Γιάννης Καραμπεσίνης - Αγάπες Και Παράπονα

Στις 15 Φεβρουαρίου 2011 έφυγε από τη ζωή ο δεξιοτέχνης Γιάννης Καραμπεσίνης.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
01/03/2011
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ
Καμία εκδήλωση
Ήταν ίσως ο τελευταίος απ’ τους σολίστες του μπουζουκιού που μεγαλούργησαν ως εκτελεστές στα θρυλικά studio της Columbia, στην δεκαετία του '50 αλλά και στα πρώτα χρόνια αυτής του '60. Τότε που στο εργοστάσιο δίσκων Περισσό λάμβαναν χώρα ηχογραφήσεις ορόσημα, παντοτινά διαμάντια της ιστορίας του λαϊκού ελληνικού τραγουδιού.

Και βέβαια δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι στο ίδιο διάστημα, αλλά και στη συνέχεια, ο Γιάννης Καραμπεσίνης έλαμψε και ως συνθέτης δυνατών σουξέ, που έκαναν ντόρο στην εποχή τους και ορισμένα εξ’ αυτών εξακολουθούν να μας αφορούν.

Με τον κύριο Γιάννη συνδεόμασταν με δεσμούς φιλίας κι αλληλοεκτίμησης. Άνθρωπος ξάστερος, κιμπάρης, αριστοκράτης. Θυμάμαι ανάγλυφα την πρώτη φορά της γνωριμίας, όταν ανεβαίνοντας τα σκαλιά της παλιάς νεοκλασικής κατοικίας στην Κυψέλη, συμμάζευα με άγχος στο μυαλό μου ερωτήσεις και πλάνα που για καιρό προετοίμαζα να του απευθύνω. Στη σκέψη μου φιγουράριζαν οι τίτλοι των μεγάλων επιτυχιών του: Εσένα δεν σου άξιζε αγάπη, Ξημερώνει η γιορτή σου και Η παντρεμένη με την Πόλυ Πάνου, Πήραν τα στήθια μου φωτιά και Κάψε με να ησυχάσω με τον Μιχάλη Μενιδιάτη, Τσιφτετέλι παιχνιδιάρικο, Έχω καρδιά μποέμισσα και Κάντε πέρα να χορέψω με τον Στράτο Διονυσίου, Αντίο αγάπη μου με τον Πάνο Γαβαλά και τη Ρία Κούρτη, Έλα σήκω να χορέψεις με τον Μανώλη Αγγελόπουλο, Πώς να ξεχάσω με την Γιώτα Λύδια, Είναι ο άνθρωπος που αγαπώ (Ο αλήτης μου) με την Βίκυ Μοσχολιού, Έμπαινε Γιώργο με τον Γιάννη Ντουνιά, Το πεπρωμένο με τον Τόλη Βοσκόπουλο, Όταν μου λείπεις (Μελαγχολία) και Έχω κάψες με την Μαίρη Μαράντη καθώς και πολλά ακόμη που ανακαλύπτονται και ξαναφωτίζονται. Την αμηχανία μου μεγάλωσε η ασπρόμαυρη φωτογραφία που αντίκρισα, μόλις ο Καραμπεσίνης άνοιξε της πόρτα της εισόδου του διαμερίσματος του, με τον ίδιο χαμογελαστό στην καρέκλα στο κέντρο του πάλκου και δεξιά κι αριστερά του τους Βασίλη Τσιτσάνη και Γιάννη Παπαϊωάννου. Ευτυχώς η φιλική του συμπεριφορά, η απλότητα του χαρακτήρα του και η ευγένεια του νίκησαν τις όποιες αναστολές και η όλη συζήτησή μας κινήθηκε σε εγκάρδιο κλίμα, ανάμεσα σε μνήμες, απόψεις και επιθυμίες. Έκτοτε ακολούθησαν κι άλλες συναντήσεις μας, έξοδοι για καφέ, φαγητό και ποτό στο στέκι του, την περίφημη Θέμιδα, στα Δικαστήρια. Τα σταλάγματα που ακολουθούν είναι δικές του κουβέντες, γεγονότα και αλήθειες μιας γεμάτης ζωής πλημμυρισμένης από πενιές και τραγούδια. Αγάπες Και Παράπονα, όπως και ο τίτλος της μοναδικής προσωπικής του συλλογής με ηχογραφήσεις του στην Columbia που κυκλοφορεί και σε ψηφιακή μορφή.

karampesinis21
«Σήμερα δεν υπάρχει ψυχή στους καλλιτέχνες και στα έργα τους. Γιατί στις περισσότερες τουλάχιστον περιπτώσεις πάνε να τα αρπάξουν εδώ και τώρα. Και κάνουν την οποιαδήποτε ασχήμια για να το επιτύχουν αυτό. Μια φίρμα δεν γίνεται με πέντε τραγούδια...Οι νεότεροι σκέφτονται, αν σκέφτονται, ανορθόδοξα. Δεν έχουν υπομονή, να κάτσουν να μαθητεύσουν σε έναν συνθέτη και να τους γράψει τραγούδια. Άμα δεν έχει δικό του ρεπερτόριο πως θα προχωρήσει. Ο τραγουδιστής είναι σαν τον βρυκόλακα, που θέλει αίμα για να συντηρηθεί, και το αίμα στην περίπτωση αυτή είναι τα καλά τραγούδια. Αυτά που μπορούν να τραγουδηθούν από τον κόσμο. Το λέει και η λέξη από μόνη της. Βγαίνουν πια πολλά ατραγούδιστα τραγούδια. Γι' αυτό και δεν ακούς δυνατά και διαχρονικά σουξέ».
karampesinis31
«Γεννήθηκα στου Ψυρρή. Παππούς μου ήταν ο Μαριάνος, από τα Χανιά της Κρήτης -η μητέρα μου ήταν από εκεί- που υπήρξε μεγάλος βιολίστας. Ο πατέρας μου, με καταγωγή από την Καλαμάτα, ήταν έμπορας και μετά εργαζόταν στο πρακτορείο Αθηναϊκού Τύπου. Μου πήταν μια κιθάρα για μην αλητεύω. Ήμουνα δώδεκα χρονών. Πιο μικρός έπαιζα φυσαρμόνικα. Μαζί με κάτι φίλους σχηματίσαμε, μετά την Κατοχή, το Τρίο Σταρ, ήταν της μόδας τότε αυτά τα συγκροτήματα. Μαζί μας ήταν ο Ριρής, μεγάλος κλασικός κιθαρίστας που μας δίδαξε πάρα πολλά. Εγώ όμως στην κιθάρα έπαιζα στα καντίνια, αλά μπουζούκι δηλαδή. Γιατί στου Ψυρρή που έμενα, σε ένα μαγαζάκι απέναντι από το σπίτι μου, ερχόταν ένας με έναν φωνόγραφο με το χωνί κι έβαζε δίσκους με ρεμπέτικα και λαϊκά: Στον κόσμο τον σημερινό αυτό το ξέρουν όλοι/ η δύναμη στον άνθρωπο είναι το πορτοφόλι... Κι έτσι επηρεάστηκα στο παίξιμό μου. Κάποια στιγμή, γύρω στα 1950, αγόρασα ένα μπουζούκι. Μεγάλη ιστορία. Με είχαν φωνάξει να παίξω κιθάρα στο Αιγάλεω, στη Θηβών, σε ένα μαγαζί δίπλα από τον Κήπο του Αλλάχ που λεγόταν Καλή Καρδιά. Χωράφια ατέλειωτα τότε εκεί. Με περάσαν από ακρόαση αλλά ήμουν καλός και ήξερα τα τραγούδια που παράγγελναν συνήθως οι θαμώνες των κέντρων εκείνη την εποχή: Ο Βοτανικός, Οι καναβουριές, Είν' ευτυχής ο άνθρωπος... με αυτά τα ζεϊμπέκικα χορεύανε και γλεντάγανε. Όταν λέμε χορεύανε, το εννοούμε, δεν κουνιόντουσαν σαν καραγκιόζηδες... Ούτε και σήκωνε να χορέψει άλλος στην πίστα ενώ χόρευε αυτός πού 'χε δώσει την παραγγελιά. Ακόμη φόραγα κοντό παντελονάκι. Εκεί μου δώσανε και φόρεσα μακρύ παντελόνι. Την δεύτερη μέρα πήρα στα χέρια μου το μπουζούκι του μπουζουξή του μαγαζιού κι άρχισα να παίζω. Εκείνος απόρησε. Μου λέει, ξέρεις και μπουζούκι; Του απάντησα όχι αλλά αφού ξέρω κιθάρα, το σκαλίζω κι αυτό. Μου λέει πρέπει να ασχοληθείς, έχεις ταλέντο. Με τράβαγε κι εμένα το αίμα μου για το όργανο, κι από έναν έμπορα, δοσατζή, από αυτούς με το βιβλιαράκι, που ψώνιζε η μάνα μου και ο οποίος είχε μεσολαβήσει για να πάω στην Καλή Καρδιά αγόρασα ένα παλιό μπουζούκι που του είχε πουλήσει ο Ζαμπέτας. Κι αυτό μετά από μια καλή χαρτούρα που πιάσαμε ένα βράδυ, γιατί στο μαγαζί ερχόντουσαν γυναίκες ελευθέρων ηθών, αγαπητικοί, μάγκες, χασάπηδες, μανάβηδες, τέτοιου είδους πελατεία και αφήνανε καλά λεφτά. Η μαγκιά δηλαδή, αλλά σοβαροί άνθρωποι, όχι τσαμπουκαλήδες και τέτοια. Αλλά που να πάω το μπουζούκι στο σπίτι. Κακόφημο βλέπεις. Το έκρυψα στο πλυσταριό. Και τα βραδάκια το έπαιρνα ζούλα και πήγαινα να παίξω στο Θησείο επάνω, στα βράχια, προς την Ακρόπολη, στην ερημιά του Θεού. Στην Καλή Καρδιά δούλεψα πέντε Σαββατοκύριακα. Το έκτο σκάει η μάνα μου μ' ένα ταξί, πως το έμαθε, που το έμαθε, κάνει μια ιστορία και με μαζεύει στο σπίτι. Φωνάζει και τον αδελφό του πατέρα μου - γιατί είχα μείνει ορφανός, τον σκότωσαν οι Γερμανοί - και με μια βέργα με κάνουν μαύρο στο ξύλο: Θα γίνεις χασικλής, θα γίνεις κακοποιός έτσι... κι αλλιώς... μιλάμε για πολύ ξύλο. Αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα. Πήγαινα και στη σχολή Θερμομηχανικών και φοβόντουσαν μην τα παρατήσω, όπως και τα παράτησα...»
karampesinis41

«Κάτω από το Περοκέ, ήταν ένα ουζερί όπου έπαιζε μπουζούκι ο Χιώτης. Με κοντά παντελονάκια πάλι, τριγύριζα απ' έξω. Αρχίζανε νωρίς. Ακούω τον Χιώτη να παίζει το Εσύ σαι η αιτία που υποφέρω και την έκανα ψώνιο κυριολεκτικά με το μπουζούκι... Πως έπαιζε μπουζούκι ο άνθρωπος αυτός και τι τραγούδια έγραφε. Πάντα απ' έξω από τα μαγαζιά, γύρναγα στην Ζούγκλα στην πλατεία Βάθης που δούλευε ο Μπιθικώτσης, στην Ταβέρνα του Βαγγέλα, σε μια στοά στην Πατησίων που έπαιζε ο Μάκης Χρηστίδης με την Καίτη Γκρέυ... κι όλο τους άκουγα. Το μπουζούκι το έκρυβα σε μια ταξιθέτρια που έμενε μόνη σε ένα διπλανό σπίτι από εμάς. Μεγάλωνα πια, 17-18 ήμουν, δούλευα στην οικοδομή, υδραυλικά-καλοριφέρ, και εξασκιόμουν στο μπουζούκι όπου είχα γίνει άπιαστος. Άρχισα να συχνάζω στην Ίωνος, στο μπαράκι δίπλα από του Μάριου. Γιατί στου Μάριου σύχναζε η πρώτη κατηγορία μπουζουξήδων. Ο Χιώτης, ο κολλητός του ο Τατασσόπουλος που ήταν μεγάλο μπουζούκι κι αν δεν πήγαινε στην Αμερική θα μας είχε αφήσει μεγάλα τραγούδια, ο Μητσάκης, ο Καλδάρας, ο Τσιτσάνης που και που, ο Λεμονόπουλος, ο Μπέμπης αραιά, η Μαίρη Λίντα, η Καίτη Γκρέυ, με λίγα λόγια όλο τον αφάν γκατέ. Γνωρίστηκα με τον Γιάννη Σταματίου, τον Σπόρο που λέμε, που τότε ήταν ήδη από τα καλύτερα μπουζούκια και με τον Χρηστάκη. Ο τελευταίος μου πρότεινε να πάω στο σχήμα του Μητσάκη. Είχε βγει η φήμη ότι έπαιζα καλά. Μου λέει μόνο κόψε το μουστακάκι που έχεις, και αν και μ' έβαλε σε μπελάδες το έκοψα. Πήγα δειλά-δειλά στου Τζίμη του Χοντρού, με άκουσε ο Μητσάκης και ανέβηκα στο πάλκο. Ο Μητσάκης ήταν καταπληκτικός άνθρωπος. Μπεσαλής, κύριος, μάγκας με την κυριολεξία της λέξεως... Όλοι οι μεγάλοι ήταν αριστοκράτες. Ο Χιώτης, ο Λαύκας, ο Μητσάκης κι άλλοι που ξεχνάω και ίσως αδικώ, είχαν ροπή να ντύνονται καλά, να φέρονται καλά... Από αυτούς διδάχτηκα. Το μεροκάματο ήταν 40 φράγκα αλλά είχαμε και χαρτούρα. Ο Μητσάκης μ' έβαλε και στο studio να παίζω μπουζούκι στις ηχογραφήσεις του: Ποτηράκι-ποτηράκι, Σαββατόβραδο συννεφιασμένο...Μιλάμε για το 1954-1955. Μετά με πήρε ο Τατασσόπουλος να παίζω μπαγλαμά στις δικές του εγγραφές... Απ' τον Μητσάκη έμαθα να γράφω τραγούδια. Γιατί πριν γραμμοφωνήσει τα δικά του, τα κάναμε πρόβες στο σπίτι του στην Πετρούπολη. Κι απ' τον Χιώτη διδάχτηκα πολλά. Όπως κι ο Μανώλης με την σειρά του απ' τον Σπιτάμπελο. Αυτός έπαιζε το Εριβάν με τις τέσσερεις χορδές όπου επηρεάστηκε ο Χιώτης κι έκανε το τετράχορδο. Προσπαθούσα δηλαδή να μπω στην οικογένεια των μουσικοσυνθετών, και τελικά τα κατάφερα. Νομίζω όμως ότι κι εγώ με την πορεία μου τους έβγαλα ασπροπρόσωπους. Αυτοί όλοι έχουν φύγει απ' τη ζωή κι εγώ έχω μείνει και αγωνίζομαι ακόμα. Και τα τραγούδια μου είναι διαχρονικά και... συνεχίζω. Παρ' ότι εδώ και πολλά χρόνια εγώ και πολλοί άλλοι έχουμε κυνηγηθεί και εξοριστεί απ' την δισκογραφία και όχι μόνο. Φάγαν οι κομισάριοι τον Μητσάκη, τον Χατζιδάκι, τον Άκη Πάνου, τον Γαβαλά, τον Αγγελόπουλο... για να κάνουν την δουλειά τους. Από το 1984 και μετά που έδωσα στον Πανταζή πέντε τραγούδια κι ανέβηκε με το Εγώ είμαι εγώ και τα υπόλοιπα, πήγαινα στις εταιρείες και προτού προλάβω ν' ανοίξω το στόμα μου μου λέγαν: Δεν θέλουμε τραγούδια... Αυτό συμβαίνει εδώ και χρόνια τώρα. Εδώ ήταν υπό διωγμό ο Χιώτης. Από τότε, λίγο πριν φύγει απ' τη ζωή, γύρω στο '70, ξεκίναγε η κατεδάφιση του λαϊκού τραγουδιού. Που αν δεν υπήρχαν ο Χιώτης με τον Τατασσόπουλο θα ήμασταν ακόμη στα τεκεδάκια, στα ρεζίλικα που έλεγε ο Τσιτσάνης».
karampesinis51

«Ήμουν μόνιμος εκτελεστής στις ηχογραφήσεις της Columbia για πάρα πολλά χρόνια. Μαζί με τον Στέλιο Μακρυδάκη αποτελούσαμε το καλύτερο ντουέτο μπουζουκιών. Μετά ήρθαν ο Λάκης κι ο Κωστάκης, ο Καρνέζης δηλαδή με τον Παπαδόπουλο. Στον Επιτάφιο του Θεοδωράκη παίζω μαζί με τον Χιώτη, στου Τσιτσάνη τα τραγούδια που επανεκτελεί ο Μπιθικώτσης το 1960 παίζω εγώ, στο Εγώ με την αξία μου και στο Ότι αγαπάω εγώ πεθαίνει με τον Καζαντζίδη, στα Άλλα μου λεν τα μάτια σου και Ένα σφάλμα έκανα του Δερβενιώτη, στα Ηλιοβασιλέματα και Εσύ με την Μαίρη Λίντα... Ποιος άλλος παίζει μαζί με τον Χιώτη. Που να τον πιάσεις; Πως αποδώσεις το ύφος του; Γι' αυτό και στα περισσότερα παίζει μόνος του. Ο Χιώτης ήταν μουσικά ένα διεφθαρμένο μυαλό. Με την έννοια ότι αυτά που επινοούσε ξεπερνούσαν την ανθρώπινη φαντασία... Γενικά στις επανεκτελέσεις των μεγάλων τραγουδιών των Παπαϊωάννου, Χατζηχρήστου, Χιώτη κ.ά. στις 45 στροφές όταν ήταν καλλιτεχνικοί διευθυντές ο Τσιτσάνης με τον Χιώτη και υπό την οργάνωση του Νίκανδρου Μηλιόπουλου παίζω εγώ μπουζούκι. Στο Μες την πολύ σκοτούρα μου, στο Πάλιωσε το σακάκι μου, Το πλοίο θα σαλπάρει, Όσο με μελώνεις... Ειδικά αυτά με την Πόλυ Πάνου με την οποία δούλευα συνεχώς μαζί στο πάλκο τα περνούσα όλα εγώ, όπως και όταν δούλευα με τον Γαβαλά... Υπήρχε μια μόνιμη ομάδα μουσικών. Ξεκινάγαμε από τις 9 το πρωί και ηχογραφούσαμε μέχρι τις 3 το μεσημέρι. Εργάτες πραγματικοί με ήθος, μεράκι και με ζήλο για την δουλειά . Άρχισα να γραμμοφωνώ και δικά μου τραγούδια. Το πρώτο μου δισκάκι είχε απ' την μια πλευρά την Τζεμιλέ με τον Βασίλη Βλάσση και απ' την άλλη το Ποιος καημός σε βασανίζει με την Πόλυ Πάνου που γνώρισε επιτυχία. Έτσι καθιερώθηκα και σαν συνθέτης. Και όχι μόνο αυτό αλλά έγραφα και τους στίχους. Αξιοποίησα δηλαδή τις συμβουλές και τα μυστικά που μου έδειξε ο Μητσάκης… Το ύφος, η μαγκιά της νότας αλλά και ο ήχος του τρίχορδου δεν μπορούν να αποδοθούν από το τετράχορδο. Πόσοι μείναμε να παίζουμε τρίχορδο; Ο Παπαδόπουλος, ο Καρνέζης, ο Λιόσης, ο Στουραίτης -καλό μπουζούκι- κι εγώ. Στις ηχογραφήσεις μου παίζω πάντα με το τρίχορδο. Όλα με το τρίχορδο. Ακούς που παίζω χιλιάδες νότες; Όλα είναι στο μυαλό, στην ψυχή και στα δάχτυλα. Κι ευτυχώς όπως ήμουνα είμαι. Εξασκούμαι καθημερινά επί πολλές ώρες».

«Πολλά τραγούδια μου, όπως το Εσένα δεν σου άξιζε αγάπη και Η παντρεμένη δεν πούλησαν στην εποχή τους. Ανακαλύφτηκαν και αναγνωρίστηκαν πολύ αργότερα. Αντίθετα σουξέ που έκαναν μπαμ ήταν τα Βάλτε φωτιά και κάφτε με, Τάμπα τούμπα, Πήραν τα στήθια μου φωτιά, Κάψε με να ησυχάσω με τον Μενιδιάτη. Εγώ τραγουδούσα και τραγουδάω πολύ καλά. Αλλά ο Λαμπρόπουλος δεν με άφηνε να ηχογραφώ και να περάσω και σαν τραγουδιστής. Το ίδιο συνέβαινε και με τον Καλδάρα που ήταν και ωραίος ερμηνευτής. Ήμουνα όμως τυχερός που συνεργάστηκα με την Πόλυ Πάνου, που ερμήνευσε τα κομμάτια μου με ιδανικό τρόπο και με βοήθησε σαν συνθέτη. Η κάθε νότα έβγαινε απ' την ψυχή της. Το αγαπούσε το τραγούδι, το γούσταρε. Κι ήτανε και μάγκας και αριστοκράτισσα... και όλα. Δουλέψαμε σερί στο πάλκο 7 χρόνια. Στου Τζίμη του Χοντρού, στην Τριάνα του Χειλά, στο Φαληρικόν... Και η συνεργασία μας επεκτεινόταν και στο studio. Αναγκάστηκα να γράφω μόνος τους στίχους γιατί δεν έβρισκα αυτό που ήθελα στους επαγγελματίες. Δεν μου δίνανε καλό στίχο. Βέβαιο στο Τσιγγάνο με φωνάζουν με τον Αγγελόπουλο οι στίχοι είναι του Δημήτρη Γκούτη, ο οποίος έχει γράψει και ένα μέρος απ' το Η παντρεμένη. Η πρώτη εκτέλεση αυτού του τραγουδιού είναι με τον Διονυσίου. Δεν πούλησε ούτε 200 δίσκους. Με την Πόλυ έπιασε 7.500. Μετά ο Γκούτης πήγε στην Odeon και στην Columbia είχαν την αποκλειστικότητα ο Κολοκοτρώνης με την Παπαγιαννοπούλου. Ειδικά ο πρώτος... Ήθελα να δουλέψω σαν τον Χιώτη, να μην κάθομαι στο πάλκο, αλλά όρθιος, σαν ντουέτο με μια τραγουδίστρια. Η Πόλυ δεν ήθελε και στην θέση της πήρα την Μπέμπα Μπλανς. Πολύ ωραία τραγουδίστρια, με φινέτσα μοναδική. Δουλέψαμε στην Πεταλούδα στην πλατεία Αμερικής, με μεγάλη ορχήστρα, μπαλέτο, με την Ζωζώ Σαπουντζάκη, την Μάρθα Καραγιάννη... Μετά πήγα στον Βράχο στην Πλάκα, ντουέτο με την Άννα Μαριάννα, ορχήστρα του Μουζάκη, Καστρινός-Ζώκα, Βογιατζής, Τζένη Βάνου, Λάουρα. Την επόμενη χρονιά πήγα στο Κάστρο κι έβγαλα τρεις σεζόν ντουέτο με την Δούκισσα. Ωραία τραγουδίστρια κι αρτίστα. Κάναμε κι επιτυχίες σε δίσκους μαζί (Σε καρτερώ, Χαλάλι σου παλιόπαιδο κ.ά.) αλλά ο Λαμπρόπουλος δεν ήθελε τα ντουέτα και τα χώριζε. Μετά ανακάλυψα τον Ντουνιά γιατί στα μαγαζιά που δούλευα είχα την επιμέλεια του προγράμματος, όπως στον Σκορπιό στην Πλάκα που σύχναζε όλη η αριστοκρατία, Ωνάσης και τα λοιπά. Εδώ να καταλάβεις με άφηναν να κάνω κουμάντο τα μεγαθήρια Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου...Τον Ντουνιά τον πήγα πάλι στο Λαμπρόπουλο στην Columbia και μου λέει: έχουμε τραγουδιστές. Καταλήξαμε στην Polygram και κάναμε το Έμπαινε Γιώργο, έμπαινε και καθιερώθηκε. Κάπως έτσι βρήκα και την Μαράντη. Ήθελα μια λαϊκή τραγουδίστρια για το σχήμα. Γύρναγα τα μαγαζιά. Έχουμε πάει μαζί με τον Ντουνιά, τον Γενάρη του 1969 στη Βεντέττα στην Αχαρνών. Δεν υπήρχε ψυχή. Αλλά μόλις την άκουσα κατάλαβα ότι είχε την γκάμα της Πόλυς. Την πήρα δίπλα μου και την έφερα στα νερά μου. Αμέσως κάναμε σουξέ με το Έχω κάψες στην Columbia που το έγραψα χωρίς να ξέρει τίποτα ο Λαμπρόπουλος. Με την Μαράντη δεθήκαμε για πολλά χρόνια και στην ζωή, δουλέψαμε πολύ στην Ελλάδα και το εξωτερικό, κάναμε επιτυχίες (Απόψε θα τα πιώ, Το αποφάσισα λοιπόν κ.ά.), ώσπου χωρίσαμε. Πρόκειται για μία τραγουδίστρια πρώτης κατηγορίας, άλλο αν αυτοεξορίστηκε από το τραγούδι. Μετά τον χωρισμό μας κυνηγήθηκε κι αυτή πολύ. Γιατί μήπως ο Ντουνιάς δεν έμεινε έξω από τα πράγματα, παρ' όλο που έκανε επιτυχίες...».

«Το σουξέ το μυρίζομαι. Όταν το τελειώσω το τραγούδι και το ακούσω ξέρω τι απήχηση μπορεί να έχει. Όχι μόνο στα δικά μου αλλά και γενικότερα. Όποιος κι αν έλεγε το Έμπαινε Γιώργο ή το Έχω κάψες θα περπατούσε. Όλη μου τη ζωή την περνάω με το λαό. Όταν δεν δουλεύω βγαίνω πάντα έξω, παρατηρώ τις αντιδράσεις του κόσμου... και έχω το ένστικτο που με καθοδηγεί σωστά. Και σήμερα εξακολουθώ να γράφω τραγούδια και να είμαι μάχιμος αλλά... τα είπαμε. Κάποια κυκλώματα, δεν μιλάω πολιτικά, αλλά εννοώ στην δισκογραφία, στις συναυλίες, στα μέσα ενημέρωσης, στα ραδιόφωνα, στην τηλεόραση κ.λ.π, εξαφάνισαν τους συνθέτες... Κι ανάμεσα σε αυτούς που τα συγκροτούν αυτά τα καρτέλ είναι και μεγάλες αξίες. Θυμάμαι τον Άκη Πάνου να μου μιλάει με παράπονο για το κυνηγητό που του κάναν χρόνια...».


Φωτό 1: Φαληρικόν, Τζιτζιφιές, Πρώτη σειρά από αριστερά: Σακελλαρίου, Τσιτσάνης Πόλυ Πάνου, Καραμπεσίνης, Ρία Κούρτη, Παπαϊωάννου, Διονυσίου. Δεύτερη σειρά: Λουκάς Μαργαρώνης, Ευαγγελία Μαργαρώνη, Κοινούσης και Αρχαγγελάκης.
Φωτό 2: Νεαρός με την κιθάρα στα χέρια, πριν τον πείσει ο Χρηστάκης να κόψει το μουστάκι.
Φωτό 3: Στο καντίνι και στην πένα
Φωτό 4: Με την παρτενέρ του στη ζωή και στο τραγούδι, Μαίρη Μαράντη.
Φωτό 5: Ο Καραμπεσίνης αγκαλιάζει τον Τατασσόπουλο και τον Σπόρο και όλοι μαζί τον μπάρμπα Γιάννη, ιδιοκτήτη της Θέμιδας (μόνιμο στέκι τους στην Ευελπίδων)


ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!