Γιάννης Τατασόπουλος - Ένας Έλληνας μουσικός του κόσμου

Ο Βασίλης Τσιτσάνης είχε πει για τον Γιάννη Τατασόπουλο: «Είναι ο καλύτερος μπουζουξής μας. Μας τον πήρε η ξενιτιά».
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Γεννήθηκε στην Κηφισιά στις 7 Ιανουαρίου του 1928. Ήταν το πρώτο από τα τρία παιδιά του Νίκου και της Αιμιλίας, το γένος Δρόσου από την Δρόβιανη της Ηπείρου, Τατασοπούλου. Ο πατέρας του καταγόταν από τον Πύργο της Κωνσταντινούπολης, έπαιζε ούτι, τραγουδούσε και είχε κρεοπωλείο στο κέντρο της Κηφισιάς.

Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του '30 η οικογένεια Τατασόπουλου εγκαταστάθηκε στην περιοχή Ακαδημία Πλάτωνος. Λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της κατοχής, οι γονείς του διατηρούσαν την ταβέρνα «Κρήτη», Ζήνωνος και Μενάνδρου γωνία, που ήταν και στέκι των λαϊκών μουσικών. Εκεί γνώρισε το Μάρκο, τον Τσιτσάνη, το Χάρη Λεμονόπουλο όταν πρωτοήλθε από την Θεσσαλονίκη και με τον οποίο συνεργάστηκαν αργότερα στην «Πίνδο» του Αλεξανδριανού. Η πρώτη του επαφή με το μουσικό όργανο έγινε σε αυτή την ταβέρνα. Πρωτόπαιξε κιθάρα.

Τελικά τον τράβηξε το όργανο εκείνο που εξέφραζε με αδρότητα τους πόθους και τα πάθη των νέων ανθρώπων, το μπουζούκι και το λαϊκό τραγούδι. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πρώτος του δάσκαλος στο μπουζούκι ήταν ο Ανέστης Δελιάς και στη συνέχεια ο Μανώλης Χιώτης, με τον οποίο συνεργάστηκε στο πάλκο, στη δισκογραφία και στην ταινία "Το Σοφεράκι". Έπαιξε σε εκατοντάδες ηχογραφήσεις, συνεργάστηκε στα κέντρα και τους δίσκους με τα μεγαλύτερα ονόματα, ενώ, έγραψε και δικά του τραγούδια (ο πρώτος δίσκος με συνθέσεις του εκδόθηκε από την Parlophone το 1948, με τα τραγούδια «Όσα χρόνια κι αν περάσουν» και «Χαλιμά» που ερμήνευσαν η Σούλα Καλφοπούλου και ο συνθέτης).


 
Στους κύκλους των λαϊκών μουσικών ήταν εξίσου γνωστός και με το ψευδώνυμο «Ντίλιγκερ», που του έδωσε ο Αλεξανδριανός. Λίγο πριν «ξεκαθαρίσει» η νύχτα της Αθήνας, οι πιο ζόρικοι των λαϊκών πάλκων ήταν αναγκασμένοι να υπερασπίζονται το χώρο τους, τους συνεργάτες τους και την αξιοπρέπεια τους, αντιδρώντας -με ευθύ τρόπο- στους διάφορους ψευτόμαγκες της εποχής.

Τελικά, της μοίρας το γραφτό ήταν όχι απλά να επισκεφτεί τη χώρα που έδρασε ο Ντίλιγκερ αλλά να ζήσει εκεί 45 ολόκληρα χρόνια. Ο Γιάννης Τατασόπουλος έφυγε στην Αμερική τον Οκτώβρη του '55, έχοντας μαζί του, ως παρτενέρ, τη Ρένα Ντάλια. Εκεί έγραφε μια δεύτερη ιστορία, στις πολιτείες ενός κόσμου που έθρεψε το όνειρο για την μεγάλη, εύκολη ζωή. Τίποτα όμως δεν ήταν τόσο εύκολο. Ο Τατασόπουλος δούλεψε σκληρά στις νύχτες και τις πολιτείες της Αμερικής και διέσχισε αποστάσεις που ακόμη και σήμερα φαντάζουν δύσκολες. Το 1958, σε μια σύντομη επιστροφή του στην Ελλάδα, ηχογράφησε καινούργιες συνθέσεις με τον Καζαντζίδη, τη Λύδια, τη Ντάλλια και την Πόλυ Πάνου. Έκτοτε κανένα πρωτότυπο τραγούδι του, αλλά ούτε και το παίξιμο του, εγγράφηκαν στην ελληνική δισκογραφία. Μετά το '58 οι μουσικές δραστηριότητές του έχουν να κάνουν αποκλειστικά με την Αμερική. Εμφανίστηκε στα κέντρα «Κηφισιά» και «Βρετάνια» στη Νέα Υόρκη. Δεκάδες ηχογραφήσεις στην ελληνοαμερικανική «ΝΙΝΑ» και αλλού, ενώ ηχογράφησε κι ένα οργανικό δίσκο με την λάτιν ορχήστρα του Αρμένικης καταγωγής τρομπετίστα και παραγωγού, Ρότζερ «Κινγκ» Μοζιάν.
 
Για τουλάχιστον 15 χρόνια συνεργάστηκε με τον λιβανέζικης καταγωγής βιολιστή Φρεντ Ελάιας. Αυτή η εποχή άφησε και αρκετές εντυπωσιακές ηχογραφήσεις που έγιναν στη Βοστόνη. Για 12 χρόνια έπαιξε στο κέντρο «Πορτ Σάιντ» που είχε ανοίξει συνεταιρικά με τον κουμπάρο του και για 14 χρόνια στο κέντρο «Άστορ» στην Ουάσιγκτον. Ακόμη στα κέντρα «Βιρτζίνια», «Ακρόπολις» και «Σιρόκο» στη Βαλτιμόρη - εκεί έκανε και την πρώτη «εμφάνιση» του σε πάλκο, σε ηλικία 3 ετών, ο γιος του Νίκος, παίζοντας μπαγλαμά. Σε όλη αυτή την εποχή το μπουζούκι ήχησε έντονα ηλεκτρικό, ανταποκρινόμενο στις ανάγκες της νυχτερινής ζωής, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το '60.

Ο Γιάννης Τατασόπουλος, παρότι τα περισσότερα χρόνια του τα έζησε στην Αμερική, όπου παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια, δεν έγινε ποτέ Ελληνοαμερικανός. Ήταν ένας Έλληνας του κόσμου και έτσι έφυγε από τη ζωή, στις 21 Οκτωβρίου του 2001.

 

Πριν από λίγο καιρό, ο Νίκος Τατασόπουλος, άξιος συνεχιστής της παράδοσης του πατέρα του, επιμελήθηκε ένα εξαιρετικό δισκογραφικό αφιέρωμα στον Γιάννη Τατασόπουλο με τίτλο: «Όσα χρόνια κι αν περάσουν».

 
Ο Φρεντ Ελάιας υπήρξε ένας από τους μάστερς της μεσανατολικής μουσικής στην Αμερική, από το 1950, και συνεργάστηκε για χρόνια με Έλληνες μουσικούς. Γεννήθηκε στο Μάντσεστερ, Νιου Χάμσαιρ, το 1922. Και οι δυο γονείς του ήταν Λιβανέζοι. Δούλεψε πολύ στη Νέα Υόρκη και στη Βοστόνη.

Σε συνέντευξή του έχει αναφέρει μεταξύ άλλων: «Γνώρισα υπέροχους ανθρώπους. Ευτυχώς, έχω συνεργαστεί με τους τρεις μεγαλύτερους σολίστες του μπουζουκιού: τον Γιάννη Τατασόπουλο, τον Μανώλη Χιώτη και τον Μπέμπη. Θυμάστε τον Τατασόπουλο; Έζησα στο σπίτι του Γιάννη τέσσερα χρόνια. Η μητέρα του μας έφτιαχνε υπέροχα γεύματα. Ο γιος του Γιάννη, ο Νίκος, είναι σήμερα ένας από τους καλύτερους δεξιοτέχνες στην Ελλάδα. Με αποκαλεί «θείο Φρέντυ». Ο Γιάννης Τατασόπουλος, μπορούσε να πάρει οποιοδήποτε αραβικό τραγούδι και να το προσαρμόσει στο μπουζούκι, παρά τις δυσκολίες που είχε ένα τέτοιο εγχείρημα, μιας και η αραβική μουσική με τα μακάμια είναι από τη φύση της πολύ δύσκολο να αποδοθεί από το κλασικό τρίχορδο μπουζούκι. Ακούγεται τόσο παράφωνη. Ο Γιάννης Τατασόπουλος ήταν ο μόνος μπουζουξής που το κατάφερε αυτό. Γνώριζε όλα τα κλασικά τραγούδια του Μοχάμεντ Αμντέλ Γουαχάμπ και του Φαρίντ Ελ Ατράς».


Μέρος του κειμένου είχε πρωτοδημοσιευτεί στο 2ο τεύχος του περιοδικού Λαϊκό τραγούδι τον Ιανουάριο του 2003.

Φωτογραφίες:
2: Γιάννης και Νίκος Τατασόπουλος
3: Ο Γιάννης Τατασόπουλος στο Πορτ Σάιντ

 

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!