Διαβάσαμε: «Ποιητικά Έργα και Αθησαύριστα Πεζά» του Μήτσου Πανανικολάου (Όγδοο)

Για τον Μήτσο Παπανικολάου αυτό που γνωρίζαμε δεν ήταν το συνολικό του έργο, αλλά κάποια αποσπάσματα
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που η φήμη τους προηγείται του έργου τους. Για πολλούς και διάφορους λόγους που δεν είναι απαραίτητα καλοί ή κακοί.

Για τον Μήτσο Παπανικολάου αυτό που γνωρίζαμε δεν ήταν το συνολικό του έργο, αλλά κάποια αποσπάσματα, κάποια σπαράγματα που βρίσκαμε ψάχνοντας σε κάποιες ανθολογίες με Έλληνες ποιητές του Μεσοπολέμου.

Αυτό που προηγούνταν το έργο του, ήταν η φήμη του, που έλεγε ότι ήταν ένας «καταραμένος» ποιητής του Μεσοπολέμου, που ήρθε, έζησε, έγραψε, χωρίς να αφήσει ιδιαίτερα ίχνη.

Αρκεί να σημειωθεί ότι όσο έζησε δεν εξέδωσε ούτε μία ποιητική συλλογή. Είχε όλα τα χαρακτηριστικά που αποδίδουν στους «καταραμένους» ποιητές.

Έζησε μια σύντομη ζωή στο περιθώριο, ήταν αλκοολικός, ναρκομανής, ομοφυλόφιλος, άνθρωπος ευαίσθητος που έζησε στα άκρα. Όπως γράφει ο Θωμάς Κοροβίνης στον πρόλογο της παρούσας έκδοσης, που είναι η πρώτη μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατό του την περίοδο της Κατοχής που αποπειράται να συγκεντρώσει σε έναν τόμο το σύνολο του έργου του:

«Η ζωή του Μήτσου από την παραδεισένια Ύδρα στο μεγάλωμά του στον Πειραιά, όπου στα καλά του νιάτα- αυτά τα «χαμένα νιάτα» που ύμνησε όσο τίποτε άλλο στην ποίησή του- επέπρωτο να γίνει λάτρης της κραιπάλης στα νυχτερινά του στέκια, ενώ ασκείται επιδέξια στο να σκαρώνει τροχαϊκούς οκτασύλλαβους, περίτεχνες ρίμες, και να μεταφράζει τους Γάλλους συγκαιρινούς του ποιητές που τον μάγευαν, από εκεί στην παράδοση στον κυκεώνα τω παθών του και στη φθορά του κορμιού και της ψυχής, ξεπουλώντας την πολύτιμη πραμάτεια του για να τα βγάλει πέρα με τα έξοδα της χθαμαλής του ζήσης και να ζαρώσει σε μια χαμοκέλα της Κοκκινιάς, ώσπου, στην καρδιά της Κατοχής, η συμπόνια κάποιων φίλων να τον στείλει στο Δημόσιο ψυχιατρείο για αποτοξίνωση, όπου και τραγικά καταλήγει. Αυτή ήταν η περιπλανώμενη ζωή του, μια γεμάτη εμπειρίες και γνώσεις αλλά μαρτυρική οδοιπορία με βαριές ανάσες αχόρταγης ηδονής.

Απολησμονημένος για δεκαετίες, έχει εκτιμηθεί στο πρόσφατο παρελθόν σαν ένας συμπαθής, ιδιότροπα λυρικός και ρομαντικός, με ξεχωριστή, μοναχική πορεία, εμφανώς Καβαφίζων, όμως φανατικός μιας ιδιόρρυθμης, πλούσιας εικονοπλασίας, με στίχους σφριγηλούς όπου παραδόξως συνδυάζονται εξαιρετικά δύο φαινομενικά συγκρουσιακοί κόσμοι, ο ρεαλισμός με τον ρομαντισμό. Ένας ουτοπικός συνδυασμός όπου η βαθύτερη αναφορά του, αλλά και η κατάληξή του, είναι η πρώτη στην απόλυτη ματαιότητα των ανθρωπίνων, η παρακμή και ο θάνατος.

Σπαράγματα της χαμοζωής των στερνών του χρόνων μας έχουν παραδοθεί: αδειάζει τη βιβλιοθήκη του Λαπαθιώτη και την πουλάει στα παλιατζίδικα δίνοντάς του ελάχιστα απ' τα κέρδη, έτσι που αγανακτισμένος ο άλλος τον κάνει πέρα, σέρνεται πελιδνός κουρελής στα Χαυτεία, ψωμοζήτουλας στα παρασόκακα της Ομόνοιας, ικέτης σε εκδότες για λίγες δεκάρες, με τους άλλους ποιητές και λογίους που δεν τους ταίριαζε η εικόνα του και δεν ενέκριναν τα τερτίπια του να τον περιφρονούν και να τον αποπαίρνουν. Φαντάζεται κανείς τι μπορεί να είδε, να αφουγκράστηκε, να βίωσε ο Μήτσος, στα εκστασιακά του ταξίδια στη νταμίρα της ουτοπίας, στις μυτιές και στις ενδοφλέβιες, σε συνοπτικές συνευρέσεις με βίαιους μαχαλόμαγκες και εκβιαστές, σε τεκεδάκια και χαμαιτυπεία της Τρούμπας, σε άγρια μεθύσια παρέα με τον Ναπολέοντα, σε τέτοιες και άλλες εμπειρίες, παράμερα από την «βουή του δρόμου», όπου σχηματίστηκε η «μορφή της ποιήσεώς» του, μιας χούφτας ποιημάτων δηλαδή, που έγραψε, δημοσίευσε σε περιοδικά αλλά δεν πρόλαβε να δει τυπωμένα σε συλλογή με τ' όνομά του.

Η μόλις σαράντα τριών χρόνων ζωή του ωραίου, παραπονεμένου ποιητή των πενήντα περίπου ποιημάτων, του παθιασμένου μεταφραστή των Γάλλων ομοθρήσκων του ποιητών, του πρωτοποριακού συνεργάτη και στο τέλος διευθυντή του περιοδικού «Μπουκέτο», του σταυραδελφού του Λαπαθιώτη, ενός ακούσιου παρία μιας ακόμη «εποχής των δολοφόνων», του Μήτσου Παπανικολάου, που ξεψύχησε στο τρελάδικο, θύμα μοιραίο της ντρόγκας και των άλλων ναρκωτικών που όριζαν το δραματικό πεπρωμένο του, είναι ένα ακόμη βαρύθυμο ρεμπέτικο που δεν του έλαχε να γραφτεί σε πλάκα γραμμοφώνου
».

Ο Θωμάς Κοροβίνης μέσα σε λίγες προτάσεις μπόρεσε να ορίσει το πλαίσιο της ζωής ενός «καταραμένου» ποιητή των γραμμάτων μας. Ενός ανθρώπου που δεν μπόρεσε να χωρέσει στο πλαίσιο της εποχής του. Η ανάγνωση των λίγων, ομολογουμένως, ποιημάτων του που διασώθηκαν, των μεταφράσεών του, των λίγων διηγημάτων του, που για πρώτη φορά συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο, δείχνουν έναν ποιητή του Μεσοπολέμου που «απηχεί τη νεορομαντική και εξιδανικευμένη αντίληψη περί αγνότητας και λυρικότητας του ποιητικού λόγου».

Όπως έγραψε το 1944, έναν χρόνο μετά τον θάνατό του από υπερβολική δόση ναρκωτικών, ο Τέλλος Άγρας, ο Μήτσος Παπανικολάου «δεν εζήτησε από την Ποίηση, όπως και από την ίδια τη ζωή, την Αλήθεια ή την Ιδέα. Ακόμα και η Ομορφιά του ήταν λίγο. Εζήτησε κάτι πιο τραγικό: την Ηδονή... και μάλιστα την όσο το δυνατό δουλεμένη».

Όπως γράφει, επίσης, στην εισαγωγή του βιβλίου ο Γιώργος Μαρκόπουλος: «Γι' αυτό και στην ποίησή του ολόκληρη, βασιλεύει το φθινόπωρο, ο χειμώνας, ο Γενάρης, η σκοτεινιά, οι αποχαιρετισμοί, το απόγευμα, οι χωρισμοί, οι χαμένες εφήμερες αγάπες, τα φαντάσματα, οι παραισθήσεις, οι «ίσκιοι», τα άδεια καφενεία και οι βραδινοί θάνατοι. Και η κοινωνική μιζέρια ακόμη βασιλεύει της εποχής, η τραγωδία της προσφυγιάς και της μεγάλης ιδέας η φάρσα, φερ' ειπείν, όχι όμως ευδιάκριτα, καθαρά, καθότι ο ποιητής μας πηγαινοέρχεται από τον έρωτα στον θάνατο και από τον θάνατο στον έρωτα ή σε κάποιες περιπτώσεις, ακροβατεί, περνώντας από το σκότος της κραιπάλης, στης νοσταλγίας τα φτερά. Μοντερνιστής παρά ταύτα σπεύδω να υπενθυμίσω, και όχι «γλυκερός» όπως πολλοί άλλοι της γενιάς του, καθώς και με μια εικονοποιϊα άκρως γοητευτική, μας χαρίζει στίχους εξόχως εκλεκτούς».

«Μέσα στη βουή του δρόμου
Ήταν να βρω τ' όνειρό μου
Να το βρω και να το χάσω
Κι ούτε πια που θα το φτάσω.
Μια στιγμή πέρασε μπρός μου
Κι ήταν η χαρά του κόσμου,
Η χαρά που μας ματώνει
Σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.
Πέρασε όπως περνούνε

Όσα δε θα ξαναρθούνε-
Πουλιά που' χουν φτερουγίσει
Σύννεφα μέσα στη δύση.
Κι άφησε στο πέρασμά του
-πέρασμα ζωής, θανάτου-
Στην καρδιά μου σα σφραγίδα
Ω... την πεθαμένη ελπίδα.
Μιαν ελπίδα πεθαμένη
Που μας ζει και μας πεθαίνει
Κι όλο μας τραβάει δω κάτου
Ως την πόρτα του θανάτου.
Όνειρο γλυκό και ξένο
Και παντοτινά χαμένο,
Σε κρατώ στο νου μου ακόμα
Σαν τριαντάφυλλο στο στόμα.
Όταν πέρασες με πήρες
Κι όλες μου άνοιξες τις θύρες
Με το μαγικό κλειδί σου
Του χαμένου παραδείσου».

Ήταν πριν από λίγα χρόνια όταν το συγκρότημα Domenica έκανε πολύ μεγάλη επιτυχία, μελοποιώντας ο Δημήτρης Κανελλόπουλος τους στίχους του ποιητή και αυτό δείχνει, κατά την άποψή μου, πως ένας στίχος γραμμένος σχεδόν 70 χρόνια πριν, μπορεί και επικοινωνεί με ένα ευρύ κοινό, τόσα πολλά χρόνια μετά.

Διαβάζοντας σήμερα τα σωσμένα ποιήματα καθώς και τα πεζά του Μήτσου Παπανικολάου πολύ εύκολα καταλαβαίνεις ότι ξεπερνούν την εποχή που γράφτηκαν. Το ότι ο δημιουργός του πέρασε στην αφάνεια για τόσα πολλά χρόνια είναι αποτέλεσμα των προσωπικών του επιλογών όσο έζησε.

Το σίγουρο είναι ότι υπήρξε ένας καθαρόαιμος ποιητής, παιδί της εποχής του Μεσοπολέμου, αυτοκαταστροφικός, και ίσως ο τίτλος του βιβλίου του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ «Ωραίοι και καταραμένοι» να είναι αυτός που του ταιριάζει πιο πολύ.

Και μόνο το γεγονός ότι ο Μιχαήλ Χ. Ρέμπας, που έκανε την εισαγωγή και την επιμέλεια του παρόντος βιβλίου, κατάφερε να συγκεντρώσει σε έναν τόμο ότι διασώθηκε από τα γραπτά του Μήτσου Παπανικολάου, δεν αξίζει μόνο συγχαρητήρια αλλά είναι και ένα εκδοτικό γεγονός.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!