Σωτηρία Μπέλλου – Ποια να συγκριθεί μαζί της;

Είναι μία από τις μυθικές, εμβληματικές φιγούρες του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού (το δεύτερο αποτελεί φυσική μετεξέλιξη – συνέχεια του πρώτου)
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Προσωπικότητα ιδιαίτερη, ευαίσθητη, ευάλωτη, εύθραστη και συνάμα ισχυρή και αχαλιναγώγητη, με έντονα πάθη και αδυναμίες, σημάδεψε όσο λίγοι το τραγουδιστικό στερέωμα του τόπου.

Η φωνή της ρωμαλέα, αντρίκια, ατσάλινη αλλά γοητευτική, ξύλινη αλλά αισθαντική απέδωσε δημιουργίες κορυφαίων συνθετών και στιχουργών, που αγάπησε ο κόσμος και θεωρούνται κλασικές ενώ παράλληλα η Μπέλλου έδωσε δυναμικό παρών στο λαϊκό πάλκο και την διασκέδαση πάντα με την δική της ξεχωριστή στάση και αξιοπρέπεια

.

Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου του 1921. Ήταν πρωτοκόρη μιας μικροαστικής φαμίλιας απ’ τα Χάλια της Χαλκίδας (Εύβοια). Έμαθε γράμματα και ψαλτική (ο παππούς απ’ την μεριά της μητέρας ήταν παπάς). Σαν παιδί ήταν πολύ ζωηρή και έδειξε κλίση για το τραγούδι. Είδωλο της η Σοφία Βέμπο την οποία είχε παρακολουθήσει σε κινηματογράφο της Χαλκίδας στην ταινία Προσφυγοπούλα το 1938. Είναι η χρονιά που πετάει την βέρα στον αρραβωνιαστικό της - «ήθελε να μου κάνει τον ζόρικο. Μην πας εδώ, μην πας εκεί. Ήταν μαγκάκι, δε λέω, αλλά εγώ δεν τα σήκωνα αυτά. Δεν σήκωνα τις μαγκιές με λίγα λόγια» - και παντρεύεται τον Βαγγέλη Τριμπούρα, ελεγκτή υπεραστικών λεωφορείων.

Δυο μήνες μετά, η Σωτηρία, ύστερα από άγριο ξυλοδαρμό από τον άντρα της, θα αποβάλλει το δύο μηνών έμβρυο που κυοφορούσε. Η Μπέλλου λίγο αργότερα θα εκδικηθεί τον σύντροφό της περιλούζοντας τον με βιτριόλι, πράξη για την οποία θα φυλακιστεί. Βγαίνοντας από την φυλακή θα συγκρουστεί με την ασφυκτική μικρή κοινωνία της Χαλκίδας καθώς και με τους οικείους της και με μια κιθαρίτσα υπό μάλης θα πάρει το μονοπάτι για την πρωτεύουσα. Την περίοδο της Κατοχής, θα ενταχθεί στο ΕΑΜ, θα συλληφθεί και θα ταλαιπωρηθεί από τους Γερμανούς ενώ θα συμμετάσχει και στα γεγονότα των Δεκεμβριανών. Ήταν δύσκολα χρόνια και ιδιαίτερα για μια γυναίκα που πάλευε για να σταθεί μόνη σ’ ένα χώρο “αντροκρατούμενο” και “κακοχαρακτηρισμένο”.

 

Στην ταβέρνα του “Καλλέργη”, στα Εξάρχεια την πρωτάκουσε ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης, που ήταν φίλος με τον Τσιτσάνη και την έφερε σ’ επαφή μαζί του. Έτσι στα τέλη του 1947 κυκλοφόρησαν τα πρώτα της τραγούδια “Όταν πίνεις στην ταβέρνα” και “Το παιδί που είχες φίλο” που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Την επόμενη χρονιά ηχογραφεί περισσότερες από 30 συνθέσεις των Παπαιωάννου, Μητσάκη, Χιώτη, Καπλάνη, Χάρμα και φυσικά του Τσιτσάνη που την καταξιώνουν ως “μεγάλη κυρία” στον απόηχο του ρεμπέτικου και στην έναρξη της εποποιίας του λαϊκού.

Με τον Τσιτσάνη θα εμφανιστούν στου “Τζίμη του Χοντρού” στην Αχαρνών. Ένα βράδυ κάποιοι πελάτες (Χίτες), για να την πικάρουν της ζητούν φορτικά να τραγουδήσει το άσμα «Του αετού ο γιος», σύμβολο των βασιλοφρόνων και παρακρατικών. Η Μπέλλου θα αρνηθεί επανειλημμένα να τους ικανοποιήσει, εκείνοι θα την χτυπήσουν αλύπητα, δίχως ο Τσιτσάνης και τα υπόλοιπα μέλη της ορχήστρας να παρέμβουν για να την βοηθήσουν. Βρισκόμαστε στα 1948. Έκτοτε η Μπέλλου δεν θα θελήσει να συνεργαστεί ξανά στο πάλκο με τον Τσιτσάνη.

 

 

Θα δουλέψει με τον Μάρκο Βαμβακάρη στην ταβέρνα του Παναγάκη στον Άγιο Παντελεήμονα όπου θα τους ανακαλύψει ο Μάνος Χατζιδάκις και θα τους προσκαλέσει να εμφανιστούν στην περίφημη διάλεξή του για το ρεμπέτικο στο Θέατρο Τέχνης, το χειμώνα του 1949. Στην συνέχεια, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς θα τραγουδήσεις στου Καλαματιανού στις Τζιτζιφιές με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον ιδανικό όπως τον χαρακτήριζε η ίδια συνεργάτη της στα κέντρα και στους δίσκους.

 


Μια απόπειρα επαναπροσέγγισής της με τον Τσιτσάνη το 1951, όταν εκείνος διακόπτει προσωρινά την σύμπραξή με την Μαρίκα Νίνου αλλά αμέσως μετά τα ξαναβρίσκει μαζί της, θα έχει σαν αποτέλεσμα νέες κόντρες και καυγάδες. Οι δρόμοι τους, όσον αφορά τις ζωντανές εμφανίσεις, θα ξανασυναντηθούν το 1973 στο “Χάραμα” της Καισαριανής. Εκεί το δίδυμο Τσιτσάνης - Μπέλλου θα γράψει την δική του ιστορία μέχρι και τα ξημερώματα της Πέμπτης, 22 Δεκεμβρίου του 1983, όπου ο Τσιτσάνης έπαιξε ζωντανά για τελευταία φορά.

 

Στην δισκογραφία όμως Τσιτσάνης και Μπέλλου θα συνεχίσουν την κοινή δράση τους, μέχρι και τα μισά περίπου του ’50 περίοδο που ουσιαστικά η Μπέλλου κλείνει τον πρώτο κύκλο της στην δισκογραφία παρά κάποιες σπασμωδικές εξαιρέσεις που θα ακολουθήσουν.

 


Είναι η εποχή όπου η Μπέλλου κλονίζεται τόσο καλλιτεχνικά λόγω του εκρηκτικού και ανυποχώρητου χαρακτήρα της– ρήξη με τους μαγαζάτορες αλλά και συναδέλφους της –όσο και ανθρώπινο επίπεδο – τζόγος αλκοόλ και άλλα πάθη έχουν μπει στην ζωή της – με αποτέλεσμα μια απόπειρα αυτοκτονίας και νοσηλεία της ανά τακτά διαστήματα σε νευρολογικές κλινικές. Η δυσκολίες που αντιμετωπίζει στην καριέρα της θα την οδηγήσουν στην μανιοκατάθλιψη.

Οι κατευθύνσεις των δισκογραφικών εταιρειών αλλάζουν και μια νέα γενιά ερμηνευτών έρχεται να εκφράσει τα νέα ήθη και κοινωνικοπολιτικά δεδομένα, με συνέπεια οι περισσότεροι πρωτομάστορες να μένουν στην αφάνεια, παροπλισμένοι και αβοήθητοι. Σε αυτό συντελούν εκφυλιστικά φαινόμενα που αρχίζουν να παρατηρούνται στην διασκέδαση και στον τρόπο που πλασάρονται πλέον οι ερμηνεύτριες στην πίστα. Τα τραγούδια που ηχογραφεί η Μπέλλου την πενταετία 1955 – 1960 μετριούνται στα δάχτυλα των χεριών.


Φτάνουμε στα 1965 όταν η Μπέλλου μαζεύει τα κουρέλια της ψυχής της και εμφανίζεται ξανά στο πάλκο, στην Ωραία Νήσος Ύδρα, ένα «δεύτερο» μαγαζί στο Περιστέρι, όπου θα το κάνει στέκι της για μεγάλο διάστημα. Είναι η περίοδος που ξεκινά η πρώϊμη αναβίωση του ρεμπέτικου, μέσα από το ενδιαφέρον των φοιτητικών κύκλων για τους πρωτοπόρους της λαϊκής μουσικής αλλά και τις επανεκτελέσεις κλασικών τραγουδιών του Μάρκου Βαμβακάρη, του Μπαγιαντέρα, του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Μητσάκη κ.ά. από τις μεγάλες φωνές του ’60 (Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Λύδια, Π. Πάνου, Γκρέυ κ.ά.) που υπό την σκέπη των δημιουργών δίνουν νέα πνοή και νεύρο στα τραγούδια ξανακάνοντάς τα επιτυχίες.


Παράλληλα το Νέο Κύμα έχει ήδη αρχίσει να συγκινεί ένα σημαντικό μέρος του κοινού, που αναζητά νέα ακούσματα και προτάσεις.

Ο Αλέκος Πατσιφάς, βλέπει τις μετοχές της δισκογραφικής του εταιρείας Λύρα – που ταυτίζεται με το καινούργιο μουσικό ρεύμα - να απογειώνονται και γι’ αυτό ίσως δεν διστάζει να προτείνει στην Μπέλλου την επαναφορά της στην δισκογραφία μέσω ενός μεγάλου δίσκου 33 στροφών. Η Μπέλλου πείθεται τελικά να ηχογραφήσει κλασικές στιγμές του ρεμπέτικου ρεπερτορίου – ορισμένες εκ των οποίων είχε σφραγίσει η ίδια με την ερμηνεία της στο παρελθόν – με την συμβολή του δεξιοτέχνη μπουζουξή Στέλιου Ζαφειρίου ο οποίος αναλαμβάνει και την επιμέλεια της ορχήστρας που την συνοδεύει.

Η απήχηση του δίσκου και το γενικότερο ευνοϊκό κλίμα της εποχής θα αναγεννήσει κυριολεκτικά την Μπέλλου και θα τις ανοίξει τις πύλες για μια νέα πορεία στην διασκέδαση – εμφανίζεται στην Πλάκα σε διάφορα μαγαζιά και στο δικό της «Σαλόνι», στις Τζιτζιφιές - και την δισκογραφία. Το 1968 θα κυκλοφορήσει το δεύτερο μέρος της σειράς Τα Ρεμπέτικα Της Σωτηρίας Μπέλλου, πάντα με τον Ζαφειρίου στο μπουζούκι και τις ενορχηστρώσεις, και φυσικά πάντα με τα εξαιρετικά χαρακτικά έργα του Τάσσου (Αναστάσιος Αλεβίζος) στο εξώφυλλο. Συνολικά η σειρά με τα ρεμπέτικα από το 1966 μέχρι και το 1990 που θα ολοκληρώσει τον κύκλο της θα φτάσει τα 12 άλμπουμ με ενορχηστρώσεις του Στέλιου Ζαφειρίου, του Νίκου Μαμαγκάκη και του Κώστα Παπαδόπουλου.

Το 1973 η Μπέλλου θα σμίξει και πάλι με τον Τσιτσάνη στο Χάραμα της Καισαριανής– είχε προηγηθεί η φυγή του Γιάννη Παπαϊωάννου στις 3/8/1972 με τον οποίο ο Τσιτσάνης είχε αποτελέσει ισχυρό δίδυμο στο ίδιο κέντρο – δημιουργώντας για μια δεκαετία ένα οχυρό του λαϊκού τραγουδιού απ’ όπου παρέλασαν πλήθος κόσμου, λάτρεις του είδους, καλλιτέχνες, πολιτικοί.

 

Στις δεκαετίες ΄70 και ΄80, οι συνεργασίες της με “έντεχνους” δημιουργούς (Αργύρη Κουνάδη, Βαγγέλη Γκούφα, Διονύση Σαββόπουλο, Βασίλη Δημητρίου, Μάνο Ελευθερίου, Ηλία Ανδριόπουλο, Μάνο Ελευθερίου, Δημήτρη Λάγιο, Μιχάλη Μπουρμπούλη, Δήμο Μούτση, Κώστα Τριπολίτη, Γιάννη Μαρκόπουλο, Λίνο Κόκοτο, Φώντα Λάδη, Κώστα Καλδάρα κ.ά. ), οι εμφανίσεις της σε συναυλίες των Σταύρου Ξαρχάκου, Ανδριόπουλου θα αναδείξουν εκ νέου την μεγάλη της γκάμα και την μοναδικότητα των ερμηνευτικών της προσόντων, αποζημιώνοντάς την για τα “πέτρινα” χρόνια της δεκαετίας 1956-1966.

 


Ταυτόχρονα εξακολουθεί να δίνει το παρών και σε πιο «λαϊκές» εργασίες με τραγούδια των Θόδωρου Δερβενιώτη, Κώστα Βίρβου, Στέλιου Βαμβακάρη σε συνδυασμό με τη συνέχεια των εκδόσεων των δίσκων με επανεκτελέσεις ρεμπέτικων και λαϊκών κομματιών που έφερε το όνομά της, η οποία όπως αναφέραμε είχε ήδη ξεκινήσει από το δεύτερο μισό του ’60.


Μετά τον θάνατο του Τσιτσάνη (18/1/1984)
η Μπέλλου θα παραμείνει στις επάλξεις, στο Χάραμα όπου το 1987 θα γιορταστούν τα 40 χρόνια παρουσίας της στο τραγούδι, με τον Γιάννη Τσαρούχη να χορεύει υποβασταζόμενος το περίφημο τελευταίο του ζεϊμπέκικο που αποτύπωσαν ο φωτογραφικός φακός και η κάμερα. Ιστορικές έχουν μείνει επίσης οι κατοπινές πολλαπλές εμφανίσεις της Μπέλλου στον Δία και στην συνέχεια στο Ρεπορτάζ όπου το 1993 θα αναγκαστεί να σταματήσει για λόγους υγείας. Ο καρκίνος του φάρυγγα που κλέβει την φωνή της και σκοτώνει σταδιακά το είναι της έχει ξεκινήσει το μοιραίο δρομολόγιό του. Το φινάλε θα γραφτεί στις 27 Αυγούστου 1997, μια ανάσα πριν τα γενέθλιά της. Ήταν 78 χρόνων. 

 
Η Μπέλλου εμφανίστηκε την εποχή που οι θρυλικές ερμηνεύτριες όπως η Ρόζα Εσκενάζυ και η Ρίτα Αμπατζή δεν είχαν πια πέραση. Στα τέλη της δεκαετίας του ΄40 το μπουζούκι είχε πλέον καθιερωθεί ως το βασικό όργανο της λαϊκής ορχήστρας εκτοπίζοντας τα “σαντουροβιόλια” και τους εκπρόσωπους της σμυρνέικης σχολής. Πριν από αυτήν οι πιο χαρακτηριστικές φωνές που λειτούργησαν στην ρεμπέτικη δισκογραφία ήταν οι Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Στέλλα Χασκίλ και Ρένα Ντάλια. Η Μπέλλου αποτελεί από μόνη της σχολή που λίγες ερμηνεύτριες ήταν και είναι σε θέση να ακολουθήσουν. Η Ρίτα Σακελλαρίου διέθετε στο μέταλλο της πατήματα, ηχόχρωμα και ψυχισμό από το μεγαλείο της.


Λυπάμαι που το γράφω, αλλά προσωπικότητες και φωνές σαν της Μπέλλου είναι μάλλον απίθανο να εμφανιστούν ξανά ποτέ στο ελληνικό τραγούδι.


Φωτογραφίες
2. Σε νεαρή ηλικία

3. Στο πάλκο με το μπαγλαμαδάκι στα χέρια. Στο μπουζούκι ο Αργύρης Βαμβακάρης, στην κιθάρα ο Λάκης Ματθαίου (Τρίο Μπελκάντο). Πίσω τους η Λιλή Νικολέσκο και ο Κώστας Καρίπης
4. Με τον Ηλία Ποτοσίδη και Γιάννη Παπαϊωάννου στις αρχές του ΄50.

5. Τα εξώφυλλα της σειράς δίσκων της
Lyra, με τα περίφημα εξώφυλλα του Τάσσου.
6. Την εποχή της δικαίωσης, μετά τα «πέτρινα» χρόνια.


 

 


 

 

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!