Στων αγγέλων τα μπουζούκια

Το μπουζούκι θεωρείται το κατεξοχήν σολιστικό όργανο του ελληνικού μουσικού τοπίου, τουλάχιστον όσον αφορά την δισκογραφική περίοδο. Απαραίτητο στοιχείο όλων των "εκφάνσεων" και "τάσεων" και στενά συνδεδεμένο με τον όρο "λαϊκό τραγούδι".
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
21/02/2011
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Από τα χρόνια του "ρεμπέτικου" και τις πρώτες ιστορικές ηχογραφήσεις, το μπουζούκι κλέβει την παράσταση. Στην συνέχεια η έννοια "λαϊκό" ταυτίστηκε με το μπουζουκοτράγουδο . Σε συνδυασμό δε με την άνθηση του συγκεκριμένου είδους, παράλληλα με τους δημιουργούς, άρχισαν να αναδεικνύονται και οι δεξιοτέχνες, ο ρόλος των οποίων δεν ήταν απλά διεκπεραιωτικός˙ αντιθέτως ήταν ουσιαστικός και λειτουργικός. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου οι δεξιοτέχνες διαμόρφωναν ή "στόλιζαν" με εισαγωγές και γέφυρες, μελωδίες και συνθέσεις συμβάλλοντας τα "μέγιστα" στα studio και στα κέντρα. Πάνω τους στηρίχτηκαν οι "καριέρες" πολλών καταξιωμένων πια συνθετών και ερμηνευτών. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και στις μέρες μας πολλοί τραγουδιστές φροντίζουν να έχουν "πλάι" τους τον "προσωπικό" τους μπουζουξή του οποίου η πενιά αποτελεί "βάση" για να εκφραστούν οι ικανότητές τους και "οδηγό" για τους υπόλοιπους μουσικούς που "ακολουθούν" και συνοδεύουν.

Στα μισά του '70 η αναβίωση του ρεμπέτικου έδωσε την δυνατότητα να γεννηθεί μια νέα γενιά εκτελεστών ενώ τόνωσε το "τρίχορδο" και τους υποστηρικτές του. Ακολούθησε μια κυρίαρχη "μπουζουκοκρατική" κατάσταση, η οποία όμως δεν συνοδεύτηκε - τηρουμένων των εξαιρέσεων - από δεξιοτεχνικές κατευθύνσεις. Το ίδιο ισχύει και σε επίπεδο συνθετικών και γενικότερα δημιουργικών αναφορών.

Την τελευταία δεκαετία επαληθεύτηκαν οι κακές ενδείξεις και προβλέψεις σχετικά με την πορεία του ορθόδοξου λαϊκού τραγουδιού. Το μπουζούκι και οι χειριστές του έχασαν τα σκήπτρα του βασιλιά και κατέληξαν να έχουν ρόλο διακοσμητικό, κάτι σαν «τιμής ένεκεν». Το όνομά τους δεν αναγράφεται πια στις μαρκίζες των κέντρων και τα “ταξίμια” τους κατά την διάρκεια των προγραμμάτων είναι ανύπαρκτα ή ελάχιστα. Παράλληλα όμως παρατηρούνται αναλαμπές των οποίων η αποδοχή οδηγεί στην μοιραία “επιστροφή”. Τα μπουζουκοσυγκροτήματα “Τρίχορδο”, “Ραστ”, “Δρόμος” και η απήχησή του έργου τους σε συνδυασμό με το φούντωμα στεκιών όπου πρωτομάστορες και σύγχρονοι σολίστες - από τον Κώστα Παπαδόπουλο έως τους Μανώλη Καραντίνη και Μανώλη Πάππο αλλά και τον Νίκο Τατασόπουλο και πλήθος άλλων συνοδοιπόρων - ρίχνουν τα ντουζένια τους. Βέβαια η αναγκαστική αναδρομή στο παλαιότερο ρεπερτόριο από μέρους καταξιωμένων αλλά και νεόκοπων ερμηνευτών και μουσικοσυνθετών οδηγούν τα βήματα προς σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Η ελπίδα για την αναγέννηση του μπουζουκιού και του ρόλου των χειριστών του γίνεται βεβαιότητα αν παρατηρήσει κανείς τις ορδές των πιτσιρικάδων που συνωστίζονται σε σχολές εκμάθησης μπουζουκιού.

Ο Χρήστος Νικολόπουλος δεν κρύβει τον προβληματισμό του για τη μοίρα του οργάνου που είναι ταυτισμένη με αυτήν του λαϊκού τραγουδιού: « Το μπουζούκι είναι ένα ελληνικότατο όργανο που έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Δυστυχώς σήμερα, στις εταιρίες, επικρατεί η άποψη ότι, κάθε τι που έχει μπουζούκι, είναι και “παλιό”. Το λαϊκό στοιχείο θα έλεγα ότι μπαίνει σταδιακά στη άκρη. Οδεύουμε δηλαδή προς μια αισθητική ομοιομορφία των ήχων χωρίς ιδιαιτερότητες και ιδιοτυπίες που θα επικρατεί παγκοσμίως. Και προς Θεού δεν θέλω να πως ότι δεν είναι “λαϊκό” και δεν έχει μπουζούκι δεν είναι και καλό. Αυτά όμως που προβάλλονται με έντονους ρυθμούς και μεθόδους είναι προϊόντα ανάξια λόγου».

Ο Γιάννης Σταματίου, ο περίφημος Σπόρος, ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της δεξιοτεχνικής σχολής, που δυστυχώς δεν βρίσκεται πλέον κοντά μας, σε συνομιλίες μας πριν το μοιραίο αντίο του, είχε προεκτείνει τους συλλογισμούς του Νικολόπουλου συνδέοντάς την υποβάθμιση του μπουζουκιού με τους χώρους λειτουργίας και έκφρασης του λαϊκού τραγουδιού: «Επικρατεί ένας παραλογισμός που έχει κάνει μεγάλη ζημιά στο τραγούδι. Μια πρώτη φίρμα αμείβεται με δεκάδες χιλιάδες ευρώ κι ένα πρώτο όργανο με 100 - 150. Ποιο μαγαζί και ποιο κοινό μπορεί να αντέξει σε αυτά τα μεγέθη. Γι’ αυτό κατέληξαν να δουλεύουν τριήμερα και διήμερα. Δεν θυμάμαι ποτέ στην δεκαετία του ΄50 του ΄60, αλλά και αργότερα, να είχαμε ρεπό. Δουλεύαμε 7 μέρες την εβδομάδα 11 μήνες τον χρόνο. Παλαιότερα ο κόσμος πήγαινε στα μαγαζιά για να ακούσει και να γλεντήσει. Σήμερα πάει για να “χαζέψει”. Όσον αφορά την δισκογραφία, κατακλυσμός από τραγούδια χωρίς νόημα που προβάλλονται καθημερινά από τα ΜΜΕ. Λέγονται λαϊκά αλλά το μπουζούκι παίζει συνολικά στο καθένα από αυτά πέντε νότες...»

Ο Βαγγέλης Κορακάκης χαράζει με συνέπεια και προσωπικό χαρακτήρα τη δική του πορεία σαν δημιουργός και μπουζουξής: «Δεν πρέπει να συγκρίνουμε τα σημερινά με τα παλαιότερα. Ο τρόπος που τραγουδούσε ο Μπιθικώτσης ήτανε γέννημα της ίδιας της εποχής. Η φωνή πατούσε πάνω στις συνθήκες της ζωής. Γράφονται και σήμερα καλά τραγούδια. Βγαίνουν φοβεροί εκτελεστές, αλλά την δουλειά την “πάνε” κάπου αλλού... Όμως όπως δηλώνω λάτρης του μπουζουκιού και του λαϊκού τραγουδιού με την καθαρόαιμη έννοια, έτσι οφείλω να είμαι κι αισιόδοξος. Γιατί παλεύεις πάνω απ’ όλα για να σώσεις αυτό που αγαπάς και την ψυχή σου. Κάποια πράγματα μπορούν να λειτουργήσουν ακόμα και σαν “κρυφό” σχολειό. Και το πράγμα, να είσαι σίγουρος, θα πάει και παραπέρα...»

Ο Χρήστος Παπαδόπουλος είναι ένας απ' τους ελάχιστους μπουζουξήδες που κατάφερε στα νεότερα χρόνια να ξεχωρίσει τόσο σαν δεξιοτέχνης όσο και σαν δημιουργός. Σε αυτό συνέβαλλαν η τηλεοπτική εκπομπή "Χάριν Ευφωνίας", η μόνιμη παρουσία του στο σχήμα "Τα Παιδιά Από την Πάτρα" καθώς και η μουσική και τα τραγούδια που υπέγραψε για γνωστές τηλεοπτικές σειρές: «Δεν είναι εύκολο σαν μπουζουξής να βγεις μπροστά γιατί σε τρώει η σκιά του μεροκάματου στο πλευρό των ερμηνευτών. Που να βρεις χρόνο αλλά και δύναμη για να ρισκάρεις να λειτουργήσεις σαν δημιουργός; Πάντως τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότεροι μπουζουξήδες έχουν καταφέρει να αναγνωριστούν προσπαθώντας παράλληλα να μπουν στο παιχνίδι της δισκογραφίας. Εγώ πλέον έχω πετύχει να συνταιριάζω αυτές τις δύο ιδιότητες. Αλλά μην ξεχνάς ότι λειτουργώ σαν επαγγελματίας απ' τις αρχές του '80. Στους χώρους που εμφανίζομαι εγώ αλλά και πολλοί ακόμη καλλιτέχνες το μπουζούκι έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Τώρα στα τεράστια μαγαζιά των δύο και τριών χιλιάδων θέσεων είναι λογικό ότι συνθεσάιζερς, ντραμς, ηλεκτρικές κιθάρες πρέπει να γεμίσουν την αίθουσα. Κι εκεί όμως νομίζω ότι το μπουζούκι δίνει το δικό του ιδιαίτερο χρώμα. Εξαρτάται βέβαια κι από τον παίκτη. Το μπουζούκι είναι ένα όργανο με τεράστιες δυνατότητες και μπορεί να συνδιαλέγεται με ευκολία με «ξένα» όργανα και μουσικές με πολύ γοητευτικά αποτελέσματα. Μην κοιτάς που εδώ το έχουμε τυποποιήσει...»

Ο Θανάσης Πολυκανδριώτης, πηγαίος λαϊκός συνθέτης και απ' τους δεξιοτέχνες που πάντρεψαν τον ήχο τους μπουζουκιού με συμφωνικές ορχήστρες και καταθέσεις από τον χώρο της κλασικής μουσικής, υπογραμμίζει: «Δεν υπάρχουν όρια και στεγανά για το μπουζούκι. Μπορεί να αποδώσει τα πάντα και να συνυπάρξει με μεγάλες διεθνείς ορχήστρες έχοντας μάλιστα πρωταγωνιστικό ρόλο».

Ο Μανώλης Καραντίνης, ο πιο διακεκριμένος μπουζουξής των ημερών μας, δεν τρέφει αυταπάτες για την προοπτική του μπουζουκιού στα ελληνικά μουσικά πράγματα: «Δεν το θέλουν το μπουζούκι. Θέλουν τη σαβούρα. Κάνε τώρα ένα καλό τραγούδι και πήγαινε το. Αν το πάρουν να μου τρυπήσεις τη μύτη. Γι' αυτό και ακούμε τα ίδια και τα ίδια. Τη λούπα, την άλλη λούπα, την ίδια λούπα. Θεωρώ πολύ τυχερό τον εαυτό μου που συνεργάστηκα και γνώρισα από κοντά τον Καζαντζίδη, τον Περπινιάδη, τη Λύδια κι άλλους μεγάλους. Αυτό είναι όλο το ζουμί, η προίκα μου. Οι κύκλοι κλείνουν, εμείς είμαστε σε δημιουργική ηλικία και είμαστε εδώ. Αν μας δοθεί η δυνατότητα θα λειτουργήσουμε σύμφωνα με την αισθητική και αυτά που έχουμε μέσα μας. Εδώ μιλάμε για το μπουζούκι και για τους ανθρώπους που ξέρουν να χειριστούν το όργανο...»

Ο Θανάσης Βασιλάς απ' τους δεξιοτέχνες της νεότερης γενιάς, δίνει τον επίλογο αλλά και το στίγμα αυτού του άρθρου για το λατρεμένο αλλά και πολύπαθο κομβικό όργανο: « Πιστεύω ότι μετά τον Χιώτη, το Ζαμπέτα και μερικούς άλλους, εμείς οι παίκτες δεν παλέψαμε για να παραμείνει το όργανο εκεί που ήταν. Εκτός από έναν Νικολόπουλο κι έναν Πολυκανδριώτη ποιος μπουζουξής συνέχισε να γράφει καλά λαϊκά τραγούδια για να πούμε ότι έχει μια συνέχεια και το “λαϊκό” σαν είδος. Επιτρέπεται να γράφουν “δήθεν” λαϊκά όλοι οι άσχετοι κι εμείς οι μπουζουξήδες να καθόμαστε να τους βλέπουμε; Και να πηγαίνουμε στo studio να τους βάζουμε εισαγωγές, γέφυρες και να βολευόμαστε. Κάποτε δεν υπήρχε περίπτωση να μην δουλεύεις με επώνυμο τραγουδιστή κι απέξω η ταμπέλα να μην γράφει μπουζούκι: ο τάδε, ενδεικτικό της αξίας και του ρόλου του παίκτη. Κι αυτό γινόταν γιατί οι μπουζουξήδες το απαιτούσαν. Και όταν γίνεσαι ολοένα και λιγότερο “απαραίτητος” πέφτει και η αξία της δουλειάς σου. Μου έχει τύχη σε σχήματα όπου κάποιοι ερμηνευτές παίρνουν εκατομμύρια, στους μουσικούς να παζαρεύονται ακόμα και τα 10 με 20 ευρώ. Προσωπικά δεν έχω παράπονο γιατί ευτύχησα να συνεργάζομαι με ανθρώπους που με σέβονται και με εκτιμούν ως εκτελεστή, αλλά η κατάσταση που επικρατεί σε γενικό επίπεδο, είναι αυτή που ανέφερα νωρίτερα.

 


Φωτό 2: Ο Χρήστος Νικολόπουλος σφράγισε με τις πενιές και το έργο του το νεότερο λαϊκό τραγούδι.
Φωτό 3: Ο αλησμόνητος Σπόρος κατά την εποποιία του στην Αμερική


ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!