Ο Μίκης, ο Μποστ κι ο Μπιθικώτσης

(ΑΚΟΥΣΤΕ) Όταν ο Μπιθικώτσης αρνήθηκε να τραγουδήσει τραγούδια του Μίκη και του Μποστ, που έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
13/12/2016

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

Θανάσης Γιώγλου
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ
Καμία εκδήλωση

Σαν σήμερα… 


Στις 13 Δεκεμβρίου 1995 έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 77 ετών, ο πολυπράγμων Χρύσανθος (Μέντης) Μποσταντζόγλου, γνωστότερος ως Μποστ. Είχε γεννηθεί το 1918 στην Κωνσταντινούπολη και, μετά από ένα πέρασμα στη Ρουμανία, η οικογένειά του ήρθε στην Ελλάδα.

«Νήσος των Αζορών» & «Ρομβία»


Εκτός από σκιτσογράφος, γελοιογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ζωγράφος, μια από τις ιδιότητες του Μποστ ήταν και αυτή του στιχουργού. Αν και δεν έγραψε πολλά τραγούδια, τα ελάχιστα δείγματα που παρουσίασε σε μουσικές των Μίκη Θεοδωράκη, Γιάννη Μαρκόπουλου, Νότη Μαυρουδή και Πάνου Τριανταφυλλίδη, έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση, ενώ δυο από αυτά, που έμελλε να γίνουν και τα πιο γνωστά, πέρασαν αρκετές περιπέτειες μέχρι να κυκλοφορήσουν.

Αναφέρομαι στα δυο τραγούδια σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη «Η νήσος των Αζορών» και «Η ρομβία». Η σύνθεση έγινε από τον Μίκη το 1960 στο Λονδίνο και ηχογραφήθηκαν στις 19 Μαρτίου 1961 με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, δεύτερες φωνές στη «Ρομβία» την Καίτη Θύμη και σολίστα στο μπουζούκι τον Μανώλη Χιώτη. Η ηχοληψία έγινε από τον Νίκο Κανελλόπουλο. Τα τραγούδια κυκλοφόρησαν σε δίσκους 45 στροφών Columbia (SCDG – 2929) με το εξώφυλλο που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Μποστ. (2)
bost1.jpg

Μνήμες Μίκη Θεοδωράκη


Ο Μίκης Θεοδωράκης θυμάται σχετικά:

“Φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράξενο πώς μετά τον όγκο και τη σημασία του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τοποθετώ με αυτοτελή αρίθμηση τα δύο τραγούδια σε ποίηση του Μποστ. Μήπως τα τραγούδια αυτά είχαν τόσο μεγάλη απήχηση που να δικαιολογεί αυτή τη μεταχείριση; Μάλλον όχι. Εκείνο που μέσα μου δικαιολογεί την ξεχωριστή θέση αυτών των έργων είναι η σημασία του Μέντη Μποσταντζόγλου, ο ρόλος του και η απήχηση του έργου του στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και η επίδραση της φιλίας μας πάνω στο έργο και τη δράση μου.

Απ’την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε με τον Μποστ γινήκαμε φίλοι και παραμείναμε φίλοι. Εγώ τον ήξερα απ’τα σκίτσα του απ’την εποχή που βρισκόμουν ακόμα στο Παρίσι. Η μεγάλη δύναμη σε κάθε ιστορικό κίνημα μετριέται απ’ την ικανότητά του να παράγει χιούμορ. Τελικά εκεί που κατάντησε ο άνθρωπος, το μόνο που τον ξεχωρίζει απ' τα ζώα είναι η δυνατότητά του να γελά. Με την πολιτική και κοινωνική σάτιρα οι άνθρωποι και τα γεγονότα παίρνουν τις αληθινές τους διαστάσεις. Ιδιαίτερα σε εποχές φτηνής μυθοπλασίας - για να μένει μ’ ανοιχτό στόμα ο «χοντρός λαός» - η απομυθοποίηση αποτελεί ένα ισχυρό όπλο στα χέρια όσων παλεύουν για να πάει η ζωή μπροστά.

Έτσι πλάι στα φοιτητικά κινήματα της εποχής, του 1-1-4, του 15% της Κύπρου και της Ειρήνης, θα πρέπει να τοποθετήσουμε το «κίνημα» του Μποστ, που δούλευε προς την ίδια κατεύθυνση: την κατεύθυνση της Δημοκρατίας. Γιατί αυτό ήταν το μέγα ζητούμενο από την εποχή εκείνη έως σήμερα. Και σ’αυτό παρέμεινε πιστός.

Με τον ερχομό μου στην Αθήνα στα 1959 γνωριστήκαμε και συνδεθήκαμε. Του ζήτησα να φιλοτεχνήσει τα εξώφυλλα των πρώτων μου δίσκων 45 στροφών με την Columbia. ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ - ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ - ΕΠΙΦΑΝΙΑ… Μαζί φτιάξαμε το Κέντρον διασκεδάσεων «Η Μυρτιά» στο Καλαμάκι όπου παρουσίαζα «από σκηνής» τα πρώτα μου έργα. Ο Μποστ ήταν μέσα στους 20 ιδρυτές της «Δημοκρατικής Κίνησης Νέων: Γρηγόρης Λαμπράκης». Μετά τη χούντα βρεθήκαμε και πάλι μαζί στο «Πολιτιστικό Κίνημα» (1975), στην «Κίνηση για την Ενότητα της Αριστεράς» (1978) και πολύ αργότερα στο άτυπο «κόμμα» των «Ανεξάρτητων» που στήριξε την κυβέρνηση της «Νέας Δημοκρατίας» (1990). Ήταν άλλωστε ένας από τους συνδαιτημόνες του Πρωθυπουργού σε κείνο το θρυλικό γεύμα, μετά το οποίο δήλωσε ότι «όταν ένας πρωθυπουργός με καλεί εις δείπνον με συναγρίδα, συνηθίζω να δέχομαι την πρόσκληση…»

Μέσα σ’ εκείνα τα πρώτα χρόνια της γενικής ευφορίας γύρω από το τραγούδι, στα 1960 συγκεκριμένα, του ζήτησα να μου γράψει δυο ποιήματα στο δικό του το στυλ εκφράζοντας έτσι την επιθυμία μου, η σάτιρά του ντυμένη με τους ήχους της λαϊκής μουσικής να πάει όσο πιο μακριά γίνεται.

Τα τραγούδια αυτά στην αρχή αρνήθηκε να τα πει ο Μπιθικώτσης. Οι παλιοί του φίλοι ήσαν «βαρείς»και δεν θα του συγχωρούσαν να βάλει στο στόμα του «σαχλαμάρες»… Έτσι έβλεπαν οι μάγκες το χιούμορ του Μποστ. Στο κέντρο «Η Μυρτιά» έγιναν ομηρικοί καυγάδες. Τα πνεύματα άναψαν. Φράσεις σκληρές εκστομίστηκαν εκατέρωθεν. Με αποτέλεσμα να χαλάσουν οι σχέσεις Μποστ - Μπιθικώτση και ο τελευταίος να μην τα συμπεριλάβει στο πρόγραμμά του.

Λίγο αργότερα κι ύστερα από παρέμβαση της εταιρείας που μπροστά της οι λαϊκοί τραγουδιστές είχαν δέος, ο Γρηγόρης σχεδόν αναγκάστηκε να ερμηνεύσει σε δίσκο τις «Αζόρες» και τη «Ρομβία». Για να εκδικηθεί, έβαλε όσο μπορούσε πιο πολύ το σοβαρό του ύφος συμβάλλοντας άθελά του στην επιτυχία της ερμηνείας που απαιτούσε σοβαροφάνεια… έτσι «αι τραγικαί ιστορίαι» πήραν όλη τους τη δραματική διάσταση με την καταγγελία των «Αζορών», σαν υπεύθυνων περίπου για όσα μας συμβαίνουν, από τον αδιαμφισβήτητο βάρδο του ελληνικού τραγουδιού όπως είχε αναδειχτεί τότε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης”. (1)

Το 1964 ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης εμφανίσθηκε να τραγουδά - playback - τη «Νήσο των Αζορών» στην ταινία «Έκλεψα τη γυναίκα μου», σε σενάριο Γιώργου Ολύμπιου και σκηνοθεσία Κώστα Στράντζαλη με τους Σταύρο Παράβα, Σιμόνη Κυριακίδου, Λαυρέντη Διανέλλο, Κώστα Ρηγόπουλο και άλλους ηθοποιούς…

bost2.jpg

Ο Μποστ για τον Μίκη


“Ο φίλος μου ο Παύλος εγνώριζε από καιρό ότι έγραφα ωραιότατα ελαφρά τραγούδια και με θαύμαζε. Μια μέρα, μόλις του διάβασα το τελευταίο μου, το «Δάγκωσέ με να λυσσάξω», μου μίλησε καθαρά:

- Άκουσε, μου είπε, αυτά που γράφεις είναι αριστουργήματα και δεν πρέπει να πάνε χαμένα. Πρέπει κάποιος να τα μελοποιήσει για να γίνουν κτήμα του λαού. Έχω ένα φίλο μου συμπατριώτη απ’τα Χανιά, που είναι συνθέτης. Θέλεις να του μιλήσω;

Η πρότασή του δεν με ενθουσίασε πολύ. Έδειξα κάποιο σκεπτικισμό.

- Δεν έχω εμπιστοσύνη σε κανένα συνθέτη, Παύλο μου. Ίσως μου τα καταστρέψει. Φίλος μου είσαι και ξέρεις πόσο προσέχω τον δαντελένιο μου στίχο και τις λεπτομέρειες. Δεν αρκεί οι στίχοι μου να είναι καλοί. Πρέπει και ο συνθέτης να ευρίσκεται εις το ύψος των.
- Το ξέρω. Γι’ αυτό και σου προτείνω αυτόν. Όλοι λένε πως έχει μεγάλο ταλέντο. Έγραψε τις ΦΟΙΝΙΣΣΕΣ στο Εθνικό.
- Πώς λέγεται;
- Μίκης Θεοδωράκης.
- Άγνωστο όνομα. Τι σόι πράγμα είναι;
- Λαμπρό παιδί ο Μίκης. Μόνο που είναι πανύψηλος.
- Ωραία. Κανόνισέ μου ένα ραντεβού μ’αυτόν τον Επιμήκη, να δω αν μου κάνει κατ’αρχήν.
- Σύμφωνοι. Κι εσύ φέρε μαζί σου ό,τι τραγούδια έχεις γράψει. Έτσι;
- Εντάξει. Ας βοηθήσουμε και τους νέους, τι να κάνουμε…

Σε δυο μέρες, ο Παύλος έκλεισε ένα ραντεβού μαζί του, στις 2½ , έξω από του Φλόκα. Πήγα με την τσάντα μου κι έγιναν οι συστάσεις.

- Μίκη, είπε ο Παύλος, να σου συστήσω τον φίλο μου για τον οποίο σου έλεγα.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, κατ’αρχήν, δεν μου γέμισε το μάτι. Μου φάνηκε πολύ ψηλός. Δεν έδειξα όμως τίποτα και για να τον ενθαρρύνω, του μίλησα λιγάκι πατρικά.

- Άκουσε, παιδί μου, του είπα αφού καθίσαμε. Σήμερα ίσως κρίνεται η τύχη σου και το μέλλον σου. Αν τα καταφέρεις με τούτα δω (και χτύπησα με σημασία την τσάντα), θα σε κάνω διάσημο. Ο Παύλος μου μίλησε για σένα με πολύ καλά λόγια και μου είπε ότι έχεις κάποιο ταλέντο. Γι’αυτό θέλω να σε βοηθήσω. Χιλιάδες συνθέτες μου ‘παν να μου τα μελοποιήσουν, αλλά εγώ διάλεξα εσένα.
- Σας ευχαριστώ. Θα κάνω ό,τι μπορώ. Θέλετε να μου διαβάσετε κανένα;

Άνοιξα την τσάντα και του διάβασα τρία. Ένα για τσα-τσα, το «Κογκολέζα τρελή τσαχπίνα», ένα φοξ «Απόψε κάνεις μαμ» και το ταγκό «Πεινώ». Μόλις τελείωσα το τρίτο, ένιωσα τον Επιμήκη να μου σφίγγει συγκινημένος το χέρι.

- Τέτοια τραγούδια, ομολογώ, πως πρώτη μου φορά άκουσα. Είσθε επαναστάτης της φόρμας. Προτρέχετε της εποχής σας. Ειλικρινά σας συγχαίρω.
- Λοιπόν, Επιμίκη, τι καταλαβαίνεις; Τ’ αναλαμβάνεις;
- Να σας πω, μου είπε, τ’ αναλαμβάνω, αλλά θ’ αργήσω λιγάκι. Ξέρετε, αυτές τις ημέρες εγγράφω κάτι τραγούδια από τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ του Γιάννη Ρίτσου με διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι. Θέλετε να μιλήσω του Μάνου; Είναι πολύ φίλος μου…
- Τι είναι αυτός;
- Συνθέτης;
- Είναι καλός;
- Κάτι παραπάνω από άριστος.
- Ναι, βρε παιδί μου, αλλά πέφτουμε από άγνωστο σε άγνωστο. Τι λες εσύ, Παύλο;
- Δοκιμάζουμε. Χάνουμε τίποτα; Για να τον προτείνει ο Μίκης, κάτι θα ξέρει.
- Βρε για κοίτα κάτι ατυχίες, είπα. Να ‘χω τέτοια έτοιμα τραγούδια και να μη βρίσκουμε συνθέτη να τους περάσει νότες.

Άρχισα απογοητευμένος να χώνω τα τραγούδια μου στην τσάντα και να τα πατηκώνω με θυμό.

- Κατάλαβες, φίλε μου. Να δίνεις σίγουρες επιτυχίες στα παιδαρέλια και να μας κάνουν και ναζάκια από πάνω ότι είναι φορτωμένοι. Τέλος πάντων. Αφού δεν μπορείς, βέβαια, δε θα σε πιάσουμε κι απ’το λαιμό. Φώναξε τον άλλον, τον… πώς τον είπαμε;
- Μάνο Χατζιδάκι.
- Ωραία, πες του Χατζιδάκι σου. Κι αν δεν μπορεί αυτός, δεν χάθηκε ο κόσμος. Εδώ χιλιάδες συνθέτες με παρακαλούν. Λοιπόν, κανονίστε τα με τον Παύλο και ο Παύλος με ειδοποιεί.

Πήρα την τσάντα μου και πήγα βιαστικός στο σπίτι. Στο δρόμο είδα τα φανάρια με το πράσινο κύμα κι εμπνεύστηκα ένα καινούριο, «Το πράσινο κύμα», με το οποίο θα σάρωνα κυριολεκτικά, τα «Δυο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες», διότι εγώ είχα περισσότερα χρώματα. Εκτός από μπλε Σίμκα, είχα και κόκκινα Φίατ, πράσινα Σκόντα κι ένα σωρό άλλες μάρκες. Έλεγα να βάλω κι ένα φορτηγό, δοκίμασα δυο - τρεις φορές, αλλά «μποτιλιαριζόταν» ο στίχος και το ‘βγαλα απ’ τη μέση για ν’ ανακουφίσω την καλή κυκλοφορία των άλλων ιδιωτικών. Στη θέση του φορτηγού έβαλα ένα καμιόνι, διότι το καμιόνι πήγαινε ωραιότατα με το κρυώνει. «Φυσάει και τρέχει το καμιόνι, ενώ ο τροχονόμος κρυώνει…»

Στο τέλος, βγήκε πολύ συγκινητικό, διότι έβαλα το καμιόνι να πατάει και μια γριά.

Μέντης Μποσταντζόγλου - Μποστ” (3)

Πηγές: 1) Cd «Αρχιπέλαγος - Η νήσος των Αζορών» (Επανέκδοση Minos-Emi 2004)
2) Οι φωτογραφίες του εξωφύλλου του δίσκου και των στίχων προέρχονται από την ιστοσελίδα του Νίκου Σαραντάκου.
3) Απόσπασμα από το βιβλίο του Μποστ «Σκίτσα και Κείμενα» (εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1996).

Video

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!