Ελένη Σαραντίτη - Η Χαρούλα στους εφτά ουρανούς (Πατάκης – Νέο Βιβλίο)

Βιβλίο πλημμυρισμένο από τα χρώματα και τα αρώματα της ελληνικής φύσης, της ζωής και της παράδοσης…
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
17/09/2013
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ
Καμία εκδήλωση

«Όσοι νοιαζόμαστε αληθινά για τους άλλους δεν μπορεί παρά να δούμε τις γραμμές μας να διασταυρώνονται, όχι τυχαία. Το συναπάντημα αυτό διατρέχεται από υπόγεια ρεύματα, τα οποία κάπου συναντώνται, ερήμην παγιωμένων διανοητικών σχημάτων και ιστορικά εγνωσμένων προκαταλήψεων…Το ζητούμενο για όλους μας είναι κανείς να μη μένει μόνος κι αβοήθητος, ιδιαίτερα μάλιστα σε περιόδους βαθιάς κρίσης και έντονης κοινωνικής οδύνης».
(Κώστας Σταμάτης, στο συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά)

Γι’ αυτή την αλήθεια, την ουσιαστική για τη ζωή, λίγοι θα μπορούσαν να μιλήσουν στα παιδιά και στους εφήβους μας, όπως μιλάει η Ελένη Σαραντίτη. Με τρόπο που αγγίζει την καρδιά.

Στο τελευταίο βιβλίο της, «Η Χαρούλα στους εφτά ουρανούς», από τις εκδόσεις Πατάκη, η συγγραφέας γυρίζει με τη φαντασία της πίσω, βλέπει τον κόσμο με τα έκπληκτα και γεμάτα θαυμασμό μάτια των παιδιών και ανοίγει την πόρτα της σκέψης τους σε άλλους ορίζοντες της ζωής και του κόσμου. Και επειδή η πρόκληση της συγκίνησης είναι απόρροια της αισθητικής αξίας που έχει η Τέχνη του λόγου, η συγγραφέας στο βιβλίο της μετατρέπει τα προβλήματα, τους καημούς και τα βάσανα των ανθρώπων σε αισθητική εποπτεία, με μια μαεστρία μοναδική. Χωρίς παραινέσεις ή συνθήματα συμπορεύεται με τα παιδιά και τα βοηθάει να γίνουν ικανά να συλλαμβάνουν τα προβλήματα της εποχής τους, να ευαισθητοποιούνται μπροστά στον πολλαπλασιασμένο πόνο των ανθρώπων, να γίνονται κοινωνοί στη δυσπραγία τους αλλά και να απογειώνονται από την καθημερινότητα, αναζητώντας τη γαλήνη και τη χαρά στη μαγεία και την ομορφιά της φύσης. Κατά τη μυθοπλασία, η Χαρούλα, -το όνομα έχει τη δική του σημαντική- μαθήτρια της Β’ Λυκείου, βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπη με το αδυσώπητο πρόσωπο που παίρνει καμιά φορά η ζωή, ακόμη και για τα αγγελικά της πλάσματα. Ο ναυτικός πατέρας της, η μητέρα κι ο αδελφός της αιχμαλωτίζονται από Σομαλούς πειρατές.

«Αδιάφοροι φαινομενικά, στην αγωνία και άκαμπτοι μπροστά σε κάθε αντίσταση», γράφει η συγγραφέας για τους πειρατές, «κυνηγοί από νήπια και της πιο ελάχιστης τροφής, σκλάβοι μιας άδικης, αφύσικα στερημένης ζωής. Θύματα και οι ίδιοι της αμείλικτης και αμαρτωλής εξουσίας, η οποία τους εξωθεί, συχνότερα τους κατευθύνει, στην κατάληψη των διερχόμενων πλοίων, με απώτερο σκοπό να τους καταβάλουν λύτρα οι πλοιοκτήτες…»

Εδώ, η θεώρηση των ανθρώπων, του κόσμου και των δεινών του συγκινεί και προβληματίζει τον αναγνώστη. Είναι πέρα ως πέρα ανθρωπιστική ή βαθιά χριστιανική. Η Ελένη Σαραντίτη απευθύνεται στους εφήβους μας και γνωρίζει καλά ότι η θεώρηση αυτή είναι η μόνη που ταιριάζει στη φυσική τους αξιοπρέπεια. Ξένη προς κάθε είδους διδακτισμό, αφήνει να εννοηθεί πως αν οι άνθρωποι δεν προσπαθήσουν με σοβαρότητα και έγνοια αληθινή να προσδιορίσουν τους λόγους που κάνουν τους ανθρώπους βίαιους, ελπίδα για την εξάλειψη της βίας δεν υπάρχει. Μετά την αιχμαλωσία των δικών της, η Χαρούλα βρίσκει καταφυγή στο σπίτι του καπετάν Γιάννη, φίλου αγαπημένου του πατέρα της.

Η γιαγιά Μαριάνθη, με τα ακοίμητα μάτια της, η Ειρήνη, συνομήλικη της Χαρούλας, «που είχε αντικρίσει ομορφιές κι ομορφιές, δώρα και προσφορές της φύσης, για την οποία έτρεφε μια χαρούμενη και γεμάτη ευγνωμοσύνη αγάπη», ανοίγουν την αγκαλιά τους και τη ζεσταίνουν με την απροσποίητη συμπάθειά τους. Τη βοηθούν να ξαναβρεί το γέλιο της, να μην παραιτηθεί από την ελπίδα να ξαναδεί τους δικούς της. Η μικρή κοπέλα μαγεύει, με την απλότητα, τη χάρη και τη δοτικότητά της, την οικογένεια που την φιλοξενεί. Κι όταν η ζωή με τα γυρίσματά της την ανεβάζει στους εφτά ουρανούς που «κρύβουν μέσα στα σύννεφα κοκκινολαίμηδες και ορτανσίες, στάζουν στις σχολικές αυλές περγαμόντο και στα μαξιλάρια των παιδιών ευτυχισμένα όνειρα», θα γίνει «μέλος του σύμπαντος», στην πιο χαρούμενη, στην πιο μαγική πτήση της μικρής της ζωής.

«Τα μάτια της διάφανα στο χρώμα της βροχής»

Ήταν ό,τι ωραιότερο είχα δει μέχρι τότε στη ζωή μου, θα πει για εκείνη η Ειρήνη. Για τη συγγραφέα, ωστόσο, η Χαρούλα δεν είναι απλώς η προσωποποίηση της εφηβικής ομορφιάς. Είναι η ομορφιά του κόσμου, η ανθρώπινη ομορφιά ποιητικά δοσμένη και κατάλληλα τοποθετημένη μέσα στην ομορφιά της φύσης.

Αυτό είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, το κατόρθωμα του έργου και ανεβάζει το εφηβικό μυθιστόρημα πιο ψηλά.
«… ήταν προικισμένη με την ηρεμία και την πραότητα που έχουν οι νεαρές αγίες στις τοιχογραφίες των παλιών, εγκαταλειμμένων, απάτητων σχεδόν εκκλησιών της Μεγαχώρας. Μοιάζει στις εικόνες αυτές που ζωγράφισαν λαϊκοί μάστορες, περιστασιακοί ή περαστικοί ασκητές, καμιά φορά κυνηγοί ή ζευγάδες, μπορεί και στρατοκόποι… Αν τυχόν και επισκεφτείτε τη Μεγαχώρα, εκεί στην Καστανιά Βοιών, προς βραδάκι του καλοκαιριού, με τα τζιτζίκια να μην ησυχάζουν και τη μυρωδιά του φρυγμένου χόρτου να εξουσιάζει όλο το απέραντο πλάτωμα, όπου στέκουν αιώνες οι εκκλησίες, θα τις δείτε αυτές τις αγίες και θα καταλάβετε γιατί παρομοιάζω τη Χαρούλα με αυτές. Κάτι στα ολάνοιχτα, μάλλον στρογγυλά γλυκά τους μάτια, κάτι στον πτυχωτό, παιδικό λαιμό, κάτι στα λακκάκια στα πλάγια του στόματος, ή ας πούμε, τα μια ιδέα αχτένιστα και φουντωτά μαλλιά τους… εν ολίγοις όλα ετούτα και άλλα ακόμη κάνουν τις σεπτές αγίες της Μεγαχώρας να δείχνουν έφηβες χωριατοπούλες, κοπελίτσες του μεροκάματου και της ανάγκης. Αλλά και ανοιχτές και καλόκαρδες. Έτοιμες για φιλίες και για θυσίες. Από τα πλάσματα που τον χειμώνα ζεσταίνουν στον κόρφο τους και στα πόδια τους ή στα στρωσίδια τους ξεπαγιασμένα ζωάκια. Από τις υπάρξεις που πεινούν μα περιμένουν να χορτάσουν οι άλλοι πρώτα, που ξεθεώνονται στη δουλειά αλλά βάζουν ένα χεράκι να βοηθήσουν το διπλανό τους, μα που το καλοκαίρι τα παρατούν όλα και μη τις είδατε μη τις απαντήσατε. Γραμμή για το λιμανάκι του Αυλόσπηλου.
Από εκεί ξεχνούν να γυρίσουν. Παίζουν με τα κύματα, παίζουν με αόρατες σ’ εμάς γοργόνες, παίζουν με πεφταστέρια που ξέμειναν αποβραδίς, πάντως με δυσκολία βγαίνουν απ’ το νερό. Όταν δε με τα πολλά βγουν, ο ήλιος είναι προς το γέρμα του κι αυτές στην πλήρη άνθησή τους. Ανατέλλουν. Μοσκοβολούν. Γυαλίζει το δέρμα τους, το ήδη ηλιοψημένο. Τα μάτια τους λάμπουν σαν τ’ αστέρια που βιάζονται να στεφανώσουν το παμπάλαιο, ρημαγμένο, αλλά πνιγμένο στις αγριοτριανταφυλλιές εκκλησάκι της Αγια-Κυριακής και έχουν ήδη πάρει τη θέση τους. Μάτια ανυπόμονου δειλινού τα μάτια τους…»

Η συγγραφέας χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις με διαύγεια, χρώμα και ειλικρίνεια. Συνθέτει με δεξιοτεχνία, κρυσταλλοποιεί την ποικιλία των μορφών. Τη συνεπαίρνει η μαγεία των λέξεων, η φαντασία στη διατύπωση. Το επιμελημένο όσο και αυθόρμητο, καθαρά προσωπικό της ύφος ανταποκρίνεται με πληρότητα στις αισθητικές απαιτήσεις των παιδιών, που δεν τους αρκεί το απλοϊκό, αφελές και ρηχό ύφος, γιατί τα υποβαθμίζει πνευματικά και τα οδηγεί στην ανία. Με την τεχνική της αναδρομικής αφήγησης, προωθεί την εξέλιξη του μύθου, πράγμα που βοηθά τον αναγνώστη να ερμηνεύσει καλύτερα το παρόν με στοιχεία του παρελθόντος. Όλα δίνονται συνδεδεμένα μεταξύ τους, χωρίς να δημιουργούνται χάσματα στο λόγο. Με τη χρήση του πρώτου ενικού από την αρχή του πεζογραφήματος, φαίνεται η σχέση του αφηγητή με την ιστορία που παρουσιάζει.
Τα ολοκληρωμένα πρόσωπα του έργου, η Χαρούλα και η Ειρήνη είναι ολοζώντανοι χαρακτήρες και δεν αφήνουν περιθώρια να αμφιβάλει κανείς για τη γνησιότητά τους. Η προσωπικότητά τους διαγράφεται με ευκρίνεια σε όλη την έκταση του έργου. Τα δορυφορικά πρόσωπα διατηρούν ως ξεχωριστές περιπτώσεις την αντιστικτική ζωντάνια τους.
«Η Χαρούλα στους εφτά ουρανούς» είναι βιβλίο πλημμυρισμένο από τα χρώματα και τα αρώματα της ελληνικής φύσης, της ζωής και της παράδοσης. Οι αρχετυπικές εικόνες έτσι όπως αναδύονται από την ατομική και συλλογική μνήμη και εκφράζονται μέσα από τις παλιές ιστορίες και τα θαυμαστά βιώματα της Ειρήνης, προετοιμάζουν τον έφηβο για το συναπάντημα με το μυστήριο της ζωής. Τον προετοιμάζουν και για το συναπάντημα με το πρόσωπο του Άλλου, του Ξένου, που η ιερότητα του προσώπου του κατακλύζει τη συνείδηση της φυλής μας.

Το εξώφυλλο του βιβλίου, φιλοτεχνημένο, από τη Φωτεινή Στεφανίδη, εξαίσιο, ενεργό, υπόσχεται στα παιδιά λόγο ποιοτικό και μια μυθοπλασία συναρπαστική. Η Θάλασσα, το Χώμα, το ιερό μας Δέντρο και η μετανεωτερική πινελιά-φλόγα στο στήθος του Κοκκινολαίμη βυθομετρούν την ευγενική ταπεινοφροσύνη, την εγκαρτέρηση και την πολύχρωμη εσωτερική αρμονία που η ζωγράφος, με τρόπο μοναδικό, αποτυπώνει στο χαρτί και φλογοβολεί στο βλέμμα της Έφηβης Χαρούλας.

Η Νύμφη του Άσματος.
«ἰδού εἶ καλή, ὀφθαλμοί σου περιστεραί ἐκτός τῆς σιωπήσεώς σου».
Εκεί ο λόγος.
Εδώ ο χρωστήρας.

*Ευχαριστούμε θερμά την πεζογράφο και κριτικό Ιφιγένεια Μαστρογιάννη


 

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!