Τι θα ήταν άραγε ο Καββαδίας εάν δεν τον είχε ανακαλύψει ο Μικρούτσικος;

Είναι ένα δύσκολο προς απάντηση ερώτημα αλλά ταυτόχρονα και απλό.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Πιστεύω ότι σίγουρα θα είχε θέση στην ιστορία αλλά δεν θα είχε γράψει ιστορία.

Ανήκε στην περίφημη «γενιά του ‘30», όρος που προσδιορίστηκε πρώτα από τον Γιώργο Θεοτοκά και το περιβάλλον των διανοουμένων γύρω από το λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής «Τα Νέα Γράμματα».

Μια γενιά που μας χάρισε δύο βραβεία Νόμπελ με σημαντικότερους εκπροσώπους τον Γιώργο Σεφέρη, Οδυσσέα Ελύτη, Ανδρέα Εμπειρίκο, Νικήτα Ράντο, Γιώργο Σαραντάρη, Δημήτρη Αντωνίου, Νίκο Εγγονόπουλο, Γιάννη Ρίτσο, Νικηφόρο Βρεττάκο, Νίκο Γκάτσο και αρκετούς άλλους.

Τον Καββαδία τον είχαν κατατάξει στους «Ελάσσονες ποιητές». Στην κατηγορία αυτή, η ιστορία της Ελληνικής λογοτεχνίας δεν τους μνημόνευε ούτε και στις υποσημειώσεις. Ακόμα και οι ανθολογίες που χαρτογραφούν πληρέστερα τον χώρο, στέκονται φειδωλές απέναντί τους.
Στους «ελάσσονες», ανήκαν οι ποιητές που άνθισαν και μαράθηκαν σύντομα.

Στη γενιά του ’30 δεν ήταν όλοι τους και τα «καλύτερα παιδιά». Είχαν μεταξύ τους τις αντιπάθειές τους, τις ίντριγκες, τα πισωμαχαιρώματα και αρκετά «μαλλιοτραβήγματα», στα όρια μιας συλλογικής ανθρωποφαγίας.

Ο Καραγάτσης το 1935 ανέφερε τον Καββαδία ως έναν από τους σημαντικότερους νέους ποιητές παρότι μέχρι τότε είχε εκδοθεί μόνο το «Μαραμπού» το 1933. Παρ ’όλα αυτά το «σινάφι» τον θεωρούσε απλώς έναν περιγραφικό στιχοπλόκο ημερολογίων τοίχων.

Ένιωσε αρκετές φορές την αγένεια και την απαξία εκ μέρους των ομότεχνών του, όπως το 1954 όταν ταξίδευε ο Σεφέρης στο καράβι που δούλευε και δεν τον χαιρέτησε καν, ενώ ο Ουράνης σε μια διάλεξή του, τον γελοιοποίησε παρότι είχε θεωρηθεί σαν ένα προγονικό ποιητικό στοιχείο του Καββαδία.

Αλλά πολλές φορές ο τροχός της ζωής γυρίζει τόσο παράξενα απρόσμενα και απρόβλεπτα που αλλάζει τη μοίρα των πρωτόλειων εκφάνσεων.

Μετά από αρχικές μελοποιήσεις από ορισμένους συνθέτες, τον ανακαλύπτει ο Μικρούτσικος, που ευτυχώς έφυγε νωρίς από τη μόδα των φεστιβαλικών αποθεώσεων και πριν προλάβει να βγάλει βρώμα η ιστορία. Ο Μικρούτσικος, ξεκλειδώνει και αναδεικνύει το κρυφό νόημα των στίχων του, που ήταν κάτι πολύ περισσότερο από θαλασσινές και βαπορίσιες ιστορίες.

Με τον Σταυρό του Νότου, ακόμη και ο ευφυής και πεφωτισμένος Πατσιφάς της LΥRA έπεσε έξω. «Θα σου κάνω δώρο το δίσκο αλλά πάνω από 2000 κομμάτια αποκλείεται να πουλήσει» είπε στον Μικρούτσικο. Πέθανε το 1989 και δεν πρόλαβε να δει τις πωλήσεις να ξεπερνούν τα 2.000.000.

Γιατί όμως έπεσαν όλοι έξω;

Ίσως γιατί ο Καββαδίας μέχρι τότε θεωρούνταν απ’ τους καλοπροαίρετους, πληκτικός και ελάσσων ποιητής και από τους κακοπροαίρετους, απλώς ένας στιχοπλόκος ημερολογίων. Ίσως γιατί όλοι νόμιζαν ότι ήταν ένας ποιητής που μιλούσε για τη θάλασσα και τους ναυτικούς. Δεν καταλάβαιναν ότι αυτό ήταν το υπόβαθρο, για να μιλήσει για κάτι άλλο, να μας παρακινήσει, να ονειρευτούμε, να κατακτήσουμε το αδύνατο, να χορέψουμε στο φτερό του καρχαρία, να τον δαμάσουμε και να υπερβούμε τα καταγεγραμμένα όριά μας.

Είχε την τύχη, να πέσει στα χέρια ενός καλλιεργημένου συνθέτη διανοητή, επιφανή ανάμεσα στους επιφανέστερους, που δεν προσδιορίστηκε σε μια διαδικαστική, διαχειριστική υπόκρουση ενός θαλασσινού κειμένου.

Για το Μικρούτσικο, η ανάμειξη του στο παιγνιώδες του πολιτικού παραγοντισμού, ευτυχώς δεν τον οδήγησε, στην ανάμειξη της ώριμης τέχνης του, σε συνηθισμένες και απλουστευμένες πολιτικές μανιέρες.

Η ποιοτική πολλαπλότητα του συνθετικού έργου του, ενώνεται οργανικά , με το κρυφό νόημα της ποίησης του Καββαδία, σε μια κοινή συνισταμένη, που είναι ο Σταυρός του Νότου.

Η ποίηση του Καββαδία αναστατώνει αναπαυμένες συνειδήσεις, απαξιώνει μικροαστικά όνειρα και δημιουργεί τη λαχτάρα για την αναχώρηση και τη φυγή.

Ο Μικρούτσικος δε, τα τελευταία είκοσι χρόνια, με τα δάχτυλά του πάνω στο πιάνο και τις ολοζώντανες συλλαβές στο στόμα του, με τον χαρακτηριστικό συριγμό, με ένα συγκλονιστικό και καθηλωτικό τρόπο, μας οδηγούσε και μας ξεναγούσε, στα υπόγεια της έκστασης των νοημάτων των στίχων του Καββαδία.

Ο Καββαδίας ζαλιζόταν στη στεριά και ισορροπούσε στη θάλασσα και με μια μεταφορική έννοια, θεωρούσε ότι το πιο δύσκολο και επικίνδυνο ταξίδι, ήταν στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια και προτιμούσε ένα ταξίδι στις Σαργάνες. Είχε τον φόβο του στεριανού θανάτου και μακάριζε να τον περιμένει ένα σκυλόψαρο.

Δύσκολα μπορεί να βρει κάποιος, ένα μουσικό έργο στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού όπως ο Σταυρός του Νότου, που να διαπερνά το χρόνο, μέσα από τόσες διαδοχικές γενιές και να διατηρεί τη λάμψη του και τη σαγήνη στα νέα παιδιά.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!