Η Ντάλια είχε πρωτοεπισκευτεί τις Η.Π.Α. το 1953-54 με τον Γιάννη Παπαϊωάννου (με τον οποίο επίσης έγραψαν ιστορία). Ο Τατασόπουλος ακολούθησε το 1955 και υπήρξε ο μπουζουξής που έκανε τις περισσότερες ηχογραφήσεις εκεί, μέχρι και τη δεκαετία του ’70 που το μπουζούκι και κυρίως οι μεταναστευτικές μουσικές πιάτσες άλλαζαν, μεν, έχοντας, όμως, ζήσει προηγουμένως την ακμή τους, κυρίως, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Η Ρένα Ντάλια, μετά το 1958 εγκαταστάθηκε κι εκείνη σχεδόν μόνιμα στην Αμερική, απ’ την οποία επέστρεψε στη δεκαετία του ’80 με την αναβίωση των λαϊκών και ρεμπέτικων πάλκων.
Στις Η.Π.Α. εκτός από τα κέντρα συνεργάστηκαν και στους δίσκους ηχογραφώντας για λογαριασμό της ελληνοαμερικάνικης εταιρείας ΝΙΝΑ του Γιώργου Βαλαβάνη. Κλασικά λαϊκά, δημοτικά και νησιώτικα, αλλά και πολλά ανατολίτικα, μιας και η Αμερική ανέκαθεν έδειχνε την προτίμησή της στα Belly Dance και τα Oriental με τον αισθησιασμό της ανατολής που έβρισκε πρόσφορο έδαφος στην πολιτισμική βαβέλ του Νέου Κόσμου, η οποία εντυπωσιαζόταν από τους εξωστρεφείς ρυθμούς, τους ερωτικούς χορούς και τα λικνίσματα των εξωτικών χορευτριών.
Ορισμένα από αυτά τα, λεγόμενα ανατολίτικα τραγούδια, που είχαν και ανάλογους τίτλους, ήταν εντυπωσιακά: η Ζανούμπα, το Γλέντι (Ο πασσάς) κ.α. στα οποία οι ξεσηκωτικές πεννιές του Τατασόπουλου συνοδεύονταν από την Continental Orchestra της NINA Records με τα πνευστά, τα κρουστά και τα έγχορδα. Το 1961 έκαναν και έναν μεγάλο δίσκο, ο οποίος περιείχε 10 νέες συνθέσεις του Τατασόπουλου και έμελε να είναι ο τελευταίος της συνεργασίας τους. Ακολούθησαν, κι εκείνοι, τη μοίρα των περισσοτέρων καλλιτεχνικών ζευγαριών, που θέλει μετά από μια εκρηκτική συνύπαρξη να πέρνει ο καθένας το δρόμο του.