Γιώτα Λύδια - Η Πιο Μεγάλη Ώρα

Η περισσότερο ποικιλόμορφη - ως προς την έκφραση και το είδος των ασμάτων που απέδιδε - και ιδιαίτερη - για την επιλεκτικότητα και τη στάση της στις ζωντανές εμφανίσεις - θεωρείται η Γιώτα Λύδια.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
29/03/2011

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

Ogdoo.gr
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ
Καμία εκδήλωση
Σχεδόν παράλληλα με την καταιγιστική εμφάνιση του Στέλιου Καζαντζίδη στο λαϊκό τραγούδι στα πρώτα χρόνια του '50 έχουμε και την άφιξη τριών μεγάλων - με την ουσία και σημασία της λέξης - κυριών που με την παρουσία και την αποδοχή τους έγραψαν "ιστορία" στο χώρο, αλλάζοντας τα μέχρι τότε δεδομένα ερμηνευτικά πρότυπα και παραμένοντας μέχρι και τις μέρες μας μέτρα και σταθμά για τις νεότερες τραγουδίστριες. Και οι τρεις τους συμπορεύτηκαν και συνέπλευσαν με τον Καζαντζίδη, με την έννοια των πολλών κοινών στοιχείων που διέθεταν με αυτόν, τόσο ως προς την θεματική των τραγουδιών που ερμήνευαν, αλλά και στον τρόπο απόδοσή τους, όσο και προς το "υφολογικό" στίγμα και την ταύτισή τους με τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα - και όχι μόνο - που ως "ιέρειες" εξέφραζαν.

Στη δεκαετία του '50 και μέχρι τα πρώτα χρόνια του '60, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου και η Γιώτα Λύδια δημιουργούσαν ασταμάτητα ρεκόρ πωλήσεων στους δίσκους 78 και 45 στροφών, με αστρονομικό αριθμό αντιτύπων. Στην πορεία η ισχύς τους στην δισκογραφία σταδιακά ατόνησε παρέμεναν όμως πόλος έλξης για τους πολυάριθμους θαυμαστές τους.


Η περισσότερο ποικιλόμορφη - ως προς την έκφραση και το είδος των ασμάτων που απέδιδε - και ιδιαίτερη - για την επιλεκτικότητα και τη στάση της στις ζωντανές εμφανίσεις - θεωρείται η Γιώτα Λύδια.


Η ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗ
Την κυρία Λύδια τη γνώριζα καλά προτού τη συναντήσω, όπως και οι πολυάριθμοι θαυμαστές της και φίλοι του καλού τραγουδιού. Φιγούρα μυθική για τους περισσότερους, αφού όπως και ο Στέλιος Καζαντζίδης, εμφανίστηκε λίγες φορές και για μικρά διαστήματα στα νυχτερινά κέντρα και ουσιαστικά έκλεισε - με μικρές φωτεινές εξαιρέσεις - τον κύκλο της στη δισκογραφία προς τα τέλη της δεκαετίας του '70, στην περίοδο της απόλυτης ερμηνευτικής ωριμότητάς της, στο απόγειο της δημοτικότητάς της.
Με τον Καζαντζίδη την ενώνουν πολλά. Θαυμασμός, εκτίμηση, φιλία, κοινές εμφανίσεις στο πάλκο και την δισκογραφία. Για την οικογένειά της ο Στελάρας, ακόμη και σήμερα που έχουν περάσει περίπου 10 χρόνια από την αποδημία του, είναι κάτι σαν Θεός. Θυμάμαι τον ίδιο τον Καζαντζίδη να μου λέει για το πόσο ταίριαζαν οι φωνές τους, αφού κι οι δυο τους έχουν στο μέταλλό τους αυτές τις σπάνιες μωβ, σκούρες νότες...


Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη Λύδια και τον Καζαντζίδη. Εκείνη εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο πλευρό του σε μαγαζί - αν δεν ήταν ο Καζαντζίδης και οι παραινέσεις του δεν θα το επιχειρούσε ποτέ - έχοντας ήδη γίνει μεγάλο όνομα μέσα από τις επιτυχίες της σε δίσκους 78 στροφών. Φαινόμενο σπάνιο, αν όχι μοναδικό για τα ελληνικά και τα παγκόσμια μουσικά δρώμενα. Η Λύδια ξεκίνησε να γραμμοφωνεί σε πλάκες το 1954 και το συνταίριασμά της με τον Καζαντζίδη έγινε στη «Μαντουμπάλα» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας σχεδόν τέσσερα χρονιά αργότερα. Η Λύδια δηλαδή είχε ήδη ερμηνεύσει κορυφαία σουξέ, όπως το Ας είν' καλά τ' αγόρι μου, το Μια Μελαχροινή, το Σύ Μου Χάραξες Πορεία, το Είμαι γνήσια τσιγγάνα κι άλλες λαοφιλείς συνθέσεις του Κλουβάτου, του Στελλάκη, του Χιώτη, του Δερβενιώτη, του Καλδάρα, του Τσιτσάνη, του Μητσάκη, του Μπακάλη, του Καραπατάκη, του Τατασσόπουλου, του Λαύκα κι άλλων σπουδαίων λαϊκών συνθετών, κυρίως πάνω στους αδρούς - άλλοτε πονεμένους κι άλλοτε εξωστρεφείς - στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη (Τσάντα) και του Χρήστου Κολοκοτρώνη.


ΤΡΑΓΟΥΔΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ
Στις αρχές του 1966 ο Καζαντζίδης τραγουδούσε στο χειμερινό «Φαληρικό» του Μαργωμένου, Αχαρνών και Ηπείρου. Ήταν τότε που είπε το μοιραίο «όχι» στις ζωντανές εμφανίσεις. Στο πλευρό του - εκτός της Μαρινέλλας- είχε και τη Γιώτα Λύδια. Εκείνη δεν συμπορεύτηκε μαζί του, συνέχισε να διατηρεί την επαφή της με το κοινό, αποφεύγοντας όμως διακριτικά τα νυχτερινά μαγαζιά και τις «παρενέργειές» τους, στρεφόμενη προς τις συναυλίες και τα ταξίδια στο εξωτερικό όπου η ομογένεια διψούσε αλλά και σεβόταν περισσότερο τους λαϊκούς ήρωες. Έτσι η Λύδια έγινε ακριβοθώρητη διατηρώντας όμως αλώβητη την αξιοπρέπεια και το μύθο της. Γι' αυτό και η επιστροφή της, με προτροπή του Γιώργου Νταλάρα, το 1984 έκανε το «Καλημέρα Κυρία Λύδια» ν' ακουστεί σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, ενισχύοντας το θρύλους γύρω από το όνομα και τη στάση της.


Χρόνια τώρα ψαχουλεύω μνήμες, ντοκουμέντα, σκέψεις, αρχεία, ετικέτες δίσκων γύρω από πρόσωπα και ζητήματα του ελληνικού τραγουδιού. Για τη Λύδια μόνο ύμνους άκουγα, από χείλη ευλογημένα. Πρώτα απ' όλα απ' το Στέλιο Καζαντζίδη. Τα ίδια και ακόμη πιο τρανά μού είπαν ο Θόδωρος Δερβενιώτης, ο Κώστας Βίρβος, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, ο Βαγγέλης Περπινιάδης, ο Σπύρος Ζαγοραίος, ο Γιάννης Καραμπεσίνης, ο Νίκος Καρανικόλας, η Βούλα Γκίκα, ο Μιχάλης Μενιδιάτης, ο Τάκης Σούκας, ο Χρήστος Νικολόπουλος και πολλοί ακόμη νεότεροι συνοδοιπόροι της, αλλά και ο Μίκης Θεοδωράκη και ο Γιώργος Νταλάρας που προλόγισαν τη βιογραφία που υπέγραψα ως συγγραφέας για την κυρία Λύδια. Τι άλλο να προσθέσει κανείς πέρα από αυτά τα συγκλονιστικά κείμενα που έγραψαν για αυτήν ο μεγάλος έλληνας συνθέτης και ο προικισμένος ερμηνευτής. Μόνο την ιστορία της, το ξεκίνημα, τη διαδρομή της, τους μεγάλους σταθμούς της, τις μικρές χαρές της, την ανθρώπινη πλευρά της.


Όλα αυτά επρόκειτο να καταγραφούν μέσα από την έγκυρη και βιωματική γραφή του Πάνου Γεραμάνη, που έφυγε πρόωρα και τόσο απρόσμενα απ' τη ζωή. Εκείνος συνδεόταν φιλικά μαζί της εδώ και χρόνια - όπως και με άλλους ακριβούς εργάτες της λαϊκής μουσικής-, εκείνος είχε παρουσιάσει συνεντεύξεις της στον τύπο και στο ραδιόφωνο, εκείνος ίσως κατείχε καλύτερα τα μυστικά και τους κώδικες επικοινωνίας μαζί της. Απ' τη μεριά μου προσπαθούσα αρκετό καιρό τώρα να ανιχνεύσω τα πέπλα του μύθου, να φωτίσω τις ανεξερεύνητες σκιές της «σκοτεινής» - λόγω χαρακτήρα αλλά και ελλείψεως αρχείων, ιστορικών καταγραφών που αφορούν το λαϊκό τραγούδι - καλλιτεχνικής πλευράς της.


ΕΡΜΗΝΕΥΤΡΙΑ ΔΙΧΩΣ ΣΥΝΟΡΑ
Η Γιώτα Λύδια στην πολύχρονη πορεία της στο τραγούδι «ήταν περισσότερο κυρία από όσο έπρεπε», τάδε έφη ο Άκης Πάνου, έτσι μου εξιστόρησε η αδελφή του η Μίνα. Μια μεγάλη κυρία που τραγούδησε με προσωπικό χάρισμα και αφοπλιστική πειστικότητα σμυρνέϊκα τσιφτετέλια, καρλασιμάδες και αργόσυρτους μανέδες, δημοτικά: τσάμικα, καλαματιανά, μπάλλους, κλασικά λαϊκά: ζεϊμπέκικα, χασάπικα, συρτορούμπες έως ελαφρά και έντεχνα τραγούδια. Ότι έβαζε στα χείλη της μεταμορφωνόταν, αποκτώντας άλλη διάσταση, ομορφιά και ψυχισμό.


Εκτός αυτών που ήδη αναφέρθηκαν στην εργογραφία της συναντάμε o νόματα τοτέμ- ο καθένας στο είδος του - από όλες τις όχθες του τραγουδιού, σαν αυτά των: Θεοδωράκη, Μάρκου Βαμβακάρη, Καπνίση, Καπλάνη, Σμυρναίου, Κόρου, Ρεπάνη, Καραμπεσίνη, Κατινάρη, Μακρυδάκη, Άκη Πάνου, Σούκα, Μουσαφίρη, Βασίλη Βασιλειάδη, Νικολόπουλου, Μαρκόπουλου.


Η γκάμα της ήταν τέτοια που της επέτρεπε να κινείται με χαρακτηριστική άνεση σε όλα τα μήκη και πλάτη του τραγουδιού. Απ' το Σύ μου χάραξες πορεία στο Γιατί θες να φύγεις, απ' το Γύρνα πάλι γύρνα στο Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, απ' το Μια Μελαχροινή στο Πες μου γιατί, απ' την Ιτιά και το Γεροτσέλιγκα στο Χτυπώ νεκροί κι ανοίχτε μου, απ' το Η Τσιγγάναη Μαρίτσα στα Ηλιοβασιλέματα, απ' το Η μάνα μου δέρνει" στο Αχ! ας μπορούσα, απ' το Στη χειμωνιάτικη βροχή στο Ξυράφι, απ' το Όσα λουλούδια μάδησα στο Συρματοπλέγματα βαριά, απ' το Σαν ζητιάνα σε ζητώ στο Κοιμήσου αγγελούδι μου, απ' το Νά' χα εκατό καρδιές στο Ποιος δρόμος, ποια χέρια, απ' τον Κλέφτη ψαρά στο Σε ποιον να πω τον πόνο μου, απ' τις Σεβιλλιάνες στο Βάλ' το κόκκινο φουστάνι, απ' το Αχ Μουσταφά στο Τι να το κάνω πως είσ' ωραίος, απ' το Μελαχροινή μου κοπελιά στο Η πιο μεγάλη ώρα...


Και σταματώ την παράθεση τίτλων εδώ, γιατί ο κατάλογος είναι μακρύς και ατελείωτος. Ποιος δεν έκλαψε, γλέντησε, πλανεύτηκε,
μάτωσε με αυτά τα τραγούδια και τις μαγικές, άλλοτε ρωμαλέες κι άλλοτε αισθαντικές, άλλοτε λάγνες κι άλλοτε δωρικές, άλλοτε ανάγλυφες κι άλλοτε άναρχες, ασυγκράτητες, θεϊκές ερμηνείες της.


ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΤΤΑΛΙΔΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΒΙΡΒΟ
Η Γιώτα Λύδια για ένα σύντομο αλλά χαρακτηριστικό διάστημα πορεύτηκε και στη δισκογραφία με τον τότε σύζυγό της, συνθέτη και ερμηνευτή Στράτο Ατταλίδη, που ασχολήθηκε περιστασιακά με το τραγούδι με ρομαντική διάθεση και όχι αυστηρή επαγγελματική σκοπιά. Ο Ατταλίδης υπήρξε λάτρης του λαϊκού τραγουδιού, του Στέλιου Καζαντζίδη, του Μανώλη Αγγελόπουλου και φυσικά της Γιώτας Λύδια. Με το χάρισμα και την αντίληψη που διέθετε, ελληνοποίησε με μοναδικό τρόπο μελωδίες της Ανατολής - που πέρα από τη συνάφεια που είχαν με τις ρίζες του λαϊκού τραγουδιού - ταίριαζαν γάντι στις ευέλικτες «νταλκαδιάρικες» φωνές. Όλες τους σχεδόν ντύθηκαν με το λόγο του πηγαίου στιχουργού Κώστα Βίρβου που με την αρτιότητα και ευρηματικότητα του έδωσε υπόσταση και ελληνικότητα στις καλές πρώτες ύλες.


Πολλά από αυτά τα τραγούδια έχουν περίοπτη θέση στο ρεπερτόριο της Λύδια: Γύρνα πάλι γύρνα, Γιατί θες να φύγεις, Πες μου γιατί, Ο ταυρομάχος ξεψυχά, Αχ ας μπορούσα - στίχοι Γιώργου Κοινούση -, Σα ζητιάνα σε ζητώ, Ποιος χτυπάει, Έλα γύφτο μου έλα, Φύγε-φύγε - ντουέτο με το Στράτο Διονυσίου -, Σαν Θεό σ' αγαπώ και Μανταλένα - ντουέτα με το Μανώλη Αγγελόπουλο - κ.ά. Ο τελευταίος μάλιστα καθιερώθηκε με τη σύνθεση του Ατταλίδη, την περίφημη Μαγκάλα, όπου τον συνοδεύει η ήδη καταξιωμένη - πριν τα τέλη του '50- Γιώτα Λύδια. Το ίδιο συνέβη και με τον Πέτρο Αναγνωστάκη στο ντεμπούτο του στην δισκογραφία με τη σύνθεση του Βασίλη Καραπατάκη, Είμαι γνήσια τσιγγάνα, όπου ντουετάρει με τη Λύδια.


Ιστορικοί έχουν μείνει οι διάλογοί της με τον Στέλιο Καζαντζίδη (Ο επισκέπτης, Γιατί πατέρα, Είδα μια μάνα να θρηνεί, Τύραννε μαύρε τύραννε, Παλικάρι μου ξενιτεμένο κ.ά.) και οι συμπράξεις τους, μαζί με τη Μαρινέλλα, στις κλασικές πλέον επανεκτελέσεις των συνθέσεων του Τσιτσάνη (Συννεφιασμένη Κυριακή, Τα καβουράκια), στις Τρεις αγάπες των Δερβενιώτη - Βίρβου και σε μια σειρά επαναπροσεγγίσεων δημοτικών τραγουδιών, στις αρχές του '60.


Όταν επαναπροσδιοριστεί και τοποθετηθεί με ανοιχτά μυαλά, πολύ δουλειά, αληθινό μεράκι και αντικειμενικά κριτήρια -χωρίς σκοπιμότητες- ο ρόλος και το έργοτων λεγόμενων βυζαντινών δημιουργών της σχολής του '50, θα καταλάβουμε γιατί τόσο αυτοί όσο και οι εκφραστές ενός φαινομενικά "βαρύ" ρεπερτορίου κατάφεραν να έχουν τέτοια απήχηση και αναγνώριση. Ίσως για τον προφανή λόγο ότι αυτά τα τραγούδια μιλούσαν στην καρδιά του λαϊκού κόσμου -και όχι μόνο-, με αμεσότητα και ευαισθησία, πατώντας στην καθημερινότητά του, στα προβλήματα, τις αγωνίες και τις προσδοκίες του. Αναφέρομαι στον υγιή κορμό αυτού του ρεπερτορίου - εκατοντάδες αληθινά διαμάντια- και όχι στα "ζιζάνια" που ξεφύτρωσαν, όπως συμβαίνει σε όλα τα είδη και σε όλες τις εποχές, όταν κάποιοι καιροσκόποι θέλουν να εκμεταλλευτούν τις πρόσφορες καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί. Αυτή όμως είναι μια άλλη πλατιά συζήτηση, αντικείμενο ενός άλλου άρθρου. Κλείνω την παρένθεση επανερχόμενος στην Πιο Μεγάλη Ώρα μιας πραγματικά μεγάλης κυρίας.


Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΩΡΑ
Η Γιώτα Λύδια δεν τραγουδάει σχεδόν ποτέ σε παρέες και σε φίλους. Μόνο με τον Καζαντζίδη παρασυρόταν καμιά φορά, μόνο για το γιο της κάνει αραιά και που σπανιότατες εξαιρέσεις. Παρακολουθεί και ενημερώνεται για τις εξελίξεις στο χώρο του τραγουδιού, δακρύζει και συγκινείται ακόμη ακούγοντας φωνές με συναίσθημα και νταλγκά, με τσακίσματα και πατήματα γερά, με ψυχή αληθινή και τεχνική. Μοιραία όμως η κατάληξη συμπίπτει με τις αφετηρίες της. Επιστρέφει ανελλιπώς στον Αγγελόπουλο, και κυρίως στον Καζαντζίδη. Σέβεται και εκτιμά πολλούς κλασικούς και νεότερους ερμηνευτές, η αδυναμία της όμως ήταν και παραμένει ο Στέλιος.


Στην καθημερινότητά της περιποιείται τους δικούς της ανθρώπους και το σπίτι της. Κυρίαρχο ρόλο στη ζωή της έχουν αποκτήσει τα δισέγγονά της, τα εγγόνια της, ο γιος της, η νύφη της, ο εδώ και 40 περίπου χρόνια σύζυγός της Κώστας Δαμιανός. Μαγειρεύει μικρασιάτικα πιάτα, όπως τα έμαθε απ' τη μητέρα της - για την οποία μιλά και κυλάνε δάκρυα στα μάτια της-, φροντίζει τα λουλούδια του κήπου της, το πεκινουά της που υπεραγαπά. Ήρεμη, δικαιωμένη, γεμάτη, ευγενική και καλόκαρδη. Ο χρόνος που περάσαμε μαζί για τις ανάγκες της βιογραφίας της ήταν για μένα ευλογία. Έτσι μετά τις ανάλογες εκδόσεις που υπέγραψα για τον Στέλιο Καζαντζίδη, το Βαγγέλη Περπινιάδη - και ορισμένες ακόμη ευρύτερα θεματικές καταγραφές - μια ανεπανάληπτη ερμηνεύτρια και κυρία -με την ουσία της λέξης-, με ζηλευτή πορεία, επιδόσεις και επιλογές, έρχεται να πλουτίσει τις βιβλιογραφικές καταθέσεις μου στο ελληνικό τραγούδι.


Θέλω να ευχαριστήσω τη Γιώτα Λύδια από καρδιάς, όπως επίσης και το Μίκη Θεοδωράκη αλλά και το Γιώργο Νταλάρα που στολίζουν με τα σημειώματά τους τη βιογραφία που υπέγραψα για την πρώτη και κυκλοφόρησε από τα Ελληνικά Γράμματα.
Επίσης το Σωτήρη Λυκουρόπουλο, Υπεύθυνο του Αρχείου της ΑΕΠΙ για την προθυμία και την αρτιότητα με την οποία επιμελήθηκε τη σύνταξη της δισκογραφίας της Γιώτας Λύδια στις 78 και 45 στροφές.


Τέλος ένα μεγάλο ευχαριστώ στο σύζυγό της κυρίας Λύδια, τον Κώστα Δαμιανό, για την πολύτιμη συμβολή του στην όλη προσπάθεια.
Χωρίς εκείνον, ίσως να ην είχε γραφτεί ποτέ: «Η Πιο Μεγάλη Ώρα».


Με τον Στέλιο Καζαντζίδη στο πάλκο της Μαντουμπάλας.
Φωτό 3: Με τον Γιώργο Νταλάρα στο στούντιο το 1984.
Φωτό 4: Αφιέρωση του Μίκη Θεοδωράκη στην κυρία Λύδια.
Φωτό 5: Με τον Τάκη Σούκα και τον Χρήστο Νικολόπουλο, κατά την ηχογράφηση του δίσκου Καθαρά και Ξάστερα, το 1986. Φωτό 6: Η φωτογραφία που έγινε εξώφυλλο του βιβλίου Η Πιο Μεγάλη Ώρα.


*Χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από το σημείωμα του Κώστα Μπαλαχούτη για την βιογραφία της κυρίας Λύδια, «Η Πιο Μεγάλη Ώρα Είναι Τώρα» (Ελληνικά Γράμματα).


**Οι φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο της κυρίας Λύδια.



Φωτό 2:

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!