Για τον Ηλία Κατσούλη…

Με τον Ηλία Κατσούλη δεν ήμασταν φίλοι, μάλλον καλοί γνωστοί. 
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Συνεργάτες, κατά μια έννοια, εδώ και χρόνια στο Δίφωνο, καθώς η δική του παρουσία στο περιοδικό, καθ’ όλα ουσιαστική και απαραίτητη, είχε εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα από τη δική μου, τα λέγαμε συχνά.

Λεπτός, ευγενικός άνθρωπος, όπως και οι στίχοι του. Παθιασμένος με το τραγούδι, στην παραγωγή του οποίου μπήκε ως λάτρης, αφού η κύρια επαγγελματική του ενασχόληση ήταν αυτή του φιλολόγου, και έτσι παρέμεινε μέχρι και το βιαστικό φινάλε του.

Δεν συμφωνούσαμε πάντα με τον κύριο Ηλία, αν και ομολογουμένως είναι πολύ δύσκολο να διαφωνήσεις με έναν τόσο πράο, διαλλακτικό και καταρτισμένο συνομιλητή. Μου μίλαγε συχνά για τα δίδυμα εγγονάκια του, που υπεραγαπούσε, για την ΑΕΚ –ομοίως–, για το πατρικό του στο Ξυλόκαστρο, για πρόσωπα και ζητήματα, για τα επόμενα σχέδιά του, για τα οποία εργαζόταν πυρετωδώς, αφού ο Κατσούλης είχε μια πολυδιάστατη σχέση με το τραγούδι, τους ανθρώπους, την ιστορία του, και κινούνταν κατά κάποιον τρόπο ως συλλέκτης και ερευνητής.

Σαν στιχουργός σεβάστηκε την παράδοση και τους μηχανισμούς τής κλασικής σχολής, το μέτρο, την ομοιοκαταληξία, το δεκαπεντασύλλαβο. Αντλούσε συχνά θέματα ή λεπτομέρειες από το δημοτικό τραγούδι, από τους αιωνόβιους αλάθητους κύκλους της φύσης, από την πορεία των φυλών και των ανθρώπων, ενώ, χωρίς να είναι καινοτόμος, επεδίωκε και συχνά τα κατάφερνε να είναι ευρηματικός στη θεματολογία του και φυσικά πάντα άριστος στην τεχνική του.

Τον φέρνω μπρος στα μάτια μου να μου μιλάει για ένα τραγούδι του Καζαντζίδη, που άκουσε και προσπαθούσε να βρει, γοητευμένος από το ρυθμό, τον στίχο και την ερμηνεία (Τ’ ορκίζομαι στην Παναγιά) –μόλις του είπα ότι κυκλοφορεί και σε ψηφιακή εκδοχή έτρεξε ευθύς να αγοράσει τον δίσκο–, να μου εκφράζει την αγωνία του αν τα τραγούδια που έγραφε για τον Μαργαρίτη σε μουσική του Νικολόπουλου θα είχαν τη λαϊκότητα που απαιτούνταν, για πολλά ακόμη.

Ο Κατσούλης με χαροποίησε όταν δέχθηκε με προθυμία να προλογίσει ένα απ’ τα βιβλία μου, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντάς μου ένα υπέροχο σημείωμα για το λαϊκό τραγούδι, τμήμα του οποίου χρησιμοποιήθηκε αργότερα σε ένα από τα πιο όμορφα κείμενά του.

Ο Κατσούλης με τίμησε ακόμα περισσότερο όταν, στις εκδηλώσεις για τους στιχουργούς που πραγματοποιούσε στον Δήμο Βύρωνα, με κάλεσε για να σταθώ ως κεντρικός ομιλητής στην περίπτωση του Πυθαγόρα. Τον θυμάμαι να μ’ αγκαλιάζει συγκινημένος στο τέλος της παράστασης και να μου λέει πολλά και ακριβά.

Ο Πυθαγόρας ήταν ένας στιχουργός που η έντεχνη σχολή στα χρόνια του ’70 λοιδορούσε και ταυτόχρονα θαύμαζε (για το ταλέντο, την αποδοχή, τη Μικρά Ασία και το Υπάρχω. Σίγουρα η ζυγαριά του Κατσούλη έγερνε προς την έντεχνη μεριά –όπως τέλος πάντων χαρακτηρίστηκε και κατηγοριοποιήθηκε εδώ και αρκετά χρόνια– χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η γραφή του ήταν βαρύγδουπη, σκοτεινή ή ακαταλαβίστικη. Τουναντίον.

Ο Κατσούλης κατέθεσε δείγματα μιας αψεγάδιαστης γραφής, τα χνάρια της οποίας έχουν χαραχθεί ανεξίτηλα από τη σύγχρονη τραγουδοποιία. Σε πολλές περιπτώσεις –χρησιμοποιώ αυτές τις αναθεματισμένες ταμπέλες, αφού έχουν επικρατήσει στη μουσική δημοσιογραφία και βιβλιογραφία– ήταν πιο λαϊκός κι απ’ τους λαϊκούς.

Και, όπως όλοι οι στιχουργοί, και γενικότερα οι καλλιτέχνες, αγαπούσε και εκτιμούσε περισσότερο τα έργα που δεν γνώρισαν στοργή και αναγνώριση. Σαν και τον στίχο από ένα αδικοχαμένο τραγούδι του, μέρος του οποίου ακολουθεί, που αγαπώ ξεχωριστά:

Στάχτες έκανα τα χρόνια
που μαζί σου έχασα.
Φλόγες άναψα στα χιόνια
και μετά σε ξέχασα.

 

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!