Η σπορά του λαϊκού -με την πολύτιμη έννοια της λέξης και όχι του λαϊκίστικου, της λαϊκάντζας και της λαϊκούρας- μουσικού τρόπου, είναι ένα ιδιαίτερο στοιχείο που εκτιμώ και αναγνωρίζω στον Θανάση Παπακωνσταντίνου, που γεννήθηκε στον Τύρναβο του Νομού Λάρισας στις 26 Απριλίου του 1959.
Και μάλιστα, σπορά σε πολλά χωράφια νεανικά, που πρωτίστως, σε εκείνη τη φάση του φλογίσματός τους, έλκονται από άλλα μουσικά φορτία.
Το πάντρεμα του Μηχανικού, που έσμιξε παράδοση, ροκ, λαϊκά, έχει μεστό καρπό. Τραχύ στη φλούδα του, γευστικό στην ψίχα του, αλήθεια στο πυρήνα του. Δεν πετάς ούτε το κουκούτσι.
Η μόστρα του μπορεί κάποιους να μην τους κερδίζει με την πρώτη ματιά, αλλά στο τέλος αποδέχονται την γεύση και την θρεπτικότητά του.
Στις ζόρικες, μπερδεμένες μέρες μας μια ολόκληρη γενιά πολεμάει με ούτια, λαούτα, βιολιά, λύρες, κλαρίνα, μπουζούκια σε ωδεία και «μαστόρους».
Κι άλλοι τόσοι ακροατές έχουν μπολιαστεί με ανάλογους ήχους, εικόνες και νοήματα της ζήσης και των στιγμών της.
Βλέπετε η καλή σπορά, ακόμα κι αν δεν προβάλλεται απ’ τους αρμόδιους και τους 100 που κάνουν θόρυβο για 100 χιλιάδες, έχει και ανάλογη συγκομιδή!
Και μάλιστα, σπορά σε πολλά χωράφια νεανικά, που πρωτίστως, σε εκείνη τη φάση του φλογίσματός τους, έλκονται από άλλα μουσικά φορτία.
Το πάντρεμα του Μηχανικού, που έσμιξε παράδοση, ροκ, λαϊκά, έχει μεστό καρπό. Τραχύ στη φλούδα του, γευστικό στην ψίχα του, αλήθεια στο πυρήνα του. Δεν πετάς ούτε το κουκούτσι.
Η μόστρα του μπορεί κάποιους να μην τους κερδίζει με την πρώτη ματιά, αλλά στο τέλος αποδέχονται την γεύση και την θρεπτικότητά του.
Στις ζόρικες, μπερδεμένες μέρες μας μια ολόκληρη γενιά πολεμάει με ούτια, λαούτα, βιολιά, λύρες, κλαρίνα, μπουζούκια σε ωδεία και «μαστόρους».
Κι άλλοι τόσοι ακροατές έχουν μπολιαστεί με ανάλογους ήχους, εικόνες και νοήματα της ζήσης και των στιγμών της.
Βλέπετε η καλή σπορά, ακόμα κι αν δεν προβάλλεται απ’ τους αρμόδιους και τους 100 που κάνουν θόρυβο για 100 χιλιάδες, έχει και ανάλογη συγκομιδή!