνθρωπο πονεμένο που διακηρύσσει την ύπαρξή του.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΗΣ
Δεν είμαι απ’ αυτούς που μεγάλωσαν ακούγοντας στο σπίτι λαϊκά τραγούδια. Τουλάχιστον όχι φανατικά. Το λαϊκό τραγούδι το έμαθα αρκετά αργότερα, και με δική μου πρωτοβουλία. Το έπαιξα στην κιθάρα, το τραγούδησα και έβγαλα και μερικά ενοίκια απ’ αυτό. Στην αρχή ήμουν κάθετος: «Παιδιά, όχι Καζαντζίδη στο πρόγραμμα!» Δεν μπορούσα με τίποτα να βρω έστω και ένα τραγούδι που να μ’ αρέσει και να μπορώ να το πω χωρίς να ντρέπομαι. Με τον καιρό, βέβαια, βρήκα αρκετά. Δέκα απ’ αυτά τα έβαλα και μέσα στο πρόγραμμα. Όλα διαμάντια ερμηνευμένα άψογα από τον Καζαντζίδη. Τόσο χαρακτηριστική ερμηνεία, που δεν μπορείς να τα τραγουδήσεις χωρίς να μιμηθείς, έστω και λίγο, τη φωνή του.

Αυτό που με προβληματίζει, όμως, είναι ότι, πρώτον, μέσα από μια τεράστια δισκογραφία δυσκολεύομαι πραγματικά να αυξήσω τον αριθμό τραγουδιών που μ’ αρέσουν πολύ και, δεύτερον, ότι τα τραγούδια που αρέσουν σε ’μένα δεν τρελαίνανε  τους φανατικούς καζαντζιδικούς που έρχονταν στο μαγαζί όπου δούλευα, πράγμα που σημαίνει ότι μάλλον τα «διαμάντια» του (τραγούδια των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ζαμπέτα, Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου κ.ά.) δεν τον χαρακτηρίζουν, για τον πολύ κόσμο. Θεωρώ, λοιπόν, τον Καζαντζίδη ένα ιδανικό εργαλείο στα χέρια ικανών συνθετών και μια φωνή που με το χαρακτηριστικό της ηχόχρωμα μπορεί εύκολα να εκφράσει τον απλό άνθρωπο. Πιστεύω όμως, παράλληλα, ότι χωρίς την καθοδήγηση ανθρώπων με ταλέντο και ουσία ήταν ικανός για τη χειρότερη επιλογή.

ΔΑΝΑΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
Είμαι, από πολλές απόψεις, μακριά από τον θρύλο του Στέλιου Καζαντζίδη. Τον σκέφτομαι κυρίως όταν προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω αυτήν την πολύ ειδική και μοναδική στον κόσμο σχέση που έχει ο Έλληνας με το τραγούδι. Είναι γεγονός ότι αν το λαϊκό τραγούδι του ’60 έχει μια φωνή, αυτή είναι η δική του, και είναι επίσης γεγονός ότι αν κάτι λειτούργησε ως κοινός τόπος για όλους αυτούς τους εσωτερικούς μετανάστες που αναζήτησαν μια καλύτερη ζωή στις πολυκατοικίες των Αθηνών, αυτό ήταν το λαϊκό τραγούδι.

Δεν μπορεί να μη θαυμάσει κανείς το γεγονός ότι συγκρούστηκε με το κατεστημένο των μαγαζιών και της δισκογραφίας, που -ό,τι και να λέμε για το σημερινό τοπίο- ήταν απείρως πιο ισχυρό και απείρως πιο σκληρό. Το ’70 έχει ήδη φύγει από τη νύχτα γιατί δεν αποδέχεται τους όρους της, και λίγα χρόνια αργότερα σταματάει να ηχογραφεί δίσκους, γιατί ο Μάτσας αρνείται να επαναδιαπραγματευτεί το παλιό του συμβόλαιο με την εταιρεία και να του αυξήσει τα ποσοστά, την ίδια στιγμή που τραγουδιστές που δεν πλησίαζαν το δικό του μέγεθος και τη δική του απήχηση υπέγραφαν συμβόλαια πολύ πιο ευνοϊκά και προσοδοφόρα. Και, φυσικά, το συμβόλαιο δεν μπορεί να λυθεί, μέχρι που αυτό επιτυγχάνεται ύστερα από πρωτοβουλία πολιτικών και καλλιτεχνικών παραγόντων -μεταξύ αυτών και η Μελίνα Μερκούρη-, αρκετά χρόνια αργότερα, αφού έφεραν στη βουλή, ειδικά για την περίπτωσή του, έναν νόμο που κάνει υποχρεωτική την επαναδιαπραγμάτευση τέτοιου είδους συμβολαίων μετά το πέρας μιας τριετίας.

Γνωρίζω ανθρώπους που τη μια στιγμή τα σπάνε και συγκινούνται αληθινά ακούγοντας τον Καζαντζίδη να τραγουδάει τόσο μοναδικά τον ξεριζωμό και την ξενιτειά, και την άλλη στιγμή χειροκροτούν τις επιχειρήσεις-σκούπα της αστυνομίας στην Αθήνα και ψηφίζουν τον Καρατζαφέρη και τον κάθε Μαρκογιαννάκη. Και δεν μπορώ να μη βρω μια σχέση αυτού του οξύμωρου φαινομένου με το ότι ο ίδιος ο Στέλιος Καζαντζίδης, μόλις ο νέος νόμος τον αποδέσμευσε από την εταιρεία που χρόνια τον εκμεταλλευόταν, υπέγραψε με τους ίδιους ανθρώπους της ίδιας εταιρείας συμβόλαιο για έναν δίσκο και μπήκε στο στούντιο να ηχογραφήσει, ωσάν τα προηγούμενα χρόνια της εξορίας του από το τραγούδι να μη σήμαιναν τίποτα.

ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ
Δεν είναι τυχαίο που ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε και συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο λατρείας για πάρα πολλούς Έλληνες. Η φωνή του, πέρα από τα μοναδικά τεχνικά χαρακτηριστικά της, έχει καταφέρει να ταυτιστεί με την ίδια την ελληνική ψυχή. Ένα γεγονός που κατά πρώτον οφείλεται στη θεματολογία των τραγουδιών του, τα οποία άγγιζαν αυτό που θα λέγαμε «λαϊκό αίσθημα» της εποχής, με θέματα όπως η ξενιτειά, ο έρωτας, ο χωρισμός, η φτώχεια, η εργατιά. Και κατά δεύτερον, αυτός ο ιδιαίτερος, συγκινησιακά χρωματισμένος τρόπος που τα ερμήνευε. Στη φωνή του μπορούσες να «δεις» τον πόνο του χωρισμού, την πίκρα της προσφυγιάς, τον καημό της προδοσίας… Εν κατακλείδι -και παίρνοντας ως δεδομένο ότι κάθε εποχή έχει το δικό της λαϊκό τραγούδι- η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη εκπροσωπεί επάξια το λαϊκό τραγούδι της εποχής του.

ΘΕΜΟΣ ΣΚΑΝΔΑΜΗΣ
Ο Καζαντζίδης είναι μια φωνή στον πύργο του τραγουδιού εκατό πατώματα πάνω από το μικρό μου δωμάτιο, και τον ακούω να αντιλαλεί στους διαδρόμους. Μου είπαν πως υπάρχει κάπου στο Περιστέρι ένας τηλεφωνικός θάλαμος που έχει μεταμορφωθεί σε εικονοστάσι του. Πολύ θα ήθελα να σηκώσω αυτό το τηλέφωνο, αλλά δεν θα ήξερα ποιον αριθμό να σχηματίσω.

Κάπως ανυπόφορος μου ακουγόταν όταν ήμουν μικρότερος και είχα εκφράσει την εύλογη απορία στον πατέρα μου «Γιατί οι άνθρωποι όταν είναι λυπημένοι θέλουν να ακούν λυπημένα τραγούδια και όχι κάτι χαρούμενο για να νιώσουν καλύτερα;» Παραλογισμός βαρύς και δυσβάσταχτος μου φαινόταν. Ο πατέρας μου απάντησε «Όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις», ή κάτι ανάλογο, συνοδευμένο με έναν αναστεναγμό. Ήταν νωρίς για να μου εξηγήσει τα της διαλεκτικής του πόνου.

Και αργότερα, όμως, το φάντασμα αυτό συνέχισε να τραγουδάει με τη βαριά φωνή του και να χαλάει την περιποιημένη μελαγχολία τη δική μου και των συνομηλίκων μου. Κοίταζε κατάματα και έφερε πολύ περισσότερο πόνο από αυτόν που είχαμε συμφωνήσει μεταξύ μας ότι χρειάζεται για να είμαστε γοητευτικοί. Πώς τολμούσε; Πώς ήταν δυνατόν να μας βρίσκει σε κάτι ανύποπτες στιγμές και να μας ταράζει και να μας βάζει στα χείλη λόγια χωρίς κανένα στυλ, που μόλις συνειδητοποιούσαμε ότι τα μουρμουράμε νιώθαμε σαν να μας πιάσανε στα πράσα; Αδύνατον να καταφέρεις να μοιάσεις με εκείνον τον νέο που θαυμάζεις στην τηλεόραση, τον λίγο μελαγχολικό, πάντα όμως λαμπερό και άνετο, και έτοιμο να αλλάξει τον κόσμο, να τώρα μόλις τελειώσει αυτό το τσιγάρο, αν ξεχνιέσαι και μουρμουρίζεις «το τελευταίο βράδυ μου απόψε το περνάω», «αν είναι η μοίρα μου σακατεμένη» και άλλα τέτοια λόγια του φαντάσματος.

Μετά το φάντασμα πέθανε κιόλας, και -πράγμα παράξενο- η φωνή του αντί να σβήσει δυνάμωσε. Σε πολλές παρέες τη μιμηθήκαμε κοροϊδευτικά, μάταια προσπαθώντας να την κάνουμε να σωπάσει, αλλά σε ’μένα τουλάχιστον συνέβαινε το εξής: μόλις προσπαθούσα να τη μιμηθώ σαν να με τσιμπούσε μια ακίδα μεγαλείου, γυρνούσα το κεφάλι επάνω, συνειδητοποιούσα ότι επρόκειτο περί τεραστίου ρόδου, και το βούλωνα.

Η ερώτηση που είχα κάνει στον πατέρα μου σήμερα μου φαίνεται πως έχει απάντηση αυτήν ακριβώς που μου είχε δώσει. Όμως μου είναι αδύνατον να πω τι είναι αυτό που ξεχειλίζει όταν ακούω τον Στέλιο Καζαντζίδη. Απλώς κατάλαβα ότι στα δύσκολα μπορώ να τον εμπιστευτώ, κι αυτός ξέρει τι να κάνει με τον πόνο. Τον αφήνει να κυλάει, μέχρι που μια στιγμή τον στέλνει εκεί που παύει να είναι πόνος και γίνεται μια γλύκα παράξενη.

Πηγή: Όασις, (τεύχος 11, Σεπτέμβριος 2009)

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!