Θόδωρος Δερβενιώτης & Κώστας Βίρβος: Δίδυμο που έγραψε ιστορία!

(ΑΚΟΥΣΕ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ) Στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού, όπως συμβαίνει παντού, άλλωστε, υπήρξαν και λειτούργησαν κάποιες φιλίες και παρέες που έγραψαν τη δική τους μικρότερη ή μεγαλύτερη ιστορία
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
και στη συνείδηση μας έμειναν εικόνα αδιαίρετη, παρά τις όποιες παράλληλες πορείες τους. Σε αρκετές περιπτώσεις, τραγουδιστές συνδέθηκαν με συνθέτες και το έργο τους, ενώ, σε κάποιες άλλες, συνθέτης και στιχουργός πέρασαν μαζί το νήμα της ιστορίας, γράφοντας την κοινή τους μοίρα και διαδρομή με χρυσά γράμματα. Μια τέτοια, ιστορική δημιουργική παρέα αποτέλεσαν ο Θόδωρος Δερβενιώτης και ο Κώστας Βίρβος.

Ήταν νέοι δημιουργοί και οι δυο στα χρόνια του 50 όταν εντάχθηκαν στο δυναμικό του λαϊκού τραγουδιού και της δισκογραφίας και ξεκίνησαν σιγά-σιγά να συνδέουν κομμάτι, κομμάτι το ψηφιδωτό της κοινής καλλιτεχνικής, ιδεολογικής και αγωνιστικής, περί το τραγούδι και όχι μόνο, πορείας τους. Η γνωριμία και η συνεργασία τους ξεκίνησε ταυτόχρονα, μια μέρα του 1955. Αυτή η διακριτική, αραιή, συνεργασία των πρώτων χρόνων, ήταν μοιραίο να πάρει το δρόμο της και να εξελιχθεί στην πολυγραφότερη και από τις ουσιαστικότερες συνεργασίες του λαϊκού τραγουδιού, με πάνω από 350 δημιουργίες. Αν τη δούμε σε όλο της το εύρος, τότε, έχουμε μια πλήρη εικόνα, το περίγραμμα και την ουσία μαζί, όλης αυτής της μακράς περιόδου του λαϊκού τραγουδιού και της εξέλιξής του, από τα μέσα της δεκαετίας του 50 μέχρι τη νεότερη εποχή.



Πρώτη γνωριμία και πρώτα τραγούδια.
Γνωρίστηκαν σ’ ένα καφενείο στην οδό Δώρου, στην Ομόνοια, με τη μεσολάβηση του έτερου Θεσσαλού Χρήστου Κολοκοτρώνη, το 1955. Γι αυτή τη συνάντηση ο Θόδωρος Δερβενιώτης έχει αναφέρει: «Το πρώτο τραγούδι από τον Βίρβο το πήρα με τη μεσολάβηση του Κολοκοτρώνη. Ο Χρήστος, έτυχε τότε να έχει στενότητα στίχων, ενώ είχαμε ήδη έτοιμο ένα τραγούδι με τον Καζαντζίδη και έπρεπε να το ζευγαρώσουμε για να κυκλοφορήσει ο δίσκος. Έτσι, μου σύστησε τον Βίρβο. Έβαλα, λοιπόν, το όνομα του στο δίσκο και εκείνος μου έκανε παράπονα: «Ξέρεις τι ζημιά έκανες; Μου ’βαλες το όνομα, τώρα οι άλλοι συνθέτες δεν θα μου παίρνουν στίχους, γιατί θα νομίζουν ότι θέλω το όνομά μου στο δίσκο»! Το τραγούδι ήταν το Λιώσαν στα βουνά τα χιόνια που τραγούδησε η Ρένα Ντάλλια. Αυτό, λοιπόν, ήταν το καθεστώς της δισκογραφίας του λαϊκού τραγουδιού εκείνα τα χρόνια και ως εκ τούτου, σύνηθες για πολλά τραγούδια, η πληροφόρηση περί το στιχουργό να είναι ελλιπής. Η συνεργασία τους, λοιπόν, συνεχίστηκε, άλλοτε με το όνομα στην ετικέτα και άλλοτε χωρίς. Για παράδειγμα σε μια από τις επόμενες συνεργασίες τους, με κάποια σκληρά τραγούδια, για θανάτους, φτώχειες και τ’ άλλα δεινά που ταλάνιζαν την πολύπαθη μετεμφυλιακή Ελλάδα, στην ετικέτα του δίσκου μπήκε μόνον το όνομα του Βίρβου. Ήταν τα: Μη με κλαίτε και Φεύγω θα ξενιτευτώ με τον Καζαντζίδη, με τον οποίο, το 1956, έγραψαν κι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια τους, το Γειτονιά μου αγαπημένη, έναν ύμνο στην γειτονιά, μια συναισθηματική, διόλου πεσιμιστική, παρά τις ξενιτιές και τις μπόρες της εποχής, παλικαρίσια φωνή της ψυχής της παλιάς ελληνικής γειτονιάς.

 


«Μπροστά μου βρίσκεται γκρεμός και πίσω μαύρο ρέμα»
Η εποχή της άνθισης του δίσκου με τα τζουκ-μποξ και τα μικρά πικ-απ που πλήθαιναν κατά χιλιάδες, βρήκε το ελληνικό τραγούδι να ετοιμάζει το πέρασμα του στη νέα εποχή του λόγιου τραγουδιού και των ποιητών με αιχμή τη μουσική του άρτι αφιχθέντα εκ Παρισίων Μίκη Θεοδωράκη. Το βάρος της εταιρίας στην οποία δισκογραφούσαν ο Δερβενιώτης και ο Βίρβος έπεσε με μιας στο νέο ρεύμα του λεγόμενου έντεχνου και το λαϊκό τραγούδι άρχισε να πέφτει σε δυσμένεια. Μέσα σε αυτό το κλίμα της αλλαγής των δεδομένων, το 1962, έλυσαν τη συνεργασία τους με την Columbia και ξεκίνησαν συνεργασία με την Odeon. Το 1963 η εταιρία τους πρότεινε ως δίδυμο δημιουργών με ξεχωριστή αναφορά στα φυλλαδιάκια και στα καταλογάκια της. Η συνεργασία τους σταθεροποιήθηκε και η μια επιτυχία διαδέχτηκε την άλλη. Έγραψαν στο πολυρυθμικό κλίμα της εποχής, σ’ ένα μείγμα ανατολικών και ευρωπαϊκών ρυθμών με τσιφτετέλια, μπαγιό, μπολέρο, βαλς, ταγκό, κουαράτσες, 5/8 κ.α. Με τον Αναγνωστάκη (Οι αναμνήσεις, Μοίρες-μοίρες, Δέκα συμβουλές κ.α.) και τον Ζαγοραίο (Παλαμάκια-παλαμάκια, Ντόλτσε βίτα κ.α.).

 

Από τη Θεσσαλία και οι δυο, όπως πλήθος άλλων μεγάλων λαϊκών δημιουργών, έφεραν στο τραγούδι και κάποτε συνταίριαξαν τους ήχους, τις μυρωδιές και τις εικόνες του δημοτικού τραγουδιού και της επαρχίας γράφοντας τραγούδια που αναδείκνυαν, για μια ακόμη φορά, το λαϊκοδημοτικό ιδίωμα της φωνής του Βαγγέλη Περπινιάδη (Πάρτε βουνά τον πόνο μου, Κλαίνε μαζί μου τα βουνά). Έχοντας μαζί τους και τον Καζαντζίδη, θυμήθηκαν τις χρυσές στιγμές του παρελθόντος και έφτιαξαν ορισμένα από τα χαρακτηριστικότερα τραγούδια των μέσων του 60 (Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο, Της κοινωνίας ναυαγός, Στη ζούγκλα που λέγεται ζωή, Ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι κ.α.). Μετά το 1966 συνεργάστηκαν και με τα νέα φωνητικά πρότυπα της εταιρίας: τον Μπάμπη Τσετίνη, τον Μάνο Παπαδάκη κ.α.. Ειδικά στον πρώτο έδωσαν μια σειρά από τα καλύτερα και πιο γνωστά τραγούδια του (Ίσως, Μπορεί, Κι ενώ το ήξερα, Απορώ κ.α.).


«Σού ’χω έτοιμη συγγνώμη»
Από τα τέλη της δεκαετίας του 60 και μετά, παρ’ ότι η συνεργασία τους γέννησε μεγάλα σουξέ, που ξέφυγαν από τα στενά όρια του λαϊκού τραγουδιού και εναρμονίστηκαν με το ελαφρολαϊκό πνεύμα του καιρού: Σε ικετεύω, Ψύλλοι στ’ αυτιά μου με τον Τόλη Βοσκόπουλο, Τα χρυσά κλειδιά με τον Γιάννη Καλατζή, αλλά και αέρινα νεολαϊκά όπως το Πάρε τα χνάρια με τον Καζαντζίδη, οι πόρτες των δισκογραφικών εταιριών άρχισαν να κλείνουν. Το 1974 συνεργάστηκαν και σ’ έναν πρώτο κύκλο τραγουδιών που εκδόθηκε από τη Λύρα: Το Ρεμπέτικο Περιβόλι. Τα θέματά του, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά άντλησαν από την ιστορία του ρεμπέτικου. Ο Θόδωρος Δερβενιώτης, μουσικά γύρισε πίσω στη ρίζα του Πειραιώτικου μέχρι και Σμυρναίικου ύφους και ο Κώστας Βίρβος μνημόνευσε τους ανθρώπους τους σιναφιού του και της ρεμπέτικης ιστορίας, παίρνοντας το βάπτισμα του στιχουργού-ιστορικού του ρεμπέτικου, ενώ, γράφοντας από την εποχή της Καταχνιάς, ήδη, με τη λογική του κύκλου τραγουδιών, προέκτεινε τις συνεργασίες του και πέραν του λαϊκού, με άλλους συνθέτες. Ο Θόδωρος Δερβενιώτης αποτραβήχτηκε εκδίδοντας, επιλεκτικά, τραγούδια του σε μικρότερες εταιρίες και, αγωνιστής όπως ήταν πάντα, κατάφερε να ισορροπήσει και να κλείσει τα στόματα όλων εκείνων που τον κράτησαν μακριά από τη νεότερη παραγωγή. Το 1981 έγραψαν έναν ιδιαίτερο δίσκο με ερμηνευτή τον Κώστα Σμοκοβίτη. Πλησιάζοντας, κατά κάποιο τρόπο, το ύφος των λαϊκών τραγουδιών του Κουγιουμτζή και μέσα σε αυτό το κλίμα απ’ όπου ερχόταν η φωνή του Σμοκοβίτη, έγραψαν και το εξαιρετικό καμηλιέρικο Τι να πω και τι να γράψω. Το 1984, έπειτα από παρότρυνση της Μίνος και του παραγωγού Γιώργου Μακράκη έγραψαν τα 6 λαϊκά τραγούδια του δίσκου Εξ Αδιαιρέτου με τον Μανώλη Μητσιά, που μαζί με εκείνα του Άκη Πάνου από το Παρών, είναι μέχρι σήμερα και τα καλύτερα λαϊκά του.

 

 



Μεγάλες σημαίες του λαϊκού τραγουδιού.
Δεν είναι τυχαίο, πάντως, ότι και οι δυο τους, εκτός από στενοί φίλοι και συνεργάτες υπήρξαν και από τους αγωνιστές του τραγουδιού. Το 1961 έφτιαξαν το πρώτο σωματείο για τα δικαιώματα των λαϊκών συνθετών και στιχουργών, το σύνολο, σχεδόν, των οποίων εντάχθηκε αμέσως σε αυτή την πρώτη συνδικαλιστική κίνηση. Αργότερα, πάλεψαν μέσα από τις γραμμές της Ε.Μ.Σ.Ε. και το 1991 έφτιαξαν το Σύλλογο Υπεράσπισης του Λαϊκού Τραγουδιού. Ο Μπάρμπα Θόδωρος έφυγε το 2004. Ήταν ένας γλυκύτατος και θαυμάσιος άνθρωπος. Κατά την προσωπική μου άποψη μια από τις μεγάλες σημαίες του λαϊκού τραγουδιού και από εκείνους που μας κάνουν περήφανους που αγαπήσαμε το λαϊκό τραγούδι. Ο Κώστας Βίρβος είναι μια από τις 4-5 ιστορικές πένες του. Η πλούσια θεματογραφία του ανανέωσε το λαϊκό στίχο διευρύνοντας τον, πέραν των βιωμάτων και των συνθηκών της κλειστής κοινωνίας, με εικόνες, τοποθεσίες, πρόσωπα και κάθε λογής ιστορίες που άπτονται μιας πιο λογοτεχνικής διάθεσης. Και όπως, ο Θόδωρος Δερβενιώτης έχοντας στις αποσκευές του τη γνώση και τις μνήμες από τη μουσική των προγόνων του, ενισχυμένη με την πείρα και τη γνώση της ευρωπαϊκής και ανατολικής μουσικής, αλλά, και από τα βιώματα της δικής του διαδρομής και ιστορίας, έτσι και οι δυο μαζί κατάθεσαν ένα στιχουργικό και μουσικό χαρακτήρα και κόσμο συμπαγή που φέρει έντονο το προσωπικό τους σήμα και στίγμα.

 

 


Θόδωρος Δερβενιώτης
Γεννήθηκε στη Ζαγορά του Βόλου το 1922 σ’ ένα περιβάλλον που είχε σχέση με τη μουσική, μιας και ο παππούς του ήταν από τους γνωστούς λαουτιέρηδες της περιοχής. Επηρεασμένος από τον παππού του και τον θείο του μουσικό και αργότερα δάσκαλό του μπάρμπα Γιάννη Βισβίκη έμαθε να παίζει λαούτο. Το 1934 τελείωσε το δημοτικό σχολείο και το 1936, έχοντας προχωρήσει στο γυμνάσιο, στράφηκε προς την εργασία, κάνοντας αγροτικές και άλλες δουλειές προκειμένου να βοηθήσει την οικογένειά του, ενώ παράλληλα έπαιζε με κομπανίες σε γάμους και πανηγύρια. Από την εφηβική του ηλικία έψελνε και μέχρι τα 24 του χρόνια άσκησε την ψαλτική στις εκκλησίες της Ζαγοράς. Εκτός από τους ήχους των δημοτικών τραγουδιών στη μνήμη του αποτυπώθηκαν και οι ήχοι από τα γραμμόφωνα της εποχής που έπαιζαν, μεταξύ άλλων, ρεμπέτικα και μικρασιάτικα τραγούδια. Όλοι αυτοί οι ήχοι και οι επιρροές ζύμωσαν το χαρακτήρα του και το μουσικό του ταλέντο, μέχρι τα χρόνια που έτοιμος πια, το 1950, κατέβηκε στην Αθήνα και εργάστηκε ως επαγγελματίας μουσικός.

 

Τα χρόνια της κατοχής στρατεύτηκε με τη μαχητική νεολαία και αγωνίστηκε από τις γραμμές του Ε.Α.Μ. της Ε.Π.Ο.Ν. του Ε.Λ.Α.Σ. και του Κ.Κ.Ε. Το 1947 εξορίστηκε στα Κύθηρα και τη Ζάκυνθο και το 1948 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως πολιτικός κρατούμενος στη Μακρόνησο. Από το 1950 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.


Το 1951 ήρθε σε επαφή με τους λαϊκούς συνθέτες στο μπαράκι του Μάριου γράφοντας τις παρτιτούρες των τραγουδιών τους για να περάσουν την έγκριση της λογοκρισίας. Το 1952 έπειτα από προτροπή του Πάνου Πετσά έγραψε, σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη, το πρώτο του τραγούδι Μόνο ψέμα κι απιστία που φωνογραφήθηκε στην Columbia στις 10 Ιουνίου 1952 με τις φωνές του Γιάννη Τζιβάνη και της Ρένας Στάμου και μπουζούκια τους Γιάννη Παπαϊωάννου και Γεράσιμο Κλουβάτο. Ο δίσκος πούλησε περίπου 2.000 αντίτυπα, καθιερώνοντάς τον ως έναν από τους κεντρικούς συνθέτες του νέου ύφους της δεκαετίας του 50. Εποχή, στην οποία έφερε με την τέχνη του το πονεμένο στυλ καθώς και στοιχεία από το δημοτικό τραγούδι και το βυζαντινό μέλος. Οι κυριότεροι στιχουργοί των τραγουδιών του σε αυτή την περίοδο ήταν ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης, ο Χρήστος Κολοκοτρώνης, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ο Κώστας Βίρβος και ο Κώστας Μάνεσης. Με τον Χρήστο Κολοκοτρώνη, όμως, είχε τη μεγαλύτερη συνεργασία και μαζί έγραψαν ορισμένα από τα συγκλονιστικότερα τραγούδια της δεκαετίας του 50 με τον Καζαντζίδη τη Καίτη Γκρέυ, τη Γιώτα Λύδια, την Πάνου Πάνου κ.α. Το 1956, ανέλαβε μαέστρος στην Columbia, θέση που κράτησε μέχρι το 1962, όπου μετέβει στην Odeon. Όλη αυτή την περίοδο εργάστηκε και στα κέντρα. Η τελευταία εμφάνισή του σε πάλκο ήταν το 1959 στο κέντρο Αστέρας, στου Παράσχου, στα Γερμανικά της Κοκκινιάς, όπου εμφανιζόταν με τον Στέλιο Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα. Την εποχή της Μαντουμπάλας και του Είσαι η ζωή μου. Το 1960 άνοιξε την πρώτη σχολή μουσικής, μαζί με τον Γιάννη Βέλλα, στην οδό Κωνσταντινουπόλεως στα Σεπόλια, αργότερα, στην Ακομινάτου, στη Βίκτωρος Ουγκώ, στου Γκύζη και, τέλος, κάτω από το σπίτι του, στον περιφερειακό του Λυκαβηττού. Από τις ακροάσεις του στην Columbia ή από τη σχολή του πέρασαν πολλοί μετέπειτα γνωστοί και μεγάλοι τραγουδιστές, όπως ο Αγγελόπουλος, ο Διονυσίου, ο Πουλόπουλος κ.α. Στη δεκαετία του 60 συνδέθηκε, κυρίως, με τον Κώστα Βίρβο και αποσπασματικά με τον Γιώργο Σαμολαδά κ.α. ενώ σε κάποιες από τις νεότερες δουλειές του με ερμηνευτές τον Πασχάλη Τερζή, τον Ηλία Μακρή, τον Μιχάλη Δημητριάδη και τον Μαρίνο Καρβέλα συνεργάστηκε με τους Λευτέρη Χαψιάδη και Θόδωρο Γραμμένο. Έφυγε από τη ζωή στις 4-12-2004 και μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν αφιερωμένος στο λαϊκό τραγούδι.

 

Κώστας Βίρβος
Ο Κώστας Βίρβος γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 29 Μαρτίου 1926. Στην ιδιαίτερη πατρίδα του έζησε μέχρι το 1939, όταν ο πατέρας του, ευκατάστατος τυρέμπορος, τον έστειλε στην Κοργιαλένιο Σχολή Σπετσών. Με την κήρυξη του πολέμου η σχολή έκλεισε και ξαναγύρισε στα Τρίκαλα. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, το 1943, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Πάντειο σχολή και αργότερα στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης. Την ίδια χρονιά οργανώθηκε και στην Εθνική Αντίσταση. Τον Μάρτιο του 1944 συνελήφθη να γράφει συνθήματα στους τοίχους και μεταφέρθηκε στην Ειδική Ασφάλεια, όπου βασανίστηκε. Τον Ιούνιο αποφυλακίστηκε και, έπειτα από πολλές περιπέτειες, βγήκε στο βουνό. Έγραφε έμμετρα από νωρίς κι έτσι το 1948 έδωσε τα πρώτα του τραγούδια στον συμπατριώτη του μουσικοσυνθέτη Απόστολο Καλδάρα. Το πρώτο του τραγούδι με τίτλο Ο φαντάρος δεν δισκογραφήθηκε, καθώς, η εταιρία φοβήθηκε να το στείλει στη Λογοκρισία. Έτσι, η πρώτη επίσημη ηχογράφησή του ήταν με το τραγούδι Να το’βρεις από άλλη που κυκλοφόρησε το 1949 με ερμηνευτές τη Σούλα Καλφοπούλου και τον Μάρκο Βαμβακάρη. Από εκείνη τη στιγμή το ελληνικό τραγούδι κέρδισε έναν από τους σημαντικότερους στιχουργούς-ποιητές του. Στην περίοδο του γραμμόφωνου εκτεταμένη και σημαντική υπήρξε η συνεργασία του με τους συνθέτες από τη Θεσσαλία. Παραγωγικότερη υπήρξε η συνεργασία του με τον Μπάμπη Μπακάλη, και ακολούθως με τον Απόστολο Καλδάρα, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Θόδωρο Δερβενιώτη και τον Βασίλη Καραπατάκη, με τους οποίους έγραψε αριστουργηματικά τραγούδια που ερμήνευσαν ο Στ. Καζαντζίδης, η Μ. Νίνου, ο Τ. Μπίνης, η Σ. Μπέλλου, η Κ. Γκρέυ, ο Π. Γαβαλάς, η Γ. Λύδια, η Π. Πάνου κ.α. Επίσης, συνεργάστηκε με τον Γιώργο Μητσάκη. Πολλά τραγούδια έγραψε και με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, σε μια περίοδο που τα ονόματα των στιχουργών σπανίως έμπαιναν στις ετικέτες των δίσκων. Στα χρόνια που ακολούθησαν έδωσε τους αγώνες του γι αυτό. Αρκετά σημαντικά τραγούδια εκείνης της εποχής κρύβουν το όνομα του. Με το στιχουργικό του έργο δεν εξέφρασε μόνον τη δύσκολη μετακατοχική και μετεμφυλιακή Ελλάδα. Έγραψε για τον έρωτα και τα μεράκια, για την ξενιτιά και την κοινωνική αδικία, ενώ, το έργο του, πλημμυρισμένο από εικόνες, πάτησε γερά και σε εποχές που το ελληνικό τραγούδι είχε υψηλές απαιτήσεις. Έτσι, εκτός από τους λαϊκούς συνθέτες συνεργάστηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη (Κοιμήσου αγγελούδι μου κ.α), τον Χρήστο Λεοντή με τον ιστορικό κύκλο Καταχνιά και άλλα τραγούδια, με τον Μίμη Πλέσσα (Το Πανόραμα, Θάλασσα Πικροθάλασσα, Νεκρικοί Διάλογοι, Ουτοπία, Τα Μόρτικα κ.α), τον Γιάννη Μαρκόπουλο (Θεσσαλικός Κύκλος και σκόρπια τραγούδια), τον Χρήστο Λεττονό (Γραφειοκρατία) κ.α. Μετά το 1960 εκτός από την μακρά και ουσιαστική συνεργασία του με τον Θόδωρο Δερβενιώτη, ξεχώρισε η συνεργασία του με τον Στέλιο Καζαντζίδη (Στον Καναδά στη Βραζιλία, Μανώλια, Μια παλιά ιστορία) και τον Γιώργο Μανισαλή (Φταίω-φταίω, Δος μου μια φωτογραφία) και αργότερα με τον Χρήστο Νικολόπουλο (Νυχτερίδες κι αράχνες), τον Βασίλη Τσιτσάνη (Της Γερακίνας γιός) και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση (Μια ζαριά καλή, Ένα όμορφο αμάξι), στον οποίο έγραψε και τα περισσότερα τραγούδια της τελευταίας σημαντικής περιόδου του. Ο Κώστας Βίρβος συνεχίζει να γράφει μέχρι σήμερα. Με ευστοχία, ήθος και μαστοριά που λίγοι διαθέτουν. Μια ζωή που μετριέται με πάνω από 2.000 τραγούδια και 63 χρόνια στιχουργικής παρουσίας


Φωτογραφία 1: Κώστας Βίρβος, Θόδωρος Δερβενιώτης, Απόστολος Καλδάρας

 

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!