Oι παρέες τραγουδούν - Μια αναδρομή στα λαϊκά γλέντια της γειτονιάς

Δεν ξέρω αν πρόκειται για διαστροφή, όμως νιώθω μεγάλη χαρά όταν κάποια παρέα καταστρέφει τη βραδινή ραστώνη ή και τον ύπνο μου, άδοντας ομαδικά –έστω και παράφωνα– εν μέση οδώ ή από κάποιο γειτονικό διαμέρισμα.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Πρόκειται για ένα παράξενο αίσθημα δικαίωσης, κάτι σαν επιστροφή ή σαν επιβεβαίωση μιας προσωπικής διαπίστωσης, που διαμορφώθηκε εμπειρικά στα άγουρα χρόνια – πριν αρκετές δεκαετίες: Ότι εκφραστικότερο μουσικό όργανο για την απόδοση ενός τραγουδιού –ενός οποιουδήποτε τραγουδιού– ήταν και παραμένει το ανθρώπινο λαρύγγι και ότι μελωδικότερη ορχήστρα η άδουσα παρέα.

Ίσως η διαπίστωση αυτή μοιάζει κοινότοπη, όμως δεν είναι – τουλάχιστον στους καιρούς μας. Οι άνθρωποι μπορεί να τραγουδούν, όμως το τραγούδι τους σβήνει και χάνεται μέσα στις ηλεκτρονικές συγχορδίες των περιττών ντεσιμπέλ, που δεν επιτρέπουν να ακούσεις ούτε την ίδια σου τη φωνή – πολύ περισσότερο να επικοινωνήσεις με τους διπλανούς σου, να συναπαρτίσεις την παρέα και να συνεκφραστείς μέσα σ’ αυτήν με τη μελωδία και τον στίχο. Κι αν κάτι μένει σαν αισθητική απορία, είναι το πώς κάποιοι –δεν ξέρω αν είναι πλέον και οι περισσότεροι– μπορούν να διασκεδάζουν μέσα σε αφόρητους θορύβους, που συνήθως έρχονται να επικαλύψουν το φτηνό και το εφήμερο.

Δεν ξέρω, όμως σαν να νοσταλγώ κάποιες εποχές –εκεί στα χρόνια του ’50– όταν το τραγούδι ζούσε ακόμα στα αυτοσχέδια οικογενειακά γλέντια ή στις εορταστικές συνάξεις της αθηναϊκής γειτονιάς, χωρίς καμιά απολύτως τεχνική υποστήριξη, χωρίς γραμμόφωνα, πικάπ και μαγνητόφωνα (που αποτελούσαν είδη πολυτελείας). Μόνο καλή διάθεση υπήρχε, κάποια αναγκαία εορταστική αφορμή και ο κατάλληλος χώρος – συνήθως η σάλα, η πλακόστρωτη αυλή ή ακόμα και ο δρόμος. Όλα τ’ άλλα βρίσκονταν γρήγορα, οι μεζέδες, το κρασί και ίσως που και που και κάποια κιθάρα. Κι όσο για την ώρα του γλεντιού, δεν υπήρχαν όρια – όπως π.χ. σήμερα, που ξεκινάει κανείς για «να διασκεδάσει», σαν βαμπίρ, μετά τα μαύρα μεσάνυχτα. Έτσι, η σύναξη μπορούσε να ξεκινήσει από το μεσημέρι ή από το βραδάκι και να πάει όσο πάει. Με τη συμμετοχή όλων, ακόμα και των παιδιών, που απολάμβαναν με ιδιαίτερη χαρά την ανατροπή της καθημερινότητας και γίνονταν κοινωνοί της χαράς των «μεγάλων».

Τα τραγούδια, σ’ αυτές τις συνάξεις, ανέβλυζαν αυθόρμητα, αβίαστα, από τα στήθη των ανθρώπων και το ρεπερτόριο καθοριζόταν με το πιο αυστηρό αξιολογικό κριτήριο – την αντοχή δηλαδή των τραγουδιών στη συλλογική μνήμη, έτσι ώστε όλοι ή σχεδόν όλοι να τα γνωρίζουν, να τα αγαπούν και να μπορούν να τα τραγουδήσουν. Με το κριτήριο αυτό, στο προσκλητήριο του λαϊκού αστικού γλεντιού έσπευδαν να καταταγούν τραγούδια του πιο ετερόκλητου φάσματος ελληνικών ακουσμάτων, τόσο από άποψη εποχής-ηλικίας, όσο και είδους. Έτσι, μπορούσες ν’ ακούσεις τους γλεντοκόπους να τραγουδούν με πάθος –χωρίς κάποια λογική διαδοχή– από καντάδες μέχρι αρχοντορεμπέτικα ή λαϊκά κι από μεσοπολεμικά ταγκό και βαλς μέχρι την Ιτιά τη λουλουδιασμένη και τα γνωστά Σαράντα παλικάρια.

Μόνιμα ή σχεδόν μόνιμα «μέλη» αυτού του τόσο απίθανου αλλά και τόσο απολαυστικού ρεπερτορίου ήταν –εκεί στα χρόνια του ’50– η «Ανθισμένη αμυγδαλιά», το «Γελεκάκι», τα «Δυο πράσινα μάτια», η «Δημητρούλα μ’ τρούλαμ τρούλαμ», ο «Μπαρμπα Γιάννης Κανατάς», το «Ασ’ τα μαλλάκια σου», η «Σαμιώτισσα», το «Τραμ το τελευταίο», σχεδόν όλες οι επιτυχίες του Νίκου Γούναρη και ένα ευρύ φάσμα κοινά αποδεκτών λαϊκών του Τσιτσάνη, του Μητσάκη, του Παπαϊωάννου ή του Βαμβακάρη – απόλυτα διακριτών από το «αναιδές» αυθεντικό ρεμπέτικο. Το τελευταίο, διωκόμενο και λοιδορούμενο πανταχόθεν, παρέμενε θαμμένο-ζωντανό στην κοινή συνείδηση και θα χρειαζόταν τουλάχιστον μια δεκαπενταετία ακόμα για να επιστρέψει –στα τέλη της δεκαετίας του ’60 με αρχές της επόμενης– και να πάρει το προαναφερόμενο «προσκλητήριο» στο ρεπερτόριο του λαϊκού γλεντιού.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!