Μαρία Φαραντούρη – Η πρώτη της συνέντευξη το 1966!

«Κύλησαν τα νιάτα στο ποτάμι…» η παρθενική παρουσίαση της ερμηνεύτριας, από την Ολυμπία Καράγιωργα στο περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος».
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
11/05/2011
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ
Καμία εκδήλωση

Κάπως έτσι, σκέφτηκα να ξεκινήσουμε την αναδημοσίευση παλιών συνεντεύξεων -παρουσιάσεων - αφιερωμάτων από τον τύπο της δεκαετίας 1960-1970 που έχουν κάποιο ιστορικό ενδιαφέρον και δίνουν έναν διαφορετικό τόνο και κάποιο χρώμα, αν και από ασπρόμαυρα χρόνια, στη σημερινή περίεργη εποχή στην οποία τα καλλιτεχνικά θέματα και κυρίως η δισκογραφία και το τραγούδι βρίσκονται σε μια σχετική ύφεση.

Η αναδημοσίευση είναι ακριβής, έτσι ώστε να κρατηθούν στο ακέραιο το πνεύμα, το ήθος και οι συνθήκες της εποχής.

Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
ΕΤΟΣ ΙΓ’. ΑΡΙΘ. 649,
ΑΘΗΝΑΙ, 17 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1966
«Το κορίτσι της εβδομάδας»

Η ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ είναι δεκαεννιά χρονών. Μόλις πέρυσι τελείωσε το γυμνάσιο. Σχεδόν παιδί. Κάθεται πλάι μου στα σκαλοπάτια του σπιτιού της, στη Νέα Ιωνία και μιλάμε. Κάνει πολλή ζέστη μέσα κι είναι δειλινό κι έξω οι άνθρωποι γυρίζουν απ’ τον κυριακάτικο τους περίπατο και μας χαιρετούν.
Φοράει γαλάζιο πουκάμισο και μπλε φούστα κι έχει πρόσωπο λεπτό και κάπως χλωμό και χέρια μακριά που συνοδεύουν κάθε της κουβέντα. Νοιώθεις αληθινή κοντά της.

- Παίζεις πιάνο, Μαρία; Τα χέρια σου…
Ναι, παίζω. Παίρνω μαθήματα πιάνου και φωνητικής μουσικής απ’ τη δευτέρα γυμνασίου. Το Σεπτέμβρη θα πάρω το πτυχίο μου απ’ το Ωδείο. Ξέρεις; Θα το πάρω σε επτά αντί δώδεκα χρόνια πού ’ναι το κανονικό.

- Θα κουράστηκες.
(Τα μάτια της χαμογελούν). Ναι, αλλά μ’ αρέσει. Μ’ αρέσει να δουλεύω για να καταφέρνω δύσκολα πράγματα που αγαπώ. Κι εξ άλλου πάντα τό ’ξερα πως αυτό το δρόμο θ’ακολουθούσα: το τραγούδι. Έχω πίστη στη φωνή μου. Τραγουδώ από τότε που άρχισα να μιλώ. Εγώ θυμάμαι πως όταν ήμουνα πέντε χρονών έβγαινα στα σκαλοπάτια του σπιτιού μας και τραγούδαγα. Η μητέρα λέει πως τραγουδώ από δύο χρονών. (Γελάει). Τραγουδούσα πάντα και στις γιορτές του σχολείου. Και τώρα ακόμη στις ήσυχες στιγμές μου τραγουδώ. Μ’ αρέσει να βρίσκομαι σε μια ερημιά, κοντά στη θάλασσα και να τραγουδάω μόνη μου. Νοιώθω κάτι να πετάει από μέσα μου.

- Μαρία, μια γάτα. Θα μπει μέσα.
(Τζουλιάνο! Έλα δω Τζουλιάνο μου. Για πού τό ’βαλες; Πας να βρεις τη μητέρα; Άντε τρέχα) Στα Κύθηρα, στην πατρίδα της μητέρας μου, έπαιρνα το μουλάρι μας και πήγαινα μακριά και τραγουδούσα ώρες.

Την κοιτάζω καθώς μιλάει. Δεν έχει κανένα στόμφο η φωνή της. Μιλάει αληθινά.

- Μαρία πιστεύεις πως η τύχη παίζει μεγάλο ρόλο στην επιτυχία;
Ω, ναι! Δεν ξέρω τι γίνεται στις άλλες χώρες, έχω ζήσει λίγη ζωή, δεν είναι; Αλλά στην Ελλάδα ναι. Δεν ξέρεις που να πας, ποιον να δεις να σε βοηθήσει. Μέχρι και στα Νέα Ταλέντα πήγα!Κατά τύχη δεν γνώρισα τον Μίκη Θεοδωράκη; Στη μέση της χρονιάς. Στην τελευταία τάξη στο γυμνάσιο ήρθε μια καινούργια συμμαθήτρια και κάθισε δίπλα μου στο θρανίο. Γίναμε φίλες. Στο διάλειμμα μ’ άκουσε που τραγουδούσα (πάντα τραγούδαγα) και μου είπε να γίνω μέλος στο Σύλλογο Φίλων της Ελληνικής Μουσικής πού ’χε σκοπό να βοηθάει τα νέα ταλέντα. Πήγα. Μετά το σχολείο με την ποδιά ακόμα έτρεχα στο Σύλλογο, στη Σόλωνος. Σε μια συναυλία στον Πειραιά τραγούδησα τον «Καημό». Εκεί με άκουσε ο Θεοδωράκης. Όταν τελειώσαμε ήρθε κοντά μου, ακούμπησε το χέρι στην πλάτη μου και μου είπε: «Γεννήθηκες για τα τραγούδια μου». Φαντάζεσαι πως ένοιωσα; Ρίχτηκα τότε με τα μούτρα στη μελέτη των τραγουδιών του. Σ’ αυτό με βοήθησα πολύ ο Μάνος Λοϊζος κι ο Χρήστος Λεοντής. Κι εκείνοι ξεκίνησαν απ’ το Σύλλογο.

- Κι ύστερα;
(Τα μάτια της συννεφιάζουν λίγο). Ύστερα πέρασαν επτά, οκτώ μήνες χωρίς κανένα νέο. Εγώ δεν σταμάτησα τη μελέτη, αλλά άρχισα να απογοητεύομαι. Νόμιζα πως με είχε ξεχάσει.

- Κι έπειτα μια μέρα…
Κι έπειτα μια μέρα μας έδωσαν απ’ το Σύλλογο προσκλήσεις να τις πάμε στην Κολούμπια. Ήταν εκεί ο Θεοδωράκης. Με θυμήθηκε αμέσως κι είπε στον Τάκη Λαμπρόπουλο να μου κάνει συμβόλαιο. Αμέσως η ζωή μου άλλαξε. Μαζί με την Σούλα Μπιρμπίλη και τον Μπιθικώτση αρχίσαμε μια μεγάλη περιοδεία σε είκοσι δύο μέρη της Ελλάδας. Στο Δημοτικό Θέατρο της Πάτρας τραγούδησα για πρώτη φορά μπρος σε τόσο κόσμο. Φοβόμουνα κι ένοιωθα ευθύνη. Έπρεπε να γίνω το τραγούδι που τραγουδούσα. Την ώρα του τραγουδιού ήμουνα μόνη μου και μαζί ,’ όλον εκείνον τον κόσμο που μ’ άκουγε. Ύστερα άρχισαν τα χειροκροτήματα και κατάλαβα πως έμπαινα πια στην αρχή του δρόμου μου.

- Πότε έγινε αυτό;
Τον Οκτώβρη του 1964.

-Ήσουνα, δηλαδή, δεκαεφτά χρονών!
Ναι. Τότε γυρίστηκε και ο πρώτος μου δίσκος, το «Ματωμένο Φεγγάρι». Όποτε τα’ ακούω νοιώθω μια αγάπη. Κι είναι και τα λόγια όμορφα. Άκου: Ένας κρατούσε το μαχαίρι/ Άλλος κρατούσε το σπαθί/ Κι εγώ σου κράταγα το χέρι/ Το χέρι μου να ζεσταθεί. Όμορφο δεν είναι;

- Ναι, Μαρία, είναι.

Κι ο δρόμος απλώνεται:
1964 : Συναυλίες στο «Θέατρο Χατζηχρήστου» με την Ντόρα Γιαννακοπούλου και τον Μπιθικώτση.
1965: Τραγουδάει στη «Στοά» με τον Λοϊζο. Γυρίζει σε δίσκο τα «Τέσσερα Λαϊκά Τραγούδια».
1966: Δύο τραγούδια σε δίκο: «Το εκκρεμές». Τραγουδάει σο «Ο» και «Η» και στις «Εσπερίδες». Συναυλία με πρώτη παρουσίαση του «Μαουτχάουζεν». Τραγουδάει μόνη στη τουρνέ του Θεοδωράκη στην Αγγλία, Γερμανία, Ολλανδία.

Μου μιλάει γι αυτό το ταξίδι με μάτια που λάμπουν:

Άρχισαν οι ετοιμασίες. Είχα χαρά και φόβο. Όλο το βάρος έπεφτε σε μένα. Τραγουδούσα είκοσι τραγούδια. Στην Αγγλία μας κάλεσαν στο B . B . C . και στην τηλεόραση. Στην Ολλανδία γύρισα ένα δίσκο με δώδεκα τραγούδια. Στη Γερμανία…

- Στη Γερμανία;
Θα θυμάμαι πολλά απ’ αυτή τη χώρα.

- Λέγε.
- Στο Μόναχο δώσαμε μια συναυλία για τους Έλληνες εργάτες. Η σάλα ήταν πλημμυρισμένη. Μόλις βγήκαμε στη σκηνή σηκώθηκαν όλοι όρθιοι και φώναζαν «Ζήτω η Ελλάδα» και άφησαν να πετάξουν δυο περιστέρια. Όταν τελειώσαμε τους είδα που έκλαιγαν. Ήτανε απ’ τις πιο ζωντανές στιγμές της ζωής μου… Να δίνω εγώ τόσα σε τόσους ανθρώπους! Στο Ντύσελντορφ μετά από μια συναυλία είχαν φύγει οι άλλοι και πήρα και γω το μπουκέτο μου κι έφευγα, όταν με σταμάτησε ο διευθυντής του θεάτρου και με οδήγησε σ’ ένα τεράστιο γραφείο. Εκεί μου ζήτησε να υπογράψω στον τοίχο βουτώντας το χέρι μου σε μια μαύρη μπογιά. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι υπογραφές. Διάβασα της Κάλλας και της Τεμπάλντι… Υπέγραψα κι έφυγα κι αντί να χαίρομαι θλιβόμουνα τη στιγμή που περνούσα την απέραντη άδεια σάλα, που δεν είχαμε και μεις τέτοιες αίθουσες στην Ελλάδα να τραγουδάμε, παρά πηγαίναμε στους κινηματογράφους και στα γήπεδα.
Μ’ άρεσε να περπατάω μόνη μου. Μια μέρα μπήκα στο λεωφορείο και πήγα στο Νταχάου. Είδα στους θαλάμους των αερίων τις νυχιές που είχαν κάνει οι άνθρωποι την ώρα που πέθαιναν. Σ’ ένα φούρνο είχε ένα στεφάνι πού ‘γραφε ελληνικά: «Στη μνήμη του αδερφού μου». Σε μια κάμαρα είχαν τις φορεσιές εκείνες τις ριγέ, που φορούσαν οι κρατούμενοι. Μια φορεσιά είχε ένα μπάλωμα στο μανίκι. Ήταν κι ένα αυλάκι που έβαζαν τους πολύ άρρωστους να σκύψουν πριν τους σκοτώσουν για να τρέχει μετά το αίμα μέσα. Τό ’χουν φυτέψει με λουλούδια τώρα.
Όταν βγήκα απ’ το στρατόπεδο είδα ένα άγαλμα. Παρίστανε έναν Εβραίο. Να το ’βλεπες… Κάθισα και το κοίταζα. Έπιασε βροχή κι ούτε που μ’ ένοιαζε. Από τότε τραγουδάω αλλιώς τα τραγούδια του «Μαουτχάουζεν». Να. Στο τελευταίο τραγούδι λέει:

Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια
Κορίτσι με τα παγωνένα χέρια
Άμα τελειώσει ο πόλεμος μη με ξεχάσεις
Έλα στο λατομείο ν’ αγαπηθούμε

Στις κάμαρες των αερίων
Στη σκάλα
Στα πολυβολεία
Τώρα τα είδα. Τώρα ξέρω.

Το ίδιο βράδυ ακούω το «Μαουτχάουζεν». Νοιώθω ξανά το ίδιο συναίσθημα πού ’νοιωσα πρωτακούγοντας τη Μαρία Φαραντούρη να τραγουδάει στη «Στοά» δυο χρόνια πριν. Το ίδιο σβήσιμο μιας καθημερινότητας που δεν είναι δικιά μας, αλλά τραγική, αγχώδικη μίμηση μιας ξένης ζωής και την ίδια ανάσταση κάτι πολύ παλιού, πολύ δικού μας. Κάτι λέξεις που τις πεθάναμε, ξαφνικά ζωντανεύουν: φυλή, παράδοση, λεβεντιά, Ελλάδα… Το πρόσωπο σοβαρεύει. Τα μάτια θυμούνται.

Κι αυτό το τόσο σπουδαίο, από ένα παιδί σχεδόν, δεκαεννιά χρονών, από ένα απλό άσπρο σπίτι με κληματαριά στη Νέα Ιωνία.

Μα ένα παιδί που σίγουρα γνώρισε τη γεύση του πόνου και τη δύσκολη προσπάθεια στη δική του ζωή και στη ζωή αυτών που έζησαν γύρω του.

Κι έτσι η φωνή της Μαρίας Φαραντούρη μπαίνει στην ιστορία αυτού του τόπου.
Για μια ακόμη ευτυχισμένη φορά «κύλησαν τα νιάτα στο ποτάμι».
Και το ποτάμι χαίρεται.
Και συνεχίζει πιο όμορφο, πιο δυνατό.


 

 

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!