Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγουδάει Μίκη Θεοδωράκη

«Χαίρε Μπιθικώτση με την ξυλένια φωνή!...» αναφωνεί ο Θεόδωρος Έξαρχος ,που υποδύεται τον Τάκη, τον αρχηγό των «δεξιών», στο «Τραγούδι Του Νεκρού Αδελφού» στην παράσταση του 1962.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Eίναι αυτή η «ξυλένια» φωνή που παρακινεί το Μίκη Θεοδωράκη, το 1959, να ζητήσει από την Columbia τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, για να ερμηνεύσει τα καινούργια του τραγούδια.

Πώς θα ήταν άραγε το Ελληνικό τραγούδι σήμερα, αν δεν είχαν συναντηθεί ο Μίκης Θεοδωράκης με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση; Είναι άραγε μοιραία σύμπτωση η συνάντησή τους στη Μακρόνησο στα χρόνια των «διακοπών» τους στο νησί; Ο Μπιθικώτσης αφηγείται στον Πάνο Γεραμάνη:

“Στην Μακρόνησο, έκανα κάποια μέρα πρόβα με την ορχήστρα μου στο τραγούδι του Μητσάκη «Το φανταράκι» και κάπου ήθελε ένα ακόρντο. Τους είπα: «εδώ φα». Και πετάγεται ένα παιδί που ήταν ξαπλωμένο μ ’ένα βιβλίο στο χέρι και λέει: «Φα, πάει καλύτερα». Και τον ρωτάω: «Τι δουλειά κάνεις εσύ ρε φίλε; Με τι ασχολείσαι;» Και μου απαντά: «Σπουδάζω μουσική».

Αυτό το παιδί ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης… Ήταν η πρώτη μας συνάντηση και επαφή στη Μακρόνησο. Πού να φανταζόμουν, εκείνη τη στιγμή , τι ρόλο θα έπαιζε στη ζωή μου, στη μουσική της Ελλάδας, αλλά και στην παγκόσμια μουσική σκηνή αυτό το παλικάρι, που το είδα μ’ ένα βιβλίο στα χέρια, ξαπλωμένο να διαβάζει.

 Άλλη μια φορά που είχα άδεια από τη Μακρόνησο και πήγαινα για την Αθήνα, προκειμένου ν’ αγοράσω χορδές για τις κιθάρες και το μπουζούκι, ήμασταν με τον Μίκη στο ίδιο στρατιωτικό αυτοκίνητο. Εκείνος πήγαινε για νοσηλεία στο νοσοκομείο. Έκανε όμως πολλή ζέστη και σε κάποια στροφή έξω από το Μαρκόπουλο είδαμε μια μαρμαρένια βρύση να τρέχει, σταματήσαμε, του γέμισα ένα κύπελλο νερό και του το πρόσφερα. Αυτή τη χειρονομία μου τη θυμάται ο Μίκης μέχρι σήμερα”. (1)

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ο Μίκης Θεοδωράκης επιστρέφει στην Ελλάδα, από τη Γαλλία στην οποία έχει φύγει για μουσικές σπουδές. Τον Αύγουστο του 1960, ηχογραφεί το «θρυλικό» έργο «Επιτάφιος» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, το οποίο συνθέτει στο Παρίσι το 1958, σε δυο εκτελέσεις. Στην πρώτη, την ενορχήστρωση κάνει ο Μάνος Χατζιδάκις και τραγουδά η Νανά Μούσχουρη. Ο Θεοδωράκης δεν είναι απόλυτα ικανοποιημένος και ξαναηχογραφεί το έργο με το Γρηγόρη Μπιθικώτση, την Καίτη Θύμη στα σεγόντα και τους Μανώλη Χιώτη & Γιάννη Καραμπεσίνη στα μπουζούκια.

Αυτή η εκτέλεση αν και ικανοποιεί το συνθέτη, ξεσηκώνει θύελλα αντιδράσεων από τον κόσμο της αριστεράς , γιατί
η «ιερή» ποίηση του Ρίτσου δεν πρέπει να διασύρεται από μπουζούκια… Ο Μίκης φυσικά δεν κάμπτεται… Το καλοκαίρι του 1963 ηχογραφεί και τρίτη εκδοχή, με κορυφαίους το δίδυμο Μαίρη Λίντα και Μανώλη Χιώτη και μικρή ορχήστρα εγχόρδων.

Τι παράδοξο όμως… Το ποίημα του Ρίτσου, που δεν είναι τίποτα άλλο από το θρήνο της μάνας για το χαμένο παλικάρι, αν και τραγουδιέται από δυο σπουδαίες γυναικείες φωνές , αργότερα και από άλλες, γίνεται γνωστότερο και μένει στην ιστορία με μιαν αντρική και μάλιστα από τις πιο «σκληρές»…

Ο Μπιθικώτσης δεν έχει τη «γλυκιά» φωνή που θα «παίξει» το ρόλο της μάνας ή τη μελωδικότερη φωνή κάποιων από τους τραγουδιστές που «χρησιμοποιεί» ο Μάνος Χατζιδάκις… Κι αν αναλογιστεί κανείς πως, ενδεχομένως, να μην καταλάβαινε αυτό το «άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης», το γεγονός της παλλαϊκής αποδοχής του έργου με τη φωνή του, αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Ίσως η διαμαρτυρία που «ξεπηδά» μέσα από το θρήνο, να χρειάζεται, τελικά, μια τέτοια φωνή και μια τέτοια ενορχήστρωση… Από τις πρώτες νότες του «Γιέ μου σπλάχνο των σπλάχνων μου», ολόκληρο το έργο είναι «γροθιά στο στομάχι»…

Είναι γνωστό, πως ο Μπιθικώτσης με το Χιώτη, σε κάποιο διάλειμμα της πρώτης πρόβας του «Επιταφίου», κλείστηκαν στην τουαλέτα και είπαν «Τι είναι αυτά; Πάμε να φύγουμε, θα ξεφτιλιστούμε…» κι αν ανάμεσα στα τραγούδια που τους έπαιξε ο Μίκης, δεν ήταν το «Μάνα μου και Παναγιά» και το «Μαργαρίτα Μαργαρώ» μάλλον θα είχαν φύγει…

Το 1960 και το 1961 ηχογραφείται το «Αρχιπέλαγος», με τον Μπιθικώτση και τη Μαίρη Λίντα. Μια σειρά από πιο «δροσερά» και πιο «ελαφρά» στο περιεχόμενό τους τραγούδια… Που φέρουν μαζί τους την «αύρα» του Αιγαίου… «Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ» , «Μυρτιά», «Ανάμεσα Σύρο και Τζια», «Είχα φυτέψει μια καρδιά», το «Παλικάρι» , το οποίο αποτελεί και το μοναδικό ντουέτο του Μπιθικώτση με τον Θεοδωράκη στη δισκογραφία, αφού ο συνθέτης κάνει β’ φωνή. Όλα τα τραγούδια ηχογραφούνται και με τους δύο , εκτός από το «Πάμε μια βόλτα στα Χανιά» που γράφει μόνο ο Μπιθικώτσης και την «Απαγωγή» που ηχογραφεί μόνο η Λίντα. Στον κύκλο εντάσσεται και το «Αν θυμηθείς το όνειρό μου» (από την ταινία « Honey moon ») που τραγουδά η Λίντα. Σύμφωνα με το οπισθόφυλλο του δίσκου 45 στροφών του «Αρχιπελάγους» , αλλά και με κατάλογο της δισκογραφίας του Μπιθικώτση, (1) το τραγούδι « Η λειτουργία» σε στίχους Γιάννη Θεοδωράκη ηχογραφείται και με τους δυο. Με τον Μπιθικώτση όμως δεν εκδίδεται πουθενά, ούτε καν στην επανέκδοση του έργου σε cd το 2004. Σε ερώτηση προς το συνθέτη, στο περιθώριο μιας συνέντευξης, δυστυχώς δεν θυμόταν περισσότερες λεπτομέρειες…

Είναι σίγουρο όμως, πως γράφεται το «Ροδόσταμο», ένα τραγούδι «σημαδιακό»…. Ένα τραγούδι που γίνεται αιτία , στη συναυλία στο θέατρο «Κεντρικόν», το Μάρτη του 1961, να πάθει τρακ ο Μπιθικώτσης και να αποχωρήσει από τη σκηνή από το πρώτο κιόλας «κουπλέ»… Δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως μέχρι τότε εμφανίζεται σε διάφορα λαϊκά κέντρα, με τελείως διαφορετικό ρεπερτόριο και σε τελείως διαφορετικό «κλίμα»… Απόλυτα φυσιολογικό λοιπόν να πάθει αυτό που έπαθε… Σε λίγο βέβαια επιστρέφει, μετά από την παρέμβαση ενός ισχυρού φαρμάκου, που δεν είναι άλλο από μια μπουκιά ψωμί… Η συναυλία, ευτυχώς, καταγράφεται και υπάρχει στο δίσκο της Philips «Η Συναυλία στο Κεντρικόν» (1985).

Γιατί όμως, εκτός από το τρακ του Μπιθικώτση, είναι σημαδιακό το «Ροδόσταμο», το αγαπημένο τραγούδι του Θεοδωράκη και του Μανώλη Χιώτη; Ξεφεύγοντας για λίγο από το κυρίως θέμα , διαβάζουμε ένα συγκλονιστικό περιστατικό που αφηγείται ο Μίκης Θεοδωράκης σε συνέντευξή που μου παραχώρησε το 2007 για το περιοδικό «Πολίτης Κ»:

Θ.Γ: Nομίζω επίσης πως αξίζει τον κόπο να μας αφηγηθείτε ένα περιστατικό που συνέβη όταν ο Μ.Χιώτης και η παρέα του σας επισκέφθηκαν στις φυλακές του Ωρωπού, όπου ήσασταν κρατούμενος, το 1970, και σας τραγούδησαν το «Ροδόσταμο».

Μ.Θ. Για μένα που πιστεύω στην θεωρία της Συμπαντικής Αρμονίας, δηλαδή μιας μυστηριακής σχέσης στην οποία πιστεύω ότι οφείλεται η μουσική που γράφω, φαινόμενα όπως αυτό και πολλά άλλα, εξηγούνται, παρά το ότι για τους άλλους ακούγονται παράλογα. Πράγματι τη μέρα που ο Μανώλης Χιώτης θα ξεψυχούσε στο σπίτι του στον Ωρωπό, σπρωγμένος από κάποια μυστηριακή δύναμη, ήρθε να με αποχαιρετήσει με το αγαπημένο μας τραγούδι, το «Ροδόσταμο»… Γνώριζε πως είμαι κλεισμένος στο στρατόπεδο, όπως γνώριζε και ότι η μουσική μου ήταν απαγορευμένη. Εν τούτοις ήρθε με δυο-τρεις φίλους του στον μώλο που βρίσκεται 100-150 μέτρα μακριά και βαδίζοντας τραγουδούσαν όλοι μαζί γυρισμένοι προς εμάς, για να τους ακούσουμε. Εμείς είχαμε πλαγιάσει μετά το μεσημεριανό γεύμα. Ακριβώς πάνω απ’ το κρεβάτι μου ήταν η σκοπιά. Σκύβει λοιπόν ο χωροφύλακας και μου λέει:

«-Κύριε Μίκη, κύριε Μίκη, νομίζω ότι το τραγούδι αυτό είναι δικό σας.
- Ποιο τραγούδι;
- Να, εκεί στον μώλο…»
Αμέσως βγαίνω έξω και πάω στο συρματόπλεγμα για να ακούσω και να δω. Πράγματι ήταν το «Ροδόσταμο». Σιγά-σιγά μαζεύτηκαν κι άλλοι κρατούμενοι.
«- Ποιοι να ΄ναι αυτοί;»
Αυτοί προχωρούσαν αργά προς τη θάλασσα με τα πρόσωπα στραμμένα προς το Στρατόπεδο. Τότε αναγνώρισα τη φωνή του Χιώτη.
«- Παιδιά, είναι ο Χιώτης.»
Βγήκαν και οι χωροφύλακες και κάποιος βαθμοφόρος φάνηκε στον μώλο για να τους συλλάβει. Φαίνεται όμως, ότι μόλις γνώρισε τον Χιώτη, κάτι τους είπε και γύρισε πίσω. Τώρα η παρέα περπατά πάντοτε αργά προς την ξηρά και πάντοτε τραγουδώντας. Δεν μπορούσαμε φυσικά να δούμε τα πρόσωπά τους. Εγώ όμως με τη φαντασία μου έβλεπα καθαρά το πρόσωπο του αγαπημένου μου φίλου και συνεργάτη.
Την άλλη μέρα διαβάσαμε την τραγική είδηση στις εφημερίδες: «Χθες το απόγευμα και ώρα τάδε ο Μανώλης Χιώτης άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στον Ωρωπό …”. (3)

Η πολιτική κατάσταση στη χώρα είναι έκρυθμη. Ο λαός αγωνίζεται, για να πραγματοποιήσει το όραμά του για κοινωνική δικαιοσύνη, καλύτερες συνθήκες ζωής, καλύτερη παιδεία… Μέσα σ’ αυτό το «κλίμα» ο Θεοδωράκης μελοποιεί τους μεγάλους μας ποιητές…

Όντας ο ίδιος «μαθητής του Τσιτσάνη», όπως δηλώνει στα 1960, γράφει σπουδαίες μελωδίες, κυρίως πάνω στο ζεϊμπέκικο και στο χασάπικο, ενορχηστρώνοντάς τις με λαϊκά όργανα , με προεξάρχοντες το Μανώλη Χιώτη, αρχικά και τους «Λάκη-Κωστάκη» (Καρνέζη-Παπαδόπουλο) στη συνέχεια. Παράλληλα «χρησιμοποιεί» λαϊκούς τραγουδιστές, όπως τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα, που βρίσκονται στον «κολοφώνα» της δόξας τους, τη Μαίρη Λίντα και σε λίγες περιπτώσεις τον Πάνο Γαβαλά, την Πόλυ Πάνου και τη Γιώτα Λύδια. Με «σημαιοφόρο» πάντα τον Μπιθικώτση…

Έτσι δημιουργεί ένα νέο , οικείο άκουσμα στο λαό, ο οποίος, από την πρωτεύουσα μέχρι το πιο μικρό ακριτικό χωριό, τραγουδά την «υψηλή» ποίηση του Ρίτσου, του Σεφέρη , του Ελύτη, του Μ. Κατσαρού, του Βάρναλη αλλά και των πιο «λαϊκών» ποιητών, του Λειβαδίτη, του Χριστοδούλου, του Γκάτσου, του Θαλασσινού, του Βίρβου, του Ελευθερίου, του αδερφού του Γιάννη Θεοδωράκη κ.α.

Ο Μπιθικώτσης εμφανίζεται στην ταινία «Συνοικία Τ’ Όνειρο» και το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» γράφεται με χρυσά γράμματα στις σελίδες της ιστορίας της ελληνικής μουσικής… Στην ταινία ακούγεται και το θέμα από ένα ζεϊμπέκικο, με εμφανείς, κατά τη γνώμη μου, επιρροές από τον Τσιτσάνη… Αργότερα ηχογραφείται με στίχους του Βίρβου και τη φωνή του Μπιθικώτση: «…κι όποιο σπιτάκι δεν έχει μάνα, μοιάζει εκκλησία χωρίς καμπάνα...»

Μετά τη «Συνοικία» η φωνή του Μπιθικώτση θ’ ακουστεί να τραγουδά Μίκη Θεοδωράκη και σε άλλες κινηματογραφικές ταινίες… «Η Αθήνα τη νύχτα» , «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ» , «Προδομένη μου αγάπη», «Το νησί της Αφροδίτης»…

Η «Δραπετσώνα» και το «Μάνα μου και Παναγιά» εντάσσονται στον κύκλο «Πολιτεία Α’» και «εισβάλλουν» στα τζουκ-μποξ , παρέα με τα λαϊκά τραγούδια του Καζαντζίδη, του Περπινιάδη και του Αγγελόπουλου… Οι στίχοι της «Δραπετσώνας» γράφονται όταν η εξουσία της εποχής προσπαθεί να διώξει τους πρόσφυγες από τα παραπήγματά τους στην περιοχή, γκρεμίζοντας τις παράγκες τους.

Το 1960 ο Μπιθικώτσης αρνείται να τραγουδήσει τα δυο τραγούδια από τη «Νήσο των Αζορών», με τον ιδιαίτερο λόγο του Μποστ …Ο Θεοδωράκης αφηγείται:

“Τα τραγούδια αυτά στην αρχή αρνήθηκε να τα πει ο Μπιθικώτσης. Οι παλιοί του φίλοι ήσαν «βαρείς»και δεν θα του συγχωρούσαν να βάλει στο στόμα του «σαχλαμάρες»… Έτσι έβλεπαν οι μάγκες το χιούμορ του Μποστ. Στο κέντρο «Η Μυρτιά» έγιναν ομηρικοί καυγάδες. Τα πνεύματα άναψαν. Φράσεις σκληρές εκστομίστηκαν εκατέρωθεν. Με αποτέλεσμα να χαλάσουν οι σχέσεις Μποστ-Μπιθικώτση και ο τελευταίος να μην τα συμπεριλάβει στο πρόγραμμά του. Λίγο αργότερα κι ύστερα από παρέμβαση της εταιρείας που μπροστά της οι λαϊκοί τραγουδιστές είχαν δέος, ο Γρηγόρης σχεδόν αναγκάστηκε να ερμηνεύσει σε δίσκο τις «Αζόρες» και τη «Ρομβία». Για να εκδικηθεί, έβαλε όσο μπορούσε πιο πολύ το σοβαρό του ύφος συμβάλλοντας άθελά του στην επιτυχία της ερμηνείας που απαιτούσε σοβαροφάνεια… έτσι «αι τραγικαί ιστορίαι» πήραν όλη τους τη δραματική διάσταση με την καταγγελία των «Αζορών», σαν υπεύθυνων περίπου για όσα μας συμβαίνουν, από τον αδιαμφισβήτητο βάρδο του ελληνικού τραγουδιού όπως είχε αναδειχτεί τότε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης”. (7)

Το χειμώνα του 1961-62 ανεβαίνει στο θέατρο «Παρκ» η επιθεώρηση «Όμορφη πόλη». Ο Μπιθικώτσης ερμηνεύει σε β’ εκτέλεση -μετά τον Καζαντζίδη- τον «Καημό» , το τραγούδι «Της ξενιτιάς» («Φεγγάρι μάγια μού ’κανες») , το «Μέσα στα μαύρα σου μαλλιά», που είναι το πρώτο τραγούδι του στιχουργού Άκου Δασκαλόπουλου που τότε υπογράφει σαν «Χριστοφέλης» και το τραγούδι «Του χάρου» ….Ακριβώς απέναντι, στο θέατρο «Μετροπόλιταν» ο Μάνος Χατζιδάκις παρουσιάζει την «Οδό Ονείρων»…

Η «Όμορφη πόλη» δεν πάει πολύ καλά. Ο Θεοδωράκης εν τω μεταξύ, βρίσκεται άρρωστος στο νοσοκομείο… «Επιστρατεύονται» ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα και για πρώτη και τελευταία φορά ο Μπιθικώτσης μαζί με τον Καζαντζίδη, τραγουδούν ζωντανά, πίσω από το ίδιο μικρόφωνο… Το Φλεβάρη του 1962 ο Θεοδωράκης μελοποιεί τα «Επιφάνια» του Γιώργου Σεφέρη. Στο «Περιγιάλι το κρυφό» ο Μπιθικώτσης παραλείπει την άνω τελεία και ο στίχος γίνεται «πήραμε τη ζωή μας λάθος» και τραγουδιέται από τις διαδηλώσεις μέχρι τις ταβέρνες της χώρας. Σε μια βόλτα στη νυχτερινή Αθήνα της εποχής, μαζί με τον Θεοδωράκη, πείθεται και ο δύσπιστος αρχικά Σεφέρης, για την αποδοχή του εγχειρήματος , της ηχογράφησης δηλαδή του ποιήματός του με μπουζούκια και λαϊκό τραγουδιστή.

Το 1962 γράφονται κάποια «ανεξάρτητα» τραγούδια… «Είναι ο καημός μου ένα πουλί» και «Καράβι καλοτάξιδο», (στην ίδια μελωδία με το «Μανούλα μου ο γιόκας σου») που ακούγονται στην ταινία «Προδομένη μου αγάπη» , «Πουλί κυνηγημένο» και μια δεύτερη , χωρίς χορωδία, εκτέλεση , του τραγουδιού «Το χάρο τον αντάμωσα». Την ίδια χρονιά ο Θεοδωράκης γράφει ένα θεατρικό έργο για την Ελλάδα… Μέσα στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού», με τραγούδια σε στίχους του ίδιου (στο «Νανούρισμα» του Κώστα Βίρβου), περιγράφονται τα πάθη του λαού στον Εμφύλιο. Ανεβαίνει στο θέατρο «Καλουτά» τον Οκτώβρη …Ο Μίκης περνά το μήνυμα: «Ενωθείτε βράχια, βράχια»… Η λογοκρισία «κόβει» την «Αλυσίδα» αλλά το έργο γίνεται αποδεκτό αμέσως από το λαό… Ο Μπιθικώτσης είναι ανυπέρβλητος… Στα «ιερατικά» (όπως τα ονομάζει ο συνθέτης) ζεϊμπέκικα, όπως το «Δυο γιούς είχες μανούλα μου» , «Ένα δειλινό» , «Τον Πάυλο και το Νικολιό» και πολύ περισσότερο στα «Περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους» ξεπερνά τον ίδιο του τον εαυτό… Ειδικότερα στο κουπλέ από τα «Περβόλια» ακούγεται τόσο λυρικός , λες και είναι άλλος τραγουδιστής…

Τρία από τα τραγούδια, ηχογραφούνται παράλληλα σε διαφορετικές, πιο «λαϊκές» εκτελέσεις με τον Μπιθικώτση με «ηλεκτρικά» μπουζούκια. Η εκδοχή του «Δυο γιους είχες μανούλα μου» με την απαγγελία της Αλέκας Παίζη είναι μοναδική… Τα άλλα δυο είναι τα «Περβόλια» και το «Δοξαστικό», που το 1988, συμπεριλαμβάνονται στην κασετίνα 10 δίσκων της ΕΜΙ με τίτλο «Θεοδωράκης».

Tην επόμενη χρονιά Θεοδωράκης και Χατζιδάκις , ενώνουν τις δυνάμεις τους στην «Μαγική πόλη»… «Βάρκα στο γιαλό», «Το φεγγάρι κάνει βόλτα», «Τι να την κάνω τη χαρά» (το οποίο ηχογραφείται δυο φορές , μια με τον Ζαμπέτα στο μπουζούκι και μια με τους Καρνέζη-Παπαδόπουλο και χορωδία, στο ίδιο 45άρι με το «Είχα φυτέψει μια καρδιά» με τον Μπιθικώτση και χορωδία) αλλά και «Είμαι αητός χωρίς φτερά» του Χατζιδάκι και της Παπαγιαννοπούλου…. «Ο καβαλάρης του ουρανού» γράφεται τον Απρίλη του ’63 και συνδέεται αργότερα με τον δολοφονηθέντα, εκείνη τη χρονιά, Γρηγόρη Λαμπράκη από το παρακράτος της Δεξιάς. «Ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο;» αναρωτιέται τότε ο Κων/νος Καραμανλής….

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ηχογραφούνται και δυο τραγούδια από τη «Γειτονιά των αγγέλων», σε στίχους Ιάκωβου Καμπανέλλη, τα «Στρώσε το στρώμα σου» (η εισαγωγή του οποίου λίγο αργότερα θα αποτελέσει το πρώτο θέμα από το «Χορό του Ζορμπά» ) και το «Δόξα τω Θεώ».Οι πρώτες ηχογραφήσεις με τον Πουλόπουλο «σκεπάζονται»…

Το 1964, ο Θεοδωράκης ηχογραφεί τα τραγούδια της «Πολιτείας Β’».

Ο Μπιθικώτσης τραγουδά «Γωνιά γωνιά σε καρτερώ», που μαζί με τα «Βραδιάζει», «Στράτα τη στράτα» και τη «Μπαλάντα του Αντρίκου», κάνουν κυριολεκτικά «θραύση»…

Η «χημεία» του Θεοδωράκη με τον Μπιθικώτση είναι «μαγική»… Σα να έχουν γεννηθεί για να συνεργάζονται ο ένας με τον άλλον… Εκείνη την εποχή, η φωνή του Καζαντζίδη, στην αντίπαλη « Odeon - Parlophone » πλέον, «δονεί» την Ελλάδα, κυρίως, με τα κοινωνικά τραγούδια της αδικίας και της ξενιτιάς . «Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο»… Πολλά χρόνια αργότερα ο Γιώργος Νταλάρας, ερωτώμενος για τον Καζαντζίδη και τον Μπιθικώτση δηλώνει: «Ο ένας γκρίνιαζε κι ο άλλος γκρέμιζε…» Ο Θεοδωράκης θεωρεί πως ο λαός είναι έτοιμος πια και ετοιμάζει το λαϊκό ορατόριο «Άξιον Εστί» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη για το οποίο στην ίδια συνέντευξή του στον «Πολίτη Κ» λέει:

Θ.Γ.: Δυο από τους πρώτους ερμηνευτές των τραγουδιών σας ήταν συγχρόνως και δυο από τους μεγαλύτερους λαϊκούς μας τραγουδιστές. Ο Στ.Καζαντζίδης και ο Γρ. Μπιθικώτσης. Αν δεν απατώμαι το 1961 εμφανίστηκαν για πρώτη φορά μαζί στη σκηνή του θεάτρου «Κεντρικόν» υπό τη διεύθυνσή σας. To 1964 ηχογραφείτε ένα από τα μεγαλύτερα έργα της Ελληνικής μουσικής ιστορίας, το «Άξιον Εστί» σε ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Θα ήθελα να μας πείτε για τις περιπέτειες που πέρασε αυτό το έργο μέχρι την έκδοσή του αλλά και στη συνέχεια μέχρι να παρουσιαστεί ζωντανά. Είναι αλήθεια πως είχατε προτείνει στο Στέλιο Καζαντζίδη να τραγουδήσει στο δίσκο τα μέρη του ψάλτη αλλά εκείνος αρνήθηκε;

Μ.Θ.: Βεβαίως. Ήταν εποχή που όλοι μαζί, Χιώτης, Μαίρη Λίντα, Στέλιος, Μαρινέλα και Μπιθικώτσης, κλεισμένοι στο μικρό στούντιο της Κολούμπια στην οδό Λυκούργου, κάναμε εντατικές πρόβες για «Επιτάφιο», «Πολιτεία» και «Αρχιπέλαγος». Από κει πηγαίναμε κατ’ ευθείαν στο μεγάλο στούντιο στον Περισσό. Γράφαμε μαζί, τρώγαμε μαζί στα ταβερνάκια της Νέας Ιωνίας και τα βράδια πότε στη Δροσιά για πεϊνιρλί και πότε φτάναμε ως το Κιάτο, όπου ο Στέλιος είχε ένα σπιτάκι στην αμμουδιά για να ψαρεύει. Πολύ συχνά κοιμόμαστε κάτω απ’ την ίδια στέγη. Ειδικά ο Στέλιος μαζί μου έκανε σαν παιδί, γιατί είχε μια κρυφή δίψα για την Αριστερά και του άρεσε να παίρνουμε οι δυο μας το αυτοκίνητο και να βγαίνουμε απ’ την Αθήνα να τραγουδήσουμε δυνατά Εαμίτικα τραγούδια. Είχε περάσει, όπως κι ο Γρηγόρης απ’ τη Μακρόνησο, ενώ η μάνα του ζούσε σ’ ένα φτωχικό σπιτάκι στη Νέα Φιλαδέλφεια με τις αναμνήσεις της. Ήταν λοιπόν φυσικό να κάνουμε όχι μια αλλά δύο συναυλίες με την Ορχήστρα της Ελαφράς Μουσικής της ΕΡΤ, μια στο Κεντρικό και μια στον Πειραιά. Σχεδιάζαμε μάλιστα να κάνουμε όλοι μαζί μια Νέα Δισκογραφική Εταιρία, όμως κάποιος μας μαρτύρησε στην Εταιρία που πήρε αμέσως τα μέτρα της, από τα οποία πρώτο και καλλίτερο ήταν το να μας χωρίσει. Τον Στέλιο και την Μαρινέλα τους προόριζαν για τον Χατζιδάκι, τον οποίο ο Λαμπρόπουλος μόλις είχε αποσπάσει από τον Πατσιφά. Εγώ τότε (1961) συνέθετα το «Άξιον Εστί» έχοντας στη σκέψη μου τις δυο φωνές -Στέλιο και Γρηγόρη- να εναλλάσσονται. Ένα λαϊκό ο ένας, ένα βυζαντινό ο άλλος. Δεν τους είχα πει όμως ακόμα τίποτα. Μια μέρα κατά το μεσημέρι καταφθάνει το ζεύγος στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη, για να μου μιλήσει για κάποιο σοβαρό θέμα. Τους είδα πολύ σκεφτικούς και στεναχωρημένους. Σε λίγο άρχισε να μιλά ο Στέλιος: «Ο κ. Τάκης», (Λαμπρόπουλος), «μας είπε ότι ο κ. Χατζιδάκις έχει γράψει ορισμένα τραγούδια για μας και μας περιμένει να πάμε στο σπίτι του για να μας τα παίξει. Πήγαμε σήμερα στις δέκα, χτυπήσαμε το κουδούνι και μας άνοιξε η μητέρα του, η οποία μας οδήγησε στο σαλόνι. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες και είχε ημίφως. Αφού περιμέναμε πάνω από μισή ώρα, μπαίνει ο κ. Μάνος, ο οποίος φορούσε μια μαύρη ρόμπα και μαύρα γυαλιά. Μας χαιρέτησε ευγενικά και κάθισε στο πιάνο. Φαινόταν πως δεν είχε ξυπνήσει ακόμα, γιατί έπαιζε πολύ σιγά, τα δε τραγούδια του ήταν πολύ παράξενα για μας. Πώς να σας το πούμε κύριε Μίκη, μαύρισε η ψυχή μας. Και γι’ αυτό μόλις φύγαμε, τρέξαμε σε σας. Θέλουμε να τραγουδήσουμε τραγούδια σας…».

- «Και ποιος σας εμποδίζει», τους ρωτώ. «Ο κ. Τάκης; Άμα θέλω εγώ, δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
- Δεν είναι αυτό, κ. Μίκη.
- Τότε τι είναι;
- Να… Είναι ο «άλλος».
- Ποιος «άλλος»; Ο Γρηγόρης;
- Θέλουμε να γράφετε μόνο για μας…
- Βρε παιδιά… Εσείς είστε αυτοκράτορες. Ο καημένος ο Γρηγόρης μόλις τώρα κατάφερε να τρώει γλυκό ψωμάκι. Άλλωστε δόξα τω Θεώ, μπορώ να γράψω πολλά τραγούδια και για σας και για κείνον…
- Θέλουμε μόνο για μας.
- Και να σας πω και κάτι άλλο. Τώρα γράφω ένα νέο έργο, ένα Ορατόριο, που σκέφτομαι να το τραγουδήσετε μαζί. Εσύ Στέλιο είσαι λαϊκός και βυζαντινός. Το ίδιο και ο Γρηγόρης. Θέλετε ν’ ακούσετε λίγο;
- Όχι κ. Μίκη. Εάν κρατήσετε τον Γρηγόρη, τότε θα φύγουμε εμείς…»
Ανένδοτοι. Ιδίως ο Καζαντζίδης, που τον είχε πιάσει ξαφνικά μια φοβερή αντιπάθεια και δεν ήθελε ν’ ακούσει ούτε το όνομα του Μπιθικώτση.
Και έτσι χωρίσανε οι δρόμοι μας και το «Άξιον Εστί» το τραγούδησε μονάχα ο Μπιθικώτσης. Όσο για την Εταιρία, πράγματι δεν ήθελε να το βγάλει λόγω κόστους. Τελικά βέβαια αναγκάστηκε και … γέμισε τα ταμεία της και μάλιστα διαχρονικά, αφού ο δίσκος πουλάει ακόμα και σήμερα”. (3)

Η κυβέρνηση έχει αλλάξει… Ο Γεώργιος Παπανδρέου είναι πλέον πρωθυπουργός… Παρόλα αυτά ο συνθέτης συναντά την άρνηση του κρατικού μηχανισμού, σε αίτησή του να παρουσιάσει το έργο στο Ηρώδειο, με την πολύ «φθηνή» δικαιολογία, ότι « η παρουσία του Μπιθικώτση θεωρείται ανάρμοστη με την ιερότητα του χώρου»... Λίγο αργότερα η ίδια κυβέρνηση παραχωρεί το αρχαίο θέατρο στον Φρανκ Σινάτρα….

Το έργο, μετά από πολλές περιπέτειες, παρουσιάζεται στο θέατρο «Ρεξ» στις 21-10-1964… Τα όνειρα παίρνουν «εκδίκηση» 24 χρόνια μετά, όταν ο Μίκης Θεοδωράκης μπαίνει στο Ηρώδειο, με την παρέμβαση της Μελίνας Μερκούρη, με το «Άξιον Εστί» και το Γιώργο Νταλάρα στο ρόλο του λαϊκού τραγουδιστή… Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ερμηνεύει στο τέλος της συναυλίας συγκινημένος, το «Ένα το χελιδόνι» και «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ»…

Το 1964 γυρίζεται, με μουσική επένδυση του Μίκη Θεοδωράκη, η ταινία-ντοκιμαντέρ «Το Νησί Της Αφροδίτης», από το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, μέσα στα πλαίσια των προσπαθειών του για την προβολή της Κύπρου τόσο μέσα στον Ελληνικό χώρο όσο και στο εξωτερικό (όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του δίσκου). Η σύνθεση της μουσικής είχε γίνει από το 1962. Ο δίσκος κυκλοφορεί το 1965, και το «Χρυσοπράσινο φύλλο» γίνεται «σήμα κατατεθέν» του αγώνα του Κυπριακού λαού για ελευθερία και ανεξαρτησία. Εκεί ο Μπιθικώτσης τραγουδά, επίσης, το «Μανούλα μου ο γιόκας σου» και το «Χελιδονάκι», το οποίο υπάρχει σε μια δεύτερη εκτέλεση με διαφορετικούς στίχους στην κασετίνα 10 δίσκων «Θεοδωράκης» (ΕΜΙ-1988) Το 1966 γράφονται με τον Μπιθικώτση δυο τραγούδια από τον «Κύκλο Φαραντούρη», τα «Κουράστηκα να σε κρατώ» και «Στου κόσμου την ανηφοριά».

Η χρονιά όμως αυτή θα σημαδευτεί από την ηχογράφηση ενός μνημειώδους έργου σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου. Ενός έργου που εμπνέει και συνοδεύει τους Έλληνες, στα κατοπινά, μαύρα χρόνια της επταετίας και ακούγεται από όλα τα ξένα ραδιόφωνα, τότε, αλλά και στη διάρκεια των γεγονότων του Πολυτεχνείου… Αναφέρομαι φυσικά στη «Ρωμιοσύνη», στην πρεμιέρα της οποίας ,στο «Κεντρικόν», ο Μάνος Χατζιδάκις θα σφίξει το χέρι του Μπιθικώτση, λέγοντάς του «Είσαι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του αιώνα». Ο Θεοδωράκης γράφει το έργο, ανακαλύπτοντας, πάνω στο πιάνο, τα ποιήματα του Ρίτσου, που του φέρνουν οι γυναίκες κρατουμένων, πριν από μερικά χρόνια. Μόλις έχει γυρίσει στο σπίτι, ανήμερα των Φώτων του 1966, μετά από συγκρούσεις και άγριο ξυλοδαρμό από την αστυνομία… «ώσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κάποιο χέρι (χωρίς να ξέρει κανείς το πώς και το γιατί) τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο», όπως λέει ο Μίκης…(6)

Η «Ρωμιοσύνη» είναι το έργο του Θεοδωράκη που τον δυσκολεύει περισσότερο απ’ όλα, λέει ο Μπιθικώτσης, σε συνέντευξή του το 1990. Κάνει πρόβες δυόμιση μήνες για να μπει στο νόημα της μελωδίας και του στίχου, αλλά τότε βρίσκει τον αληθινό του εαυτό. Δηλώνει επίσης στον Πάνο Γεραμάνη , πως «ο Θεοδωράκης , πάνω σ’ αυτή τη φοβερή ποίηση του Ρίτσου, έχει γράψει μουσική για 100-200 χρόνια μπροστά» (1).

Σε αντίθεση με το γνωστό τραγούδι, ο Απρίλης του 1967 δεν ήταν καθόλου ξανθός κι ενώ στις 21 του μηνός είχε προγραμματιστεί η κυκλοφορία του κύκλου «Έξι Φεγγάρια Της Θάλασσας» σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, με τον Μπιθικώτση και τη Βίκυ Μοσχολιού, τα σχέδια των συνταγματαρχών αλλάζουν τα σχέδια του Μίκη και ο δίσκος κυκλοφορεί επτά χρόνια μετά με τίτλο «Θαλασσινά Φεγγάρια»

Ο Μπιθικώτσης τραγουδά «Φέρτε μου τη θάλασσα», «Το πανηγύρι των άστρων» και «Θα ρίξω πέτρα στη ζωή». Το 1967, επίσης, ο Θεοδωράκης ετοιμάζει ένα κύκλο λαϊκών τραγουδιών σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου, τα οποία προορίζει για τον Μπιθικώτση. Η δικτατορία ανατρέπει τα σχέδια και τα τραγούδια ηχογραφούνται το 1971 στο Παρίσι με τον Αντώνη Καλογιάννη και τη Μαρία Δημητριάδη και τον τίτλο «Τα λαϊκά».

Στη «μεγάλη νύχτα» της επταετίας ο Μίκης φυλακίζεται και η μουσική του απαγορεύεται με το «Διάταγμα Αγγελή». Το 1970 φυγαδεύεται στο εξωτερικό. Εκεί συνθέτει νέους κύκλους τραγουδιών και δίνει εκατοντάδες συναυλίες , έχοντας στο πλευρό του τη Μαρία Φαραντούρη, τη Μαρία Δημητριάδη, τον Αντώνη Καλογιάννη και τον Πέτρο Πανδή. Ο Μπιθικώτσης ,εκτός από τους λαϊκούς συνθέτες, συνεργάζεται με τον Ξαρχάκο, το Μούτση , το Σπανό, τον Κουγιουμτζή , τον Κηλαηδόνη αλλά και το Μάνο Χατζιδάκι, αν και εκείνος τότε λείπει στο εξωτερικό.

Παράλληλα , ηχογραφεί μια σειρά από δικές του συνθέσεις, οι περισσότερες σε στίχους του Κώστα Βίρβου που σημειώνουν μεγάλη επιτυχία… Ξανανταμώνουν δισκογραφικά το 1978 και πάλι στην Columbia , όπως και σε όλα τα προηγούμενα έργα τους, με τον κύκλο τραγουδιών «Οκτώβρης ‘78».

Ο δίσκος εκδίδεται σε μια εποχή που το πολιτικό τραγούδι (όπως αυτό επικράτησε μετά την μεταπολίτευση) έχει αρχίσει να «φθίνει». Παρόλα αυτά υπάρχουν , όπως είναι φυσικό τραγούδια με έντονη πολιτική χροιά , όπως και ωραία λαϊκά , αλλά και κάποια με ερωτική θεματολογία. Ο Θεοδωράκης προσπαθεί να επαναφέρει την ατμόσφαιρα των «Πολιτειών», εξ’ ου και ο υπότιτλος «Πολιτεία Γ’» στο εσώφυλλο. Βέβαια πολύ αργότερα ξαναχρησιμοποιεί τον τίτλο αυτό για τον κύκλο τραγουδιών που γράφει με τον Μανώλη Μητσιά .

Ο δίσκος δεν ακούγεται ιδιαίτερα. Βέβαια ο Μπιθικώτσης του '78 δεν έχει τη «δυναμική» του '60 ή του ‘65 αλλά είναι πάντα ένας μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής. Τα μισά από τα τραγούδια είναι καινούργια . Τα «Ήταν κάποτε δυο φίλοι» και «Μοιρολόι της βροχής» προέρχονται από τα «Λυρικά» τα οποία είχε πρωτοτραγουδήσει ένα χρόνο πριν ο Θεοδωράκης στο Λυκαβηττό. Τα «Μέσα σε κήπο» (που ακούστηκε περισσότερο απ’ όλα) και το «Σε λένε μάνα» από την «Αρκαδία 3» είχαν ερμηνευθεί πάλι από τον συνθέτη το 1974 στην Αμερική , με συνοδεία ενός πιάνου, στο δίσκο «Νέα Τραγούδια» ( New Songs - Paredon records ). Τα «Όσους δεν πήρε η μοναξιά» και «Έχεις μάτια το φεγγάρι» βρίσκονται στη «Νύχτα θανάτου» που τραγουδά ο Αντώνης Καλογιάννης το 1975.

Με το «Μπήκε ο χάρος στο κελί», εγκαινιάζεται η συνεργασία του Θεοδωράκη με το Λευτέρη Παπαδόπουλο. Για τον συγκεκριμένο δίσκο ηχογραφείται και το «Ο αγέρας λέει μια προσευχή» από τα «Λυρικά». 13 τραγούδια όμως είναι «πολλά» και τελικά μένει έξω. Δυστυχώς δεν βρίσκεται για να συμπεριληφθεί στην επανέκδοση του δίσκου σε cd .

Εκτός από τον «Οκτώβρη ‘78» στη μεταπολίτευση θα συναντηθούν πολλές φορές στη σκηνή αλλά και στην τηλεόραση. Αξέχαστες θα μείνουν οι συμπράξεις τους στη «Μουσική Βραδιά» του Γιώργου Παπαστεφάνου το 1976, στο «Ροδόσταμο», στην αποχαιρετιστήρια συναυλία του Μπιθικώτση στο Ολυμπιακό Στάδιο το 1985, αλλά και στο ντουέτο τους στα Μακρήσια Ολυμπίας, με το «Χωρίσαμε ένα δειλινό» του Β.Τσιτσάνη, στα τέλη της δεκαετίας του ’90.

Στη δισκογραφία θα καταγραφούν επίσης κάποιες ζωντανές ηχογραφήσεις τραγουδιών του Θεοδωράκη με τον Μπιθικώτση, άλλοτε υπό τη διεύθυνση του συνθέτη, άλλοτε όχι. Ήδη αναφερθήκαμε στην ημιτελή ηχογράφηση από το «Ροδόσταμο» , από τη συναυλία στο «Κεντρικόν» το 1961, που βρίσκεται στον ομώνυμο δίσκο της Philips .Στο δίσκο «Μέρες Μουσικής-Έντεχνο Λαϊκό Τραγούδι» (Σινασός- Lyra -1992), που αποτελεί τη δισκογραφική αποτύπωση συναυλίας με θέμα το έντεχνο λαϊκό τραγούδι το 1992 στο «Παλλάς», ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγουδά τον «Καημό», τη «Δραπετσώνα» και το «Ένα το χελιδόνι».

Στη συλλογή «Άπονες Εξουσίες» ( MBI -1993) υπάρχουν τα πέντε κομμάτια από το «Άξιον Εστί» από συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη το 1977 στο Λυκαβηττό, παρμένα από την τηλεοπτική μετάδοση της ΕΡΤ. Στον ίδιο δίσκο υπάρχει η «Μαργαρίτα Μαργαρώ» όπως είχε ακουστεί στην ταινία «Η Αθήνα Τη Νύχτα» το 1962 και τα «Μέρα Μαγιού», «Δραπετσώνα», «Στα περβόλια» και «Ροδόσταμο» με τον Μπιθικώτση και τον Θεοδωράκη στο πιάνο , από τη «Μουσική βραδιά» του Γιώργου Παπαστεφάνου το 1976. Στο βιβλίο- dvd «Μίκης Θεοδωράκης-Αυτοβιογραφία» (επιμέλεια Γιώργος & Ηρώ Σγουράκη 2006) βλέπουμε ένα μοναδικό ντοκουμέντο… Ο Θεοδωράκης διευθύνει και ο Μπιθικώτσης τραγουδά «Θα σημάνουν οι καμπάνες» από συναυλία με τη «Ρωμιοσύνη» το 1966…

Η μοίρα θέλει τη φωνή του Μπιθικώτση, μετά από 120 ηχογραφήσεις τραγουδιών του Μίκη (μαζί με τις ζωντανές), να καταγραφεί για τελευταία φορά στη δισκογραφία, σε ένα τραγούδι από το «Άξιον Εστί», από τη συναυλία στο Σ.Ε.Φ. στις 11 Μαρτίου 2002…Εκεί όπου ο Θεοδωράκης λέει τα παρακάτω λόγια:

«Εγώ από την πρώτη στιγμή που γνώρισα τον Μπιθικώτση, τον αγάπησα και τον θαύμασα. Πέρασαν από τότε πάνω από πενήντα χρόνια και εξακολουθώ να τον αγαπώ και να τον θαυμάζω. Και όταν ήρθαν εκείνα τα δύσκολα χρόνια-πέρασαν πολλά χρόνια που ούτε ραδιόφωνο δεν έπαιζε Μπιθικώτση, καμιά τηλεόραση δεν έλεγε για Μπιθικώτση, καμιά εφημερίδα δεν έλεγε για Μπιθικώτση- εγώ εξακολουθούσα να τον θαυμάζω και να τον αγαπώ. Και θέλω σήμερα , μπροστά σε όλους σας, να του πω εδώ , για άλλη μια φορά:

Σ’ ευχαριστώ Γρηγόρη γιατί ομόρφυνες την Ελληνική Μουσική μας, σ’ ευχαριστώ Γρηγόρη, γιατί ομόρφυνες την Ελληνική Ποίησή μας και σ’ ευχαριστώ Γρηγόρη, γιατί ομόρφυνες την Ελληνική Ζωή μας. Ευχαριστώ». (5)


Πηγές
1) «Γρηγόρης Μπιθικώτσης- Εγώ ο Σερ» Επιμέλεια Πάνου Γεραμάνη («Κοχλίας» 2002)
2) «Μίκης Θεοδωράκης-Μελοποιημένη ποίηση-Α’ τόμος» («Ύψιλον» 1997)
3) Συνέντευξη στο Θανάση Γιώγλου στο περιοδικό «Πολίτης Κ» τεύχος 26 (Δήμος Καλαμαριάς- Απρίλιος 2008)
4) «Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη» (ΕΜΙ- Capitol 2007)
5) Cd «Για τον Γρηγόρη-Η συναυλία από το Στάδιο Ειρήνης & φιλίας» ( Minos - Emi - 2002)
6) Cd «Μίκης Θεοδωράκης «Ρωμιοσύνη» ( E πανέκδοση Minos - Emi 2004)
7) Cd «Αρχιπέλαγος-Η νήσος των Αζορών» (Επανέκδοση Minos - Emi 2004)

Φωτογραφίες
01) Καζαντζίδης, Μαρινέλλα, Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης στο θέατρο «Κεντρικόν» (Μάρτιος 1961)
02) Χιώτης, Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης προβάρουν τον «Επιτάφιο» το 1960
03) Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης και ο Μάνος Κατράκης. Πρόβα για το «Το Άξιον Εστί» το 1964.
04) Μπιθικώτσης, Θεοδωράκης και ο Γιώργος Νταλάρας στα τέλη της δεκαετίας του ‘80
05) Ντόρα Γιαννακοπούλου, Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης, Μελίνα Μερκούρη
06) Θόδωρος Δημήτριεφ, Οδυσσέας Ελύτης, Θεοδωράκης, Μάνος Κατράκης και ο Μπιθικώτσης μετά την πρεμιέρα του «Άξιον Εστί» το 1964
07) Μανώλης Μητσιάς, Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης και η Νένα Βενετσάνου στο Ηρώδειο
08) Θεοδωράκης-Μπιθικώτσης στη δεκαετία του ’80 πλέον…
09) Αφίσα συναυλίας του Μίκη Θεοδωράκη για την Κύπρο το 1976 (Ηχητικό)

Πρωτοδημοσιεύθηκε στο 2ο τεύχους του περιοδικού «Όασις» (Σεπτέμβριος 2008)


 

 

 

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!