Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου - 4 βιβλία για τη «Γριά»

(ΗΧΗΤΙΚΟ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ ΝΑ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ & ΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑ) Ίσως, το μεγαλύτερο κεφάλαιο της στιχομυθίας του λαϊκού τραγουδιού - στην πρώτη 25ετία του δεύτερου μισού του προηγούμενου αιώνα…
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Ξεκίνησε να γράφει στίχους επαγγελματικά στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και έφυγε από τη ζωή τον Ιανουάριο του 1972.

Η ψυχοσύνθεσή της, ο πυρήνας της σκέψης της και η αντίληψής της για τη ζωή ταίριαξαν απόλυτα με το λαϊκό τραγούδι και μέχρι ενός σημείου έδωσαν τον κανόνα του, από το 1950 και μετά. Μαζί, βεβαίως, με το έργο δύο-τριών ακόμη σημαντικών στιχουργών: του Κολοκοτρώνη, του Βίρβου και του Τσάντα. Σε σχέση με την εξέλιξη και του λαϊκού τραγουδιού, πάντως, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς την πρώτη εποχή του Λευτέρη Παπαδόπουλου με τα γερά θέματά του που ύμνησαν τη φτωχολογιά και την εργατιά και ήταν γεμάτα από εικόνες της γειτονιάς ή τον Πυθαγόρα, τον Άκη Πάνου και τελευταία τον Μανώλη Ρασούλη.

Ιδιαίτερη προσωπικότητα, με πάθη, που λειτούργησε σε καιρούς αρκετά θολούς σε σχέση με τους διακριτούς ρόλους των δημιουργών. Έτσι, πολλοί στίχοι της χάθηκαν ή της αποδόθηκαν με το πέρασμα των χρόνων. Ήδη, από τα τελευταία χρόνια της ζωής της, είχε ξεκινήσει δειλά-δειλά να φωτίζεται ο ρόλος των στιχουργών. Εσχάτως, δε, το έργο της έγινε το επίκεντρο πιο συστηματικών ερευνών, ενώ, ήρθαν στην επιφάνεια και αρκετοί ανέκδοτοι, αμελοποίητοι στην εποχή τους, στίχοι της. Όλη αυτή η ιστορία με τα τραγούδια της, αλλά και ο τρόπος που ζούσε και αντιμετώπιζε τη δουλειά της, δημιούργησαν ένα μύθο ελκυστικό για τις δημοσιογραφικές πένες και τους λιγοστούς ερευνητές, που προσπάθησαν, στο μέτρο του δυνατού, να φέρουν στην επιφάνεια καλά κρυμμένα μυστικά. Της έγιναν αφιερώματα, αναζητήθηκαν τραγούδια της, κι εντοπίστηκε ένας σημαντικός αριθμός από αυτά, γράφτηκαν άρθρα και βιβλία. Μέχρι σήμερα υπάρχουν τέσσερα βιβλία που το καθένα με τον τρόπο του προσεγγίζει σοβαρά το μύθο και την πραγματικότητα της Ευτυχίας, ενώ κατά καιρούς της έγιναν συνεντεύξεις που δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά «Γυναίκα» και Επίκαιρα, ή ακόμη από τον Τάσο Σχορέλη για την Ρεμπέτικη Ανθολογία του και τον δημοσιογράφο Δημήτρη Λυμπερόπουλο, που μέρος τους δημοσιεύτηκε στον τύπο και σε κάποια από τα βιβλία του.

Ας τα περιδιαβούμε, λίγο-λίγο, ακούγοντας και ορισμένα από τα τραγούδια σε στίχους της, που, όμως, έγιναν στα σχετικά νεότερα χρόνια (κυκλοφόρησαν, δηλαδή, μετά τον θάνατό της) στις μελοποιήσεις των Γιάννη Σπανού, Σταμάτη Κραουνάκη, Κώστα Χατζή, Δήμητρας Γαλάνη, Γιώργου Ζήκα, Τάσου Γκρους κι ένα παλιότερο σε μουσική του Μάνου Λοΐζου που δεν είχε κυκλοφορήσει στον καιρό του. Την Ευτυχία την αγκάλιασαν οι νέες γενιές…

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος καταθέτει τις απόψεις και τη γνώση του γύρω από το έργο, το περιβάλλον και την περίπτωση της Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και, βεβαίως, τις εμπειρίες του από τις ατέλειωτες ώρες που πέρασε πλάι της.

Λευτέρης Παπαδόπουλος ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΨΕΜΑ Αφήγημα, Εκδόσεις Καστανιώτη 2002 (364 σελίδες)

«ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ ΤΟ ΤΑΛΕΝΤΟ. Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ είχε μεγάλο ταλέντο. Και δεν χρειάζεται να το πω εγώ. Το λένε πρωτίστως τα τραγούδια της, που, μισόν αιώνα από τότε που γράφτηκαν, εξακολουθούν να τραγουδιούνται και να συγκινούν. Και δεν μπορώ να μην αναφερθώ εδώ στον Γκάτσο και στον Χατζιδάκι, οι οποίοι, όποτε μιλούσαμε για τους στίχους στο ελληνικό τραγούδι, τόνιζαν κατηγορηματικά: «Η μεγαλύτερη στιχουργός στο λαϊκό τραγούδι είναι η Παπαγιαννοπούλου!». […] Η Παπαγιαννοπούλου προσέρχεται στο χώρο γερά εξοπλισμένη. Ξέρει πολύ καλά τη γλώσσα. Και κουβαλά μαζί της εκατοντάδες λέξεις που προέρχονται από τη Μικρασία και τις χρησιμοποιεί, όποτε χρειάζεται. Η έκφραση «για τα σένα», αντί «για εσένα», π.χ., είναι δική της. Και νομίζω ότι είναι υπέροχη, όταν έχουμε να κάνουμε με λαϊκά τραγούδια.

Ακόμα, η Ευτυχία έχει μελετήσει τη δημοτική μας ποίηση, αλλά και ορισμένους ποιητές που τη συγκινούν (Κρυστάλλης, Καββαδίας, Βάρναλης κ.λπ.) και πατάει γερά στο δεκαπεντασύλλαβο. Και όχι μόνο έχει μελετήσει, αλλά και έχει χωνέψει, έχει λειώσει μέσα της αυτή την ποίηση. Το δηλώνει και η ίδια με κάθε ευκαιρία:

«...Έγραφα από πολύ μικρή, από το σχολείο ακόμα, κορίτσι. Αγαπούσα το δημοτικό τραγούδι και λάτρευα τον Κρυστάλλη. [...] Το δημοτικό τραγούδι είναι το στοιχείο μας, από κει κινήσαμε. Φέρνει τον αντίλαλο μιας εθνικής πραγματικότητας. [...] Το λαϊκό τραγούδι είναι ρωμαλέο. Είναι λειτουργία μέσα στη ζωή. Ένας δυνατός αρμός που μας ενώνει με τα περασμένα, με την πλούσια παράδοσή μας σε λαϊκή τέχνη, λαϊκή μουσική. Είμαστε λαός ποιητής, τραγουδιστής, χορευτής. [...] Βλέπετε τον Έλληνα και μερακλώνεται και σηκώνεται και χορεύει ζεϊμπέκικο...» (Συνέντευξη στη Μάρω Παπαδημητρίου).

Όλα όσα υποστηρίζω για το γλωσσικό «οπλοστάσιο» της Παπαγιαννοπούλου, φαίνονται ολοκάθαρα στα ποιήματα που έγραψε πριν καταπιαστεί με το τραγούδι. Ας δούμε ένα ποίημά της από τη συλλογή Πνοές (1952).

Είχα ένα μπάρμπα εγώ νταή
τον ξακουστό τον Παναή,
καμάρι κι ασικλίκι.

Λάζο στη μέση του χωστό
μουστάκι μαύρο γυριστό
καφέ αμάν κι αγαπητλίκι.

Μες στα Βουρλά κατσιρματζής,
αντάμης και κοντραμπατζής
και της Τουρκιάς ο τρόμος.

Καβάλα σε λιγνό φαρί
το μάτι του θολό βαρύ
πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος.

Το ποίημα, με τη σημερινή μάλιστα αισθητική, δεν είναι σπουδαίο. Το λεξιλόγιο όμως της Ευτυχίας, με πολλές τουρκικές λέξεις, που πέρασαν στα ελληνικά, είναι πλουσιότατο. Λεξιλόγιο δυνατό, «αντρικό» και πλούσιο! Ασικλίκι, λάζο, αγαπητλίκι, κατσιμαρτζής, αντάμης, κοντραμπατζής, φαρί, καρακόλι, φευγάτισε, τσακιρισμένος, έσπασε μπορντέλα, αβανιές, κατσιρμάδες, τραχηλιά, παστρικιά, κερχανάς, σεκλέτια, κιτάπια. Με όλον αυτό τον θησαυρό που κρύβει η Παπαγιαννοπούλου στην ψυχή της, πλουτίζει, όποτε χρειαστεί, και το τραγούδι της. Και είμαι βέβαιος ότι, αν οι συνθέτες και οι παραγωγοί της δισκογραφίας δεν της κρατούσαν τα γκέμια και δεν τη φρενάριζαν, θα είχαν προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στο ελληνικό τραγούδι. Θα είχαμε ένα άλλο τραγούδι της Ευτυχίας, ακόμα πιο ρωμαλέο, πολύ πλούσιο σε εικόνες, με μια αίσθηση ζωής μοναδική. Γιατί συνέβαινε, βεβαίως, κι αυτό: οι λαϊκοί συνθέτες, κατά κανόνα, δεν είχαν διαβάσει ούτε ένα ποίημα σε ολόκληρη τη ζωή τους! Φοβόντουσαν τις λέξεις που δεν γνώριζαν, τις εκφράσεις που δεν τους ήταν οικείες! Απαιτούσαν στίχους «καθημερινούς». «Αλλιώς δεν θα πιάσει το τραγούδι», λέγανε. Και οι παραγωγοί δίσκων, που μόνο με τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους είχαν διάλογο, ήταν ακόμα πιο συγκρατημένοι, πιο συντηρητικοί».

Ένα μπλουζ για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου σε τρία μέρη.

Στο πρώτο μέρος, ο Γιάννης «Μπαχ» Σπυρόπουλος καταθέτει ένα λογοτεχνικό βιογραφικό κείμενο, έναν υποτιθέμενο αφηγηματικό μονόλογο της Ευτυχίας προς εκείνον. Φιλολογική προσέγγιση η οποία κλείνει εκ μέρους του συγγραφέα: «Την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου δεν την γνώρισα ποτέ μου. Και από τα πάμπολλα στέρεα στιχάκια της μου αρέσουν μερικά. Αν τη συναντούσα, ό,τι και να μου έλεγε, εγώ θα ήθελα να ακούσω αυτά!».

Το δεύτερο μέρος συνιστά η σύνταξη της δισκογραφίας της από τον Αντώνη Κόντο και το τρίτο μέρος παρουσιάζει μια ανέκδοτη συνέντευξη που πήραν από την Παπαγιαννοπούλου οι Γιάννης και Ελισάβετ Κουνάδη τον Μάρτιο του 1971, ως κείμενο αλλά και ως μοναδικό ηχητικό ντοκουμέντο-cd (μίας ώρας και οκτώ λεπτών) που συνοδεύει την έκδοση.

Γιάννης Bach Σπυρόπουλος

ΕΝΑ ΜΠΛΟΥΖ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ & μια ανέκδοτη συνέντευξη της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου (1971) από το αρχείο του Παναγιώτη Κουνάδη.

Εκδόσεις Ηλέκτρα 2006 σειρά «Βίοι Αγίων» (105 σελίδες)

«Όταν είσαι νέος είσαι πιο ευέλικτος, περισσότερο κυρίαρχος, όσο μεγαλώνεις, μεγαλώνουν και οι ιδέες, όχι πως δεν είναι γόνιμες και ωραίες, αλλά μερικές μπορεί να σε εκδικηθούν όταν είσαι αφύλακτος, και πού τέτοια εγρήγορση στα γεράματα, όσο μπορώ τους κόβω τη φόρα για κάτι τέτοιο, πάντα υπάρχουν ιδέες, πάντα, αλλά τέτοια χρόνια τέτοια λόγια, τι να τις κάνω τώρα εδώ πια!

Τι άλλο να σου πω!

Τι περατζάδα είναι κι αυτή στο Μουσείο της Μνήμης μ’ εσένανε, φίλε Γιάννη. Ξέρω τι θες να σου δείξω από κει, την αίθουσα των αποτυχημένων ονείρων, μετά τον διάδρομο με τις περιστασιακές προθέσεις για μούμιες θέλεις να σου πω! Λοιπόν, υπήρξαν φορές που δεν χόρεψα πάνω στο τεντωμένο σχοινί χωρίς δίχτυ ασφαλείας από κάτω απ’ τα πόδια μου, κι ας ήταν το τεντωμένο σχοινί ο δρόμος μιας άλλης πρωτόγνωρης ευτυχίας. Ίσως, μια ευτυχία που δεν θα ξεχνιόταν ποτέ. Έγραφα λοιπόν ένα στιχάκι αντί να το ρισκάρω και επέστρεφα στη σίγουρη γνωστή λίγη ευτυχία, αν ήμουν σε κάποια τέτοια απέναντι εκείνο τον καιρό.

Γύριζε η πλάκα αυτή στο πικάπ φθαρμένη, αλλά άκουγα το ίδιο χαρούμενο πράγμα. Και να σου πω κάτι, ακούω αυτό το τραγούδι ακόμα προσεκτικά και διαπιστώνω εδώ στη δύση μου πως ακόμα δεν κατάφερα να του δοθώ ολόκληρη, ακόμα δεν έφτασα στα πολύ μακρινά του». (Γιάννης Bach Σπυρόπουλος)

«Την αξέχαστη, τη μοναδική Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου τη συναντήσαμε στο διαμέρισμά της, τον Μάρτιο του 1971, έναν χρόνο πριν αφήσει για πάντα τον κόσμο. Μας υποδέχθηκε με τη συντροφιά της κόρης της και του εγγονού της. Μια υπερήφανη μορφή με εκπληκτική διαύγεια πνεύματος, αν και η μνήμη της δεν τη βοηθούσε πάντα στην απαγγελία των πολύστιχων ποιημάτων της. Ανακαλύπτουμε πως είναι 75 ετών. Στην ερώτηση «Εσείς τι ηλικία έχετε, αν επιτρέπεται;» απάντησε χωρίς δεύτερη κουβέντα: «Εγώ γεννήθηκα το 1896. Το γράφει η ταυτότις μου εδώ. Δεν είχα σκοπό να κρύψω τα χρόνια μου. Τι σημασία έχουν τα χρόνια; Μνημεία πρέπει ν’ αφήσουμε, μνημεία. Αλλά εμείς δεν θ’ αφήσουμε μνημεία. Ήμουν κι εγώ μια στιχουργός, τίποτα περισσότερο».

Κι όμως γράφει ακόμα. Περιμένει την έκδοση ενός βιβλίου που θα περιέχει είκοσι χρόνων δουλειά της: ποιήματα και στίχους. Αυτή είναι η αγωνία της. «Δεν έχω καιρό τώρα, δεν έχω καιρό πια. Για το βιβλίο που λένε τώρα να βγάλουν με τον κύριο Κουνάδη, είναι μου φαίνεται πολύ άστοχο. Διότι έχω πολλά μακροσκελέστατα ποιήματα. Πού θα βάλω το λαϊκό;» Συμφωνεί με την ιδέα να έχει δύο μέρη το βιβλίο, και χωρίς να το καταλάβουμε, η συνέντευξη έχει μεταβληθεί σε μια ζεστή, οικογενειακή κουβέντα. Βρίσκει την ευκαιρία να παραπονεθεί για τους δημοσιογράφους που την επισκέπτονται συχνά, ζητώντας συνεντεύξεις. «Αυτοί με εξευτέλισαν. Άλλα τους έλεγα κι άλλα γράφανε. Αφήστε, δεν πειράζει. Μόνο ο Λευτέρης μ’ έσωσε, ο Παπαδόπουλος. Δημοσιογράφος. Κι ακόμα είναι δημοσιογράφος στα ΝΕΑ. Καλό παιδί, πάρα πολύ καλό παιδί. Αυτός, μάλιστα. Τον Παπαδόπουλο τον παραδέχομαι. Φοβερός. Αυτός είναι απ’ την Προύσα. Είναι μικρός, αλλά θέλω να σας πω πως είναι πολύ παραγωγικός, ανεξάντλητος. Τώρα στις Θαλασσογραφίες του Λοΐζου είναι πολύ καλός, πάρα πολύ καλός». Ξαφνικά, θυμάται κάτι… Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έχει λόγο καταιγιστικό. Καταφέρνουμε να αποκομίσουμε μερικές βιογραφικές πληροφορίες. Τελείωσε το Γυμνάσιο στη Μικρά Ασία. Όταν ήρθε στην Ελλάδα, το ’22, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή, αλλά τα παράτησε. Εργάστηκε ως δασκάλα. Όλα αυτά πριν ασχοληθεί με το θέατρο και το τραγούδι. Κάποια στιγμή φαίνεται να βρίσκουμε το «κουμπί» της και η κουβέντα μπαίνει σ’ έναν δρόμο». (Ελισάβετ Κουνάδης - Παναγιώτης Κουνάδης)

Ρέα Μανέλη Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΕΥΤΥΧΙΑ

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου όπως την έζησε η εγγονή της Ρέα Μανέλη. Περιέχεται cd με 12 τραγούδια.

Εκδόσεις Άγκυρα 2003 (224 σελίδες)

«Με όσα λεφτά κι αν είχε η Ευτυχία, ποτέ δεν ήταν ικανοποιημένη... Ποτέ. Αυτό που λένε «έχει τρύπια χέρια», πάει στην Ευτυχία. Το ελάττωμά της, ή όπως θέλεις πες το, ήταν πως δεν είχε τη συναίσθηση των χρημάτων. Μετέπειτα θα πει: «Και την τράπεζα της Αγγλίας να είχα, εγώ θα την χρεοκοπούσα...» Ή ένα άλλο που έλεγε τακτικά: «Εγώ δεν τρώω φαΐ, τρώω λεφτά...»

Και το περίεργο είναι, πως δεν ξόδευε τα λεφτά της σε λούσα... Όχι. Γενικά δεν ήταν άνθρωπος των υλικών απολαύσεων. Πώς να το πω; Γι’ αυτήν το χρήμα ήταν σαν το οξυγόνο. Από την ώρα που ξύπναγε, ανέπνεε λεφτά. Το πάθος του τζόγου ήταν πολύ μετά, δεν μπορούσε να κουμαντάρει τα λεφτά της, ή δεν ήθελε. Από πολύ μικρή ηλικία, κι ως τα γεράματά της, είχε δει τον εαυτό της σαν Ρομπέν των δασών. Ντε και καλά έπρεπε να βοηθάει όλο τον κόσμο. Πριν από τον γάμο της με τον Γιώργο, αλλά και μετά, είχε πάντα οικότροφο με όλες τις ανέσεις. Μία ήταν η Μέλπω, η οποία έμεινε στο σπίτι τρία χρόνια, λέει η Καίτη. Και η άλλη ήταν η Χρυσαυγή, που αυτή την θυμάμαι κι εγώ. Φίλη της Ευτυχίας από τη Μικρασία, η οποία ερχόταν κάθε δυο μήνες και καθόταν πέντε... Ήταν που η Ευτυχία είχε και τα «ζωντανά» - έτσι αποκαλούσε τις γάτες και τους σκύλους της γειτονιάς. Μόνιμα στο σπίτι, είχε δέκα γάτες. Άσε που γύριζε τους δρόμους της γειτονιάς με μια κατσαρόλα φαγητό, και τι φαγητό, αφού δεν είχαν εκείνη την εποχή ειδικές τροφές για τα «ζωντανά», το θεωρούσε καλό να ψωνίζει από τον χασάπη το καλύτερο.

Ύστερα ήταν και πως όποιος της κλαιγόταν, ή της ζητούσε δανεικά, αυτή είχε υποχρέωση να του τα δώσει. Πού το πας κι αυτό;

Μα, το καλύτερο ήταν, όταν έστελνε να της κάνουν κάποιο θέλημα, της κόστιζε το τριπλάσιο... Ως και οι πιτσιρικάδες της γειτονιάς την είχαν πάρει χαμπάρι και την δούλευαν... «Κωστάκη, πας, αγόρι μου, να μου πάρεις τσιγάρα;» Και ο Κωστάκης, δήθεν της έκανε τον δύσκολο: «Άααα, δεν μπορώωωω τώραααα», «Άντε, πουλάκι μου, και θα σου δώσω δεκαπέντε δραχμές για τον κόπο σου». Και έτσι, ένα πακέτο τσιγάρα τής κόστιζε είκοσι δραχμές. Ή για ένα κουτί σπίρτα, που τ’ αγοράζαμε μία δραχμή, αυτή έδινε δέκα δραχμές...

Αυτή ήταν η λογική της Ευτυχίας με το χρήμα. Ο Γιώργος, ο άνθρωπος του Θεού που δεν τα ήξερε αυτά, στις αρχές του γάμου τους έκανε το λάθος και της έδινε λεφτά για το σπίτι και τους λογαριασμούς... λάθος.

Η Ευτυχία, που δεν είχε ιδέα από κουμάντο, έλεγε: «Δεν μπορώ να καταλάβω πού στο καλό πάνε τα λεφτά...» Γιατί είχε πάντα έλλειμμα. Απεγνωσμένη, έκανε σενάρια και σκαρφιζόταν τρόπους, πώς να τα αντικαταστήσει, χωρίς να το πάρει ο Γιώργος χαμπάρι.

Ένας τρόπος, λοιπόν, ήταν που πήγαινε στα βιβλιοπωλεία κι έπαιρνε τζάμπα βιβλία, αυτά που πέταγαν ή όσα έλιωναν για ανακύκλωση. Με τρία τέσσερα βιβλία παραμάσχαλα, έπαιρνε σβάρνα τα γραφεία, δικηγόρους, γιατρούς, εταιρείες, και τους παραμύθιαζε, ήταν μανούλα σ’ αυτό, και τα πούλαγε... Άλλες φορές, πάλι, πούλαγε γενικά. Τι; Μα ό,τι έβρισκε μπροστά της. Άλλος μεγάλος και μόνιμος καημός στην οικογένεια. Με τον καιρό, όλοι είχαμε τα κλειδάκια μας για να προστατεύουμε τα πράγματά μας. Αλλά δεν βαριέσαι, δεν την σταματούσε αυτό, γιατί είχε μια δεξιοτεχνία στο ν’ ανοίγει κλειδαριές, που θα την ζήλευε ακόμα κι ο Φαντομάς. Πούλαγε πράγματα αξίας σε εξευτελιστική τιμή, προκειμένου να έχει το ποσόν που της έλειπε. Ήθελε λεφτά εκείνη τη στιγμή, και ήταν μια κάποια λύση, χωρίς να λογαριάζει τις συνέπειες.

Αυτό ακριβώς έκανε και με τα τραγούδια της, και γι’ αυτό ήταν πάντα μπερδεμένη και παρεξηγημένη.

Ήταν ικανή να στήσει ολόκληρη παράσταση με σκηνικό, φωτισμό και κοστούμι, όταν ήθελε να ζητήσει δανεικά, να «δαγκώσει», φρόντιζε, όμως, τα θύματά της να έχουν χρηματική άνεση - είπαμε, ο μοντέρνος Ρομπέν. Ήταν αυθεντία σ’ αυτό το παιχνίδι. Η Ευτυχία «χρησιμοποιούσε» για την όποια ιστορία της, την Καίτη, χωρίς η γυναίκα να το ξέρει ή να το θέλει... Κι όταν το ανακάλυπτε, οι καβγάδες τους ήταν Ομηρικοί, πάντα δε, την έφερνε προ τετελεσμένου γεγονότος. Μια ιστορία, έχει ως εξής:

Μια μέρα, η Ευτυχία με την Καίτη είχαν πάει στην Αθήνα για μια δουλειά. Ξαφνικά, η Ευτυχία πάγωσε γιατί είχε δει την Πόπη Άλβα, γνωστή ηθοποιό και οικογενειακή φίλη, να κατευθύνεται προς το μέρος τους. Γρήγορα και ταραγμένα, γύρισε και είπε στην Καίτη: «Πες της, ευχαριστώ για ό,τι έκανες για μένα». Η Καίτη ρώτησε καχύποπτα: «Γιατί να πω έτσι; Τι έκανε για μένα;» Η Ευτυχία, χαμογελώντας στην Άλβα, είπε στην Καίτη: «Πες, πες, και θα σου εξηγήσω αργότερα...» Πριν προλάβει η Καίτη να πει λέξη, η Άλβα την αγκάλιασε και της είπε συγκινημένη: «Βρε Καιτάκι μου, τι ήταν κι αυτό που έπαθες; Δόξα τω Θεώ που γλίτωσες». Κι εκεί, στον δρόμο, έμαθε η Καίτη ότι «είχε πάθει μια περίεργη αρρώστια» και ήταν έτοιμη να πεθάνει στο νοσοκομείο...».

«Αχ, αυτά τα λεφτά ήταν ο μόνιμος νταλκάς της Ευτυχίας, που την οδηγούσε πάντα σε κωμικοτραγικές καταστάσεις. Ήταν στην περίοδο του τζόγου, όταν μια μέρα ο Γιώργος τής ζήτησε να του ετοιμάσει την επίσημη στολή του, για την παρέλαση. Κατακίτρινη η Ευτυχία, και με την καρδιά στους αστραγάλους, τον ρώτησε: «Ποια στολή;» «Την καλή στολή, την επίσημη στολή, που είναι στην ντουλάπα τυλιγμένη για να μη σκονίζεται». Μουδιασμένα, αυτή, του λέει: «Δεν έχω ιδέα...» Βρε εδώ η στολή, εκεί η στολή, πού είναι η στολή;

Δεν πέρασε ώρα, κι ο Γιώργος κατάλαβε πως η στολή είχε πουληθεί... Έεε, ήταν κι η πρώτη φορά που αυτός ο φιλήσυχος άνθρωπος έγινε έξαλλος από οργή, σε τέτοιο βαθμό, που άκουγες τις φωνές του, δυο παράλληλους δρόμους πιο κάτω από το σπίτι. «Αρκετά ως εδώ. Θα σ’ αφήσω μόνη να βολοδέρνεσαι με τα πάθη σου, να δω πού θα καταλήξεις. Δεν καταλαβαίνεις, βρε χριστιανή μου, ότι θα με βάλεις σε μεγάλους μπελάδες; Πού ακούστηκε αστυνομικός να πουλάει τη στολή του;» Άνοιγε, έκλεινε πόρτες, μάζευε ρούχα και τα πέταγε στις βαλίτσες, κι έβριζε την τύχη του.

Η Μαίρη με την Καίτη για πρώτη φορά έβλεπαν τον Γιώργο σ’ αυτή την κατάσταση. Τον είχαν πάρει από πίσω, και τον ακολουθούσαν από δωμάτιο σε δωμάτιο, αφού προηγουμένως ανέβασαν την Ευτυχία στο περίφημο πατάρι, και της είπαν να μη βγάλει άχνα. Προκειμένου να τον ηρεμήσουν, άρχισαν να του λένε πως είχε όλο το δίκιο με το μέρος του, και μπλα μπλα μπλα. Όμως, έπρεπε να της δώσει ακόμη μια ευκαιρία, διαβεβαιώνοντάς τον ότι δεν θα ξανάκανε κάτι τέτοιο, δεν θα έπιανε ξανά χαρτιά στα χέρια της, θα το αναλάμβαναν οι δυο τους. Σε όλη τη διάρκεια της φασαρίας, η Ευτυχία, κάθε λίγο έβγαζε το κεφάλι της από την πόρτα του παταριού, για να δει σε ποια φάση ήταν η φασαρία. Τα κορίτσια, πότε η μία και πότε η άλλη, της έκαναν νόημα να μπει μέσα και να μη μιλά.

Ύστερα από λίγο, και τη στιγμή που η Καίτη ήταν κάτω από το πατάρι, άκουσε την Ευτυχία που ψιθύριζε το όνομά της: «Καίτη, ψιτ, ψιτ, Καίτη...» «Τι θέλεις, βρε μαμά;» της είπε η Καίτη νευριασμένα. Και η Ευτυχία: «Πες μου μια πόλη της Αμερικής με δέκα γράμματα». Η Καίτη έμεινε άναυδη. Η Ευτυχία έλυνε σταυρόλεξο...

Αργότερα, η Ευτυχία είπε στην Καίτη, που της έκανε παρατήρηση για την όλη κατάσταση: «Πρώτον, η στολή ήταν στην ντουλάπα και την τρώγανε οι αράχνες, δεν την είχε φορέσει ποτέ... Α, βρε κουτό, ειλικρινά πίστεψες ότι θα έφευγε; Απλώς έπρεπε να φωνάξει για να εκτονωθεί... Εσύ δεν θα φώναζες άμα σου κάνανε κάτι τέτοιο;» Εκεί, η Καίτη σήκωσε τα χέρια ψηλά και δεν είπε τίποτα...». (Ρέα Μανέλη)

Πρόκειται για την πληρέστερη, μέχρι σήμερα, καταγραφή των τραγουδιών της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Την έρευνα και μελέτη έκανε ο μουσικός και συνθέτης Σπύρος Κουρκουνάκης με τη βοήθεια και την επιμέλεια της Μαριέλλας Κουκουζέλη. Ο συγγραφέας, εκτός από την ταξινόμηση των στίχων επιχειρεί και μια ενδιαφέρουσα διείσδυση-ανάλυση στην τεχνική, τον τρόπο γραφής, στη μορφή και το περιεχόμενο των στίχων, αλλά και στο λεξιλόγιο της Παπαγιαννοπούλου (στοιχεία που συναντάμε και στο «Όλα είναι ένα ψέμα» του Λευτέρη Παπαδόπουλου) που στο μεγαλύτερο ποσοστό τους παρουσιάζονται πλήρως με αυτή την έκδοση. Αναφέρεται στις πηγές και το υλικό, στον χειρισμό και την καταγραφή του, αλλά και στην γενικότερη περί μύθων και ειδώλων υπόθεση. Τα τραγούδια παρουσιάζονται ανά συνθέτη, εποχή και μουσικό είδος, φτάνοντας ως τα μετά θάνατον εκδοθέντα τραγούδια και ακόμη παρουσιάζοντας το πρώιμο έργο της με την ποιητική συλλογή ΠΝΟΕΣ (1931). Στην έκδοση φιλοξενούνται και σημειώματα-κείμενα των Λευτέρη Παπαδόπουλου, Μάνου Ελευθερίου, Κώστα Γεωργουσόπουλου, Αντώνη Παπαϊωάννου και Γιώργου Τσάμπρα. Ο αρχικός σχεδιασμός της έκδοσης περιλάμβανε κι ένα cd με 18 κλασικά τραγούδια σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, ένα ακυκλοφόρητο (Νύχτα πέρασε το τρένο) σε μουσική Μάνου Λοΐζου από ταινία του 1965, καθώς, και ένα γραμμένο ειδικά για εκείνη με αφορμή την εν λόγω έκδοση) με τη μουσική επιμέλεια του Σπύρου Κουρκουνάκη και τη συμμετοχή των Νίκου Δημητράτου, Κώστα Μάντζιου, Γεωργίας Γρηγοριάδου και Μαρίας Κανελλοπούλου. Για οικονομικούς λόγους που θα ανέβαζαν το κόστος του βιβλίου το cd βγήκε ανεξάρτητα και μοιράστηκε δωρεάν.

Σπύρος Κουρκουνάκης ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Εκδόσεις Ιανός 2010 (567 σελίδες)

[…] «Κατόρθωσε το "τρελό": να συνδυάσει πολλές φορές ερωτικό και κοινωνικό τραγούδι σε τρία τετράστιχα. Ίσως αυτό να ήταν και το μυστικό της επιτυχίας της, κάτι που πολύ αργότερα το "δανείστηκαν" αρκετοί. Ήταν πια δασκάλα. Οι μαθητές την ακολουθούσαν. Αυτό διδάσκει και αυτό επιβάλει η ιστορία. Οι αναμνήσεις της, γόνιμες και ευφρόσυνες, από συγγραφείς και κείμενα και τίτλους ακόμη από πρόζα και επιθεώρηση βοήθησαν το ταλέντο της να απλωθεί σε χώρους που ούτε υποπτεύονταν οι άλλοι, τουλάχιστον εκείνη την εποχή.

Θυμάμαι το εξαίσιο - και αυτό - τετράστιχό της: “Να σου δώσω μια να σπάσεις/ αχ βρε κόσμε γυάλινε/ και να φτιάξω μια καινούργια/ κοινωνία άλληνε". Σαφώς παραπέμπει και ως οργισμένη "κίνηση" και ως θέμα στο προπολεμικό τραγούδι της επιθεώρησης που τραγουδούσε ο Κυριάκος Μαυρέας με τιε αδελφές Καλουτά: “Βρε ντουνιά/ θα σου δώσω μια μπουνιά/ να σου κάνω τη ζημιά".

Η Ευτυχία πέρασε σαν μετέωρο από τη ζωή μας. Δεν αξιώθηκε τιμές. Δεν τις χρειαζόταν άλλωστε. Το κακό είναι ότι υπάρχουν συνθέτες που τους είχε εμπιστευθεί τραγούδια της και μένουν ακόμη ανέκδοτα. Ως πότε;».

(Από το κείμενο του Μάνου Ελευθερίου. Πρώτοδημοσιεύτηκε στο πρόγραμμα της παράστασης του Πέτρου Ζούλια «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» με τη Νένα Μεντή)

[…] «Χωρίς τη Μικρασία και το θέατρο η Παπαγιαννοπούλου δεν θα είχε γράψει τα τραγούδια που μας δώρισε. Αλλά όπως και άλλοι γνωστοί στιχουργοί του ρεμπέτικου, η Παπαγιαννοπούλου δεν ήταν "αγράμματη", ασπούδαχτη και πριμιτίβ. Όπως δεν ήταν ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης, ο Χρήστος Κολοκοτρώνης και όπως δεν είναι ο Κώστας Biρβos, για να μείνω στους πολυγραφότερους. Γνώριζε τους νεοέλληνες ποιητές, διάβαζε λογοτεχνία και είχε εκείνη την παράδοση κουλτούρας που κουβαλούσαν όλοι οι Μικρασιάτες, ανάλογη με την άλλη, δυτικότερη παράδοση κουλτούρας που είχαν οι Επτανήσιοι και οι Κρήτες.

Έχει λοιπόν δίκαιο ο Μάνος Ελευθερίου που υποστηρίζει πως για τον ειδικό της λογοτεχνικής μας ιστορίας πίσω από τους στίχους των τραγουδιών της Ευτυχίας φαίνονται τα ίχνη των επιρροών που δέχτηκε. Αλλά κυρίως, συμπληρώνω, φαίνεται η ποικιλία των στιχουργικών δομών, οι στροφικές ενότητες, η ευρηματικότητα της ρίμας και, βεβαίως, ο βηματισμός στην πλειονότητα των τραγουδιών της του δεκαπεντασύλλαβου χωρισμένου σε δύο ημιστίχια, οχτώ και επτά συλλαβών. Έτσι ώστε ένα τετράστιχο να είναι δύο δεκαπεντασύλλαβοι με "εσωτερική" στο οκτασύλλαβο ημιστίχιο ενίοτε ομοιοκαταληξία [π.χ. "Δυο πόρτες έχει η ζωή/ άνοιξα μια και μπήκα" κ.λπ.].

Το αξιοθαύμαστο σ’ αυτήν την ποιητική είναι πως δεν υπάρχει πουθενά "φιλολογία”, πουθενά επίδειξη λεκτικής ευφράδειας, πουθενά η γνωστή λεξιλαγνεία της λόγιας λυρικής ποίησης. Έχεις την εντύπωση πως στιχοποιείται η καθημερινή λαϊκή κουβέντα με τα στερεότυπά της και την εγγενή στην ελληνική τρέχουσα καθημερινή ρυθμοποιία του ιάμβου: "Τώρα που φεύγω απ' τη ζωή όλους τους συγχωρνάω", "Στο τραπέζι που τα πίνω, λείπει το ποτήρι σου", "Ποιος θα μού δώσει δύναμη, τον κόσμο αυτό ν' αλλάξω", "Μα κανένας δε μου φταίει, για το χάλι μου", "Πάρ' την καρδιά μου που την τρώει το σαράκι", "Ποια μοίρα σε ζηλεύει, ποιο μάτι φθονερό;".

Η Παπαγιαννοπούλου γλωσσικά γράφει μια αστική διάλεκτο, χωρίς "μαγκιές" και ιδιόλεκτα, προίκα της αστικής εγγραμματοσύνης της Μικρασίας, κοινής πλέον διαλέκτου του άστεως στην κυρίως Ελλάδα. 'Όνειρο απατηλό", ‘Ένα χέρι λατρεμένο”, "Η φαντασία μου που χρόνια με γελούσε πως θα μ' ανοίξει την καρδιά μου την κλειστή"».

(Από το κείμενο του Κώστα Γεωργουσόπουλου. Πρώτη δημοσίευση: Σάββατο 14 Μαρτίου 2009, εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», ένθετο «βιβλιόραμα»)

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!