Γιώργος Νταλάρας - «Τα ρεμπέτικα της Κατοχής»

Αν επιχειρούσαμε να παραλληλίσουμε τον τραγουδιστή Γιώργο Νταλάρα με έναν σύζυγο, τότε σίγουρα δεν θα τον κατατάσσαμε στην κατηγορία των μονογαμικών…
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 

Ο Γιώργος Νταλάρας έχει συνάψει τόσους πολλούς γάμους, όσα και τα είδη της μουσικής που έχει κατά καιρούς ασχοληθεί: λαϊκό, δημοτικό, παραδοσιακό, Σμυρναϊκό, έντεχνο, ποπ, μπαλάντες, ροκ, λάτιν... Του αποδίδουμε βέβαια το παράσημο του υποδειγματικού συζύγου, ο οποίος αντιμετωπίζει με συνέπεια, σεβασμό και ένα αίσθημα βαθιάς πίστης το - εκάστοτε- «ταίρι» του.

Όσο «άπιστος» όμως και αν αποδείχθηκε στους τόσους γάμους του, επέδειξε απαράμιλλη πίστη στην ερωμένη του, που δεν ήταν άλλη από το ρεμπέτικο τραγούδι. Είναι σαν την σχέση εκείνη που σου τινάζει τα μυαλά, σε παρασύρει, που σε προκαλεί να ασχολείσαι συνεχώς μαζί της στα 10/10, να της προσφέρεις όλο σου το είναι και αυτή, να σου ζητά όλο και πιο πολλά. Η σχέση αυτή κρατά πολλά χρόνια, με αμείωτη ένταση. Δεν είναι τυχαίο που συνεχώς σκαλίζει τα ρεμπέτικα με το πάθος του ρακοσυλλέκτη: τα ανακαλεί από μνήμης, τα αναζητά, τα εντοπίζει, τα ξεθάβει, τα ανασύρει με προσοχή, τα ξεσκονίζει και τα συντηρεί σεβόμενος την ιστορία τους, τα διορθώνει όπου χρειάζεται και τα αναπαράγει με τον ίδιο σεβασμό. Υποκινούμενος σαφώς από μια ορμέμφυτη τάση, που έχει τις ρίζες της τόσο στην καταγωγή του, όσο και στα μουσικά βιώματα που είχε από παιδί. Ως μουσικός όμως, του αναγνωρίζω και ένα ακόμη κίνητρο (και κατ' εμέ είναι το ισχυρότερο): το ρεμπέτικο τον απασχόλησε ιδιαίτερα ως μουσικό, λόγω της ποικιλομορφίας των μουσικών του δρόμων, των ήχων του, των ρυθμών του. Είναι και εκείνες οι αξεπέραστες ερμηνείες των πρώτων εκτελέσεων από τους σπουδαίους του είδους... Νομοτελειακά λοιπόν, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά.

Η ιστορία είναι γνωστή σε όλους μας και ξεκινά επίσημα (δηλαδή δισκογραφικά) το 1975. 25 χρονών τότε, αδιαφορώντας για τις επιτυχίες και τα σουξέ, επείγεται να αφήσει μια μουσική παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές - προκαλώντας την έκπληξη του Σταύρου Κουγιουμτζή με αυτήν την αγωνία του. Δημιουργείται έτσι το ιστορικό, διπλό άλμπουμ «50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι», που πουλά 300.000 αντίτυπα. Η ανταπόκριση του κόσμου είναι παροιμιώδης, τα δε μουσικά σχήματα της εποχής αναπαράγουν στα ζωντανά προγράμματα τους τα ρεμπέτικα τραγούδια. Τα «ρεμπετάδικα» ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια σε κάθε γειτονιά, το ρεμπέτικο τραγούδι ακούγεται ξανά, αναγεννάται - πολλές φορές όμως με λάθος τρόπο.

Ο Νταλάρας αντιλαμβάνεται την κατάσταση και κάνει – προσωρινά – πίσω. Σκύβει το κεφάλι και ασχολείται με άλλες παραγωγές, ρίχνει όμως κλεφτές ματιές στα ρεμπέτικα, μιας που είχε αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς με το είδος. Πάντοτε άφηνε - όπως έδειξε η μετέπειτα πορεία του… Δεν παρατά λοιπόν το υλικό - το δουλεύει μέσα του, σχεδόν υποσυνείδητα.

Συνοδοιπόρος και συμπαραστάτης σε αυτήν την προσπάθεια είναι ο φίλος του, ερευνητής και μελετητής του ρεμπέτικου τραγουδιού Κώστας Χατζηδουλής, ο οποίος, κατόπιν ενδελεχούς έρευνας του και μετά το μεγάλο «μπαμ» του «50 χρόνια ρεμπέτικο», πιέζει το 1977 τον Νταλάρα να ερμηνεύσει ρεμπέτικα τραγούδια, που έχουν όμως μια συγκεκριμένη θεματική ενότητα: τραγούδια που γράφτηκαν την σκληρή εποχή της Κατοχής και του Εμφυλίου.


Τολμώ να πω πως ο Χατζηδουλής επιλέγει τον Νταλάρα για δυο λόγους: πρώτον γιατί αναγνωρίζει την ποιότητα της δουλειάς του και δεύτερον γιατί τα τραγούδια αυτά, που παρέμεναν τόσα χρόνια ακυκλοφόρητα, έπρεπε να αποκτήσουν μια ασφαλή στέγη. Η ανάμειξη του Νταλάρα εγγυόταν την επιτυχία του εγχειρήματος.

Τον Μάιο του 1977 ο Νταλάρας παρουσιάζει τα τραγούδια ζωντανά, σε μια συναυλία στην Καλλιθέα. Μάλιστα, μαζί του στο πάλκο συμπράττουν και οι ίδιοι οι δημιουργοί των τραγουδιών: Γενίτσαρης, Μοσχονάς κ.α. Ένα χρόνο μετά, τον Μάιο του 1980, ο Νταλάρας δίνει την έγκριση του στον Χατζηδουλή, ώστε να κάνουνε τον δίσκο.

Ο Χατζηδουλής, στην συνομιλία του με τον Γ. Τσάμπρα (που δημοσιεύεται στο «Μουσικό κουτί» του καλλιτέχνη και στον ένθετο, διπλό δίσκο – αφιέρωμα στα ρεμπέτικα τραγούδια που τραγούδησε ο Νταλάρας), αναφέρεται εκτενώς στα παρασκήνια της δημιουργίας του δίσκου. Επιμελείται του μουσικού υλικού και ξεχωρίζει τα προς έκδοση τραγούδια. Ο Νταλάρας «άσκησε βέτο» ζητώντας να πει το «Κάποια μάνα αναστενάζει», ο δε Χατζηδουλής πρότεινε το «Κάνε λιγάκι υπομονή». Καταλήγουν λοιπόν σε 16 συνολικά τραγούδια.

Τα τραγούδια αρχίζουν να ηχογραφούνται στις 3 του Οκτώβρη. Ο Χατζηδουλής έχει το ελεύθερο από τον Νταλάρα να σχεδιάσει όπως θέλει το ένθετο του δίσκου. Σκέφτεται να το εμπλουτίσει με ιστορικά στοιχεία για τα τραγούδια, φωτογραφικό υλικό και δημοσιεύσεις της εποχής. Το προτείνει στην εταιρία. Η απάντηση που πήρε ήτανε: «βιβλίο θα κάνουμε ή δίσκο»; Ήταν εμφανές πως, σε αντίθεση με την θέρμη που περιέβαλλε τους συντελεστές του δίσκου, η απάθεια που επέδειξε η εταιρία ήταν πολύ μεγαλύτερη. Ο δίσκος μάλλον θεωρούνταν περιττός… Είχε ήδη αρχίσει η εποχή που οι εταιρίες λειτουργούσαν ως ταμεία... Η αντιμετώπιση αυτή, οδηγεί τον Νταλάρα στην (πρωτόγνωρη) απόφαση να απαγορεύσει την διαφήμιση των δίσκων του από την ίδια του την εταιρία.

Παρόλες τις ενστάσεις, η ηχογράφηση του υλικού ολοκληρώνεται σε δυο μήνες, τον Οκτώβρη του 1980. Το αποτέλεσμα της ηχογράφησης μας δίνει τα ακόλουθα 15 (δεν μας είναι γνωστό το 16ο τραγούδι):

1. Σαλταδόρος (Μ. Γενίτσαρη)
2. Επιδρομή στον Πειραιά (Μ. Γενίτσαρη)
3. Να ναι γλυκό το βόλι (Μπαγιαντέρα)
4. Μαυραγορίτες (Μ. Γενίτσαρη)
5. Χαϊδάρι (Μάρκου & Στ. Βαμβακάρη)
6. Ένας λεβέντης έσβησε (Ν. Μάθεση - Μ. Χιώτη - Μ. Γενίτσαρη)
7. Κάνε λιγάκι υπομονή (Β. Τσιτσάνη)
8. Στέλιος Καρδάρας (Μ. Γενίτσαρη)
9. Αδερφός τον αδερφό (Ο. Μοσχονά)
10. Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα (Β. Τσιτσάνη)
11. Κάποια μάνα αναστενάζει (Β. Τσιτσάνη)
12. Της κοινωνίας η διαφορά (Β. Τσιτσάνη)
13. Οι λαδάδες (Μ. Γενίτσαρη)
14. Στη φυλακή θα λιώσω (Μ. Γενίτσαρη)
15. Οι φάμπρικες (Β. Τσιτσάνη)

Λόγω του περιορισμένου χρόνου που παρείχε στο ηχογραφημένο υλικό ο δίσκος βινυλίου, αποφασίζεται να «κοπούν» τα τρία τελευταία τραγούδια, που παραμένουν ανέκδοτα έως σήμερα (εκτός από τις «Φάμπρικες», που βρίσκουν στέγη στην επανέκδοση του δίσκου «50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι» που κυκλοφόρησε το 2011 με την εφημερίδα «Το Βήμα»). Στο εσώφυλλο του δίσκου αναγράφεται πως οι ηχογραφήσεις διήρκησαν 2 μήνες: Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1980. Ο Νταλάρας ενορχηστρώνει μαζί με τους μουσικούς τα τραγούδια, σημάδι πως ο δίσκος είναι υπόθεση όλων των μουσικών και πως ηχογραφήθηκε με μια παρεΐστικη διάθεση. Ο ίδιος, τραγουδά «δίχως αύριο» και αποδίδει τα τραγούδια με τον δικό του, μοναδικό τρόπο. Στις δεύτερες φωνές είναι η Γλυκερία και ο Δημήτρης Κοντογιάννης. Παραγωγός ήταν ο Αχιλλέας Θεοφίλου και η ηχογράφηση έγινε στα στούντιο της Columbia με ηχολήπτη τον Στέλιο Γιαννακόπουλο.

Κυκλοφορεί παραμονές Χριστουγέννων του 1980 και, κάτω από το καθεστώς της πλήρους απαγόρευσης της διαφημιστικής καμπάνιας, πούλησε περισσότερα από 50.000 αντίτυπα, μέχρι τις 12 Ιανουαρίου. Ο δίσκος, πέρα από το γεγονός ότι αποτελούσε μια αξιολογότατη μουσική έκδοση, ταυτόχρονα ήταν και μια μουσική πρόταση. Και αυτό γιατί περιείχε τραγούδια που κυκλοφορούσαν για πρώτη φορά, μιας και η λογοκρισία φρόντιζε να μην ηχογραφηθούν ποτέ. Το γεγονός αυτό, φαίνεται πως φόρτισε περισσότερο τις πλάτες του Νταλάρα, που αισθάνθηκε υπόχρεος απέναντι σε αυτό το ιστορικό υλικό. Φροντίζει λοιπόν τα πάντα, ώστε το αποτέλεσμα να μπορέσει να υποστηρίξει το ανάστημα των τραγουδιών. Στον τομέα της ενορχήστρωσης, διατηρείται το ύφος των τραγουδιών και αποδίδονται πιστά όλες οι μουσικές τους φόρμες. Τεχνικά, τα όργανα «βγαίνουν» με τον τρόπο και το ηχόχρωμα που πρέπει, υπηρετώντας ευλαβικά το είδος της μουσικής που αναπαράγουν. Ηχητικά, το συνολικό αποτέλεσμα μοιάζει κάπως φτωχό, άδειο, αλλά τους λόγους μάλλον θα πρέπει να τους αναζητήσουμε στις τεχνικές ηχογράφησης της εποχής. Ίσως όμως να έγινε και συνειδητά, μιας και δεν θα ήταν ταιριαστό τραγούδια με τέτοια ιστορία και τέτοια νοήματα, να «φωνάζουν» ενορχηστρωτικά. Ακούγοντας όμως το υλικό σήμερα, που οι αντιλήψεις μας περί ηχοληψίας έχουν αλλάξει, κάνοντας μας πιο απαιτητικούς, θα έλεγα πως λείπουν κάποια – τεχνικά – στοιχεία που θα έκαναν το αποτέλεσμα πιο επιβλητικό.

Η τελική έκδοση του δίσκου, περιείχε τα ακόλουθα τραγούδια:

1. Σαλταδόρος (Μ. Γενίτσαρη)

Αγραμμοφώνητη σύνθεση του 1942. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1945 στην Αμερική, σε μια παραλλαγή από τον Γιώργο Κατσαρό, ενώ ακολούθησε και μια εκτέλεση στις αρχές του 1960 από τον Σπύρο Ζαγοραίο, με ερωτικά λόγια. Η συγκεκριμένη ηχογράφηση επαναφέρει το τραγούδι στην πρωτότυπή του μορφή.

2. Επιδρομή στον Πειραιά (Μ. Γενίτσαρη) Αγραμμοφώνητη σύνθεση του 1944

3. Να 'ναι γλυκό το βόλι (Δ. Γκόγκου - Μπαγιαντέρα) Αγραμμοφώνητη σύνθεση του 1942

4. Μαυραγορίτες (Μ. Γενίτσαρη) Αγραμμοφώνητη σύνθεση του 1941

5. Χαϊδάρι (Μ. και Στ. Βαμβακάρη) Αγραμμοφώνητη σύνθεση του 1943. Ιστορικά στοιχεία: Το τραγούδι είχε γραφτεί με άλλη μουσική από τον ίδιο τον Μάρκο Βαμβακάρη. Δεν γραμμοφωνήθηκε όμως ποτέ, με αποτέλεσμα να περνά από μουσικό σε μουσικό «με το αυτί», δηλαδή όπως το θυμόταν ή το μάθαινε ο καθένας. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν το τραγούδι να παίζεται σε πολλές παραλλαγές, χωρίς όμως να μπορεί να διακριθεί η σωστή. Με τα χρόνια η μελωδία ξεχάστηκε. Για τις ανάγκες του δίσκου, κλήθηκε ο γιός του Μάρκου, Στέλιος, για να γράψει μια νέα μελωδία. Αναφέρεται πως ο Στέλιος έγραψε το τραγούδι μέσα σε τέσσερις ώρες.

6. Ένας λεβέντης έσβησε (Ν. Μάθεση - Μ. Χιώτη - Μ. Γενίτσαρη) Αγραμμοφώνητη σύνθεση του 1945.

Ιστορικά στοιχεία: Το τραγούδι είναι γραμμένο για το θάνατο του Άρη Βελουχιώτη. Υπήρχε μια πρώτη έκδοση του τραγουδιού, ήδη από το 1945, σε σύνθεση του Μανώλη Χιώτη. Η εκδοχή αυτή δεν ηχογραφήθηκε όμως και έτσι η μελωδία με τα χρόνια ξεχάστηκε. Ο Μάθεσης εκμυστηρεύτηκε την ιστορία του τραγουδιού στον Χατζηδουλή, όταν είχε πεθάνει πια ο Χιώτης. Ο Κώστας Χατζηδουλής, έσωσε τον διάλογο του με τον Μάθεση, στην δική του «Ρεμπέτικη ιστορία»: «Λίγο μετά που σκοτώθηκε ο Άρης Βελουχιώτης το 'γραψα. Είχε 3 τετράστιχα και όχι 4. Ο Άρης, ήτανε φίνος άντρας, μάγκας κι αγωνιστής και Έλληνας. Κατάλαβες; Μιλάει ο Μάθεσης. Υπήρχανε κι άλλοι αγωνιστές δηλαδή που θέλανε να τους λένε έτσι αλλά αυτοί ήτανε αγωνιστές για την πάρτη τους. Δηλαδή αποφάγια. Άλλη ταρίφα αυτοί. Όταν έσβησε το καντήλι του παλικαριού, έκατσα και το 'γραψα γιατί έγινε θρήνος. Θρήνος και ύμνος. Το θέμα είναι παλιό, πολύ παλιά η ιδέα. Τα λόγια δικά μου και τιμής πρόσωπο ο Άρης. Μετά συναντήθηκα με το Χιώτη, που είχε έρθει με τον Παπαϊωάννου, το Στεφανάκη και το Γενίτσαρη, να παίξουνε σ' ένα χορό στο Χατζηκυριάκειο. Είπα του Χιώτη για το τραγούδι και δώσαμε ραντεβού και του 'δωσα τα λόγια. Έβαλε ένα τετράστιχο ακόμα ο Μανώλης, το τελευταίο, κι άλλαξε το "Νεκροπούλι" που είχα εγώ και το έκανε "Κλαψοπούλι". Δεν είπα τίποτα. Ο Μανώλης ήτανε φίλος μου, καλός άντρας και μάγκας από τους λίγους. Άμα θες να μάθεις ποιοι είναι μάγκες κοίτα το Χιώτη. Εξηγήσεις ζόρικες, ρεμπέτικες και ψυχή μόρτικια μεγάλη. Μιλάω εγώ ο Μάθεσης. Το 'παμε : προσφορά για το παιδί που χάθηκε, ήτανε το τραγούδι. Ζούλα γίνανε όλα, βλέπεις, εγώ και σ' αυτό το περιβόλι, είχα τσαμπουκάδες. Ένα απόγευμα που ήμουνα τότες στην Αθήνα, παρέα με το Γούναρη, είδα στο δρόμο τυχαία, σε μια στοά, τον αρχηγό τότες του κόμματος. Αυτόνε που δεν ήτανε όνομα και πράμα δεν ήτανε, λέμε, γλυκός στις εξηγήσεις του. Του τα 'χα μαζεμένα από τότε. Αυτός ήτανε όλα του τα χρόνια, μολύβι με σπασμένη μύτη. Κατάλαβες; Μετά άκουσα τη μουσική που έβαλε ο Χιώτης. Χασαποσέρβικο ήτανε, πολύ ζόρικο τραγούδι. Δίσκος δεν έγινε όμως, γιατί όλοι αυτοί εδώ οι λάγιοι, δεν αφήνανε. Γι' αυτό τους έχω μαζέψει πολλά...»

(Κώστα Χατζηδουλή, Ρεμπέτικη ιστορία Νο 1, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, σελ. 260-261). Λόγω της απώλειας της πρωτότυπης μελωδίας, ανατίθεται στον Μιχάλη Γενίτσαρη να γράψει μια νέα μελωδία. Ο Γενίτσαρης αναγεννά το τραγούδι, αυτή τη φορά όμως σε ρυθμό 9/8 (ζεϊμπέκικο).

7. Κάνε λιγάκι υπομονή (Β. Τσιτσάνη) Σύνθεση του 1948

Ιστορικά στοιχεία: ο ίδιος ο Τσιτσάνης μιλάει για το τραγούδι στην αυτοβιογραφία του: «Τότε, με τα τραγικά γεγονότα του εμφυλίου πολέμου ήταν πολύ δύσκολο να γράψεις εκείνο που ήθελες. Υπήρχε η λογοκρισία που δεν έδινε εύκολα άδεια για να γραμμοφωνήσεις τραγούδι. Εννοώ εκείνα που είχαν κατά τη γνώμη τους ύποπτους στίχους και έβλεπαν κάποια πολιτική σκοπιμότητα. Δεν μπορώ να ξέρω με τι σκεπτικό αποφάσιζαν, πάντως τραγούδι που θα είχε και μια λέξη γύρω από την πολιτική ή τα γεγονότα της εποχής, έπρεπε στα σίγουρα να το απορρίψουν. Τότε, το 1949, ή λίγους μήνες νωρίτερα, έγραψα μέσα στα άλλα, και ένα που του έβαλα αλληγορικά λόγια, ακριβώς από το φόβο της λογοκρισίας, αλλά η σημασία του φαίνεται καθαρά:

«Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει
κοντά σου θ ’ρθει μια χαραυγή
καινούργια αγάπη να σου ζητήσει
κάνε λιγάκι υπομονή

8. Στέλιος Καρδάρας (Μ. Γενίτσαρη) Αγραμμοφώνητη σύνθεση του 1944

9. Αδερφός τον αδερφό (Οδ. Μοσχονά) Αγραμμοφώνητη σύνθεση του 1949 - στίχοι του 1948

10. Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα (Β. Τσιτσάνη) 1947

Ιστορικά στοιχεία: το τραγούδι μιλά για μια «ξελογιάστρα κόρη», που είναι η Ελλάδα. Ο Τσιτσάνης, καταφέρνει με μαεστρία να περάσει τα πολιτικά του μηνύματα σε τραγούδι που στο πρώτο του άκουσμα έχει θέμα ερωτικό. Ο ίδιος ο Τσιτσάνης δηλώνει: «Σε αυτό που μιλάω για μια κόρη ξελογιάστρα εννοώ την πατρίδα μας. Δεν είναι άλλη από την Ελλάδα αυτή η κόρη, που για αυτήν γκρέμιζαν κάστρα στο φοβερό εκείνο χαλασμό του Εμφυλίου. Μήπως δεν ήταν έτσι; Δεν μπορούσα να μη βγάλω από μέσα μου εκείνο που με έτρωγε, δηλαδή το φόβο για το ενδεχόμενο χαμό της. Και αυτό ήταν που μέτραγε περισσότερο απ’ όλα. Τι άλλο μπορούσα να κάνω εγώ, ένας καλλιτέχνης, στο αλληλοφάγωμα; Το είπα, ότι δεν έχω άλλα όπλα από τα τραγούδια μου....».

(Απόσπασμα από την Αυτοβιογραφία του Β. Τσιτσάνη)

11. Κάποια μάνα αναστενάζει (Μπ. Μπακάλη - Β. Τσιτσάνη)

Ιστορικά στοιχεία: το τραγούδι αυτό, κατόρθωσε μεν να ξεγελάσει τη λογοκρισία και να κυκλοφορήσει για λίγο καιρό, όμως στις 6 Δεκεμβρίου 1947, με εντολή της Αστυνομικής Διεύθυνσης Πειραιώς, απαγορεύεται η εκτέλεσή του, διότι, όπως λέει το κείμενο της αστυνομικής ανακοίνωσης, «έχει αλληγορικήν σημασίαν, ου δύναται να δημιουργηθούν αντεγκλήσεις, επεισόδια και διασάλευσις της τάξεως». Κατά πληροφορίες του Κώστα Χατζηδουλή, το τραγούδι απαγορεύτηκε ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του, με διαταγή του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως.

12. Της κοινωνίας η διαφορά (Β. Τσιτσάνη)

Σύνθεση του 1951. Παρέμεινε αγραμμοφώνητη, μιας και λογοκρίθηκε το 1956. Πρώτη ηχογράφηση, εδώ. Διηγείται ο Τσιτσάνης: «το έγραψα και το συνέθεσα αμέσως με το πέρας του εμφυλίου πολέμου, γύρω στο 1951. Δυο μελωδίες έχω για αυτό το τραγούδι, δυο μουσικές σε ρυθμό ζεϊμπέκικο. Είχα και τρίτο στίχο και ένα ρεφρέν ακόμα, αλλά τώρα έχω ξεχάσει τα λόγια. Βλέπεις, τραγούδια που δεν τα τραγουδάω, ούτε στο πάλκο, ξεχνιούνται από μόνα τους. Κάπου το ‘χω σημειωμένο, αλλά παρά τις προσπάθειές μου δεν κατόρθωσα να το βρω ακόμα. Μετά λίγα χρόνια, αφότου το συνέθεσα, γύρω στο 1956 με 1957, το υπέβαλα στη λογοκρισία, γιατί ήθελα να το κάμω δίσκο. Και θυμάμαι τον τότε υπεύθυνο παραγωγής της ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ, το Νίκανδρο Μηλιόπουλο, που ήρθε και μου είπε ότι: «Το τραγούδι αυτό, Βασίλη, δεν περνάει από τη λογοκρισία, με κανένα τρόπο, γιατί το θεωρούν επαναστατικό και φυσικά ακατάλληλο για δίσκο». Ευτυχώς δεν έκανα το λάθος να το διασκευάσω - γιατί εκείνα τα χρόνια όταν η λογοκρισία δεν πέρναγε τραγούδι, σου έλεγε να το αλλάξεις κάπως τους στίχους και τότε, αν έμενε ικανοποιημένη, σου έδινε άδεια - και το παράτησα ακριβώς όπως το είχα γραμμένο. Μέχρι σήμερα παραμένει ανέκδοτο και σκέπτομαι να το γραμμοφωνήσω τώρα, αλλά με ερμηνευτή το Γιώργο Νταλάρα».

Στον δίσκο, παίζουν οι μουσικοί: μπουζούκι: Χρ. Νικολόπουλος, Γ. Μωραΐτης, μπαγλαμά: Μπ. Μαλλίδης, κιθάρα: Μ. Κώστογλου, σαντούρι: Τ. Σούκας, μπάσο: Ν. Πανταζής, πιάνο: Τ. Καρακατσάνης, ενώ ο Γιώργος Νταλάρας έπαιξε κιθάρα, μπαγλαμά και τζουρά.

Σκαλίζοντας ξανά το υλικό, κρίνω πως πρόκειται για έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα δίσκο – τουλάχιστον για τους γνώστες της ελληνικής μουσικής και δη του ρεμπέτικου. Εν πρώτοις για λόγους ιστορικούς, μιας και με τον τρόπο αυτό διασώθηκαν τραγούδια που παρέμεναν στην αφάνεια για περισσότερο από τρεις, ακόμη και τέσσερις δεκαετίες. Και εν δευτέροις, για την ικανότητα των δημιουργών των τραγουδιών να ασκούν πολιτική ενώ συνθέτουν. Οφείλουμε λοιπόν να αναγνωρίσουμε την σπουδαιότητα του έργου του Κώστα Χατζηδουλή, του οποίου η έρευνα έφερε στο φως τραγούδια που είχαν κυριολεκτικά ξεχαστεί. Και βέβαια, το πείσμα του Γιώργου Νταλάρα να δίνει όλο του το είναι, δίχως να προσμένει ανταλλάγματα. Αυτό άλλωστε δεν είναι και το μυστικό μιας επιτυχημένης σχέσης;

Πηγές:
«Ρεμπέτικα της Κατοχής», 1980, MINOS MSM 391(LP), 7243 4 80056 2 5 (CD)
«Το Μουσικό Κουτί», 1997, Minos EMI, Επανέκδοση 0074/5000
www.dalaras.com/forum | www.rembetiko.gr

Πέτρος Πετράκης, 26.10.2012

Υ.γ.: Θυμάμαι έναν διευθυντή ενός σχολείου στον Πύργο, όταν πριν μερικά χρόνια λογόκρινε το τραγούδι «Να ‘ναι γλυκό το βόλι» και ζήτησε από την καθηγήτρια της μουσικής να το αφαιρέσει από την σχολική εκδήλωση για την 28η Οκτωβρίου, με την δικαιολογία πως δεν θέλει τα παιδιά να τραγουδούν στίχους που μιλούν για τον Βελουχιώτη και τους αντάρτες. Δεν θα μπω στον κόπο να απαντήσω στις «ανησυχίες» του διευθυντή, μιας που την απάντηση την δίνει η ίδια η ιστορία από μόνη της: όπως καταγράφηκε πρωτύτερα, ο Μπαγιαντέρας έγραψε το τραγούδι το 1942, την περίοδο δηλαδή της Κατοχής και όχι του Εμφυλίου (όπου ο Βελουχιώτης είχε επιλέξει το πολιτικό στρατόπεδο του). Επομένως η επίσημη δικαιολογία που χρησιμοποιήθηκε κρίνεται ως αβάσιμη.

Σε ότι αφορά το θέμα της λογοκρισίας, είναι λυπηρό το γεγονός πως απαντάται και πάλι - στην όποια μορφή της. Τα λόγια των δημιουργών για την λογοκρισία, είναι αποκαλυπτικά: «Ποιος τόλμαγε μετά που τελείωσε ο πόλεμος να γραμμοφωνήσει τα τραγούδια που είχε γράψει στην Κατοχή, εκτός βέβαια από ‘κείνα που δεν πείραζαν την εξουσία;» Μιχάλης Γενίτσαρης

«Προς δόξαν της θρυλικής Δημοκρατίας μας, που 78 ολόκληρα χρόνια, όσο ετών είμαι, την ακούω και δεν την βλέπω (άραγε επειδή είμαι τυφλός; ), δεν ήταν δυνατό μετά το πέρας του πολέμου να εκδώσω σε δίσκους όσα τραγούδια είχα γράψει στην περίοδο της Κατοχής γύρω από τους αγώνες και τις θυσίες του λαού μας για τη λευτεριά, που είναι πιο πολύτιμη και από το φως των ματιών μου» Μπαγιαντέρας

«Όσα λαϊκά τραγούδια γράφτηκαν στην Κατοχή και μιλούσαν ανοιχτά για την αντίσταση και τους Πατριώτες που θυσιάστηκαν για την λευτεριά, δεν μπορούσαν μετά την απελευθέρωση να γραμμοφωνηθούν. Οι καταστάσεις που επικρατούσαν δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Το ίδιο συνέβαινε και στην περίοδο του Εμφυλίου.» Βασίλης Τσιτσάνης

Είναι πασιφανές πως με τον όρο Αντίσταση δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στον ένοπλο αγώνα. Απλοί άνθρωποι, από το δικό τους μετερίζι ο καθένας, αγωνίστηκαν ενάντια στον στρατό Κατοχής. Το να αποτιμάται η Αντίσταση μόνο με πολιτικό χρώμα, αποτελεί υπεκφυγή από την Ιστορία και όχι αποτίμηση.

Τέτοιες πρακτικές, εκούσιες ή ακούσιες δεν έχει καμία σημασία, καταφέρνουν να συντηρήσουν τα μεγάλα κενά που δημιούργησε η επιφανειακή μελέτη της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Αν απομένει κάτι στις νέες γενιές που έπονται, αυτό είναι η διδαχή της Ιστορίας, που θα τις επιτρέψει να μάθουν τι πραγματικά συνέβη και θα τις αποτρέψει από το να επαναλάβουν τα λάθη του παρελθόντος. Δίχως την γνώση του χθες, είναι αδύνατο να εξασφαλίσουμε ένα βέβαιο αύριο, με αποτέλεσμα να εγκλωβιζόμαστε στην δίνη των σφαλμάτων μας, επαναπαυόμενοι στο ρητό «η ιστορία επαναλαμβάνεται».

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!