Σπόρος (Γιάννης Σταματίου) - Τα χρυσά δάχτυλα

Ο Γιάννης Σταματίου, ο ξακουστός Σπόρος, υπήρξε ένας από τους πιο προικισμένους σολίστες του μπουζουκιού όλων των εποχών.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Γεννήθηκε στις 9 Μαΐου του 1935 και έφυγε από το μάταιο ετούτο κόσμο στις 18 Γενάρη του 2011. 

Το προσωνύμιο «Σπόρος», που έγινε ταυτότητά του όλα αυτά τα χρόνια του το κόλλησε ο Μανώλης Χιώτης, όταν ο βασιλιάς της πενιάς τον αντάμωσε πιτσιρίκο στο ξακουστό στέκι του Μάριου, στην Ίωνος, το στρατηγείο του λαϊκού τραγουδιού όπως το χαρακτήριζε ο αείμνηστος Πάνος Γεραμάνης, καρδιακός φίλος και θαυμαστής του Σπόρου.

Είχα την τιμή και την χαρά να γνωρίσω από κοντά τον κύριο Γιάννη και να συνδεθώ μαζί του με δεσμούς αλληλοεκτίμησης και φιλίας. Μάλιστα κάποια στιγμή έγραψα στίχους πάνω σε μελωδίες του ενώ σχεδιάζαμε και την έκδοση ενός βιβλίου για το βίο και την διαδρομή του στα μονοπάτια του λαϊκού τραγουδιού.
Επίσης ευτύχησα να απολαύσω τον Σπόρο να ιερουργεί με το μπουζούκι του σε στέκια ατμοσφαιρικά, μεταλαμβάνοντας τις μαγικές πενιές, την φινέτσα και το σπάνιο σε ομορφιά και αξία ηχόχρωμά του. Η ζωή του, πολυτάραχη και πολυκύμαντη, όπως και το παίξιμό του, θα μπορούσε να αποτελέσει το σενάριο μιας ταινίας που θα κάλυπτε ως ένα βαθμό σημαντικά γεγονότα και πρόσωπα που σημάδεψαν το ελληνικό μουσικό στερέωμα αλλά τις αμερικάνικες προεκτάσεις του, καθώς ο Σπόρος διέπρεψε στη γη της επαγγελίας. Είναι όμως αδύνατο να συνοψίσουμε τις νότες και την πορεία του Σπόρου στις λίγες γραμμές ενός προλόγου. Γι’ αυτό ας ξετυλίξουμε την ιστορία από την αρχή της...

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Ο Σπόρος γεννιέται στην Αθήνα, "μαιευτήριο της Έλενας" όπως μας έλεγε χαρακτηριστικά και "μέχρι το '40 έμενα στην Κηφισιά". Ο πατέρας του παίζει κιθάρα ερασιτεχνικά κι έτσι το “μικρόβιο” της μουσικής μπολιάζει την παιδική ψυχή του. "Θυμάμαι που ανάμεσα στις χορδές έβαζα βόλους κι έπαιζα γκαζές". Κατά τη διάρκεια της Κατοχής αλλάζει γειτονιές, Νέος Κόσμος, Βάρη και καταλήγουμε στους Καλογήρους. Δύσκολα χρόνια που σημάδεψαν την μνήμη του: "Έχουμε τραβήξει πείνες και άσχημες ιστορίες. Μάζευα μόνος χόρτα και τα τρώγαμε χωρίς λάδι. Και ήμασταν παιδιά πάνω στην ανάπτυξή μας... Γύρω μας νεκροί στο δρόμο ή πρησμένοι από την ασιτία και ο φόβος των Γερμανών να καραδοκεί στο κάθε βήμα σου".
Με την απελευθέρωση αρχίζουν οι καντάδες με φίλους στις συνοικίες. Στην ίδια γειτονιά έχουν ήδη ξεχωρίσει σαν επαγγελματίες μπουζουξήδες οι Μήτσος και Σπύρος Ευσταθίου και ο Στέλιος Μακρυδάκης. Τις «νεκρές» περιόδους πηγαίνει μαζί τους και τους συνοδεύει με την κιθάρα του στα ταβερνάκια. "Είχανε χώμα κάτω στο πάτωμα. Το μεροκάματο ήταν μπακαλιάρος στη λαδόκολλα, πατάτες τηγανητές, φέτα και κρασί. Είχα αρχίσει να ζηλεύω πλάι τους. Δεν μ’ άρεσε να πριμάρουν εκείνοι και να κλέβουν την παράσταση κι εγώ απλά να κρατάω το τέμπο. Ήθελα ν’ αγοράσω ένα μπουζούκι αλλά οι οικονομικές δυνατότητες ήταν περιορισμένες. Ήμουνα μικρός. Πήγαινα σχολείο ακόμα. Έτσι έβαλα στην κιθάρα μου διπλές χορδές στα καντίνια για να μπορέσω να ξεχωρίζω με το παίξιμό μου".

Μια μοιραία μέρα πηγαίνει να επισκεφτεί την θεία του στην Καλλιθέα. Στο διπλανό σπίτι, δυο αδέλφια, ο Βαγγέλης και ο Άκης Πάνου αυτοσχεδιάζουν με τις κιθάρες τους. Οι δρόμοι τους θα ενωθούν. "Με τον Άκη κι έναν φίλος μας, τον Τζων, σχηματίσαμε ένα τρίο και πρωτοεμφανιστήκαμε στο ταβερνάκι του Συλιβάνη, στο Κουκάκι. Η αμοιβή μας ότι παίρναμε από τα τυχερά κι ένα πιάτο φαΐ". Η ευλογημένη στιγμή που θα πιάσει το μπουζούκι στα χέρια του δεν θ’ αργήσει: "Πήρα τη θέση του Σπύρου Ευσταθίου, που πήγε με τον Παπαϊωάννου, στο συγκρότημα του Γιάννη Παπαδόπουλου. Μπουζούκι όμως δεν είχα. Δανείστηκα ένα λοιπόν από τον Παναγή, τον οργανοποιό κι έτσι έπιασα δουλειά στη Νίκη στο Νέο Κόσμο. Μήτσος Ευσταθίου, Μακρυδάκης κι εγώ στα μπουζούκια, Δημήτρης Μέρτικας στο πιάνο και Παπαδόπουλος στην κιθάρα. Το πρώτο μου μεροκάματο, 25 δραχμές. Μιλάμε για το καλοκαίρι του '49. Στο τραγούδι συμμετείχαμε όλοι οι μουσικοί, όπως συνηθιζόταν τότε αλλά και για αρκετά χρόνια ακόμη".

ΜΕ ΠΡΟΤΥΠΟ ΤΟΝ ΧΙΩΤΗ

Με αργά αλλά σταθερά ανοδικά βήματα, ο Σπόρος αρχίζει να γίνεται γνωστός για τις ικανότητές του στο μπουζούκι και να συνεργάζεται σε μαγαζιά της Αθήνας αλλά και σε πανηγύρια με γνωστούς αλλά και νεόκοπους - τότε - δημιουργούς και ερμηνευτές: Χρυσίνη, Κερομύτη, Χατζηχρήστο, Καπλάνη, Καραπατάκη, Καλφόπουλο, Μπίνη, Ζαγοραίο κ.α. Τα λεφτά λιγοστά και η επιστροφή στο σπίτι γινόταν με τα πόδια. Στα στέκια των μουσικών στο κέντρο της Αθήνας γνωρίζει από κοντά τους μεγάλους. Μερικοί τον «κοντράρουν» αλλά η αγάπη για το όργανό του και το ταλέντο του τον βοηθούν να ξεπεράσει τις δυσκολίες. Οι μελωδίες και το παίξιμο του Χιώτη τον αγγίζουν από την πρώτη στιγμή: "Ήταν η αδυναμία μου, πάντοτε. Είχε βγάλει πολλά όμορφα τραγούδια εκείνη την περίοδο: Ο πασατέμπος, Το χρήμα δεν το λογαριάζω, Τσάμπα ξηγιέσαι παλικάρι μου τρελό, Οκέυ, Οι ντιντήδες, Πέντε ώρες στην γωνίτσα κ.ά. Ο Χιώτης είχε μια ξεχωριστή μουσικότητα. Διαισθανόμουν ότι ήταν μπροστά από τους άλλους. Γιατί ότι παίζαν όλοι οι άλλοι ο Χιώτης μπορούσε να το παίξει. Ότι όμως έπαιζε ο Χιώτης δεν μπορούσαν να το παίξουν οι άλλοι. Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τους άλλους συνθέτες, Τσιτσάνη, Χατζηχρήστο, Μητσάκη κ.α., που έγραφαν ωραία τραγούδια. Όμως οι συνθέσεις του Μανώλη είχαν περισσότερο ενδιαφέρον για μας τους μπουζουξήδες. Γιατί για να παίξεις αυτά τα τραγούδια έπρεπε τα χέρια σου να πηγαίνουνε, να τρέχουνε".

ΚΑΤΑΞΙΩΣΗ

Η εποποιία του Σπόρου στο χώρο της λαϊκής μουσικής ξεκινάει από τις αρχές της δεκαετίας του '50. Αρχικά στα μαγαζιά ως μουσικός στο πλευρό όλων των μεγάλων και στην συνέχεια σαν συγκροτηματάρχης και μετέπειτα ως εκτελεστής στα studio συμμετέχοντας σε πλήθος ηχογραφήσεων των Τσιτσάνη, Χιώτη, Δερβενιώτη,Τζουανάκου, Μπακάλη, Τατασσόπουλου κ.ά. Οι ευφάνταστες εισαγωγές, τα ακροβατικά ταξίμια, η προσωπικότητα και υψηλή τεχνική του Σπόρου το κάνουν να είναι περιζήτητος από όλους τους δημιουργούς και τους ερμηνευτές που τον καλούν να προσθέσει το δικό του χρώμα, τη δική του δεξιοτεχνική σφραγίδα στα τραγούδια και τα προγράμματά τους. Το 1952 μαζί με τον Γιάννη Τατασσόπουλο εμφανίζεται στην ταινία Ο Κοκοβιός Πρωτευουσιάνος με πρωταγωνιστές τον Πέτρο Γιαννακό και την Σάσα Ντάριο. Μαζί τους ο Στράτος Παγιουμτζής που ερμηνεύει το περίφημο Έλα σήκω χόρεψε το (Το κορίτσι απόψε θέλει) σε στίχους Κολοκοτρώνη και μουσική Τατασσόπουλου. Με τον τελευταίο «δένουν» και συγκροτούν ένα αξεπέραστο δίδυμο στα λαϊκά κέντρα, στην δισκογραφία καθώς και στο σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων: "Ο Νίκος Μουρκάκος μέσα από τις εκπομπές που έκανε εκεί βοήθησε πάρα πολύ το λαϊκό τραγούδι".

Επόμενος σταθμός στο Ταμπού του Γιώργου Βελουδάκη στην Λεωφόρο Κηφισίας με τους Τζουανάκο, Εσδρά (ακορντεόν), Αγάπιο (πιάνο) και φυσικά τον Τατασσόπουλο. Ο κόσμος διασκεδάζει και γεμίζει τα μαγαζιά. Άλλοτε οικογενειακά κι άλλοτε πιο... νταηλίδικα. "Αναγκαζόμαστε να κρατάμε 3-4 παραγγελιές ψεύτικες ώστε αν ερχόταν ο Κατελάνος, ο Πανολιάκος, ο Καλφακάκος, ο Γκίκας και άλλοι που κάναν φασαρίες να μπορούμε να παίξουμε το τραγούδι που θέλουν χωρίς... ιστορίες".

Στη Λουζιτάνια στην Λεωφόρο Συγγρού στο συγκρότημα προστίθεται η Σεβάς Χανούμ. Στην Πίνδο του Αλεξαντριανού στην Νέα Φιλαδέλφεια με Λαύκα και Μπέμπη, ο Σπόρος παίζει μέχρι και τις 10 το πρωί για τους κοσμικούς και “φορτωμένους” πελάτες: "Στην Πίνδο δεν γινόταν κοσμοσυρροή. Μπορούσε να μπει μια παρέα μόνο, άντε δύο, και να καθαρίσει και το μαγαζί κι εμείς οι μουσικοί. Μιλάμε για χοντρά λεφτά. Λίρες, χαρτάκια ακόμα και ρολόγια μας πετάγανε...". Εμφανίζεται για αρκετές σεζόν στην Τριάνα του Χειλά στην Συγγρού με την Μαρίκα Νίνου, τον Σταύρο Τζουανάκο, τον Χρηστάκη, την Άννα Μπέλλα κ.ά. Με τον Γιώργο Τσιμπίδη συνοδεύει την Γκρέυ και τον Καζαντζίδη στον Αστέρα στα Γερμανικά της Κοκκινιάς.

Το 1957 στην Τριάνα του Χειλά στη είναι επικεφαλής ενός πολύ δυνατού συγκροτήματος: Πόλυ Πάνου, Χρηστάκης, Καραμπεσίνης στο μπουζούκι, Βαρτάνης βιολί, Γ. Κουλαξίζης ακορντεόν, Πορτοκάλης πιάνο, Κανούλας μπάσσο, Γοζαδίνος κιθάρα. "Όπως σου είπα και πριν όλοι οι μουσικοί τραγουδούσαμε. Ο Τατασσόπουλος, ο Τζουανάκος, ο Χιώτης εγώ... όλοι. Άλλοτε συνοδεύοντας τους ερμηνευτές αλλά και μόνοι μας μπροστά στο μικρόφωνο. Και οι τραγουδιστές όμως συνόδευαν τους μουσικούς. Ο Καζαντζίδης και ο Γαβαλάς με τις κιθάρες τους, ο Μπιθικώτσης και ο Περπινιάδης με το μπουζούκι τους κλπ. Κι εδώ πρέπει να πω ότι ανάμεσα στα μεροκάματα των εκτελεστών και των τραγουδιστών υπήρχαν πολύ μικρές διαφορές. Στην Τριάνα η Πόλυ Πάνου έπαιρνε 180 δρχ. μεροκάματο κι εγώ 240. Ενώ στου Τζίμη, η Νίνου 200 δρχ. κι εγώ 180. Είχαν μεγάλη αξία και εκτίμηση εκείνα τα χρόνια οι οργανοπαίκτες. Καμιά σχέση με την σημερινή κατάσταση... Από τον καιρό που σβήσαν τα συγκροτήματα - του Μητσάκη, του Τσιτσάνη, του Χιώτη, Τζουανάκου και Τατασσσόπουλου, του Χατζηχρήστου κ.ά. - χάθηκε και η λαϊκή μουσική..."

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ

Παράλληλα ο Σπόρος μπαίνει στο στούντιο συμμετέχοντας στις φωνοληψίες. Κι εκεί ξεχωρίζει για το δεξιοτεχνικό παίξιμό του και την αντίληψή του να παίρνει «σκελετούς» και να τους “διαμορφώνει” σε τραγούδια. Γίνεται περιζήτητος για τις εισαγωγές του και το όνομά του μπαίνει στις ετικέτες των δίσκων πλάι στους ερμηνευτές, τους δημιουργούς και τους ενορχηστρωτές. "Ξεκίνησα με 80 δραχμές το τραγούδι αλλά σύντομα πήγα στις 150. Ο ρόλος των εκτελεστών ήταν αφανής αλλά σε πολλές περιπτώσεις καθόριζε την μουσική και το ύφος του τραγουδιού. Το μυαλό μου είχε γίνει σαν μαγνητόφωνο... γιατί εργαζόμουν ταυτόχρονα και στις δύο μεγάλες εταιρίες, Columbia και Odeon". Συνεργάζεται με τους Καζαντζίδη, Τσιτσάνη, Παγιουμτζή, Μπακάλη, Πετσά, Γαβαλά, Γκρέυ, Λύδια, Μπέλλου, Τσαουσάκη, Χρυσάφη κ.α.

"Παρ’ όλα αυτά δεν κυκλοφορούσα στο δρόμο με το μπουζούκι στο χέρι. Δεν μ’ άρεσε. Μετακινιόμουν με ταξί. Σε λεωφορείο δεν έμπαινα. Κι ακόμα μέχρι σήμερα μού ‘χει μείνει το κόμπλεξ αυτό. Γιατί αν σε έβλεπαν με μπουζούκι λέγαν αυτός είναι σωματέμπορας, χασικλής και... και...και. Στη δουλειά μας όμως σεβόμασταν και τους εαυτούς μας και τον κόσμο. Ήμασταν πάντα καλοντυμένοι και περιποιημένοι. Όλοι με γραβάτα και κατά το δυνατόν ομοιόμορφα ντυμένοι. Όλα τα συγκροτήματα. Βέβαια ο Χιώτης ξεχώριζε και σ’ αυτόν τον τομέα.

Το πρώτο τραγούδι που έπαιξα είναι το Μα είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά του Τζουανάκου. Μετά στο Έλα σήκω χόρεψέ το, Σπάστα, γκρέμιστα κυρά μου», Ο μαχαραγιάς βγαίνει σεργιάνι κι άλλα πολλά του Τζουαννάκου και του Τατασόπουλου. Σ’ άλλα παίζω μόνος μου, σ’ άλλα μαζί με τον Τατασσόπουλο. Ήμασταν το καλύτερο ντουέτο της εποχής. Πολλές φορές μας δίνανε ένα σκελετό και τον χτενίζαμε, βάζαμε εισαγωγές, απαντήσεις. Εγώ έπαιρνα ποσοστά εκτελεστικά αλλά και μαεστρικά. Ο Μπακάλης μου έδινε και τα μισά μαεστρικά που έπαιρνε γιατί εκτιμούσε τη συνεισφορά που είχα στα τραγούδια του. Θυμάμαι όταν πήγα στο σπίτι του Τσιτσάνη στην Αχαρνών να προβάρουμε το Άσπρο πουκάμισο φορώ, ο Τσιτσάνης με έβαλε ν’ ακούσω διάφορες εισαγωγές που είχε γράψει. Στο τέλος μου λέει: Παίξε και μια δικιά σου. Μόλις με άκουσε να παίζω, μου λέει, αυτό είναι. Όχι ότι ο Τσιτσάνης δε μπορούσε να φτιάξει μια εισαγωγή. Προς θεού! Αλλά ήταν ξύπνιος άνθρωπος και ήξερε να εκμεταλλεύεται τα ιδιαίτερα στοιχεία των συνεργατών του. Το παίξιμό μου σε αυτό το τραγούδι είναι μια απ’ τις σφραγίδες μου. Όπως και το οργανικό Ουίσκι και μπουζούκι που συνέθεσα και έπαιξα στην Αμερική".

ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΡΙΕΡΑ

Όταν η μοίρα και η φήμη του τον οδηγούν στην Αμερική, ο Σπόρος δεν θα περιοριστεί στις κλασικές εμφανίσεις στα πάλκα της ομογένειας, αλλά παράλληλα θα συμπράξει με μεγάλες ορχήστρες πραγματοποιώντας μουσικές επιμειξίες, προσμίξεις και αναζητήσεις υψηλού επιπέδου που ξεπερνούν τα πλαίσια και σύνορα ακόμα και των πιο πρωτοποριακών σημερινών έθνικ τάσεων. "Από τον “κύκλο” μου, ο πρώτος που έφυγε για την Αμερική ήταν ο Τατασσόπουλος, το 1955. Ακολούθησε ο Τζουανάκος και το '57 πήγα εγώ. Επειδή πλησίαζε ο καιρός να με καλέσουν στο στρατό, δεν μπορούσα να πάρω από εδώ βίζα για την Αμερική και γι’ αυτό πήγα στη Ρώμη, όπου έκατσα 15 μέρες. Η Αμερική, ίσως λόγω των κινηματογραφικών ταινιών και της φήμης που επικρατούσε, φάνταζε σαν όνειρο. Όμως μόλις πάτησα το πόδι μου στο Σικάγο το όνειρο ξέφτισε... Πήγα με δικό μου συγκρότημα, κάτι που δεν συνηθιζόταν. Με τους Μπάμπη Κουλαξίζη, Νίτσα Γκρέζη, Γοζαδίνο και Καρακό στο κλαρίνο. Χαλάσαμε κόσμο με τις εμφανίσεις μας. Ελληνισμός πολύς, κυρίως από την επαρχία. Οι συνθήκες ήταν κατά κάποιο τρόπο δύσκολες αφού η νύχτα και τα μαγαζιά ελέγχονταν από τη μαφία. Τα λεφτά ήταν πολύ καλά. Υπήρχε πολύ χαρτούρα.

Μέχρι και το '59 έπαιζα τρίχορδο μπουζούκι. Έμενα με τον Τατασσόπουλο - που δούλευε σε άλλο μαγαζί στο Σικάγο - στο ίδιο ξενοδοχείο. Με καλεί λοιπόν στο τηλέφωνο και μου λέει: Άκου τι μου στείλανε. Και μου βάζει τα Σβήσε τη φλόγα και Απότομα του Χιώτη. Έτσι πήρα την πρώτη γεύση από το τετράχορδο. Αμέσως έδωσα παραγγελιά στον Παναγή, τον οργανοποιό, να μου φτιάξει ένα. Όταν ήρθε το όργανο στην Αμερική, το πρώτο βράδυ έπιασα 10 «πράσινες». Φαλτσάριζα... Γιατί με παρέσυρε. Ήταν σαν κιθάρα αλλά με σκάφος μπουζουκιού... Για μένα πάντως δεν υπάρχει ουσιαστικός διαχωρισμός μεταξύ τους. Το καθένα έχει την αξία του ανάλογα με το ηχόχρωμα που θέλει κανείς να αποδώσει, και το σημαντικότερο, ανάλογα με αυτόν που τα χειρίζεται".

Ο Σπόρος θα παραμείνει - σε πρώτη φάση και συνεχόμενα - στην Αμερική μέχρι και το 1965. Η δεξιοτεχνία του στο μπουζούκι και οι συνεργασίες του με μεγάλες διεθνείς ορχήστρες θα έχουν σαν αποτέλεσμα να γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής. Ο χαρακτηριστικός ήχος του Σπόρου δεσπόζει σε ηχογραφήσεις με το διεθνές συγκρότημα του Χαράτς Γιακούμπιαν, πρώτος βιολιστής στην ορχήστρα της Paramount. Γνώρισε μεγάλες δόξες και κυριολεκτικά αποθεώθηκε από το κοινό. Ανάμεσα στους θαυμαστές του, με τους οποίος ορισμένες φορές μοιράστηκε το ίδιο αστραφτερό πάλκο των Καζινό σε παράλληλα προγράμματα, - συγκαταλέγονται ονόματα μυθικά, όπως αυτά των Νατ Κινγκ Κολ, Φρανκ Σινάτρα, Έλβις Πρίσλευ, Ντιν Μάρτιν, Σάμι Ντέηβις Τζούνιορ κ.ά. Το Χόλυγουντ του ανοίγει τις πόρτες του. Όπου υπάρχει ταινία, τηλεοπτικό σήριαλ ή σόου με ελληνικό χρώμα ο Σπόρος και το μπουζούκι του δίνουν το παρών. Επίσης πραγματοποιεί ηχογραφήσεις σαν σολίστ με ορχηστρικά κομμάτια που ενσωματώνουν μαεστρικά την πανσπερμία των τάσεων που βιώνει ως μουσικός στο χωνευτήρι της Αμερικής...

ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

"Το 1965 βγάζει ο Γεώργιος Παπανδρέου έναν νόμο που έλεγε οι ανυπότακτοι θητείας μπορούν να πληρώσουν και να απαλλαγούν των υποχρεώσεων τους. Εμένα μου είχανε βάλει πέντε χρόνια φυλακή. Με χρέωσαν 500 δραχμές το μήνα. Μαζί με τα εξτρά που μου βάλανε φτάσαμε τις τριάντα χιλιάδες, όσο έκανε τότε ένα διαμέρισμα! Υπήρχε κι ένας όρος που έλεγε ότι έχω δικαίωμα να μένω έναν χρόνο στην Ελλάδα αλλά μετά πρέπει να βγαίνω υποχρεωτικά τρία χρόνια στο εξωτερικό, για να μπορέσω να ξαναέρθω για έναν χρόνο πάλι".
Παρά την μακρόχρονη αποχή του ο Σπόρος δέχεται “πιεστικές” προτάσεις για την συμμετοχή του στα μαγαζιά και στην δισκογραφία. Καθ’ όλη την διάρκεια της χρονιάς (από το Νοέμβρη του 1965 μέχρι και το φθινόπωρο του 1966) ο Σπόρος πρωταγωνιστεί και πάλι στο ελληνικό μουσικό προσκήνιο. Δουλεύει στην Βεντέτα (μετονομασία του Τζίμη του Χοντρού) με Πόλυ Πάνου, Λίτσα Διαμάντη, Νίτσα Αντωνάτου, Αντώνη Μουστάκα και Μπάμπη Τσετίνη και στο Παγκόσμιο με τον Γιάννη Μουζάκη, τον Γιάννη Βογιατζή, την Καίτη Μπελίντα, την Άντζελα Ζήλια, τον Τόνυ Βαβάτσικο, τον Φώτη Μεταξόπουλο και το μπαλέτο του και την Μαρινέλα η οποία μόλις έχει χωρίσει από τον Στέλιο Καζαντζίδη και ακολουθεί σόλο καριέρα. Αναγκάζεται όμως να επιστρέψει στα γνώριμα υπερατλαντικά μετερίζια του. Επανέρχεται και πάλι δυναμικά στη χώρα μας λίγα χρόνια αργότερα αλλά το πήγαινε - έλα συνεχίζεται. Με το ένα πόδι βρίσκεται στην Ελλάδα και με το άλλο στην Αμερική. Πολύχρονες συνεργασίες με Πόλυ Πάνου, Μπιθικώτση, Μαρινέλλα, Βοσκόπουλο, Μαίρη Λίντα, Διαμάντη, Τσετίνη, Ρένα Βλαχοπούλου, Κλειώ Δενάρδου, Λυκούργο Μαρκέα, Μουζάκη και άλλους μεγάλους θα τον ταξιδέψουν σιγά σιγά στα νεότερα χρόνια. Στάγματα της αστείρευτης δεξιοτεχνίας του θα αποτυπωθούν σε δίσκους που εκδόθηκαν από την ΜΒΙ και τον Καθρέφτη.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τον Απρίλη του 2005, η απρόσμενη φυγή του κολλητού του Πάνου Γεραμάνη, θα σημάνει και την αντίστροφή μέτρηση για τον Σπόρο. Του στοίχισε πολύ, τον κλόνισε συθέμελα. Τα προβλήματα υγείας αρχίζουν να βασανίζουν τον εξαιρετικό καλλιτέχνη και άνθρωπο. Για τελευταία φορά, ο Σπόρος, θα εμφανιστεί μπροστά στο πιστό κοινό του, τον Μάη του 2006 στο φιλόξενο Χαμάμ, στα Άνω Πετράλωνα.

Ολοκληρώνω την μονογραφία του Σπόρου, παραθέτοντας σκέψεις του για την κατάσταση του ελληνικού τραγουδιού στις μέρες μας: "Επικρατεί ένας παραλογισμός που έχει κάνει μεγάλη ζημιά στο τραγούδι και τους ανθρώπους που ασχολούνται μ’ αυτό, καθώς και στη διασκέδαση γενικότερα και κατά συνέπεια και στο κοινό. Μια πρώτη φίρμα αμοίβεται με εκατομμύρια κι ένα πρώτο όργανο με διακόσια ευρώ. Ποιο μαγαζί και ποιο κοινό μπορεί να αντέξει σε αυτά τα μεγέθη. Γι’ αυτό κατέληξαν να δουλεύουν τριήμερα και διήμερα. Δεν θυμάμαι ποτέ στην δεκαετία του '50 του '60, αλλά και αργότερα, να είχαμε ρεπό. Δουλεύαμε 7 μέρες την εβδομάδα. Αρχίζαμε Οκτώβριο και φτάναμε μέχρι και το Μάιο. Μέσα Ιουνίου ξεκίναγε η θερινή σεζόν. Χώρια τα εξτραδάκια που κάναμε στις «νεκρές» περιόδους. Δουλεύαμε 11 μήνες τον χρόνο. Επαναλαμβάνω ότι όταν έφυγαν τα λαϊκά συγκροτήματα από το προσκήνιο χάθηκε και η λαϊκή μουσική. Άλλωστε οι επώνυμοι και οι επώνυμες «σκότωσαν» και την Αμερική, όσον αφορά την δουλειά μας. Βέβαια έχει αλλάξει και η ουσία της διασκέδασης πια. Παλαιότερα ο κόσμος πήγαινε στα μαγαζιά για να ακούσει τραγούδια και να γλεντήσει. Σήμερα πάει για να χαζέψει. Πως θα διασκεδάσουν πολιτισμένα οι οικογένειες σε αυτούς τους χώρους, αν υποθέσουμε ότι έχουν την οικονομική δυνατότητα να συχνάζουν εκεί; Τώρα όσον αφορά την δισκογραφία, η κατάργηση του δίσκου 45 στροφών και η υπερπαραγωγή - όσον αφορά τον αριθμό - τραγουδιών έχει σαν αποτέλεσμα ολοένα και περισσότερη ποσότητα και λιγότερη ποιότητα. Κατακλυσμός από τραγούδια χωρίς νόημα. Εκατοντάδες ερωτικά αλλά πρόστυχα. Χωρίς φινέτσα, λεπτότητα και ρομαντισμό. Στίχοι χυδαίοι και ηλίθιοι που εξευτελίζουν το τραγούδι και την ομορφιά της ζωής. Τέτοια, ας τα πούμε τραγούδια, προβάλλονται καθημερινά σκανδαλωδώς και κατ’ επανάληψη από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Λέγονται λαϊκά αλλά το μπουζούκι παίζει συνολικά στο καθένα από αυτά - συνοδευτικά και μόνο - πέντε νότες...".

*Στη σύντροφο του Σπόρου Βούλα Παπαδοπούλου εξαιρετικό άνθρωπο και καλή τραγουδίστρια που συντρόφεψε τον Σπόρο όλα αυτά τα χρόνια ως φύλακας άγγελός του.
Κεντρική φωτό: Ο Σπόρος στο σπίτι του στην Καλλιθέα, ποζάρει με το μπουζούκι του στο φακό του Μωυσή Ασέρ.
Φωτό 2: Ο Σπόρος με τον γράφοντα.
Φωτο 3: Με την Μαρίκα Νίνου και τον Σταύρο Τζουανάκο, το 1954.
Φωτό4: Το περίφημο σχήμα της Τριάνας το 1957, με το Σπόρο συγκροτηματάρχη.
Φωτό 5: Aμερικάνικο πορτραίτο του Σπόρου
Φωτό 6: Με τον Τζακ Λέμον και την Σίρλευ Τζόουνς


Video

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!