Το σημαντικότερο, όμως, στοιχείο που έφερε, αυτός ο από κάθε άποψη επιβλητικός κρητικός, ήταν η ανανεωτική πνοή και η σημαντική διαφοροποίηση του εκφραστικού φορτίου και τρόπου του έντεχνου τραγουδιστή, από τα μέχρι τότε φωνητικά πρότυπα, που, κυρίως, προέρχονταν από το αστικό λαϊκό τραγούδι, και τα οποία, ναι μεν, είχαν δώσει τα μέγιστα, αλλά, από την άλλη, είχαν υπερκαταναναλωθεί και, μέχρι ενός σημείου, κουραστεί. Ο Βασίλης Σκουλάς, λοιπόν, έχοντας τη γνώση του παραδοσιακού μουσικού και τη νεώτερη εμπειρία του έντεχνου τραγουδιού, καλύπτει, εδώ και κάμποσα χρόνια, μέρος αυτού του χώρου παίζοντας και τραγουδώντας, μαζί με τα κρητικά, και τα έντεχνα τραγούδια στα οποία τα ηχοχρώματα και η αδρότητα της παράδοσης συναντούν το λυρισμό και την αφαιρετικότητα της νεοελληνικής μπαλάντας. Αυτές οι αιχμές, χωρίς τη συντηρητικότητα που κρύβει η προσκόλληση σε παρελθοντικά πρότυπα, είναι αναγκαίες για την διατήρηση της πολυμορφίας της σύγχρονης ελληνικής μουσικής και του τραγουδιού, ιδιαιτέρως στη νεότερη εποχή που η διαφορετικότητά τους ισοπεδώθηκε, εν πολλοίς, από την μονοσημαντότητα του life style.