Ποιος ήταν ο σπουδαίος Βαγγέλης Γκούφας

(PHOTOS - ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ) Γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου του 1925 και έφυγε από κοντά μας την 1η Νοεμβρίου του 2016.
Ποιος ήταν ο σπουδαίος Βαγγέλης Γκούφας Φωτογραφίες: Μωυσής Ασέρ
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Ο Βαγγέλης Γκούφας μιλάει για τη ζωή και τη διαδρομή του μέσα από μια σπάνια συνέντευξή του - αφιέρωμα στον Κώστα Μπαλαχούτη.

Ο Βαγγέλης Γκούφας δε μένει πια εδώ. Όμως παντοτινά είναι και θα είναι τα έργα του. Οι μνήμες δε σβήνουν από την γνωριμία μας, που γέννησε τη συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δίφωνο, το Νοέμβρη του 2004.

Ο Χατζιδάκις, ο Καραγάτσης, η Κάλλας, η Μελίνα, ο Ντασέν, ο Φίνος, η Αλίκη, ο Ληναίος, η Φωτίου, ο Καλδάρας, ο Πυθαγόρας, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, το ραδιόφωνο, το θέατρο, η διαφήμιση, η ποίηση… Μια ολόκληρη εποχή με πικρές στιγμές αλλά μοναδικές δημιουργίες και όνειρα ξετυλίγεται μοναδικά μπροστά στα μάτια μας.
gkoyfasdf01

Ο Βαγγέλης Γκούφας όπως τον γνώρισα


Συχνά στο χώρο της στιχουργικής δημιουργοί που δεν ασχολήθηκαν επί μακρόν και επαγγελματικά με τον στίχο άφησαν το στίγμα τους στο τραγούδι. Ανάμεσά τους και ο Βαγγέλης Γκούφας που από τα λίγα σχετικά τραγούδια που έχει υπογράψει σε δίσκους, τα μισά τουλάχιστον γνώρισαν επιτυχία ενώ και τα υπόλοιπα -εξίσου εξαιρετικά- άφησαν θετικές εικόνες και ορισμένα στο πέρασμα των καιρών ανακαλύπτονται εκ νέου και δικαιώνονται. Άλλωστε ο Γκούφας στην πολύχρονη διαδρομή του στη ζωή και την τέχνη υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους ακριβούς εργάτες του λόγου και όσον αφορά την τραγουδοποιία ένας ικανότατος μάστορας της ρίμας, είτε μιλάμε για προσωπικές, ερωτικές, συμβατικές αλλά και κοινωνικοπολιτικές μαρτυρίες.

Τα παραδείγματα που ακολουθούν είναι ενδεικτικά του μεγέθους του ταλέντου του: Όνειρο Δεμένο, Βαρκαρόλα, Για χατίρι σου, Τα τραίνα που φύγαν (συνδημιουργία των Γκούφα και Βασίλη Ανδρεόπουλου), Χάθηκε το φεγγάρι, Τα δάκρυα μου είναι καυτά, Να με θυμάσαι, Από βυθό σ' άλλο βυθό σε μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, Ξημερώνει (Το σύννεφο έφερε βροχή) σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, Απόψε κάποιος θα χαθεί σε μουσική Μίμη Πλέσσα, Κόκκινα χείλη φίλησα σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, Άι γαρούφαλλό μου, Όρτσα τα πανιά, Η φρεγάδα σε μουσική του Αργύρη Κουνάδη με τον οποίο συνεπέγραψαν και ολοκληρωμένους κύκλους όπως Δεν περισσεύει υπομονή και Παραλογές αλλά και άλλα σκόρπια και θεατρικοτηλεοπτικοκινηματογραφικά τραγούδια σε μουσική των Μίκη Θεοδωράκη, Βασίλη Δημητρίου κ.ά. Τα ερμήνευσαν σε πρώτη εκτέλεση -καθώς πρόκειται για αγαπημένες για το κοινό στιγμές που γνώρισαν απανωτές επανεκτελέσεις- προικισμένοι τραγουδιστές όπως οι: Σωτηρία Μπέλλου, Πάνος Γαβαλάς και Ρία Κούρτη, Μαίρη Λίντα, Ζωή Φυτούση, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Βίκυ Μοσχολιού, Ελένη Βιτάλη, Αντώνης Καλλογιάννης, Δούκισσα κ.ά. Συγγραφέας ραδιοφωνικών εκπομπών συνεχείας που άφησαν εποχή (με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Μικρή, Πικρή μου Αγάπη που παρουσιαζόταν για έξι συνεχόμενα χρόνια), σεναριογράφος γνωστών και βραβευμένων ταινιών (Η Λίζα και η Άλλη (1961) και το Ταξίδι (1962) σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, Το Πρόσωπο της Μέδουσας (1971) και Μπορντέλλο (1985) σε σκηνοθεσία Νίκου Κούνδουρου, Ο Κλειός (1986) σε σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη με τον οποίο ο Γκούφας συνεργάστηκε στενά στην μικρή οθόνη και βραβεύτηκε για το συγκεκριμένο σενάριο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κ.ά.), θεατρικών έργων, τηλεοπτικών δραματουργίων (Γιόυγκεμαν, Εν Αθήναις, Τερέζα Βάρμα Δακόστα, Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά κ.ά.) αλλά και ποιητής με δύο εκδόσεις στο ενεργητικό του (Απόδειπνο Μικρό και Ευρώπη), μέλος της Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων και υποστηρικτής αντιπολεμικών και αντιιμπεριαλιστικών κινήσεων ο Γκούφας αποτελεί πολύτιμο βιβλίο του οποίου οι σελίδες παραμένουν ερμητικά κλεισμένες αφού ο ίδιος αποφεύγει να προβάλλει στα μέσα το πολυδιάστατο έργο και την εικόνα του. Είναι χαρακτηριστικό ότι δείλιαζα να του απευθύνω μέσω κοινών γνωστών την πρόσκληση για μια παρουσίασή του στο περιοδικό Δίφωνο αφού γνώριζα ότι στο παρελθόν είχε αρνηθεί ανάλογες προτάσεις μεγαλοδημοσιογράφων και ανθρώπων του καλλιτεχνικού στερεώματος. Βάδιζα λοιπόν με δισταγμό το ανηφόρι που με οδηγούσε στο διαμέρισμά του στα σκαλάκια του Λυκαβηττού, γιατί αφενός δεν γνώριζα με ποιον "είχα να κάνω" αλλά και με μια απορία που μ' έτρωγε σχετικά με την ευκολία με την οποία δέχθηκε να συνομιλήσουμε. Μάλιστα μετά τις πρώτες εγκάρδιες χειραψίες δεν κρατήθηκα και εξωτερίκευσα τις σκέψεις μου. Η πρόσχαρη και ευγενική σύζυγός του Ναταλία, απάντησε για αυτόν: "Του αρέσει να συναναστρέφεται με νέους ανθρώπους με ανάλογα ενδιαφέροντα". Τόσο εγώ όσο και ο συνοδοιπόρος Μωυσής Ασέρ που με συνόδευε πήραμε θάρρος και οι ερωτήσεις προς τον Γκούφα έπεσαν βροχή. Σε αυτό βοήθησαν και τα ουζάκια με τους μεζέδες που επιμελήθηκε η κυρία Ναταλία Γκούφα αλλά και η διαύγεια, το χιούμορ, η εφηβική διάθεση και η αθυροστομία του Γκούφα, η αύρα που απέπνεε ο ίδιος αλλά και ο χώρος του σπιτιού.

Στους τοίχους φωτογραφίες φίλων και συνεργατών από γυρίσματα και προσωπικές στιγμές της Μελίνας Μερκούρη, της Τζένης Καρέζη, του Αλέκου Αλεξανδράκη, της Αλίκης Βουγιουκλάκη, του Δημήτρη Χορν, του Γιάννη Ρίτσου, του Αλέκου Σακελλάριου, του Νίκου Τσιφόρου και άλλων προσωπικοτήτων που αναφέρθηκαν παραπάνω ζέσταιναν και παράλληλα φόρτιζαν με δέος την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
gkoyfasdf02
Η εισαγωγή είναι σκοπίμως μακροσκελής αφού στην συζήτηση που ακολουθεί ο διεισδυτικός, χειμαρρώδης και γοητευτικός ειρμός του Γκούφα προσπερνά με σεμνότητα και αξιοπρέπεια το "προσωπικό" βίωμα και την όποια υστεροφημία που συνήθως πολλοί ομότεχνοι του αναζητούν, επεκτεινόμενος στο "συνολικό" γίγνεσθαι μέσα από τις εμπειρίες και την οξυδέρκειά του. Συμβιβασμένος με τον αδηφάγο χρόνο, έχοντας κλείσει την όγδοη δεκαετία της ζωής του δηλώνει χωρίς μελαγχολία ή φόβο: «Δεν κάνω σχέδια πλέον. Φεύγω...» ενώ χωρίς ηττοπάθεια αντικρίζει τον σύγχρονο ξεπεσμό ενός μεγάλου κομματιού της καλλιτεχνικής και κοινωνικής πραγματικότητας: «Παλαιότερα, εμείς, ως αρχαίοι Έλληνες παλαιοκομμουνιστές, λέγαμε: να κάνουμε κάτι ν' αλλάξει κάτι. Τώρα εγώ δηλώνω φωνακτά: Μην κάνετε τίποτα γιατί δεν αλλάζει τίποτα. Ακόμα και οι όποιες δικές μου διαμαρτυρίες είναι "εις μνήμην", μνημόσυνα δηλαδή. Η μόνη αντίσταση -για μας τους ηλικιωμένους- είναι η μνήμη. Γι' αυτό και παρηγοριόμαστε όταν βλέπουμε από τους ερχόμενους κάτι τις».

Προσπαθώντας να βάλω μια σειρά στην κουβέντα τον ρωτάω για το ξεκίνημα της ζωής του, για την κατάσταση της οικογένειάς του. Βρίσκει ένα ακόμη πάτημα για να αστειευτεί: «Γεννήθηκα στην ονομαστή συνοικία του Ψυρρή από πολύ εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν καροποιός, έφτιαχνε κάρα...». Στη συνέχεια όμως οι τόνοι αλλάζουν: «Ο πατέρας μου ήταν Αθηναίος και η μητέρα μου από την Κομοτηνή. Η μάνα της Ναταλίας ήταν από την Κωνσταντινούπολη και ο πατέρας της απ' την Σμύρνη. Μη η Μικρασιατική καταστροφή, το θλιβερότερο γεγονός της νεότερης ελληνικής ιστορίας, θα ήμασταν Αλβανία. Εξαιτίας του ερχομού ενάμισι εκατομμυρίου ανθρώπων από εκείνες τις μεριές, δημιουργήθηκε ότι είμαστε αυτή την στιγμή. Έφεραν πολιτισμό, γράμματα, χορούς... και τραγούδι. Είχαν μια εθνική λατρεία. Η Ελλάδα γι' αυτούς ήταν φως. Ένας από τους δίσκους που λατρεύω και που περιγράφει με αμεσότητα και σαφήνεια, όλη αυτό το δράμα αλλά και τις συνέπειες του, τραγικές αλλά και ευεργετικές συνάμα -όπως είπα και νωρίτερα- είναι η Μικρά Ασία των Καλδάρα και Πυθαγόρα. Όταν πήγαμε, μας πάνε δηλαδή, στην Μακρόνησο και με βάζουν με τους πολιτικούς κρατούμενους, συνάντησα κάτι Καισαρανιώτες. Ένας από αυτούς κρατά ένα μπουζούκι και παίζει το Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι. Είναι για ένα παιδί που πάει για εκτέλεση. Σφίχτηκε η καρδιά μας... Τι να πεις για τον Καλδάρα». Ο Πυθαγόρας σας αρέσει; τον ρωτώ. «Ναι, ναι πολύ...» μου απαντά. Ακόμα και πέρα από τη Μικρά Ασία, στα ερωτικά του; «Βέβαια... Τι να πεις για τον Πυθαγόρα... Ή για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, ή για τον Νίκο Γκάτσο. Όταν τώρα ακούω στίχους που λένε: Έβαλες στα βυζά σου σιλικόνη/ και τώρα εμένα ποιος μου τη σηκώνει... Στίχος τραγουδιού, τι να πεις...».
gkoyfasdf03
Επιμένω να επιστρέψουμε στο ξεκίνημα της ζωή του κι εκείνος πρόθυμα συμβιβάζεται: «Γεννήθηκα στις 22 Ιανουαρίου του 1925. Σπούδαζα Νομικά μέχρι που με διέκοψαν... Κατοχή και με πήγαν στο Χαϊδάρι. Μ' άρεσε η ποίηση και δευτερευόντως η μουσική. Είχα την χαρά να γνωρίσω τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Γιάννη Ρίτσο πολύ περισσότερο. Με τους δύο τελευταίους μιλάγαμε στον ενικό. Στον Σεφέρη, δεν σήκωνε... ενικό. Νομικά ακολούθησα για να έχω κάποιο επάγγελμα. Γενικότερα υπήρχε άνθηση γύρω από τα πολιτιστικά. Σε όλες νομίζω τις ιστορικές περιόδους που είναι καταθλιπτικές εξαιτίας εξωτερικών πιέσεων υπάρχει στροφή προς τον πολιτισμό. Είναι σαν παρηγόρια... Το 1952 κέρδισα το δεύτερο βραβείο σε ένα διαγωνισμό διηγήματος που έκανε η Βραδυνή. Το πρώτο κέρδισε ο Φρέντυ Φερμανός. Το θέμα με το οποίος καταπιάστηκα είχε σχέση με την Μικρασιατική καταστροφή. Το έπαθλο ήταν χρηματικό αλλά επειδή ήταν Χριστούγεννα μας έδωσαν και από μία γαλοπούλα. Είχα ξεκινήσει πολύ νωρίτερα να γράφω. Είχα μία αγαπημένη θεία, αδελφή της μάνας μου, στην οποία χρωστάω ότι είμαι σήμερα, που διέθετε μία έφεση για γράμματα. Επίσης με ώθησε προς το γράψιμο, ή βοήθησε να ωθηθώ, μια δασκάλα που είχα στην τετάρτη Δημοτικού, η Άρτεμις Λιούμα. Στην Κατοχή ήταν δύσκολα... στην Αθήνα. Όλοι κάναμε κάτι τότε σαν αντίσταση. Τώρα δεν κάνουμε τίποτα... Όταν οι Γερμανοί πιάσαν τον πατέρα μου και τον αδελφό μου, την κοπάνησα και πήγα στον Μαραθώνα. Απελευθέρωση από τους Γερμανούς το φθινόπωρο του '44, χαρές και πανηγύρια, νομίζαμε ότι θα... Τα γενέθλιά μου των είκοσι ετών, στις 22 Ιανουαρίου του 1945 τα γιόρτασα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Αίγυπτο, στην Ελ Ντάμπα. Κι άλλοι περάσαν από εκεί, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Μίμης Φωτόπουλος... Δέκα χιλιάδες Έλληνες πολιτικοί κρατούμενοι. Μετά από έξι μήνες επιστρέφουμε από εκεί και κάποιους από εμάς, που θεωρήθηκαν ηθικοί αυτουργοί, δηλαδή δεν κάναμε το χρέος μας και δεν σκοτώσαμε όσους έπρεπε, μας άφησαν. Οι δολοφόνοι της υπόθεσης εξακολουθούσαν να παραμένουν στα κελιά. Από το 1946 έως και το 1952 κράτησε η στρατιωτική θητεία μου στην Ικαρία και την Μακρόνησο. Υπήρχαν μεσοδιαστήματα που γυρνούσα στην Αθήνα γιατί η θείτσα που λέγαμε πριν έραβε την γυναίκα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που ήταν υπουργός Εθνικής Αμύνης... Δούλεψα σε δυο-τρεις εφημερίδες, κάνοντας ρεπορτάζ... Μπούρδες ρεπορτάζ...». Ευτυχώς που παρεμβαίνει η κυρία Ναταλία Γκούφα που παρακολουθεί προσεκτικά τα τεκταινόμενα και συμπληρώνει μια αποκλειστική συνέντευξή του, εκείνης της εποχής, με την Μαρία Κάλλας.
gkoyfasdf04
Ο λόγος και πάλι στον Γκούφα: «Σπουδαία φωνή, δώρο Θεού είχε. Δολοφόνος, κακός άνθρωπος, εμφανώς, το έβλεπε στα μάτια της. Η συνέντευξη έγινε στη Μεγάλη Βρετανία. Κοινοτοπίες, δεν μπορούσε να πει σημαντικότητες η κυρία, αυτή είναι η άποψή μου. Σαν χάρισμα δεν συζητιέται. Εγώ δεν την χωνεύω, την όπερα εννοώ, αλλά η φωνή της Κάλλας τεράστια, από τα φαινόμενα». Το βλέμμα της κυρίας Ναταλίας τον κάνει να προσθέσει: «Παρ' όλα αυτά έχω πάει σε όλες τις όπερες. Έχω φωνάξει μες της Σκάλα του Μιλάνου. Παρακολουθούμε την Αΐντα σε σκηνοθεσία του Ριακόνι, χαμηλώνουν οι φωνές, και οι γυναίκες χορεύτριες βρίσκονται σχεδόν γυμνές επί σκηνής. Απόλυτη γαλήνη κι ακούγεται η βραχνή φωνή φωνή μου: Ρε σεις στο Crazy Horse βρισκόμαστε!!!».

Επιχειρώ να ξαναστήσουμε το βιογραφικό του. Επόμενοι σταθμοί μετά τις εφημερίδες; ρωτάω. Ο Γκούφας δεν μας χαλάει, προσωρινά φυσικά, το χατίρι: «Πήγα σε μια διαφημιστική εταιρεία, την είχε ο Καραγάτσης, του οποίου είχα την χαρά να κάνω σενάρια για έργα του στην τηλεόραση: Γιούγκερμαν, Λιάπκιν...».
gkoyfasdf05
Ο Ασέρ που με συνοδεύει δεν κρατιέται και παρεμβαίνει: Θυμάστε μερικά από τα κείμενα που γράφατε για τις διαφημίσεις; Ο Γκούφας χωρίς χρονοτριβή απαντά: «Ιζόλα, ο πολιτισμός στο σπίτι, Αχ! ξεκουράστηκα πλένει το Φάμιλτον που εμείς παραφράζαμε: Αχ! ξεκουράστηκα... πλένει η μάνα μου».

Το ραδιόφωνο πότε μπαίνει στη ζωή σας, ρωτώ με την σειρά μου.

«Πάνω-κάτω εκείνη την περίοδο. Γράφω σκετς, σενάρια. Διευθυντής στην ραδιοφωνία είναι ο Μιχάλης Γιαννακάκος -ο κατ' εξοχήν αθλητικός περιγραφέας- παλιός ΕΑΜίτης που ξέρει τι είμαι εγώ. Μου λέει γράψε κάτι για την Μεγάλη Εβδομάδα. Και κάνω το Άννας και Καϊάφας με το οποίο έπαθε σοκ. Περνάγανε πράγματα τότε... Πρώτο σενάριο καθημερινών ραδιοφωνικών εκπομπών είναι η Οικογένεια Παπαδοπούλου που μεταφέρθηκε και στην μεγάλη οθόνη σε σκηνοθεσία Ροβήρου Μανθούλη. Κλασικό σήριαλ είναι η Μικρή Πικρή μου Αγάπη. Πεντέμισι χρόνια, κάθε μέρα, κάθε μέρα... Είχα πάθει την ζημιά της ζωής μου. παραθερίζουμε στην Νάξο με την Ναταλί. Έχω γράψει κατεβατά για μήνες για να καλυφθεί η απουσία μου. Ένα πρωί με περιμένουν κάτι κυρίες βαθιά στεναχωρημένες και μου λένε: Κύριε Γκούφα, γιατί μας το κάνατε αυτό. Λέω τι σας έκανα. Γιατί πεθάνετε την πρωταγωνίστρια. Τα ίδια και χειρότερα και με την μάνα μου. Υπήρχε μια ταύτιση πρωτοφανής. Το ραδιόφωνο έχει ένα επιπλέον ατού σε σχέση με την τηλεόραση. Λες για παράδειγμα η Λίτσα. Η Λίτσα η δικιά σου, η δικιά μου... αφήνει περιθώρια να λειτουργήσει η φαντασία. Ενώ στην τηλεόραση η Λίτσα είναι π.χ. η Φωτίου, ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Όταν στα πλαίσια της Μικρής Πικρής μου Αγάπης, παντρεύονται οι πρωταγωνιστές που υποδύονται με τις φωνές τους ο Στέφανος Ληναίος και η Έλλη Φωτίου, τα δώρα του γάμου που κατέφθασαν ήταν αμέτρητα. Τα οποία και επιστρέψαμε βέβαια.. Μέχρι και το 1960 κάνω ραδιόφωνο. Παράλληλα κάνω και θεατρικές διασκευές, σενάρια... ενώ με φίλους και συμπαραστάτες δημιουργούμε τον θεατρικό οργανισμό Δωδεκάτη Αυλαία».

Διακόπτω τις σκέψεις του. Το τραγούδι, οι στίχοι πότε μπαίνουν στη ζωή σας κύριε Γκούφα;

«Στο Θέατρο Βρεττάνια, μία φορά την εβδομάδα, η Δωδεκάτη Αυλαία παρουσιάζει τρία μονόπρακτα. Μια ωραία πρωία ο Φίνος, ο Φιλοποίμην, έχει δει την παράσταση και μου λέει: Βαγγέλη θέλω να σε δω. Πάω στο μαγαζί του και με ρωτάει: Γράφεις; Τι να κάνω, να σβήνω, του απαντώ. Γράψε τότε για την Αλίκη... Και πέρα από το σενάριο του έργου Η Λίζα και Η Άλλη γράφω το Σύννεφο έφερε βροχή του Χατζιδάκι, γιατί το τραγούδι ανήκει στον μουσικό, ο κινηματογράφος στον σκηνοθέτη και το θεατρικό έργο στον συγγραφέα. Τον Χατζιδάκι τον γνωρίζω από τα χρόνια της ΕΠΟΝ, όπως γνώριζα και την μητέρα και την αδελφή του. Μου ‘κοψε βέβαια ένα τετράστιχο που έλεγε: Ίδιος ήλιος αύριο πάλι/ Βιοπάλη, βιοπάλη... Ο Χατζιδάκις επιτόπου έγραψε την μουσική αφού τον κυνήγαγε ο Φίνος που βιαζόταν να βγει η ταινία. Ανάλογη ευκολία στο να γεννούν μελωδίες είχαν και ο Ξαρχάκος και ο Θεοδωράκης. Ένα μέρος του Προδομένου Λαού που γράψαμε με τον τελευταίο έγινε δια τηλεφώνου. Το Σύννεφο πάντως είναι ωραίο τραγούδι. Συγκινήθηκα δε όταν ο Καραμανλής, ο παλαιότερος, επισκέφτηκε την Κίνα και κινέζικη ορχήστρα προς τιμήν του έπαιξε το Ξημερώνει. Αλλά πιότερο συγκινήθηκα όταν σε ένα καλοκαιρινό κέντρο στο Φάληρο άκουσα την Μαίρη Λίντα με τον Χιώτη να το τραγουδούν και μαζί τους όλο το μαγαζί. Μ' άρεσε να συχνάζω στα μπουζούκια... Τα περισσότερα τραγούδια που έγραφα ήταν προέκταση θεατρικών και κινηματογραφικών σεναρίων. Βέβαια στην Λόλα έγραψα μόνο τους στίχους του τραγουδιού, αλλά κι αυτό ήταν σημαδιακό... Μερικές φορές αναζητώ την πρωτοτυπία. Π.χ οι ρίμες να είναι ρήμα-αντικείμενο, ή ακόμη και γοητευτικούς παρατονισμούς».
gkoyfasdf06
Βρίσκω σκαλοπάτι και του απευθύνω την αυτονόητη ερώτηση: Πως γράφεται ένα σενάριο; Ο Βαγγέλης Γκούφας με κατατοπίζει αμέσως: «Έχεις στο μυαλό σου ένα συγκεκριμένο παραμύθι αλλά με τους πρωταγωνιστές του. Στην περίπτωση της Λίζας έχω την Βουγιουκλάκη στο νου μου. Κάπως έτσι ξεκινάει το πράγμα. Δημιουργούμε ένα εύθυμο σενάριο γύρω από αυτήν που πρέπει να υπηρετήσει και τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Δεν μπορείς να αγνοήσεις τον Κωνσταντάρα όταν σου λέει κοίταξε μη με πετάξεις στην μπάντα. Ή πως να αγνοήσεις ηθοποιούς με ταλέντο όπως ο Κωνσταντίνου, ο Μουστάκας, ο Ψάλτης... Αλλά και στα γυρίσματα όταν δω ότι κάποιος από τους συντελεστές έχει να δώσει πράγματα μεταπλάθω τον ρόλο του κι από ρολάκι του γράφω σελίδες ολόκληρες. Ή το αντίστροφο. Το σενάριο είναι επάγγελμα αλλά και δημιουργία. Ακόμα και η διασκευή. Μέχρι και το μαγείρεμα χρειάζεται ψυχή. Θυμάμαι σαν ότι ο Φίνος, με τον οποίο στην συνέχεια γίναμε οικογενειακοί φίλοι και βάφτισε την κόρη μου -ο γιός μου είναι βαφτιστικός της Καρέζη- μου είχε δώσει και χρήματα μπροστά για το σενάριο. Όπως θυμάμαι μια φράση της μεγάλης Μαρίας Κοτοπούλη που έφτασα πλέον να λέω κι εργώ τώρα: Ξέρω περισσότερους πεθαμένους από ζωντανούς...».
gkoyfasdf07
Θέλοντας να αλλάξω το κλίμα μεταφέρω τον Βαγγέλη Γκούφα στα χρόνια της δικτατορίας: «Βρισκόμαστε με την Ναταλία στη Βιέννη για λίγες στιγμές ξεκούρασης. Παρασκευή πρωί είμαστε στη Βιέννη, Κυριακή θα γυρίζαμε. Συνήθιζα να στέλνω κάρτες σε φίλους και συγγενείς. Κατεβαίνω στην ρεσεψιόν δίνω τις κάρτες, και η κοπέλλα στην υποδοχή με κοιτάει παράξενα. Σ' ένα περίπτερο διαβάζω στις πρωτες σελίδες των εφημερίδων: Μιλιτάρι πουτς... Αμέσως σκέφτηκα το πουτς είναι κακό. Πραξικόπημα... Η παραμονή μου στο εξωτερικό παρατάθηκε για μια επταετία και η Ναταλί ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα στο πήγαινε-έλα αφού τα παιδιά μας -μικρά τότε- ήταν στους γονείς μας μέχρι να εγκατασταθούμε επί μακρόν στο Γενεύη. Η Ναταλί εργαζόταν στο Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Βέβαια και και αυτά τα χρόνια ήταν δημιουργικά. Μαζί με τον Μάριο Πλωρίτη γράψαμε το Γεννήθηκα Ελληνίδα της Μελίνας. Έξι μήνες έμεινα στο Παρίσι για τις ανάγκες του βιβλίου για το οποίο πήρα εννέα χιλιάδες δολάρια τότε. Έγραψα και τραγούδια με τον γιό του Ντασέν αλλά και το Να γυρίσω πίσω/ πεύκο να μυρίσω που ταυτίστηκε με την Μελίνα. Στο Παρίσι για μας τους Έλληνες ήταν μια χαρά, τσακωνόμασταν συνέχεια. Οι περισσότεροι ήταν κομουνιστές αλλά ήταν και ο Κόκκας της Ελευθερίας, ο Βαρδινογιάννης και άλλοι αυτού του διαμετρήματος... Οι ξένοι γενικά μας αντιμετώπιζαν με συμπάθεια. Επιστρέψαμε στην Ελλάδα μετά την μεταπολίτευση. Έχω μετανιώσει που γύρισα στην Ελλάδα. Και τότε, κυρίως για την αναστάτωση που έφερε αυτή η επιστροφή στη ζωή των παιδιών μου γιατί η κόρη μου για παράδειγμα πήγε σχολείο στην Ελβετία, είναι ελβετίδα υπήκοος, όπως και τα εγγονάκια μου, αλλά και για το γενικότερο επίπεδο ζωής. Δεν μιλάω για το σήμερα όπου κυριολεκτικά Δεν περισσεύει υπομονή...».
gkoyfasdf08
Φωτογραφίες: Μωυσής Ασέρ

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!